Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Άλλος τύπος

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903.

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Ήταν πρώην εμποροπλοίαρχος, είχε ναυαγήσει δύο φορές στη Μεσόγειο, είχε υποφέρει πολύ στον Ωκεανό και μία φορά είχε ξεπαγιάσει στον Εύξεινο Πόντο.

Τώρα ήταν φτωχός και παραγκωνισμένος.

Έλεγε ότι συγγενεύει με ονόματα και οικογένειες ιστορικές στον τόπο της γεννήσεώς του.

Μία φορά, είχε διατελέσει αστυνομικός υπάλληλος στην Αθήνα.

Στον Πειραιά, περί τα 189… μη έχοντας «που την κεφαλήν κλείναι», κοιμόταν μέσα σε ένα καφενείο, από κει από το Τελωνείο, νοτιοδυτικά του Αγίου Νικολάου και εξοικονομούσε τα προς το ζην, διδάσκοντας ναυτικό τους υποψήφιους, όσοι ετοιμάζονταν να υποστούν εξετάσεις για να πάρουν δίπλωμα.

Τους μάθαινε πως να «παίρνουν θεωρία», πως να βρίσκουν το βόρειο πλάτος και το ανατολικό μήκος και πως να καταφέρουν να εξασφαλίσουν τις ψήφους της εξεταστικής επιτροπής.

Ο ίδιος, δεν παρέλειπε να επισκέπτεται το Υπουργείο των Ναυτικών, ανεβαίνοντας πεζός στην Αθήνα, έλεγε ότι είχε γράψει σύγγραμμα περί ναυτικής πολὺ αξιόλογο, που εμπεριείχε μάλιστα σπουδαίες ανακαλύψεις.

Δυστυχώς δεν είχε τα μέσα να το τυπώσει.

* * * 

Στην Αθήνα, όταν ερχόταν, σύχναζε και σε άλλα μέρη.

Ήταν ευλαβής πολύ και δεν έλειπε από τις εκκλησίες.

Πήγαινε συχνά σε ένα ναΐσκο, όπου κατά τις εορτές, γίνονταν θρησκευτικές ολονυκτίες.

Θύμωνε αν η λειτουργία τελείωνε γρήγορα. Ήθελε να έλθει ίσα-ίσα με την ημέρα, για να επιστρέψει πεζός και πάλι στον Πειραιά.

Επέπληττε τους ψάλτες, τον τυπικάρη και αυτόν τον λειτουργό ιερέα.

- Εσπερίδες κάνετ᾽ εδώ; έλεγε.

Πρότεινε ως επιχείρημα: «Οι γυναίκες πως θα πάνε στα σπίτια τους νύχτα;»

Είναι αλήθεια, ότι πολλές απ΄ αυτές τις γριές τις ευλαβείς, όσες σύχναζαν στην αγρυπνία, τον παρακαλούσαν να τις συνοδεύσει ως το σπίτι τους.

― Μπάρμπα-Μάρκο! δεν έρχεσαι να πάμε μαζί ως το σπίτι;

Και τότε ο μπάρμπα-Μάρκος, πρόθυμα συνόδευε ένα κοπάδι, επειδή πολλές απ΄ αυτές συνέβαινε να είναι γειτόνισσες από την ίδια συνοικία και γνώριμες μεταξύ τους.

Ήταν παραπάνω από εξήντα χρόνων, αλλά του βαστούσαν τα κότσια, με όλο το ξεπάγιασμα στο Δούναβη και την κακοπάθεια του υπερωκεάνιου πλου.

Ήταν κοντός, κυρτός και μονόπλευρος και πήγαινε σαν βάρκα ταχύπλοη στο δρόμο.

Όλη τη νύκτα, στο ναΐσκο, δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά στεκόταν όρθιος σα ναύτης.

Όταν κάποιος νεότερος εξέφραζε θαυμασμό γι αυτά, αυτός απαντούσε:

―Αχ! όταν έχει ταξιδέψει κανείς στον Ωκεανό!… Τί είναι να στέκεται ζεστός, χωρὶς κίνδυνο, χωρὶς έννοια, μες στο στασίδι;… Και που να βρίσκεσαι σε μια σκάφη μεσάνυχτα, να σε χορεύει η θάλασσα, να σε δέρνει η μπόρα, να στάζεις άρμη κι ιδρώτα κι αφρό και νά ΄χεις την ψυχή στα δόντια!… Εδώ σε θέλω…

Αχ! είδα τον Αι-Νικόλα…

Άρχιζε να διηγείται το θαύμα, το οποίο του είχε συμβεί κάποτε, αλλά συνήθως διέκοπτε…

Διηγήθηκε κάποτε, ότι είχε δει μεσάνυκτα τον Αι-Νικόλα να κρατεί το τιμόνι εν ώρα τρικυμίας στο πέλαγος…

― Για να μη με λένε αγύρτη, δεν το λέγω, είπε.

Και πλέον δεν το διηγήθηκε άλλη φορά.

Έκανε τον προεστό στις συνάξεις του μικρού ναΐσκου, έλεγε τον Εξάψαλμο, το Ελέησόν με ο Θεός, το Πιστεύω κτλ.

Απάγγελλε αργά, με μέτρια έμφαση, με φαινομενική κατάνυξη και συντριβή.

Απείχε όμως πολὺ από το γνήσιο, το απλό και απέριττο εκκλησιαστικό ύφος - ύφος αρχαιοπρεπές που θυμίζει την αρχαία ελληνική απλότητα - το οποίον μόνον στο Άγιον Όρος καλλιεργείται.

Για τούτο άρεσε στους πολλούς και όχι στους λίγους.

* * * 

Μετά κάποιο χρόνο, οι δουλειές του στον Πειραιά ναυάγησαν και στην ξηρά, όπως είχαν ναυαγήσει και στη θάλασσα και τότε, από θρησκευτικό ζήλο και φιλαδελφία, η μήτηρ Ολυμπιάς, η σεβάσμια ιδιοκτήτρια του ναΐσκου και τελετάρχης των ολονυκτιών, τον κάλεσε να έλθει στην Αθήνα και να κατοικήσει στο σπίτι της.

Τούτο ήταν πολύ εύκολο πράγμα.

Ο καπεταν Μάρκος, δεν είχε πολλά «τσόλια» ούτε «σκουτιὰ» να κουβαλήσει.

Δεν χρειάστηκε μάλιστα ούτε κάρο, ούτε σούστα, ούτε σιδηρόδρομο.

Στο μαγειρείο, κάτω από τη σκάλα που ανέβαινε στο υπερώο και το λιακωτό, εκεί τοποθετήθηκε το κρεβάτι του μπάρμπα-Μάρκου.

Στο υπερώο έμενε προς καιρόν, συνήθως κάποιος παρεπιδημών Αγιορείτης ηγούμενος ή κάποιος Δεσπότης εξόριστος από την Τουρκία.

Τη σκάλα την ανέβαινε διαρκώς η υπηρέτρια, πότε για να απλώσει, πότε για να μαζώξει από την ταράτσα τα ρούχα και τα πλυσίματα και τα απλώματα τελειωμό δεν είχαν, επειδή υπάρχουν ανήλικα παιδιά στο σπίτι.

Το μέσα θάλαμο, τον κατείχε η σεβάσμια οικοδέσποινα, ο οποίος έμοιαζε πολὺ με εκκλησία χωρὶς τέμπλο και ιερό.

Υπήρχαν στους δύο τοίχους, σε όλο τον ανατολικό και το μισό βόρειο, πάνω από τριάντα εικονίσματα Αγίων μεγάλα, μικρά, ασημωμένα, απλά, παλιάς και νέας ζωγραφικής.

Τρεις κανδήλες έκαιαν ακοίμητες μέρα και νύχτα, μεταξωτές ποδιές κεντημένες, κρέμονταν κάτω από τις εικόνες.

Ήταν οκτώ ή εννέα Παναγίες, αντίγραφα ονομαστών εικόνων, η Οδηγήτρια του Μεγάλου Σπηλαίου, η Ευαγγελίστρια της Τήνου, η Γοργοὓπήκοος της Μονής του Δοχειαρείου, 101η Πορταΐτισσα των Ιβήρων, η Παναγία της Κύκκου η εν Κύπρω, κτλ. Μέγας Εσταυρωμένος, πίνακες δεσποτικών ή θεομητορικών εορτών - Ευαγγελισμός, Γέννησις, Βάπτισις, Μεταμόρφωσις, Ανάληψις, Πεντηκοστή, Κοίμησις, κτλ. - Έπειτα το Τριμόρφι (Χριστός, Παναγία και Πρόδρομος), Πέτρος και Παύλος, Τρεις Ιεράρχαι, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Παντελεήμων και άλλοι. Εκεί μπροστά από το πλούσιο εκείνο εικονοστάσιο, έκανε τις προσευχές της η μήτηρ Ολυμπιάς. Τη σάλα, το σαλόνι κι ένα θάλαμο, τα κατείχε το ανδρόγυνο. Η ανιψιά της Ολυμπιάδος, υιοθετημένη απ΄αυτήν, που ήταν χήρα και άτεκνη, είχε παντρευτεί προ οκταετίας τον κυρ Γιώργη το Μαγκούδη, βιομήχανο.  Τέσσερα παιδιά επιζούσαν απ΄το γάμο τούτο και δύο άλλα είχαν προαποσταλεί, ως δώρα στον Παράδεισο. Στη μικρή σάλα, γίνονταν συχνά δείπνα ξενίας, αγάπης χριστιανικής. Η Ολυμπιάς ήταν επιδέξια μαγείρισσα, τη δε τέχνη αυτή είχε διδάξει πολύ καλά και στην ανεψιά της. Εκεί φιλεύονταν πολλές φορές και ο μπάρμπα-Μάρκος και άλλοι φιλόθρησκοι.

Δυστυχώς, ο καπεταν Μάρκος είχε ένα κακό ελάττωμα, την πείσμονα αντιλογία, τη γεροντική παραξενιά.

Έφθανε μέχρι ασυνειδησίας… μάλιστα μέχρι ασέβειας.

Ποιος θα το πίστευε; Αυτός, που διηγούταν ότι είχε δει τον Άγιο Νικόλαο να κατευθύνει το πηδάλιο του πλοίου, εν καιρώ τρικυμίας!… Και να παρεκτρέπεται, να σκανδαλίζει τους νεότερους λέγοντας ότι η δείνα πράξη, την οποία απαγορεύει, επί παραδείγματι, η εβδόμη εντολή, δεν είναι αμάρτημα!… και ότι «όλα οι καλόγεροι τα έκαμαν!»

Δεν αντέλεγε μόνο, όταν η ομιλία ήταν κοινοτοπία αδιάφορη ή περί των πολιτικών της ημέρας, αλλά και όταν ήταν θρησκευτικό το θέμα.

Ο μπάρμπα-Μάρκος φαινόταν ότι φορούσε την ευσέβεια σαν είδος μοναχικού μανδύα ή κουκουλίου στην εκκλησία.

Όταν εξερχόταν, απέβαλλε το ένδυμα και γινόταν αιρετικός… σχεδόν προτεστάντης.

Σατύριζε όχι μόνο τον κλήρο, αλλά και αυτά τα ιερὰ έθιμα, δηλαδή προσφορές, μνημόσυνα και τα τοιαύτα.

Ένα βράδυ, σκανδάλισε τους φίλους του σε ένα καφενείο, στο Μοναστηράκι, όταν τους διηγήθηκε, ότι του είχε συμβεί.

― Βρήκα σήμερα στο δρόμο την παλιά μου φιλενάδα, την πρώτη μου αγάπη… Εκείνη που με είχε μάθει τον έρωτα, όταν εγώ ήμουν μικρό παιδί κι εκείνη ήταν ως δύο-τρία χρόνια μεγαλύτερη από μένα.

Είχα πολλά χρόνια να την δω. Τη συνόδευε στο δρόμο ο γιος της, ένας ως σαράντα χρόνων…

Σαν με είδε, σήκωσε το χέρι και με χάιδεψε στα γένια.

«Καλά πας, βαστιέσαι ακόμα», μου λέει.

«Και συ καλά κρατιέσαι» της λέω εγώ.

Γυάλιζε αλήθεια το μάγουλό της…

Ως τόσο ντροπιάστηκα που μου χάιδεψε τα γένια μπροστά στο γιο της.

«Γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά», του λέω τότε εγώ.

«Ήμαστε γειτόνοι έναν καιρό στην πατρίδα… όταν ήμαστε αθώα παιδάκια» πρόσθεσα.

Τι να πω, κι εγώ δεν ήξερα.

* * *

Όπως όλα στον κόσμο, έτσι έμελλε να έχει τέλος και η φιλοξενία της αδελφής Ολυμπιάδος.

Όσο γέρος και αν ήταν ο μπάρμπα-Μάρκος, ποιος γνωρίζει αν ήταν καλό γι΄αυτόν να κοιμάται κάτω από τη σκάλα του υπερώου στο μαγειρείο και να ακούει τα σκαλοπάτια να τρίζουν κάτω από τα γυμνά λευκά πόδια της φερώνυμης Ομορφούλας, η οποία ανέβαινε στο λιακωτό για να απλώσει τα ρούχα.

Επανερχόταν τότε στην γεροντική φαντασία του νυστάζοντας η περασμένη νεότητα, που θορυβούσε, έτριζε και βομβούσε.

Και αν αργούσε ενίοτε το πρωί και είχε ανατείλει ήδη ο ήλιος, το όραμα θα ερχόταν στον νυσταλέο νου του εν είδη «βέλους πετάμενου ημέρας…».

Και αν μόλις είχε κατακλιθεί το βράδυ και η νεαρή υπηρέτρια εξακολουθούσε να φέρνει γύρους ακόμα και να μπαινοβγαίνει και να ανεβοκατεβαίνει, τότε το όνειρο λάβαινε μία όψη «ως πράγματος εν σκότει διαπορευομένου».

Και αν συνέβαινε ενίοτε, να δοκιμάσει να πάρει ένα ύπνο το μεσημέρι - πράγμα σπάνιο, γιατί συνήθως συστελλόταν να παρουσιασθεί την ημέρα στο σπίτι, για να μη δίνει βάρος μεγαλύτερο, αν και πολλές φορές του παραπονούνταν γιατί την ημέρα δεν φαίνεται - τότε το όνειρο, ήταν εν μορφή «συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού».

* * * 

Λοιπόν, ο καπετὰν Μάρκος, που δεν χάριζε ποτέ λόγια, είχε κάμει κατάχρηση, αν όχι της φιλοξενίας, αλλά της αντιλογίας.

Φιλονίκησε πολλές φορές με τον γαμπρό της Ολυμπιάδος για τα πολιτικά.

Εκτός τούτου η οικογένεια του γαμπρού αύξανε κάθε χρόνο σε πλήθος και κάθε μήνα και εβδομάδα, κάθε ημέρα, σε μέγεθος.

Οι έκτακτοι και συχνοί μουσαφιραίοι δεν έλειπαν.

Καλόγηροι από το Άγιον Όρος, Ανατολίτες προσκυνητές, από την Τήνο, επισκεπτόμενοι την Αθήνα το Πάσχα, γυναίκες συγγενείς, πολλές φορές και ολόκληρες οικογένειες από τον Πειραιά και τα νησιά, ερχόμενες περιοδικά στην Αθήνα.

Μία μέρα το είχε παρακάμει ο γέρο-Μάρκος.

Επάνω σε μία λογομαχία, μίλησε απρεπώς και προς την ίδια την Ολυμπιάδα, λέγοντας ότι:

«Τα πολλά εικονίσματα, κι οι σταυροί κι οι μετάνοιες δεν την ωφελούν».

Την άλλη μέρα, ντρεπόμενος ο ίδιος, πήρε τη μικρή δέσμη με τα ρούχα του κι έφυγε.

* * * 

Για λίγο καιρό, κοιμόταν σε μικρά καφενεία και σε ταβέρνες.

Κατόπιν βρήκε σωτήριο λιμάνι στο σπίτι ενός παπά.

Ο παπάς ήταν ευλαβής, ενάρετος.

Ο γέρο-Μάρκος τον επαινούσε για τις αρετές του, αλλά του εύρισκε ένα ελάττωμα, το ότι ήταν φιλοχρήματος. Αλλά ο γέρος εκθείαζε ανεπιφυλάκτα την παπαδιά.

Ο παπα-Γρηγόρης, ο οποίος δεν έπαυε όλο το χρόνο να έχει αγρυπνίες στα πολυάριθμα εξωκκλήσια στα περίχωρα της πόλης, σηκωνόταν πρωί, τρεις ώρες πριν φέξει και διάβαζε όλη την Ακολουθία στο σπίτι, από το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, μέχρι τις Ώρες, μπροστά στο εικονοστάσι, περιμένοντας να φανεί το πρώτο γλυκοχάραμα της αυγής, για να πάει να λειτουργήσει στο εξωκκλήσι.

Η παπαδιά του έλεγε:

- Τι σε ωφελούν, παπά μου, τα διαβάσματα τα πολλά;… Φιλαδελφία να έχεις! Χρήματα να μη προσκυνάς και δεν πειράζει αν πεις μια δόξα Ψαλτηριού λιγότερο ή αν αφήσεις λίγα τροπαράκια από την Παρακλητική ή το Μηναίο.

Ο γέρο-Μάρκος, ενθουσιαζόταν με τα αισθήματα τούτα της παπαδιάς.

Και αυτή πολὺ τον περιποιόταν.

Κάθε Σάββατο βράδυ, αποκάτω από το προσκεφάλι του, εύρισκε την αλλαξιά του, χωρὶς αυτός να έχει φροντίσει γι΄ αυτό.

Συχνά τον παρακαλούσε να μένει στο γεύμα, αλλά ο μπάρμπα-Μάρκος συστελλόταν να κάμει κατάχρηση της φιλοξενίας.

Ο παπάς είχε μέσα στην αυλή του, δύο ή τρία ισόγεια δωμάτια, νοικιασμένα σε φτωχές οικογένειες.

Ο γέρο-Μάρκος συνέβαινε κάπου-κάπου να πιάνει κουβέντα με τις γυναίκες εκείνες του λαού.

Αλλά ιδού, ενώ εξακολουθούσε να συχνάζει τακτικά στις θρησκευτικές αγρυπνίες, 102να λέει τον Εξάψαλμο, να κάνει σταυρούς και συχνές υποκλίσεις και να δέεται θερμά, η παραξενιά του, η μανία της αντιλογίας, δεν ήθελε να τον αφήσει. Αν έβλεπε κάποια απ΄ τις φτωχές γυναίκες να ετοιμάζει πρόσφορο, κόλλυβα ή κεριά, άρχιζε αμέσως: Μα τι τα θέλετε τα πρόσφορα; Τι ωφελούν τους πεθαμένους οι λειτουργιές; Τι μπορούν να κάμουν τα κόλλυβα; «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Η παπαδιά τον άκουσε και γέλασε, αλλά εάν κάποιος την παρατηρούσε προσεκτικά, θα έβλεπε ότι κάπως «έβαψε».

Ίσως να είπε μέσα της:

― «Πάρ᾽ τον στο γάμο σου», κτλ.

Δεν ξέρουμε όμως, αν τα είπε αυτά στον παπά.

Άλλοτε πάλι, προς μία γριά, η οποία ήταν γνωστό ότι βαστούσε τρίμερο - παλαιό έθιμο - δηλαδή έμενε νηστική μέχρι τρεις μέρες κατά την πρώτη, τη μεσαία και τη Μεγάλη Εβδομάδα της Σαρακοστής:

― Τρίμερο λέει;… Μ᾽ αυτά θα σωθείς χριστιανή μου;… Η γλώσσα σου να μη λέει και κακά να μη θέλεις για τον πλησίον σου… Καλύτερα, φάε κρέας τη Σαρακοστή και κακά να μην κάμεις, μήτε κακά να πεις για μιαν άλλη…

― «Και τούτο ποιήσαι, κακείνο μη αφιέναι»… είπε ο παπα-Γρηγόρης, που έτυχε να ακούσει το γέρο-Μάρκο, μπαίνοντας τη στιγμή εκείνη στον αυλόγυρο.

Και άρχισε εκ του προχείρου να αναπτύσσει τότε, σύντομα και πρακτικά, προς τους φτωχούς ακροατές του, πως η κοιλία είναι η ρίζα των κακών και πως η εγκράτεια είναι η αποκοπή της ρίζας αυτής και πως ο μεν εγκρατής άνθρωπος, ευκολότερα γίνεται και ευεργετικός και πράος και ελεήμων, ο δε λαίμαργος αποθηριώνεται και γίνεται πλεονέκτης και οργίλος και λάγνος και φονεύς.

Επίσης είπε, ότι η Εκκλησία μοιάζει με τη φιλόστοργο μητέρα, η οποία γνωρίζοντας καλά, ότι τα ανήλικα παιδιά δεν έχουν ποτὲ χορτασμό, «εν τω δικαιώματί της», κλειδώνει στο ερμάριο τα γλυκά και τα φρούτα, σώζοντας τα παιδιά από στομάχιασμα και πυρετούς.

Παρομοίως πράττει η Εκκλησία, κλειδώνοντας με πνευματικές κλείδες τα κρέατα και όλα τα λιπαρά φαγώσιμα, επειδή εμείς όλοι, ο λαός, είμαστε ηθικά και πνευματικά όπως τα νήπια.

* * * 

Μετά από λίγο, ο παπάς άρχισε να δυσφορεί.

Να διεγείρει μ΄αυτόν τον τρόπο ο γηραιός ξένος του τις χριστιανές, να δυσφημεί τη νηστεία, να τις παρακινεί να μη κάνουν λειτουργίες και κόλλυβα!

Πολύ πρωί, ο παπάς, ενώ επέστρεφε από ένα εξωκκλήσι, συνάντησε ένα γνώριμο.

― Κακός πειρασμός μου επενέβηκε αδελφέ, του λέγει.

Κείνος ο γέρο-Μάρκος, πως τον έχεις;…

Σωστός Καΐρης, Λουθηροκαλβίνος, Μακεδόνιος… Άρειος!

― Τι λες, παπά μου; Δεν το πίστευα ποτέ!

― Μα φαντάσου… εκείνες τις φτωχούλες που έχω νοικάρισσες στην αυλή μου, να μην τις αφήνει να κάμουν ούτε ένα πρόσφορο!… Ενώ τον έχω τόσον καιρό τώρα στο σπίτι… Εγώ, τι να σου πω! έγινα άλλος εξ άλλου.

Του είπα να βρει κάμαρα, να κουβαληθεί. Στο έλεος του Θεού.

* * * 

Ο μπαρμπα-Μάρκος μάζωξε τα ρούχα του κι επήγε πάλι προσωρινά σε μία ταβέρνα ενός φίλου του, πρώην ναυτικού από τον Πειραιά, ο οποίος είχε ξεπέσει να γίνει κάπηλος στην Αθήνα.

Η παπαδιά είχε κάμει καυγά… να μη φύγει ο μπαρμπα-Μάρκος.

Καθώς αυτός σήκωσε τα ρούχα και έβγαινε προς την αυλή, εκείνη δεν είχε πει τίποτε παρά μόνο:

―Α! θα φύγεις μπαρμπα-Μάρκο;

Όταν ο γέρος έφτασε στην αυλόπορτα κουβαλώντας την αγκαλίδα της μικρής αποσκευής του, έτοιμος να βγει στο δρόμο, τότε η παπαδιά, μακριά, από την πόρτα της, φώναξε:

― Μα, μην τον ακούς τον παπά, μπαρμπα-Μάρκο!… Ο παπάς έτσι είναι, εύκολα θυμώνει και πάλι ξεθυμώνει… θα του περάσει… Ησύχασε… Καλά του έλεγα εγώ να μη κάνει πολλά διαβάσματα, να μην κυνηγά πολὺ τα λεφτά και να λυπάται τη φτώχεια. Κάθισε μπαρμπα-Μάρκο. Άφησε τα ρούχα σου θα του περάσει του παπά.

Ο γέρο-Μάρκος είχε πεισμώσει πλέον κι έπειτα, ντρεπόταν να γυρίσει πίσω.

― Ευχαριστώ, φώναξε, κυρά-παπαδιά… θα πάω τώρα… Άλλη φορά πάλι, ποιος ξέρει…

«Βουνό με βουνό δε σμίγει…»

― Στο καλό, μπαρμπα-Μάρκο! κι έκλεισε την πόρτα της.

* * *

Ύστερα από λίγο καιρό, πράγματι, ο παράξενος γέρος φιλιώθηκε πάλι με τον παπα-Γρηγόρη.

Καθώς διηγήθηκε ο ίδιος, συμφώνησαν να του δίνει πέντε δραχμές ενοίκιο και να επανέλθει να κοιμάται στο παπαδόσπιτο.

Περιχαρής, έτρεξε να αναγγείλει το πράγμα στην πρεσβυτέρα.

― Τα ᾽μαθες, παπαδιά;… Τα σιάξαμε με τον παπά… θα σας έρθω πάλι… Δεν είπα εγώ «βουνό με βουνό…»;

Τώρα, πάω να φέρω τα ρούχα μου.

Η παπαδιά - όπως διηγείτο αργότερα ο γέρο-Μάρκος - «ενέκρωσε, κέρωσε κι απόμεινε».

― Θά ᾽ρθεις πάλι… ψέλλισε.

Ο μπάρμπα-Μάρκος στράφηκε προς το εικονοστάσιο, έκαμε αυτομάτως σχεδόν το σημείο του Σταυρού κι έφυγε.

Έμεινε και μένει ακόμη στην ταβέρνα.

―Α! οι γυναίκες! έλεγε αργότερα, όταν διηγείτο το πράγμα…

Καλά που δεν αξιώθηκα κι εγώ να μπω στον κόσμο…

Βάρδα από γυναίκες, παιδιά!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου