Ο Γιάννης, η κατσίκα και το παζάρι
«Όποιος λέει και ξελέει να τόνε λυπάσαι».
Ήρθε τέλος ο Σεπτέμβριος. Ένα μήνα πιο ύστερα, ο Γιάννης θάναι φανταράκι. Όλα έχουνε κανονιστεί. Τις γίδες θα τις φυλάξει ο νουνός του, όσο ν’ αφεθεί ο Γιάννης.
Μένει να πουλήσουνε τα κατσίκια.
Σεπτέμβριος πρώτη, γινότανε κάθε χρόνο η ζωοπανήγυρη στην έξοδο της Στενής.
Ανήμερα μητέρα και γιος, βγάναν από το μαντρί, γίδες και κατσίκια και τά βανε ο Γιάννης μπροστά τα ζωντανά, να τα κατεβάσει στην αγορά. Ξοπίσω θα ερχότανε κι η μάνα του το γιόμα, να φέρει το φαγί και να δει κι αυτή πως πηγαίνει η αγορά.
Πριν ξεκινήσει ο Γιάννης, συνεννοηθήκανε για την τιμή που θα ζητούσε, πόσο το ένα με το άλλο - μέση τιμή - καθώς και ποια κατσίκια θα πουλούσε.
«Αυτή τη ρούσα, την ξανθή την κατσικάδα, δεν τήνε βγάνω από την καρδιά μου», είπε η μάνα, δείχνοντας στο Γιάννη ένα κατσίκι. «Ησκιωμένο ζωντανό! Είναι κρίμα να βάνουν μαχαίρι σε τέτοιο πράμα. Να την κρατήσουμε για μπρος».
Ο Γιάννης - το ξέρομε - δεν είχε υπόληψη για γίδα, είτε ρούσα ήταν είτε δρένια. Κι είχε κι επιχείρημα ν’ αντιμιλήσει της μάνας του: «Γίνονται πολλά ! Φέρνομε βάρος στο νουνό».
Αλλά δεν το θεωρούσε ταιριαστό, να της χαλάσει το λόγο. «Καλό βράδυ !» της είπε - ας θα βλεπόντανε το γιόμα - και τράβηξε στη δουλειά του.
Μόλις αγνάντεψε στην αγορά, τόνε τριγύρισαν οι χασάπηδες, που είχανε πιάσει τους δρόμους. Κοιτάζανε τα κατσίκια, τα πιάνανε και τα φουχτώνανε δεξιά-αριστερά στο λαιμό και στο στήθι, τα ανασηκώνανε με τα δύο τους χέρια, τα άφηναν ύστερα καταγής και πιάνοντας με το ένα χέρι τα δύο μπροστινά πόδια του κάθε κατσικιού, τα ξεζυγιάζανε, προσπαθώντας να τα ανασηκώσουν από τη γης. Ασήκωτα ήταν αυτά τα κατσίκια!
Άρχισαν έπειτα οι προσφορές:
«Τόσα σου δίνω εγώ».
«Εγώ σου δίνω περισσότερα!»
Δυο χασάπηδες συνεταίροι - αυτοί που δίνανε κάπως πιο λίγα - ήτανε συντοπίτες του Γιάννη, από τη Στενή.
«Δεν είναι μεγάλη διαφορά», λογάριασε ο Γιάννης.
«Ντόπιοι είναι, ας τα δώσω σε τούτους, ζημιά δε θα το έχω, κάθε ημέρα καλημεριόμαστε. Τον ξένο θα τον ιδώ κι αύριο;
Έτσι σκέφτηκε και τα πούλησε στους συντοπίτες του.
Όταν πήγαν αυτοί να τα χωρίσουνε, ματιάσανε τη ρούσα κατσικάδα.
«Πες μας πόσα θέλεις γι αυτή;»
«Αυτή σας είπα, δεν τήνε δίνω».
«Κι όταν αυτοί δεν αποφεύγανε κι επίμεναν - για να τους ξεφορτωθεί - αναγκάστηκε να τους πει την αλήθεια:
«Μαλώνει η μάνα μου».
Τότε όμως, ρίχτηκαν αυτοί με διπλή επιμονή!
«Αυτό είναι; Συμφώνησέ την, πούλησέ την εσύ κι εμείς κάνομε καλά με τη Δήμαινα. Δεν είναι πρώτη φορά που αγοράζομε τα κατσίκια σας. Άμα δεν το δεχτεί, μας γυρίζεις τα χρήματα και παίρνεις πίσω το κατσίκι».
Ο Γιάννης, τήνε βρήκε λογική την πρόταση των χασάπηδων. «Αν το παραδεχτεί η μάνα μου είναι καλά, θα μείνει ένας ξυλοφάγος - δεν τα κατέβαζε από ξυλοφάγους τα γίδια - λιγότερος στο δάσος, αν δεν το στρέξει, ε τότε θέλοντας και μη τήνε ξαναπαίρνω τη ρούσα της».
Έτσι σκέφτηκε και τήνε πούλησε.
Την ώρα όμως που τη χωρίζανε και του μετρούσανε τα χρήματα, αυτός το ξαναείπε:
«Σας την έδωσα, άλλα μ’ αυτή τη συμφωνία!»
«Λόγος να γίνεται!» πεταχτήκανε κι οι δυο μ’ ένα στόμα.
Όταν σε λίγο κατέβηκε η Μηλιά και βρήκε το κατσίκι πουλημένο, χάλασε τον κόσμο.
Ούτε τον άφηνε το Γιάννη να πει τη συμφωνία του.
Τέλος έκαμε υπομονή κι ο Γιάννης της εξήγησε:
Άδικα θυμώνεις και χαλάς τα συκώτια σου!
Εγώ έχω το σκοπό μου. «Θα τήνε πάρω πίσω, αφού τήνε θέλεις, έχω τέτοια συμφωνία».
Σα να μην το πίστεψε η μάνα του.
Όχι πως είχε αμφιβολία στα λόγια του Γιάννη.
«Το κινητό πράμα παιδί μου, όσο το κρατείς στο χέρι σου το ορίζεις. Το έδωσες; Πέρασε σ’ άλλα χέρια;
Έκαμε άλλο νοικοκύρη!»
«Μα αφού έχω συμφωνία!» ξαναείπε ό Γιάννης και τράβηξε στη στιγμή να βρει τους χασάπηδες.
«Καλά σας τόλεγα», τους είπε, απλώνοντας τα χρήματα.
«Κράτα τα λεπτά σου!» του είπε ο ένας. «Ποιο κατσίκι;
Μας το πούλησες; Καλά πουλημένο!» πρόστεσε ο άλλος και σα να τους έπνιγε το δίκιο τους:
«Άφησέ μας Γιάννη, να κάνουμε τη δουλειά μας!» συμπλήρωσε ο πρώτος, για να κόψει τη συζήτηση.
Αλλά το Γιάννη δεν τόνε σκιάζαν αυτά. Τους κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, πρώτα τον ένα κι υστέρα τον
άλλο και τους ρώτησε, με φωνή που τους έχυνε καταπρόσωπο όλη τη συχαμάρα της αδιαντροπιάς των:
«Τέτοιοι είστε;»
Δεν κοκκίνησαν!
«Ναι τέτοιοι είμαστε! Δεν μας ξέρεις;»
Εμείς τέτοιοι είμαστε!»
«Ντρέπομαι τις άσπρες τρίχες που έχετε στα γένια σας!» τους είπε ο Γιάννης. Η αγανάχτηση τον έπνιγε. Και τήνε
ξέχυσε με τα πιο βαριά λόγια που είχε στο λεξιλόγιό του.
Αυτά που γράφομε εδώ. Τίποτε περισσότερο δεν είπε.
Ζούσε σε κόσμο, όπου ο σεβασμός δε μοιραζότανε μονάχα στους ανθρώπους, παρά και στα στοιχεία της φύσεως.
Ο Καλαμάτας, όταν μια φορά απάνω στο θυμό του - γιατί ο βοριάς έβρεχε ημέρες συνέχεια - τον έβριξε τον καιρό δερμάτα.
«Ε, δεν ξεκόβει πια κι αυτός ο δερμάτας» είπε, το μετάνοιωσε στη στιγμή.
Πως του ξέφυγε ο λόγος! Το έσερνε βάρος στην ψυχή του, ώσπου πήγε στον Πνεματικό και ξομολογήθηκε το κρίμα του. Τότε μονάχα αλάφρωσε.
Ο πρόστυχος λόγος ήταν άγνωστος στη Στενή.
Γιατί οι άνθρωποι βαδίζανε τον ίσιο δρόμο.
Αλλά οι χασάπηδες, ήτανε ξεχώριοι από τον άλλο κόσμο.
«Δε βρίσκεις άκρη παιδί μου με τους ψεύτες», του είπε ένας γέρος, που παρακολουθούσε τη σκηνή και τον αποτράβηξε από κει το Γιάννη. «Αυτοί γυρίζουνε και σπουδάζουν όλο διαολιές!»
Ο Γιάννης, δε μπόρεσε να το λησμονήσει στη ζωή του αυτό το γέλασμα. Περνούσε, περνούσε καιρός και πάλι του ερχότανε στο νου. Τόλεγε και το ξανάλεγε και τελευταία πρόσθετε πάντα: «Όποιος λέει και ξελέει να τόνε λυπάσαι».
Κι έμεινε αυτός ο λόγος καταμύθι στη Στενή
Γιώργος Ντεγιάννης "Μέσα στους λόγγους"