Το Ψοφίμι
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
― Παρακαλώ κύριε αστυφύλακα, εδώ απάνω στο φράχτη, κοντά στο δρόμο, έχουν ρίξει ένα ψοφίμι, ένα μεγάλο σκυλί…
Με τέτοια ζέστη, Ιούλιο μήνα… Θα μας κολλήσει πανούκλα όλους εδώ… Ίσα-ίσα στο ψήλωμα, εδώ, που είν᾿ εξοχικό μέρος… όπου έρχονται οι άνθρωποι να πάρουν λίγον αέρα καθαρό!...
Ο ομιλών - ο κύριος Α. - ήταν παχύμισθος υπάλληλος της Κυβερνήσεως.
Το δημόσιο του έδινε, για τις υπηρεσίες του, πάνω από τριακόσιες δραχμές το μήνα.
Αλλά τις δραχμές αυτές τις θεωρούσε ως ιερές και δεν αποφάσιζε να διαθέσει λεφτά για ένα φτωχό λούστρο, για να σκάψει λάκκο και να θάψει το ψοφίμι. Τέτοια θυσία θα του φαινόταν ίσως μάλλον ιεροσυλία.
Το δε σπίτι του βρισκόταν πολύ κοντά εκεί και ήταν ο πρώτος ενδιαφερόμενος.
Οπότε απευθύνθηκε στον υπ’ αριθμόν 3 χιλιάδες τόσα αστυφύλακα.
Ο αστυφύλακας φορούσε λευκά και σύχναζε στο πλησίον καφενεδάκι. Απάντησε δε πολύ πρόθυμα και φιλόφρονα:
― Μάλιστα, τώρα, να πούμε σε ένα αστυφύλακα - μπορώ να πάω κι εγώ - να πάρει κι ένα σκουπιδιάρη, να πάνε να το πετάξουν από κει.
Και κάθισε στο καφενεδάκι, για να διαβάσει τα νέα της ημέρας.
Εντωμεταξὺ ο κύριος Α. απευθύνθηκε, επειδή έλειπε ο καφετζής, προς τον υπάλληλο του καφενείου και του είπε:
― Δεν σας ήρθε σας η βρώμα;…
Ειπὲ του κυρ Τάσου (το όνομα του καφετζή) να λάβει τα μέτρα του… δια να μην αρρωστήσει όλος αυτός ο κόσμος που έρχεται να πάρει τον αέρα του εδώ επάνω.
Ο μικρός υπάλληλος κούνησε το κεφάλι, σαν να ήθελε να πει:
«Δεν βαριέστε. Και ποιος θα φροντίσει; Ότι φροντίσατε σεις, ο πρώτος που ανακαλύψατε αυτό το σπάνιο φαινόμενο».
Ο αστυφύλακας, σαν να κεντρίσθηκε από τη δεύτερη αυτή αναψηλάφηση του ζητήματος, σηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω και ευτυχώς είδε μακριά ένα συνάδελφό του, που περπατούσε σε ένα πλαγινό δρόμο.
Τον φώναξε κι εκείνος ήλθε.
― Να σου πω, του λέγει: πας στο Τμήμα, να πεις του σκοπού, να πει του σταθμάρχη, να στείλει έναν αστυφύλακα, να βρει ένα σκουπιδιάρη, να πάνε εδώ παραπάνω, που λέει ο κύριος εδώ… είν᾿ ένα σκυλί ψόφιο… να το πάρουν απ᾿ εκεί, να το πετάξουν πουθενά;
― Καλά… Και ο δεύτερος αστυφύλακας κινήθηκε αργά, κατεβαίνοντας το δρόμο.
Τη νύκτα, όταν ο κ. Α. αποσυρόταν για να πάει στο σπίτι, στο φως της σελήνης, έστρεψε τα μάτια και τη μύτη προς το μέρος που είχε δει το δυσάρεστο πράγμα το πρωί. Το ψοφίμι ήταν ακόμη εκεί, αναδίδοντας λοιμώδη οσμή. Ο άνθρωπος, με μεγάλη αδημονία, έκλεισε τα παράθυρά του και κοιμήθηκε. Το άλλο πρωί, στο μικρό καφενείο βρήκε πάλι τον αστυφύλακα. Δεν εκάματε τίποτε για το ψοφίμι που σας είπα; Μάλιστα, έστειλα είδηση στο σκοπό… ν᾿ αναφέρει στο σταθμάρχη… να στείλει ένα αστυφύλακα - μπορούσα να πάω κι εγώ - να πάρει ένα σκουπιδιάρη, να παν να λάβουν μέτρα… Και δεν το πέταξαν;
― Πεταμένο είναι από προχθές, μάλλον έπρεπε να το θάψουν.
― Ας είναι, θα φροντίσω, τώρα πάω στο Τμήμα.
Το βράδυ, όταν ο κυβερνητικός υπάλληλος γυρνούσε στο σπίτι του, το ψοφίμι ήταν πάντοτε εκεί, δηλητηριάζοντας τον αέρα με τη δυσωδία του.
Το πρωί, ο κ. Α. προς τον πρώτο αστυφύλακα:
― Μα δεν έγινε τίποτε για το ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατάντησε κι αυτό…
Καλά που δεν συνεδριάζει πλέον η Βουλή, δια να γίνει επερώτηση…
― Τί; Δεν το σήκωσαν από κει; Περίεργο! Εγώ έλαβα μέτρα.
Ας είναι, ησυχάσατε. Σήμερα, χωρὶς άλλο. Πάω επίτηδες να τους πιέσω, να στείλουν ένα αστυφύλακα - μπορώ να πάω και μόνος μου - με ένα σκουπιδιάρη…
Την επομένη νύκτα, ακόμη το ψοφίμι ήταν εκεί.
Ευτυχώς είχε συννεφιάσει και άστραφτε ραγδαία προς τον μαΐστρο, στα ΒΔ του ορίζοντα.
Ο κ. Α. μόλις πρόλαβε να φθάσει στο σπίτι, να κλείσει τα παράθυρα κι ενέσκηψε σφοδρότατη θύελλα, άνεμος και βροχή, δροσιστική και παρήγορη.
Το πρωί, ανάμεσα στο αλλοιωμένο υγρό έδαφος, μόλις φαίνονταν πλέον τα ίχνη του ψόφιου σκύλου, λίγα μόνο γυμνά κόκκαλα του σκελετού, η ραγδαία βροχή είχε παρασύρει τις σάπιες σάρκες και είχε διαλύσει τη δυσοσμία.
Κι έτσι δεν έγινε επερώτηση στη Βουλή.
Μόνο έγινε χρονογράφημα σε εφημερίδα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης