Το Χριστόψωμο
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1887
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχουν να εκμεταλλευθούν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή θέση κατέχει η κακή πεθερά, όπως και η κακή μητρυιά.
Για τη μητρυιά, θα αποπειραθώ να αναφερθώ μια άλλη φορά, προς περαιτέρω μάθηση των αναγνωστών μου.
Για μια κακή πεθερά σήμερα ο λόγος.
- Σε τι έφταιγε η άτυχη νέα Διαλεχτή, έτσι ονομαζόταν, η θυγατέρα του μπαρμπα-Μανώλη απ’ την Κασσάνδρα, που μετανάστευσε κατά την Ελληνική Επανάσταση σε ένα από τα νησιά του Αιγαίου.
Σε τι έφταιγε αν ήταν στείρα και άτεκνη;
Είχε παντρευτεί πριν επτά χρόνια, έκτοτε δύο φορές πήγε στα λουτρά της Αιδηψού, πέντε φορές της έδωσαν να πιει διάφορα βότανα, μάταια, η γη έμενε άγονη. Δύο ή τρεις γύφτισσες της έδωσαν να φορέσει θαυματουργά φυλαχτά στις μασχάλες, λέγοντάς της, ότι τούτο ήταν το μόνο μέσον, για να γεννήσει και μάλιστα γιο.
Τέλος, ένας καλόγηρος Σιναΐτης, της δώρισε ένα αγιασμένο κομπολόγι, λέγοντάς της να το βαπτίζει και να πίνει το νερό.
Όλα μάταια.
Τέλος, μετά την απελπισία ήλθε και η ανάπαυση της συνείδησής της και δε νόμιζε τον εαυτό της ένοχο.
Το ίδιο όμως δεν νόμιζε και η γριά Καντάκαινα, η πεθερά της, η οποία επέρριπτε στη νύφη της, το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγονού για τα γεράματά της.
Είναι αλήθεια, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής, ήταν το μόνο τέκνο της γριάς αυτής και αυτός δε, συμμεριζόταν την πρόληψη της μητέρας του εναντίον της συμβίας του.
Αν δεν γεννούσε η σύζυγός του, η γενιά χανόταν.
Περίεργο δε είναι, ότι κάθε Έλληνας της εποχής μας, ιερότατο θεωρεί χρέος και υπέρτατη ανάγκη τη διαιώνιση του γένους του.
Κάθε φορά που ο γιος της επέστρεφε απ’ το ταξίδι του, γιατί είχε βρατσέρα και ήταν τολμηρότατος στην ακτοπλοΐα, η γριά Καντάκαινα ερχόταν σε προϋπάντησή του, τον οδηγούσε στο σπίτι της, του μιλούσε, τον κατηχούσε, του έβαζε μαναφούκια και μετά τον έστελνε στη γυναίκα του.
Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήταν μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύφη της, τούτο δεν αρκούσε, αλλά ήταν άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κ.λπ.
Όλα τα είχε, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».
***
Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα άκουγε όλα αυτά, η φαντασία του φούσκωνε και βγαίνοντας έπειτα, συναντούσε τους συναδέλφους του ναυτικούς, άρχιζαν τα καλωσόρισες, καλώς σας ηύρα, έπινε επτά ή οκτώ ρούμια και με τριπλή σκοτοδίνη, την από τη θάλασσα, την απ’ τη γυναικεία διαβολή και την απ΄τα ποτά, πήγαινε στο σπίτι και βάρβαρες σκηνές συνέβαιναν τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.
Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων του έτους 186...
Ο καπετάν Καντάκης, προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με τη βρατσέρα του στο απέναντι νησί, με φορτίο αμνών και εριφίων και ήλπιζε, ότι θα γιόρταζε τα Χριστούγεννα στο σπίτι του.
Αλλά το λογαριασμό τον έκανε χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή χωρίς τον Βοριά, ο οποίος φύσηξε αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία στους όρμους, όπου βρέθηκαν.
Είπαμε όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήταν τολμηρός σχετικά με την ακτοπλοΐα.
Κατά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, ο άνεμος μετριάσθηκε λίγο, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθούσε να πνέει.
Τα μεσάνυκτα πάλι δυνάμωσε.
Μερικοί ναυτικοί στην αγορά στοιχημάτιζαν, ότι, αφού κατέπεσε ο Βοριάς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί τα μεσάνυχτα.
***
Η σύζυγός του όμως δεν ήταν εκεί να τους ακούσει και δεν τον περίμενε.
Αυτή δέχθηκε μόνο περί το απόγευμα την επίσκεψη της πεθεράς της, που ήταν ασυνήθιστα φιλόφρων και χαμογελαστή και της ευχήθηκε το απαραίτητο «καλό δέξιμο» και για χιλιοστή φορά το στερεότυπο «μ' έναν καλό γιο».
Και όχι μόνον τούτο, αλλά της πρόσφερε και ένα χριστόψωμο.
- Το ζύμωσα μοναχή μου, είπε η θεια Καντάκαινα, με γεια να το φας.
- Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, για ν' αγιασθεί, είπε η νύφη.
- Όχι, όχι, είπε με αλλόκοτη σπουδή η γριά, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά για τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, απάντησε ήρεμα η Διαλεχτή, εσύ ξέρεις καλύτερα.
Η Διαλεχτή ήταν αγαθότατης ψυχής νέα, ουδέποτε μπορούσε να φαντασθεί ή να υποπτευθεί κάτι κακό.
«Πώς το ΄παθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε στον εαυτό της και αφού έφυγε η γριά, κλείσθηκε στο σπίτι της και κοιμήθηκε μαζί με μια δεκαετή παιδίσκη γειτονοπούλα, η οποία της έκανε συντροφιά, οσάκις έλειπε ο σύζυγός της.
Η Διαλεχτή κοιμήθηκε πολύ νωρίς, γιατί είχε σκοπό να πάει στην εκκλησία τα μεσάνυχτα.
Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου, μόλις απείχε πενήντα βήματα από το σπίτι της.
***
Περί τα μεσάνυκτα κτύπησαν παρατεταμένα οι καμπάνες.
Η Διαλεχτή σηκώθηκε, ντύθηκε και ξεκίνησε για την εκκλησία.
Η κόρη που κοιμόταν μαζί της, ήταν συμφωνημένο, ότι μόνο μέχρι να σημάνει ο όρθρος θα έμενε μαζί της, οπότε την ξύπνησε και την οδήγησε κοντά στους αδελφούς της.
Τα δύο σπίτια χωρίζονταν με κοινό τοίχο.
Η Διαλεχτή ανέβηκε στο γυναικωνίτη του ναού, αλλά μόλις πέρασε μισή ώρα και μια γυναίκα φτωχή και ανάπηρη, δυστυχής, η οποία υπηρετούσε σαν νεωκόρα της εκκλησίας, την πλησίασε και της λέει στο αυτί:
- Δώσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.
- Ο άντρας μου! αναφώνησε η Διαλεχτή έκπληκτη.
Και αντί να δώσει το κλειδί, έσπευσε να κατεβεί η ίδια.
Φτάνοντας στη σκάλα του σπιτιού, βλέπει το σύζυγό της κατάβρεχτο, να στάζει νερά και αφρό.
- Είμαι μισοπνιγμένος, είπε μουρμουρίζοντας, αλλά δεν είναι τίποτε.
Αντί να το ρίξομε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.
- Πέσατε έξω; ανέκραξε η Διαλεχτή.
- Όχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκυρες αραγμένη και καθισμένη.
- Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;
- Άναψε και δώσε μου ν' αλλάξω.
Η Διαλεχτή έβγαλε από την κασέλα ρούχα για το σύζυγό της και άναψε φωτιά.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπε ο καπετάν Καντάκης.
Κρασί να βγάλεις. Η Διαλεχτή έβγαλε απ’ το βαρέλι κρασί. Πώς δεν φρόντισες να μαγειρέψεις τίποτε; είπε παραπονεμένος ο ναυτικός. Δε σε περίμενα απόψε, απάντησε με ταπεινότητα η Διαλεχτή. Κρέας πήρα. Θέλεις να σου ψήσω μπριζόλα; Βάλε στα κάρβουνα και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπε ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο. Η Διαλεχτή έβαλε το κρέας στην ανθρακιά, η οποία είχε σχηματισθεί ήδη και ετοιμαζόταν να υπακούσει στη διαταγή του συζύγου της, που ήταν και δική της επιθυμία, γιατί ήθελε να κοινωνήσει.
Σημειωτέο ότι τη φράση «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» την έβαψε ο Καντάκης όχι με ευχάριστη χροιά.
- Η μάννα μου δε θα τό΄ μαθε βέβαια ότι ήλθα, παρατήρησε αμέσως ο Καντάκης.
- Εκείνη είναι στην ενορία της, απάντησε η Διαλεχτή.
Θέλεις να της παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της να έλθει το πρωί.
Η Διαλεχτή βγήκε. Ο Καντάκης την φώναξε πίσω ξαφνικά.
- Μα τώρα είναι τρόπος, να πας εσύ στην εκκλησιά και να με αφήσεις μόνο;
- Να μεταλάβω κι έρχομαι, απάντησε η γυναίκα.
***
Ο Καντάκης δεν τόλμησε να αντιμιλήσει, γιατί η απάντηση θα ήταν βλασφημία.
Παρόλα αυτά όμως τη βλασφημία ενδόμυχα την πρόφερε.
Η Διαλεχτή φρόντισε να στείλει αγγελιοφόρο στην πεθερά της, ένα παιδί δώδεκα ετών της ίδιας εκείνης γειτονικής οικογένειας, της οποίας η θυγατέρα κοιμήθηκε το βράδυ κοντά της και επέστρεψε στο ναό.
Ο Καντάκης, ο οποίος πεινούσε τρομερά, άρχισε να καταβροχθίζει τη μπριζόλα.
Καθισμένος οκλαδόν κοντά στο τζάκι, βαριότανε να σηκωθεί και ν' ανοίξει το ερμάρι για να πάρει ψωμί, αλλά αριστερά του πάνω απ’ το τζάκι, σε ένα μικρό σανίδωμα βρισκόταν το χριστόψωμο εκείνο, το δώρο της μητέρας του προς τη νύφη της.
Το έφθασε και το έφαγε ολόκληρο σχεδόν, μαζί με το ψημένο κρέας.
Περί την αυγή, η Διαλεχτή επέστρεψε απ’ το ναό, αλλά βρήκε την πεθερά της να περιβάλλει με το χέρι της το μέτωπο του γιού της και να κλαίει γοερά.
Ερχόμενη αυτή πριν από λίγες στιγμές, τον βρήκε κοκαλωμένο και χωρίς πνοή.
Κοιτάζοντας γύρω, παρατήρησε ότι έλειπε το χριστόψωμο από το σανίδωμα της εστίας και αμέσως κατάλαβε τα πάντα.
Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίο η γριά στρίγγλα είχε παρασκευάσει για τη νύφη της.
Γιατροί επιστήμονες δεν υπήρχαν στο μικρό νησί.
Ουδεμία νεκροψία ενεργήθηκε.
Πίστεψαν, ότι ο θάνατος προήλθε εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου.
Μόνη η γριά Καντάκαινα ήξερε το αίτιο του θανάτου.
Σημειωτέο, ότι η γριά, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη τη νύφη της.
Αλλά τουναντίον την υπεράσπισε κατά της κακολογίας άλλων.
Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργη πεθερά και ακούσια παιδοκτόνος, δε θα ήταν πολύ ευτυχής στα γεράματά της.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης