Η Πούλια κι ο Αυγερινός
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας πατέρας κι είχε δυο παιδιά, ένα κορίτσι ένα αγόρι. Το κορίτσι δε το θέλανε και το είχαν βάλει μέσα σε ένα αμπάρι και το θρέφαν να το φάνε το Πάσχα. Το αγόρι, όμως, το αγαπούσε πολύ το κορίτσι.
Και λέει, αδερφούλα μου σ’ έχουν βάλει εδώ, αυτό κι αυτό, δε σε θέλουν λέει, θέλουν να σε σκοτώσουν.
Και τι να κάνουμε, βρε αδερφέ. Άσε, θα κανονίσω εγώ, να σε πάρω να φύγουμε και να πάμε όπου μας βγάνει η άκρη.
Φύγανε μια μέρα, πήραν ένα μπουκάλι λάδι, μια τσατσάρα κι ένα χτένι και το πήρε το κορίτσι για να φύγουνε.
Όταν πάει να τη σφάξει ο πατέρας αμολάνε την τσατσάρα και γίνεται δάσος. Ήταν μαγεμένα αυτά και έτσι δε μπορούσε να περάσει ο πατέρας.
Πάει να τα κυνηγήσει ο πατέρας πάλι, προχωράνε προχωράνε, τώρα αμολάει το χτένι. Άλλο δάσος, το πέρασε κι αυτό. Προχώρησαν προχώρησαν και ύστερα άντε να τους φτάσει ο πατέρας πάλι, ρίξαν το λάδι κι έγινε ένας ποταμός και δε μπορούσε ο πατέρας να τα πιάσει τα παιδιά. Προχωράνε προχωράνε, πήγαν σε ένα μέρος χωρίς να το ξέρουν. Στο δρόμο που πηγαίναν δίψασε το παιδί.
Βλέπει μια πατησιά (χνάρι) από άλογο κι είχε νερό μέσα. Πήγε το αγόρι να το πιεί το νερό. Λέει το κορίτσι. «Μην πίνεις, αδερφέ μου νερό από κει γιατί θα γίνεις άλογο». Δεν ήπιε, αλλά το αγόρι διψούσε τώρα.
Προχωράνε πάρα κάτω, βλέπουν μια πατησιά από αρνί. Λέει, «μην πίνεις αδερφούλη μου γιατί θα γίνεις αρνί». «Δε βαστάω», λέει αυτό και πίνει. Εκεί που ήπιε έγινε αρνί.
Προχώρησαν, προχώρησαν, και ανεβαίνει πάνω σε ένα δέντρο, το κορίτσι. Περνάει από εκεί ένα βασιλόπουλο την είδε, την αγάπησε και ήθελε να την παντρευτεί. Ο αδερφός που είχε γίνει αρνάκι, ήταν από κάτω. «Κατέβα κάτω», της λέει. Αυτή δεν κατέβαινε.
Ήταν μια γριά, εκεί και λέει. Κάτσε λέει, θα στην κατεβάσω εγώ κάτω την κοπέλα.
Η γριά είχε βάλει κάτω ανάποδα τη σκάφη και πάει και κοσκίναε ανάποδα για να κατεβεί κάτω το κορίτσι να της πει πως είναι. Φώναζε το κοριτσάκι από πάνω. «Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι.» Είχαμε τότε τα ξύλινα τα σκαφίδια εκεί που ζυμώναμε που είχαν και σίτες μεγάλες και κοσκινάγαμε.
Κι η γριά το ’χε βάλει ανάποδα και κοσκίναε να δούμε τι θα πει το κορίτσι, για να την κατεβάσει κάτω να την πάρει το βασιλόπουλο. Κι έλεγε αυτό, «αλλιώς γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι». Κι έλεγε η γιαγιά από κάτω, «τι λες παιδάκι μου, δεν ακούω, είμαι κουφή!» Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο αλλιώς και το σκαφίδι αυτή, δεν ακούω η άλλη! Πήγε, κατέβηκε η έρμη να της δείξει πώς είναι, την πήρε το βασιλόπουλο την κοπέλα και την παντρεύτηκε. Το αρνάκι πήγαινε από κοντά. «Αυτό το αρνάκι μην το σφάξετε,» λέει, «είναι ο αδερφός μου». Ύστερα όλοι εκεί λένε, να το σφάξουμε αυτό το αρνί. Λέει το κορίτσι.
Δε θα το σφάξετε, γιατί είναι αυτό κι αυτό, λέει. Πάνε μια μέρα, που δεν ήταν εκεί η κοπέλα και το πιάσαν και το σφάξανε το αρνί, το κακόμοιρο. Πάει αυτή, της λένε, έλα να φας. Τι να φάω; Το αρνί. Λέει, δε σαν είπα να μην το σφάξετε; Μαζεύει τα κοκαλάκια, ότι είχε το αρνάκι και πήγε και τα μούλωσε σε ένα μέρος εκεί, τα έθαψε. Όταν πέρναγε αυτή από κει, έσκυβαν τα δέντρα και τη χαϊδεύαν την αδερφή. Όταν πήγαινε αυτός (ο βασιλιάς), έκαναν πίσω και δεν τον ακουμπούσαν, αυτόνε που το ’χε σφάξει. Κι εκεί βγαίνει μια μηλιά και πάει η κοπέλα να κόψει το μήλο κι ανοίγει ο ουρανός και τους παίρνει μέσα. Κι έγινε αυτή η Πούλια που βγαίνει το βράδυ κι ο αδερφός της ο Αυγερινός που βγαίνει το πρωί.
Διήγηση: Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη
---
Ανάλυση
Η Πούλια κι ο Αυγερινός
Το παραμύθι της μεταμόρφωσης
Αρκετά διαδεδομένο παραμύθι στην Ελληνική παράδοση, περιέχει κράματα από διάφορους θρύλους. Ξεκινάει με την πρόθεση των γονιών να φάνε το παιδί και την απελπισμένη προσπάθεια ενός αδερφού ή αδερφής να το σώσει. Το μοτίβο αυτό είναι γνωστό στα παραμύθια των Γκριμ.
Ο Αγριόκεδρος είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου άγνωστο προς την Ελληνική παράδοση.
Δείγματα κανιβαλισμού από γονιό συναντώνται στον αρχαίο μύθο της Φιλομέλας, και στις Βάκχες του Ευριπίδη. Μάλιστα, ο μύθος της Φιλομέλας περιέχει μοτίβα μεταμόρφωσης, όπως και στο παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού, που αντιπροσωπεύουν την κατάσταση των προταγωνιστών εν ζωή.
Η Πρόκλη μεταμορφώθηκε σε χελιδόνι που πετάει από στέγη σε στέγη, ψάχνοντας για οικογενειακή αρτιότητα εις μάτην, ενώ η Φιλομέλα έγινε αηδόνι, που κρύβεται από ντροπή και θρηνεί την αγνότητά της. Παρομοίως, η Πούλια κι ο Αυγερινός αντιπροσωπεύουν την αποτυχία των δυο αδερφιών να συναντηθούν, στην αρχή λόγω της διαφορετικής υπόστασής τους ως άνθρωπος και ζώο και ύστερα ως ζωντανή αδερφή και νεκρός αδερφός. Πέρα από τα κοσμικά στοιχεία της μεταμόρφωσης,
έχουμε την παράδοση της πηγής της μεταμόρφωσης που είναι η πατημασιά ενός ζώου.
Το ίδιο μοτίβο καταγράφεται από τους αδερφούς Γκριμ, στο Δυο Αδέρφια.
Παρατηρείται κι εδώ ο φόβος της μεταμόρφωσης σε κάτι κατώτερο από τον πολιτισμένο άνθρωπο, όταν αποτυγχάνει να πειθαρχήσει στα βασικά του ένστικτα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δίψα του μικρού αγοριού για νερό. Η παρουσία της γριάς, ως από μηχανής θεού, καθώς και τα ρυθμικά λόγια του κοριτσιού, εντάσσονται στην Ελληνική παράδοση. Η γριά (ή γέρος) στα παραμύθια, που συνήθως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη της, προσφέρει τη λύση όταν οι ήρωες βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Βοηθάει πάντα τον πρωταγωνιστή και ξέρει τί βοήθεια να δώσει για να έχει η ιστορία αίσιο τέλος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος της γριά δεν είναι ενσυνείδητος. Δε βοηθάει την ηρωίδα, αλλά τον συμπρωταγωνιστή και μάλιστα η βοήθειά της αποδεικνύεται μοιραία για τα δυο αδέρφια. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Η Πούλια κι ο Αυγερινός δεν είναι αυτούσιο παραμύθι, αλλά μία σύνθεση πολλών παραδόσεων.
Γεωργία Καρδιόλακα