Νεκράνθεμα εις την μνήμην των
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1925
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ω, πόσο ωραία ήταν η ανάβασή μας εκείνη επάνω στην Κεφάλα, στον ψηλό εκείνο στρογγυλό λόφο, τον υπερκείμενο στο πέλαγος του Γραίγου και του Βορρά, δίπλα στην αμμόστρωτη αγκαλιά του γιαλού, στο Ξάνεμο, όπου έρχονται να κτυπούν πλάγια, με κοχλάζουσα μανία, τα κύματα του πελάγους!
Είχα πάει πολύ πρωί στον Αι-Γιάννη στον Πύργο, Σάββατο 8 Μαΐου.
Ο ναΐσκος πανηγύριζε. Εκεί έφθασαν και ο νεαρός φίλος μου ο Κωστάκης του Λογοθέτη, μαζὶ με τη νεαρότατη γυναίκα του, τη Φουλιὼ του Παπαγιώργη.
Δεν ήταν πιο μικροκαμωμένο και πιο τρυφερά ζηλεμένο ανδρόγυνο απὸ τον Κωστάκη με τη Φουλιώ.
Μόνο προ έτους είχε γίνει ο γάμος, ύστερα δε απὸ μία πρώτη έκτρωση, τώρα πάλι η μικρή Φουλιὼ ήταν έγκυος, άγουσα τον 4ο μήνα.
Είκοσι δύο ετών ήταν ο Κωστάκης, δεκαέξι το Φουλιώ.
Ήταν και οι δύο μακρινοί εξ αίματος συγγενείς μου, εκείνη ανιψιά 7ου, αυτός εξάδελφος 8ου βαθμού.
Έτρεφαν προς εμένα στοργή ανώτερη της συγγένειας.
«Σ᾿ αγαπούμε, να μας αγαπάς, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε».
Με κρυστάλλινη φωνή, εξέφραζε διαυγές αίσθημα η συμπαθής κόρη.
Τους αγαπούσα κι εγώ πολύ.
Είχαμε συμφωνήσει, να συναντηθούμε πρωί στην πανήγυρη του αγαπημένου Μαθητού, έπειτα να περάσουμε μαζί την ημέρα στον κήπο του Σαρρή, πέρα στην ακρογιαλιά, στο Ξάνεμο.
Αφού λειτουργηθήκαμε, βαδίσαμε ως δύο στάδια δρόμου, προς τον αιγιαλό το βορειανατολικό.
Ο μεγάλος κήπος του Σαρρή, μακρύς, φρασμένος απὸ σειρά χιλίων κυδωνιών προς το μήκος το ανατολικό, απὸ πυκνούς βάτους και σφενδάμνους στο δυτικό μήκος, απὸ δάσος χιλίων καλαμιών προς το βορεινό πλάτος, βρεχόμενος απὸ δύο φρέατα με δροσερό άφθονο νάμα, όλα έργα των μόχθων ενὸς ανθρώπου, καθρεφτίζει τη φιλοπονία και την αγνότητα της ψυχής του Γιώργη του Σαρρή.
Δεν μέτρησα καλά αν συνάντησα σε όλο το μακρό στάδιο της ζωής μου, πέντε ανθρώπους τόσο έντιμους, όσο ο Γεώργιος Σαρρής.
Οι σπινθήρες, τους οποίους ανέλαμπε προσκρούοντας σε λίθους η σκαπάνη του, έπεφταν σαν ψήγματα χρυσού γύρω από τα πόδια του μοχθούντος ανθρώπου, οι ιδρώτες του στέρνου και των χειρών του έρρεαν σαν μαργαριτάρια.
Η κάπα του βρισκόταν εκεί κοντά απλωμένη, στο άλσος των κυδωνιών του και δεν κρεμόταν στα δικαστήρια, όπως άλλων ομοτέχνων του.
Έτρεφε οικογένεια, έδινε σε ελεημοσύνες, φίλευε τους ξένους και τους διαβάτες απὸ τα προϊόντα των μόχθων του, επιτελούσε ιερουργίες και μνημόσυνα για τις ψυχές των νεκρών του και στόλιζε σαν μικρούς παραδείσους όλους τους χέρσους αγρούς, όσους αποκτούσε με τον κόπο του.
* * *
Ο Σαρρής, με γλυκιά έκφραση έντιμης φυσιογνωμίας, δεν ήξερε πως να μας περιποιηθεί, αυτός και η αφελέστατη και καλόκαρδη Μαρία, η γυναίκα του.
Μας πρόσφερε καφὲ με γάλα, γλυκό και κουκιά χλωρά και ρακί και τα επίλοιπα, εκεί που είχαμε καθίσει κάτω από τη μεγάλη συκιά, στα πρόθυρα του λευκού καλυβιού, όπου ευωδίαζε νοικοκυροσύνη αγροτικής εστίας και μελάθρου. Εκεί ετοίμασε φωτιά για να ψήσει τα δύο μπούτια, που είχαμε φέρει μαζί μας. Το Φουλιώ, η συμπαθής χλωμή παιδίσκη, είχε ανασκουμπωθεί και ασχολιόταν να κατασκευάσει τυρόπιττες με νωπό τυρί, γάλα και αυγά και η Μαρία, είχε κολλήσει το φούρνο, μπροστά από τη μικρή οικία, για να τις ψήσει.
Έπειτα ο Κωστάκης μου είπε:
― Πάμε, μπάρμπ᾽-Αλέξανδρε, επάνω στην Κεφάλα, ν᾿ αγναντέψουμε το πέλαγο;
Εγὼ βαριόμουν. Θα προτιμούσα να έμενα.
Απόλαυση ήταν, να βλέπει κανείς το Γεώργη να ετοιμάζει την ανθρακιά, να σουβλίζει τα κρέατα, να μπήγει τους πασσάλους, να περιστρέφει τις δύο σούβλες στη φωτιά.
Απόλαυση ήταν, να βλέπει τη μικρή Φουλιὼ να ανοίγει πάνω στο χαμηλό σοφρά τα φύλλα του ζυμαριού με τον πλάστρη, να γεμίζει τις τυρόπιττες, να τις συμπτύσσει, να τις πλάθει.
Απόλαυση, να βλέπει την απλοϊκή Μαρία να κολλά το φούρνο, να συνδαυλίζει, να πανίζει, να ραντίζει τη φλέγουσα κάμινο, να φουρνίζει τις πίττες και όλα αυτά να τα βλέπει κανείς καθήμενος δροσερά, κάτω από το φύλλωμα της μεγάλης συκιάς, πάνω σε ακατέργαστο μεγάλο κούτσουρο - το οποίο να έχει προτιμήσει κάποιος απὸ το σκαμνί και την καρέκλα, τα οποία είχαν προσφερθεί - στο χείλος του πηγαδιού, σιμά στο λευκό τοίχο της στέρνας.
Αλλά πώς θα αρνιόμουν στον Κωστάκη να τον συνοδεύσω στην μικρή εκδρομή;
Και όμως, έπρεπε να κάνω οικονομία στις δυνάμεις μου, γιατί όφειλα να εκτελέσω και άλλη πολὺ μακρότερη πεζοπορία προς το βράδυ και ο Κωστάκης το ήξερε, αλλά δεν θέλησα να φανώ μικρολόγος ή μικρόψυχος και δεν του το υπενθύμισα.
Αποφάσισα να συμμορφωθώ.
* * *
Είχαμε άλλωστε, μεγαλύτερο θέαμα να απολαύσουμε εκεί.
Μικροί εμείς, εκείνος κατὰ την ηλικία και το ανάστημα, εγὼ σε όλα τ᾿ άλλα, επρόκειτο να αντικρύσουμε το μεγάλο πέλαγος, τον θείον αιθέρα, το άπειρον, το αχανές.
Ιδού, ανεβαίνουμε.
Χρυσίζοντα στάχυα, κοίλη πεδιάδα αριστερά, έρπουσα βαθμηδόν προς την κορυφή, βαίνουσα δεξιά προς τη ράχη της παραθαλάσσιας δειράδας, όλο ακτή και ακτή συνεχής και άμμος κιτρινωπή και χαράδρες χειμάρρων κατηφορικές και βαθιές ρωγμές του γιαλού προς τα πάνω και μία βαρκούλα κρυμμένη, λησμονημένη ίσως εκεί, μέσα στη χαράδρα της άμμου. Χρυσά στάχυα και γλιστρά το χόρτο και ανεβαίνουμε.
Η κορυφή του λόφου προς βορρά, στέφεται απὸ πλούσιους θάμνους, σκίνων, κουμαριών, πουρναριών, ρεικιών.
Και γλιστρούμε και ανεβαίνουμε.
Φθάσαμε. Ω, τι μαγεία! πως η αύρα σφυρίζει στα αυτιά και το ιώδιο του κύματος ανέρχεται πάνω από εκατό οργιές το ύψος και ο φλοίσβος της θάλασσας ηχεί και το αχανές σε συναρπάζει, αν επιθυμείς να πλεύσεις σε άπειρο αγκάλη.
Δεξιά μας το πέλαγος τέμνεται απὸ μεγάλες νήσους, αλλεπάλληλες, ελλοχεύουσες, με υψωμένο τον τράχηλο, τη μία πίσω από την άλλη.
Αντίκρυ μας, ξανοίγουμε τεράστια κορυφή ιερού βουνού και άλλη κυανίζουσα στερεά δίπλα της. Αριστερά μας βλέπουμε την βορειότερη δική μας ακτή, με μαυράδια κινούμενα εδώ κι εκεί αγέλες εριφίων και τον αιγιαλό καταμεσής, με τους σκοπέλους του, τους σπαρτούς και αποσπασμένους, όπου χτυπάει επάνω τους το κύμα.
Εκεί ο Κωστάκης μου έδειξε πως σώθηκε, εννέα χρόνια πριν - όταν ήταν παιδί ακόμη - απὸ ένα ναυάγιο με μία βαρκούλα, όπου ο σύντροφός του πνίγηκε και αυτός μόλις γλύτωσε.
Ενθυμούμαι το γεγονός.
Ο νέος, με την ζωντανή περιγραφή του, μ᾿ έκαμε να αισθανθώ όλη τη φρικίαση της αγωνίας.
―Εὰν πνιγόμουν τότε; είπε.
―Εὰν είχες πνιγεί τότε, είπα εγώ, δεν θα υπήρχες σήμερα.
―Μόνον αυτό;… Και θα τρώγαμε σήμερα τυρόπιττες;
―Να δούμε αν θα φάμε τυρόπιττες, είπα εγώ.
―Πολλά μεταξὺ χειλέων και κύλικος…
* * *
Η έμπνευση αυτή της απαισιοδοξίας, οφειλόταν σε σκοτεινά συναισθήματα.
Ήμουν δυστυχής ενδομύχως, απὸ θλιβερές αφορμές που αφορούσαν εμένα και τους οικείους μου, τις οποίες πολὺ προσπαθούσα να λησμονώ.
Αλλά η πρόρρηση κινδύνευσε να επαληθεύσει κατ΄ άλλον τρόπον.
Όταν κατεβήκαμε στου Σαρρή, ο γέρος, ο πατέρας του Κωστάκη, είχε στείλει αυστηρό μήνυμα στο γιο του, να «μην το στρώσει και το ρίξει έξω, αλλά να έλθει γλήγορα, διότι είχαν δουλειά να κάμουν».
Ο νέος μελαγχόλησε κάπως.
Τότε θυμήθηκε τη δική μου υποχρέωση, περί της οποίας αναφέρθηκα προηγουμένως και με ρώτησε:
― Μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε, τι ώρα θα πας στην οδοιπορία, εσύ;
― Το δειλινό.
― Τότε, να τρώμε και να πηγαίνουμε, τι λες;… Για να μη γκρινιάζει ο γέρος.
Γευματίσαμε πράγματι, λησμονώντας προς ώρα κάθε λυπηρή εντύπωση. Ο Σαρρής μας προσέφερε κοκκινωπό οίνο δικής του κατασκευής, εξαίρετο.
Δεν είχαμε αποφάγει και ήλθαν δύο ομάδες γνωρίμων, δύο οικογένειες, άνδρες και γυναικόπαιδα.
Ήταν πρωινοί πανηγυριστές από τον Άι-Γιάννη.
Μας έκαμαν συντροφιά κι εκουσίως λησμονούμε την εύκολη υπόσχεση «να τρώμε και να πηγαίνουμε».
Ήταν καταμεσήμερο και οι καύσωνες είχαν αρχίσει πρώιμα. Ο ήλιος έβραζε, η γη πηδούσε και ανέδιδε τρόμο, σαν να ψηνόταν το χώμα. Τα έντομα σφύριζαν στους θάμνους. Δεν ήταν ώρα για οδοιπορία.
Οι δύο γυναίκες της νέας συντροφιάς μας με αναγνώρισαν.
Ήταν απὸ παλαιές φιλικές οικογένειες των προπατόρων μας.
―Εγώ, μου είπε αφελώς η μία, είμαι του Αρμαμέντου του Δημήτρη.
―Εγώ, μου είπε η άλλη, είμαι του γέρο-Πολύζου.
Απὸ τα χαρακτηριστικά τους περίπου αναπολούσα τις φυσιογνωμίες των γεροντοτέρων μου.
Μου ανακαλούσαν παιδικές αναμνήσεις.
* * *
Πλησίαζε δειλινό και δεν λησμονούσα την προγενέστερη υποχρέωσή μου.
Δεν νόμισα ότι έπρεπε να προτρέψω τον Κωστάκη να με συνοδεύσει.
Μόνον του είπα:
―Αν θα μείνεις ακόμα, εγὼ θα βρω το γέρο να τον καταπραΰνω.
Είχα να βαδίσω σχεδόν μία ώρα έως τη μικρή πόλη μας, έπειτα να τη διασχίσω κατὰ μήκος και έπειτα να διανύσω άλλες δύο και μισή ώρες δρόμο, έως την Παναγία την Κουνίστρα.
Ήξερα εκ των προτέρων τούτο και θα έπρεπε να αποφύγω την άλλη, την πρωινή εκδρομή, αλλά επιθυμούσα, πρώτον, να παρευρεθώ στην λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, έπειτα να απολαύσω τη μικρή προκαταβολική, κατά κάποιον τρόπο, αναψυχή εκείνη, επειδή είχα προϋποσχεθεί απὸ μηνός και πλέον και πριν να ορισθεί η άλλη οικογενειακή μου μακρά εκδρομή, την οποία δεν μπορούσα και δεν όφειλα να αναβάλω. Και έτσι οι δύο υποχρεώσεις περιεπλάκησαν μεταξύ τους, όπως ενίοτε συμβαίνει.
Την επομένη ήταν Κυριακή των Πατέρων, η προ της Πεντηκοστής. Είχαμε τάξιμο να λειτουργήσουμε την πολιούχο προστάτη μας, την Παναγία την Κουνίστρα.
Εκεί είχαν φτάσει απὸ το πρωί του Σαββάτου δύο απὸ τις αδελφές μου και ο ατυχής ο μόνος αδελφός μου (ο οποίος είχε πάθει απὸ τριών μηνών ψυχικό νόσημα) με τη γυναίκα και με τα ανήλικα τέκνα του.
* * *
Φθάνοντας στην πολίχνη, πήγα προς συνάντηση του πατέρα του Κωστάκη, τον οποίο βρήκα πράο και έχοντας λησμονήσει ήδη το πρωινό οργίλο του μήνυμα.
―Πως! τον άφησες τον Κωσταντή; μου λέγει.
―Όπου είναι θα φθάσουν, του είπα εγώ, απαντώντας μάλλον στους πρότερους λογισμούς και τις προδιαθέσεις μου.
― Μπα!…. και πώς έφυγες με την κάψα εσύ;… Τι βία ήταν;
― Είμαι να πάω για αλλού, του είπα. Και χωρὶς να χάσω άλλη στιγμή, ώρα τέσσερις, έκαμα το σταυρό μου και ξεκίνησα βαδίζοντας προς τα δυτικά της νήσου.
Διήνυσα δρόμο τερπνό και όμως τόσο μελαγχολικό!
Έφθασα την ώρα που ο ήλιος χαμήλωνε κι έκλινε να πλαγιάσει ανάμεσα στα λουλούδια του μεμακρυσμένου θεσσαλικού όρους και στα ρόδα της λεπτής άχνης των νεφών και του αιθέρα.
* * *
Αλίμονο! «Τις μοι δώσει ύδωρ, και δάκρυα;»
Απὸ τον τόπο εκείνο της δοκιμασίας και τον τόπο της μικρής αναψυχής, ήλθα στον τόπο της καταδίκης - όπου απὸ πολλού σύρω το σταυρό μου, μη έχοντας πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω - στην πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών.
Έφθασα στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου.
Και τρεις ημέρες ύστερα, την 1ην Νοεμβρίου, η χλωμή και τόσο συμπαθής, η μικρή Φουλιώ, της οποίας αντηχούν ακόμη στην καρδιά μου οι τόσο τρυφερές λέξεις:
«Σ᾿ αγαπούμε, να μας αγαπάς, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε…», πέθαινε πάνω στη γέννα της, από επιλόχειο πυρετό.
Και λίγους μήνες ύστερα, τη Δευτέρα του Πάσχα, λευκή και πυροβολούσα με το «Χριστής Ανέστη», έσβηνε, αφήνοντας τόση ορφάνια ξοπίσω του, ο ταλαίπωρος αδελφός μου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης