steni.gr
Το ψυχοκέρι το έφτιαχναν για να το ανάβουν στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα, τα οποία είναι τρία. Την παραμονή της κρεατινής, των Αγίων Θεοδώρων και την παραμονή της Πεντηκοστής.
Έβαζαν σε μία κατσαρόλα κερί και την έβαζαν στη φωτιά για να λιώσει.
Εντωμεταξύ είχαν προμηθευτεί βαμβακερό νήμα, το πιο χοντρό και το περνούσαν μέσα από το κερί, με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου που κατέληγε σε διχάλα, που είχαν βάλει μέσα στην κατσαρόλα με το κερί και μέσα από τη διχάλα του ξύλου πέρναγε η κλωστή. ‘Όταν περνούσε η κλωστή από το κερί, την τύλιγαν γύρω από μία σήτα ή κόσκινο ή οτιδήποτε στρογγυλό. Κατόπιν έκοβαν τις κερωμένες κλωστές στο μήκος που ήθελαν, ένα ή δύο μέτρα και αφού μελετούσαν τις ψυχές που ήθελαν να μνημονεύσουν, έπαιρναν τόσες κλωστές, όσες και οι ψυχές, τις ένωναν, τις έσφιγγαν και τις έστριβαν λίγο, ώστε να γίνει ένα σώμα.
Το τεράστιο αυτό λεπτοκαμωμένο κερί, το τύλιγαν, όσο ήταν ακόμα ζεστό, σα να ήταν σύρμα ώστε να μπορούν να το μεταφέρουν. Κατά τα Ψυχοσάββατα το κερί αυτό το κρατούσαν στα χέρια τους, καθ όλη την διάρκεια της λειτουργίας και το ξετύλιγαν σιγά-σιγά μέχρι να καεί όλο.
Γιάννης Γιαννούκος
Ο κλέφτης που ήταν και ψεύτης
Μια φορά ένας βουνίσιος πέρα για πέρα απ' τον ορεινό όγκο, όχι απ' τα πεδινά, είχε πάει στην Κύμη με τα πόδια για κάποιες δουλειές. Πείνασε, φαγητό δεν είχε προνοήσει να πάρει μαζί του κι επειδή εκείνα τα χρόνια ούτε λεφτά υπήρχαν, αλλά ούτε και τυροπιτάδικα, ανέβηκε στην πρώτη συκιά που βρήκε μπροστά του. Άρχισε να τρώει με βουλιμία σύκα. Η ιδιοκτήτρια τον πήρε χαμπάρι και έβαλε τις φωνές:
«Κατέβα κάτω ρε κλέφτη». Σκάσε μαρή, βούλωστο, γιατί θα κατέβω κάτω και θα σε γ... Μόλις τ' άκουσε αυτό η Κουμιώτισσα, έκατσε απέναντι σε μια πέτρα και περίμενε. Ο πρώην πεινασμένος, τώρα την είχε κάνει «ταράτσα», φοβήθηκε, πήδησε απ' την συκιά και άρχισε να τρέχει σαν παλαβός. Σηκώθηκε όρθια η Κουμιώτισσα και του φωνάζει: «Αμ και κλέφτης, αμ και ψεύτης».
Το Ντουρμέικο κεφάλι
«Το Ντουρμέικο κεφάλι» είναι μία έκφραση, που εδώ και αρκετές γενιές συμπεριλαμβάνεται στα αποφθέγματα των Διρφύων. Εννοούσαν μ' αυτή την έκφραση, μεγάλο κεφάλι, σκληρό και «αγύριστο». Όταν κάποτε κάποιος Ντούρμας είχε συμπλακεί με κάποιον άλλον (ονόματα δεν λέμε), ο άλλος του πέταξε μία πέτρα, η οποία τον πήρε στο κεφάλι. Πήγαν λοιπόν στο δικαστήριο. Εκεί ο πρόεδρος ρωτάει τον παθόντα να του πει που τον πέτυχε η πέτρα και ο Ντούρμας απάντησε: Ευτυχώς κυρ πρόεδρε, που με πήρε στο κεφάλι. Γιατί όπου αλλού και να μ' έπαιρνε μπορούσε να με σκοτώσει.
Υ.Γ. Ο γράφων το παρόν είναι Ντούρμας από το σόι της μάνας του. Το αναφέρουμε προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
Πίσσα και σκοτίδι
Τα παλιά τα χρόνια όταν δεν υπήρχαν τουαλέτες και βολευόταν ο καθένας όπως μπορούσε, ένας γέρος πηγαίνοντας για το χαγιάτι αντί να ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω, μπερδεύτηκε και άνοιξε την πόρτα του ντουλαπιού. Όσο έκανε την δουλειά του η γριά τον ρώτησε:
-Πως είναι εξω γέρο;
-Πίσσα και σκουτίδ(ι), και μοιρίζ(ει) και ξ(υ)νοτύρ(ι.).
Γέρο μπουμπουνίζει
Το γέρικο ζευγάρι καθόταν μπροστά στο τζάκι και απολάμβανε τη φωτιά. Της γριάς της έφευγαν μερικές πορδές και χάλαγε την ησυχία του γέρου της. Κάθε φορά που της έφευγε κι από μία έλεγε:
-Γέρο, μπουμπνίζ(ει)
-Γριά θ'αστράψ(ει), της απάνταγε ο γέρος.
-Γέρο μπουμπνίζ(ει)
-Γριά θ'αστράψ(ει)
Κι αφού δεν σταμάταγε με τίποτα, σηκώνεται ο γέρος και τις ρίχνει μια ανάποδη στα μάτια της γριάς που έβαλε τις φωνές.
-Ρε γέρο μουρλάθηκ(ε)ς! Στραβόθ(η)κα!
-Αμ στόπα ρε γριά, δε στόπα ότι θα ΄στράψει;
Αυτό κλωτσάει
Πήγε μια φορά ένας χωριανός μας στο ζωοπάζαρο της Αγιαθέκλης με το μουλάρι του. Εκεί που καθόταν δίπλα στο μουλάρι και χάζευε, τον ζυγώνει ένας υποψήφιος αγοραστής. Ο συμπατριώτης μας τον κοίταζε απαθής όση ώρα περιεργαζόταν το μουλάρι του χωρίς να μπει στον κόπο να τον ρωτήσει τι θέλει. Το περιεργαζόταν πολύ ώρα ώσπου αποφάσισε να του σηκώσει και το ποδάρι. Του ρίχνει μια κλωτσιά το μουλάρι, τόσο δυνατή που αυτός ζαλίστηκε.
-Ρε, αυτό κλωτσάει!
-Να προσέχεις. Όταν το σαμαρώνω βάζω την πατατούκα μου στο κεφάλι του για να μη με κλωτσήσ(ει)
-Πόσο χρόνων είναι;
-Πέντε.
Του ανοίγει το στόμα.κι αυτό τον δάγκωσε αμέσως.
-Ρε αυτό και κλωτσάει και δαγκώνει. Ποιος θα το πάρει αυτό το πράμα;
-Και ποιός σού’πε ότι το πουλάω;
-Τότες τι τόφερες εδώ χριστιανέ μου;
Το’φερα για να δει ο κόσμος τι τραβάω μ’ αυτό το πλαντάμι πού’χω μπλέξει!
Το άλογο του Αι-Γιώργη
Η γριά Τρομάραινα το’χε τάμα να πάει στην εκκλησία της Παναγίας μια εικόνα του Αι Γιώργη. Βρήκε λοιπόν τον αγιογράφο παράγγειλε την εικόνα και ονειρευόταν την στιγμή που θα την έβλεπε τοποθετημένη στην εκκλησία. Μετά από λίγο καιρό πέρασε ο αγιογράφος, της είπε ότι την έβαλε στην εκκλησία, πληρώθηκε και έφυγε.
Την άλλη ημέρα όλο χαρά πήγε στην εκκλησία για να δει το τάμα της. Μπαίνει μέσα κοιτάει από δω κοιτάει από κει πουθενά η εικόνα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά βλέπει την εικόνα του Αι Γιώργη, αλλά τον Άγιο καβάλα σε κόκκινο άλογο. Σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, και αναρωτιόταν τι έγινε. Δεν γίνεται τα μάτια μου θα με γελάνε, σκέφτηκε. Έρχομαι αύριο να δω καλύτερα.
Την άλλη ημέρα όλο αγωνία πήγε πάλι στην εκκλησία. Κοίταζε, ξανακοίταζε, το χρώμα όμως του αλόγου δεν άλλαζε με τίποτα.
Πάει τρέχοντας στη πλατεία όπου τα έπινε συνήθως ο αγιογράφος.
-Ρε αθεόφοβε κόκκινο άλογο έβαλες τ' Αι Γιώρ(γη); Άσπρο έχει.
Ατάραχος ο αγιογράφος :
-Από πότε θυμάσαι; Άσπρο άλογα είχε παλιά. Δεν τάμαθες; Αυτό ψόφησε και μετά πήρε κόκκινο.
Δεν μάθαμε την συνέχεια της ιστορίας. Μάθαμε όμως γιατί βρέθηκε ο Αι Γιώργης με κόκκινο άλογο. Είχε τελειώσει απλώς η άσπρη μπογιά του αγιογράφου και του περίσσευε πολύ κόκκινη.
Η κηδεία
Για καθαρά πρακτικούς λόγους, όταν κάποιος μέθαγε πολύ στο καφενείο και δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι, η παρέα του τον έβαζε σε ένα καρότσι και τον γύριζε σπίτι του. Λόγω του ότι ήθελαν να έχουν και φωτισμό μιας και δεν υπήρχε ηλεκτρισμός τότε κι επειδή ήθελαν να διακωμωδήσουν το θέμα αντί για φανάρια χρησιμοποιούσαν κεριά, τα οποία έβαζαν γύρω γύρω από το καρότσι. Από ότι έχουμε ακούσει, μόλις τον πήγαιναν σπίτι και άνοιγε την πόρτα η γυναίκα του μεθυσμένου ή η αδερφή του όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ακολουθούσαν διάλογοι σαν τον πάρα κάτω:
-Ρε μούρλιακα,με το καρότσι σ’έφεραν;
Kαι σείς ρε γαϊδούρια δεν ντρέπεστε λίγο!
-Σκάσε μαρή μουρλή, αντί να κεράσεις τα πιδιά που μ΄ έφεραν τα βρίζεις κιόλας;
Γιάννης Μητάκης
Το καφενείο του Σίδερη στη Στενή, ήταν ένα μικρό καφενείο με πάγκους αριστερά και απέναντι μπαίνοντας, χωρώντας οκτώ με εννιά τραπέζια και τις ανάλογες καρέκλες.
Οι λιγοστοί πελάτες στην πλειοψηφία τους γερόντοι, έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν.
Στη μέση του μαγαζιού, η ξυλόσομπα έκαιγε ασταμάτητα γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και έξω είχε αρχίσει να χιονίζει.
Ήδη το χιόνι είχε αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα. Το είχε «στρώσει».
Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ο μπάρμπα Χρήστος και μαζί του όρμησε ο παγωμένος αέρας, μαζί με νιφάδες από χιόνι.
Ο μπάρμπα Χρήστος, τίναξε από πάνω του τα χιόνια και χτύπησε επανειλημμένα τα παπούτσια του στο πάτωμα, για να πέσουν όσα χιόνια είχαν κολλήσει επάνω.
Και ενώ κοίταζε δεξιά αριστερά για να αποφασίσει που θα καθίσει, πετάγετε ο μπάρμπα Θανάσης και του λέει.
Πόσου χιόν’ έχ όξου ρε Χρήστου;
Ένα γόνα, απαντάει ο Χρήστος. (ένα γόνα ήταν το ύψος από την επιφάνεια της γης μέχρι το γόνατο ενός ανθρώπου μέσου αναστήματος).
Ο μπάρμπα Θανάσης όμως, είχε τα κέφια του και θέλοντας να μεταδώσει μια χαρούμενη ατμόσφαιρα στην ομήγυρη και να ευθυμήσουν
εξακολούθησε τις ερωτήσεις
Δεν μας είπες όμως, ποιανού γόνατο, του «Κουτουιά» ή του «Μπέτσα»;
-Ο Κουτουιάς (Δημήτριος Κορώνης), ήταν σχετικά κοντός. Ενώ ο Μπέτσας (Χαράλαμπος Ντούρμας), ήταν πανύψηλος.
Άρα, δικαιολογημένη η απορία του Μπάρμπα Θανάση.
Γιάννης Γιαννούκος
Το πρώτο καφενείο στην Κάτω Στενή το είχε ανοίξει κάποιος Μωραΐτης.
Οι Κατωστενιώτες λοιπόν είχαν την ευκαιρία να συγκεντρώνονται, να πίνουν το καφεδάκι τους, να παίζουν την ξερή, την κολτσίνα ή την πρέφα τους, να πίνουν το κρασάκι τους με στραγάλια ή στην καλύτερη περίπτωση με καμιά ρέγγα και ιδίως το χειμώνα, γύρω-γύρω από τη σόμπα να πιάνουν διάφορες συζητήσεις, μέχρι να έρθει η ώρα που θα πήγαιναν για ύπνο, να αναλάβουν δυνάμεις για την επόμενη κουραστική μέρα στα χωράφια, στις βοσκές και αλλού.
Μια μέρα, ο Γιαννάκης του Όθωνα και ο γέρο Αντωνάκης (Παπαϊωάννου), αφού παρήγγειλαν και ήπιαν, στο τέλος διαπίστωσαν ότι τα χρήματα που διέθεταν δεν ήταν αρκετά για να πληρώσουν το λογαριασμό. Συμφώνησαν λοιπόν με το μαγαζάτορα και υποσχέθηκαν να πληρώσουν την επόμενη μέρα.
Όμως είχαν περάσει κάμποσες μέρες και οι φίλοι μας δεν είχαν περάσει από το μαγαζί.
Τότε ο Μωραΐτης, πήρε ένα τεμπεσίρι (κιμωλία) και έγραψε στο τζάμι της πόρτας, στην είσοδο του μαγαζιού ότι ο…τάδε και ο δείνα μου χρωστούν τόσα λεφτά.
Μόλις το πληροφορηθήκαν αυτό ο Γιαννάκης και ο Αντωνάκης, έτρεξαν να ζητήσουν το λόγο από το Μωραΐτη και πες, πες, πες οξύνθηκαν τα πνεύματα και αρπάζουν ο Γιαννάκης και ο Αντωνάκης κάτι πέτρες που βρήκαν πρόχειρες και τα έκαναν θρύψαλα τα τζάμια του Μωραΐτη. Το αποτέλεσμα φαντάζομαι φυσικά, ήταν να πληρώσουν και τα χρωστούμενα αλλά και τα σπασμένα τζάμια.
Από τότε, όποιος παραγγέλνει στο καφενείο ή ψωνίζει από το μπακάλικο βερεσέ, ο καταστηματάρχης του λέει χαμογελώντας πονηρά.
Μη βιάζεσαι να μου τα φέρεις τα λεφτά, το πολύ-πολύ αν αργήσεις να με πληρώσεις θα σε γράψω στο τζάμι.
Γιάννης Γιαννούκος
Ο Ανδρέας ήταν ένα ήσυχο, απλό και αγαθό χωριατόπαιδο. Κάποτε λοιπόν, όταν ήταν σε ηλικία γάμου του έκαναν προξενιό για να παντρευτεί μια καλή κοπέλα από ένα διπλανό χωριό.
Ο Ανδρέας δεν είχε αντίρρηση. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στο διπλανό χωριό για να γνωρίσει τη νύφη, παρέα με ένα θείο του.
Η επικοινωνία τότε γινόταν με τα μουλάρια γιατί δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα.
Στο δρόμο ο θείος του τον συμβούλευε πως να συμπεριφερθεί και μεταξύ των άλλων του είπε και το εξής,
Όταν μας βάλουν για να φάμε, δε θα πέσεις με τα μούτρα στο φαί και να σε περάσουνε για νηστικό, γι αυτό θα τρως αργά-αργά και όταν εγώ σου πατήσω το πόδι κάτω από το τραπέζι, θα σταματήσεις να τρως και όλοι να σου λένε, φάε γαμπρέ, εσύ θα λες, ευχαριστώ δεν πεινάω άλλο.
Όταν λοιπόν έφτασαν στο σπίτι και ακολούθησαν οι συστάσεις και τα σχετικά κάθισαν να φάνε.
Όμως ο φουκαράς ο Ανδρέας δεν είχε προλάβει να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και η γάτα του σπιτιού περνώντας κάτω από το τραπέζι του πάτησε το πόδι.
Αυτό ήταν. Ο Ανδρέας παράτησε το φαί και όσο κι αν τον παρακαλούσαν όλοι να φάει, αυτός επέμενε.
Ευχαριστώ πολύ χόρτασα. Μάταια τον παρακαλούσε και ο θείος του να φάει, αυτός τίποτα.
Λόγω της βροχής ο νοικοκύρης τους πρότεινε να μείνουν εκεί τη βραδιά αυτή.
Όμως εκείνη την εποχή τα σπίτια συνήθως δεν είχαν πολλά δωμάτια, αλλά ένα μεγάλο που ήταν και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και απ΄όλα.
Έστρωσαν λοιπόν σε μια γωνιά να κοιμηθούν ο Ανδρέας και ο θείος του.
Έξω η βροχή έπεφτε ακόμη ασταμάτητα.
Ο Ανδρέας όμως πείναγε πάρα πολύ, γι αυτό άνοιξε κρυφά το ταγαράκι που είχε μαζί του και στο οποίο είχε ψωμί, τυρί, ελιές κλπ που το είχε μαζί του για το δρόμο και άρχισε να «μασουλάει».
Σε μια στιγμή ξυπνάει ο νοικοκύρης του σπιτιού και ανοίγει την πόρτα για να δει τον καιρό. Βλέπει λοιπόν τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει αλλά όλο και δυνάμωνε και αναφωνεί.
«Ρίξε καημένε Αντριά»
Αντριά λέγανε το μήνα Νοέμβριο, επειδή αυτό το μήνα είναι του Αγίου Ανδρέα.
Τότε ο Ανδρέας, νομίζοντας ότι μιλάει σ΄αυτόν, σηκώνετε από τα στρωσίδια του και λέει στον νοικοκύρη.
«Κι αν ρίχνω κι αν δε ρίχνω, απ΄το ταγαράκι μου».
Γιάννης Γιαννούκος