Ο Πεντάρφανος
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
— Α! αυτό πρώτη φορά είναι, άντρωπο να τρώει άλλο άντρωπο!
Κάπως έτσι εξέφραζε γελώντας την έκπληξή του, ο αγαθός Βαυαρός Γουλιέλμος Βιλδ, που είχε εξασκήσει επί πενήντα χρόνια σωστά το ιατρικό επάγγελμα στη Σ. . . , όταν ένα δειλινό, κλήθηκε να επισκεφθεί ανοιχτή και αιμορραγούσα πληγή επάνω στο δεξιό φρύδι μιας καλής νοικοκυράς, της Αρετής Καβούλαινας.
Ο γιατρός εξέτασε το τραύμα, το καθάρισε καλά με το χειρουργικό ψαλίδι, έπειτα το έραψε πολύ καλά.
Ήταν προφανώς από δαγκωματιά ανθρώπου και μάλιστα γυναίκας, αλλά το βάθος και το εύρος των ιχνών αποδείκνυαν ότι είχε δοθεί σχεδόν με θηριώδη ορμή.
Ελέχθη και ο κόσμος όλος πίστεψε, αν και δεν είχε κληθεί ο ειρηνοδίκης ή ο αστυνόμος του τόπου για να ενεργήσουν ανακρίσεις και να συντάξουν έκθεση, ότι είχαν μαλώσει από ημερών δύο συμπεθέρες, η παθούσα, η Αρετή Καβούλαινα και η δράστης, η Αρετή Χαρανίνα, (οποία σύμπτωση, δύο Αρετές να τρώγονται έτσι μεταξύ τους) και η δεύτερη, επάνω στη μανία της οργής της, ρίχτηκε κατεπάνω στην άλλη και τη δάγκασε τόσο φοβερά στο πρόσωπο. Οπότε το τόσο αφελές σχόλιο του Γερμανού γιατρού, είχε κάπως τον τόπο του.
Εντούτοις η αγχιστεία τους ήταν πολύ παλιά και, κατά την παροιμία, «είχε ψοφήσει το βόδι τους, πάει η κολληγιά τους». Ο αδελφός της Καβούλαινας και η αδελφή της Χαρανίνας, οι οποίοι αποτελούσαν παλαιά ανδρόγυνο, προ πολλού δεν υπήρχαν πλέον στον κόσμο.
Ο μόνος καρπός της συζυγίας τους, το ίχνος της διαβάσεώς τους, (το μόνο, διότι κάθε άλλο ίχνος τους χάθηκε στο υγρό στοιχείο, καθώς θα δούμε), ήταν ο μοναχογιός τους ο Στάμος Καβούλης, είκοσι δύο ετών σήμερα, εξ αφορμής του οποίου σχεδόν είχαν μαλώσει οι δυο παλιές συμπεθέρες.
Πώς να μη μαλώσουν, αφού η θεια του η Καβούλαινα ήθελε να τον παντρέψει με το μέρος όπου προτιμούσε αυτή, χωρίς να πάρει την άδεια και της θειας του της Χαρανίνας.
Ήταν αλήθεια, ακριβός και περιζήτητος γαμβρός ο Στάμος. Αλλά να θέλει, η προς πατρός θεία του να τον μεταχειρισθεί ως πράγμα δικό της, χωρίς να έχει είδηση και η άλλη θεία του, η από το μέρος της μητέρας, που ακούσθηκε αυτό;
Γίνονται ποτέ αυτές η δουλειές χωρίς να ερωτηθούν οι συγγενείς μεταξύ τους;
Μερικοί συγγενείς μάλιστα, είναι πολύ αυστηροί στα θέματα αυτά, ώστε, εάν δεν ερωτηθούν να δώσουν γνώμη περί του υποψηφίου προσώπου και της οικογένειάς του και δεν κληθούν στα μπασίδια, στο γάμο, ούτε θέλουν να αναγνωρίσουν τον νέον εξ αγχιστείας συγγενή, είτε νύφη είτε γαμπρός είναι.
Του Στάμου οι γονείς είχαν πεθάνει, όταν αυτός ήταν βρέφος και όλοι μεν οι συγγενείς φρόντισαν για την ανατροφή του, αλλά πάνω απ΄όλους και όλες, η προς μητρός θεία του η Χαρανίνα.
- Αυτός υπήρξε όχι απλώς ορφανός, αλλά «πεντάρφανος».
Διότι μετά το θάνατο της μητέρας του Ζωίτσας, (θάνατο τραγικό ή μάλλον τρυγικό, όπως θα δούμε), ευθύς μετά από λίγο, ο πατέρας του ο Γιάννης Καβούλης είχε πάρει δεύτερη σύζυγο, με την εύλογη πρόφαση την οποία βρίσκουν πρόχειρη όλοι όσοι έχουν τέκνα χηρευμένοι, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν επρόκειτο μόνο για την περίθαλψη του μικρού Στάμου, που είχε ηλικία λίγων μηνών, υπήρχε και ένας παλιός έρωτας του Γιάννη με τη Φλωρού, τη δεύτερη σύζυγό του.
Έπειτα, μετά ένα έτος, πήγε κι ο πατέρας του, αδικοθάνατος κι αυτός. Ύστερα η μητρυιά του, σε λίγο καιρό, ξέχασε τον παλιό έρωτα και πήρε δεύτερο άνδρα. Τότε ο μικρός Στάμος βρέθηκε στο σπίτι, που ήταν προικώο της μητέρας του, μεταξύ μιας μητρυιάς και ενός συζύγου της μητρυιάς, παραμητριού.
Οι συγγενείς τότε, ζήτησαν να πάρουν το μικρό από τα χέρια της μητρυιάς του, αλλά αυτή, που δεν είχε τέκνο και ίσως να ήθελε να έχει απολογία στη συνείδησή της, επειδή κατοικούσε και διέμενε στην οικία της προκατόχου της, επέμεινε να τον κρατήσει και έδειχνε προς αυτόν μελετημένη στοργή.
Δυστυχώς, η Φλωρού μετά λίγο χρόνο πέθανε κι αυτή.
Ο χάρος εμάχετο πολύ το σπίτι εκείνο. Τότε ο παραμητρυιός του πήρε άλλη παραμητρυιά και κατοίκησε αλλού. Τέλος, η θεια η Χαρανίνα πήρε το Στάμο στο σπίτι της και σε αυτής τα χέρια μεγάλωσε ο νέος.
Είχε εγερθεί ζήτημα επ' ευκαιρία της τελευταίας αυτής επιγαμίας, αν επιτρεπόταν να γίνει γάμος και ο αρχαϊκός παππά - Αλέξανδρος, ο επίτροπος του δεσπότη, δεν ήθελε να δώσει άδεια, λόγω του ότι η τελευταία αυτή παραμητρυιά, καίτοι πρώτη φορά παντρευόμενη αυτή, νυμφευόταν τον παραμητρυιό δίγαμο εκ διγαμίας και άρα αποτελείτο τετραγαμία.
Αλλά οι ενδιαφερόμενοι «επήγαν παραμέσα», δηλαδή έκαμαν έκκληση στην αρχιεπισκοπή και ο Πρωτοσύγκελλος, αφού έλαβε, όπως ελέχθη, δύο εκατοστάρικα (όπως πιστεύουν μερικοί ότι συμβαίνει κάποτε λόγω εκκλησιαστικής «οικονομίας»), εν αγνοία, ως φαίνεται του Δεσπότη, ο οποίος διατελούσε σχεδόν σε ανικανότητα, επέτρεψε το γάμο.
Έτσι ανατράφηκε ο Στάμος, ο γιος του Γιάννη Καβούλη, ο «πεντάρφανος». Και σήμερα, όταν επρόκειτο να τον παντρέψουν, φιλονίκησαν τόσο κακά οι δύο του θείες.
Εντούτοις, το μέρος το οποίο ήθελε η θεια η Καβούλαινα ήταν καλό και άρεσε σ΄ αυτόν το νέο. Αλλά η Χαρανίνα αισθανόταν τη φιλοτιμία της προσβαλλόμενη, επειδή ήθελε να φανεί ότι αυτή έπρεπε να τον πανδρεύσει και όχι η θεία του η άλλη.
Ο νέος, ικετευτικά, είχε ειπεί στη θεια Χαρανίνα.
— Ντέρτι δικό μου, θεια, κασσαβέτι δικό σου!
Η φράση αυτή, την οποία μαζί με άλλα ρητά και παροιμίες είχε ακούσει από τους θείους του τους Χαραναίους (απλοϊκούς και πολύ έντιμους γεωργοκτηματίες) σήμαινε περίπου, ότι το πρώτο πρόσωπο ήταν αρμόδιο να κρίνει περί υποθέσεως που αφορούσε αυτό και όχι τα δεύτερα και τα τρίτα.
Ήλπιζε δε με την πραότητά του, να αφοπλίσει την ανδρογυναίκα την οποία πολύ σεβόταν, διότι στο σπίτι της είχε ανδρωθεί και τη γνώριζε ως μητέρα.
Αλλά υπό ποιες περιστάσεις είχαν πεθάνει οι γονείς του, τούτο θα διηγηθούμε τώρα.
Κατά την εποχή του τρυγητού, η ατυχής μάνα του, όταν αυτός ήταν νήπιο, πνίγηκε μέσα στην καρούτα όπου πατούσε τα σταφύλια.
Η καρούτα, ξύλινη, ήταν τεράστια, χωρούσε σταφύλια περί τα εκατό φορτώματα, που ισοδυναμούσαν σχεδόν με άλλα τόσα βαρέλια μούστου.
Είχε κατά μήκος άνω προς τα χείλη δύο λεπτές δοκούς, συνεχόμενες στις δύο πλευρές του πλάτους, αλλά η γυναίκα, αναγκασμένη να κρατεί με το αριστερό χέρι πάνω από τις κνήμες τα φορέματά της, πιανόταν με το δεξιό από τη μία δοκό, αλλά επί μία στιγμή συνέβη, ποιος ξέρει πως, να ξεπιαστεί και τότε βούλιαξε μέχρι το λαιμό στο μούστο.
Η αγωνία υπήρξε σύντομη, μόλις πρόφτασε να βγάλει μία κραυγή.
Μετά λίγα λεπτά της ώρας τη βρήκαν πνιγμένη μέσα στο μεθυστικό ρευστό του Διονύσου.
Το πως χάθηκε ο πατέρας του λίγους μήνες μετά το δεύτερο γάμο, δεν έμαθε ποτέ ούτε αυτός ο Στάμος, ούτε οι θείες του, ούτε παππάς, ούτε πνευματικός, ούτε κανείς άλλος στον τόπο.
Έγινε γνωστό μόνο, ότι βυθίστηκε και πνίγηκε με την ίδια γολέτα του, με την οποία ταξίδευε κάθε χρόνο τα δικά του κρασιά και όσα άλλα αγόραζε από γείτονες. Είχε φορτώσει τα κρασιά της επόμενης χρονιάς, γιατί τα τωρινά τα έχυσαν στην αυλή και στους δρόμους, μετά τον πνιγμό της πρώτης γυναίκας του.
Ω! τα μοιραία εκείνα κρασιά των άτυχων αμπελιών!
Όμως πως προήλθε το ναυάγιο και από ποια αφορμή βυθίσθηκε η γολέτα;
Πιστεύτηκε κατ' αρχάς ότι έγινε όπως όλα τα ναυάγια, δηλαδή από τρικυμία, από ύφαλο ή σκόπελο, κτλ.
Την αληθινή αιτία, μόνο ίσως κανείς γηραλέος πνευματικός στην Αγία Άννα ή στα Καψοκαλύβια του Άθωνος, θα την έμαθε. Αλλά χρειάσθηκε να περάσουν καιροί και χρόνοι, να πεθάνει ο κρυφός αίτιος της συμφοράς και η αδελφή του ενόχου, να διηγηθεί σε κάποιες εξαδέλφες της το γεγονός, για να ξεκολάσει, όπως είπε, το μακαρίτη τον αδελφό της.
***
Από ότι διηγήθηκε αυτή, ο αδελφός της ήταν μαραγκός (δηλαδή ναυπηγός) και μάλιστα πουργοτζής (τριβελιστής) πολύ επιδέξιος. Το επάγγελμα τούτο δεν τον εμπόδιζε να είναι καλοντυμένος, όλες τις Κυριακές και τις εορτές, θεωρούμενος ως «ασίκης», ωραίος νέος.
Τον καιρό εκείνο, οι νέοι όλων των τάξεων ήξεραν τι θα πει «έρωτας». Έκαναν πατινάδες συχνά τις νύκτες και μάλιστα όταν ξημέρωνε εορτή, στις όμορφες του τόπου.
Ο Γιάννης ο Καβούλης και ο Νίκος ο Μπελκαρής,ο πουργοτζής, περί του οποίου γίνεται ο λόγος, υπήρξαν κάποτε αντεραστές.
Στον απάνω Μαχαλά, πάνω από την κρημνώδη ακτή, όπου κτυπούν τα κύματα και λαλούν θρηνωδίες οι γλάροι, υπήρχε μία όμορφη κοπέλα η «Φλωρού του Μανάκη», την οποία πολλοί νέοι και μερικοί γέροι, ερωτεύονταν.
Γιατί υπήρχαν πολλά γεροντοπαλίκαρα, τα οποία λάβαιναν μέρος στις νυκτερινές διασκεδάσεις. Μία νύκτα, κάτω από τα παράθυρα της ωραίας Φλωρούς, μεγάλη έριδα και σύγκρουση επήλθε μεταξύ δύο παρεών.
Η παρέα του Νίκου του πουργοτζή αργοπορούσε κάτω από τον εξώστη του σπιτιού, τραγουδώντας το «Άστρο της αυγής» και την «Πάπια του γιαλού», τότε έφθασε η παρέα του Γιάννη του Καβούλη, τραγουδώντας τον «Διπλόν καϋμόν».
Τότε οι δυο ομάδες ήλθαν σε ρήξη. Φαίνεται ότι ο Γιάννης φάνηκε σκληρός και βάρβαρος και κτύπησε με τα ίδια χέρια του τον αντεραστή του.
Ο Νίκος του είπε «να το κρεμάσει σκουλαρίκι», αλλά ο Καβούλης δεν το πήρε στα σοβαρά. Ύστερα από λίγο καιρό, ο Γιάννης, αν και προτιμούσε την ωραία Φλωρού, υπακούοντας σε συγγενικές επιρροές, την παρέβλεψε και νυμφεύθηκε τη Ζωίτσα.
Όταν αυτή μετά λίγο χρόνο πνίγηκε μέσα στην καρούτα του μούστου, τότε ο Γιάννης θυμήθηκε την παλιά αγάπη του.
Η Φλωρού, αν και απόχηρο, τον θέλησε και έγινε ο δεύτερος γάμος.
Αυτή υπήρξε η κυρίως μητρυιά του Στάμου, η οποία είχε δείξει κάποια φιλοστοργία προς τον πρόγονό της, κατά τον λίγο χρόνο τον οποίο επέζησε. Χαρακτηριστικό είναι ότι, πριν αποφασίσει αυτή να πάρει το δεύτερο σύζυγο, τον οποίο πήρε μετά τον στη θάλασσα θάνατο του Γιάννη Καβούλη, οι συγγενείς της εξ ονόματος αυτής είχαν ζητήσει αυτόν εκείνον το Νίκο, τον πουργοτζή, τον παλιό εραστή της, που ήταν άγαμος. Αλλά αυτός ενώ μάταια την είχε ζητήσει άλλοτε, τώρα αρνήθηκε. Όλοι οι φίλοι και οικείοι του, δεν μπόρεσαν τότε να εννοήσουν την άρνηση αυτή του Νίκου.
Αλλά ο άνθρωπος, καθώς φαίνεται από αυτά που έγιναν γνωστά αργότερα, ίσως είχε έγκλημα στη συνείδησή του.
Αμέσως ύστερα ξενιτεύτηκε και αφού έμεινε για λίγο καιρό στους αρσανάδες του Αγίου Όρους, εργαζόμενος ως μαραγκός, έφυγε και πήγε σε μία παραθαλάσσια πόλη της Θράκης, όπου εγκαταστάθηκε.
***
Ιδού τώρα, όπως βεβαίωσε η αδελφή του, ποιο υπήρξε το έγκλημα του Νίκου Μπελκαρή.
Αυτός ήταν επιτήδειος πουργοτζής. Έπνεε εκδίκηση κατά του Καβούλη, ο οποίος του είχε μιλήσει υβριστικά κάτω από τα παράθυρα της Φλωρούς και ύστερα, μετά καιρό, του πήρε την αγάπη του και μάλιστα σε δεύτερο γάμο, ενώ αυτόν, όταν τη ζήτησε, δεν τον είχε θελήσει εκείνη και μετά το γάμο του αντεραστή με άλλη.
Λίγο καιρό ύστερα από το δεύτερο γάμο του, η γολέτα του Καβούλη, είχε αρχίσει να φορτώνει κρασιά της χρονιάς.
Βαθιά τη νύκτα, ενώ ο νεαρός μούτσος κοιμόταν στο θαλαμίσκο κάτω, ο Νίκος ο Μπελκαρής, ελαφρά-ελαφρά, σαν να πατούσε «βαμβακάκια», καθώς λέγουν οι γυναίκες του τόπου, τόλμησε να εισέλθει στη γολέτα, φέροντας δύο μεγάλα τρύπανα ή τριβέλια περιτυλιγμένα σε λεπτότατο τουλοπάνι.
Κατέβηκε κάτω στο αμπάρι, άναψε ένα κλεφτοφάναρο το οποίο είχε στον κόρφο του, παραμέρισε λίγους ασκούς γεμάτους οίνο σιμά στα πλευρά του σκάφους, άνοιξε οκτώ ή δέκα τρύπες δεξιά και αριστερά στα μαδέρια του πλοίου.
Τις τρύπες τούτες τις κατασκεύασε με την τέχνη την οποία αυτός γνώριζε, ούτε θα συγκατένευε ποτέ να τη διδάξει σε άλλον.
Είχε διατρυπήσει όλο σχεδόν το πάχος των σανίδων, αλλά στην αιχμή του τρύπανου, προς τα έξω, άφησε ατρύπητο λεπτό φλοιό, τον οποίο διέθεσε κατά κάποιο τρόπο και υπολόγιζε ότι σε τόσες ακριβώς ημέρες ή ώρες, έμελλε να τον διαπεράσει το ακάματο μονότονο κύμα, το οποίο θα έπληττε τα πλευρά του σκάφους.
Είχε πληροφορίες, ότι η μικρή σκούνα, που επρόκειτο να συμπληρώσει το φορτίο την ερχόμενη ημέρα, θα απέπλεε μεθαύριο, αλλά και αν τυχόν ένεκα περιστάσεων αναβαλλόταν ο απόπλους, ο μάστορης ήταν βέβαιος, ότι ο λεπτός φλοιός στον πυθμένα των οπών, ενόσω το πλοίο έμενε αραγμένο στο λιμάνι, θα άντεχε στη μαλακή προστριβή του κύματος, αλλά άμα το σκάφος θα πελαγωνόταν, η δύναμη της προστριβής θα ήταν πολλαπλάσια και τότε, μετά λίγες ώρες, θα επήρχετο η διάτρηση του φλοιού και η εισροή των υδάτων στο κύτος.
Επανέφερε στη θέση τους τους ασκούς του οίνου, όσους είχε χρειασθεί να παραμερίσει, τους τοποθέτησε πολύ επιδέξια, άλλους επάνω σε άλλους, για να κρυφτούν καλά οι οπές στα κάτω, δε λησμόνησε επίσης να σκουπίσει και να κάμει άφαντα τα πριονίδια ή τα μικρά ψήγματα του ξύλου, μάζωξε τα τριβέλια του, έσβησε το κλεφτοφάναρο και πατώντας και πάλι ελαφρά, ανυπόδητος, επανήλθε στο μικρό φελουκάκι του, το οποίο είχε δέσει στο πορτέλο της γολέτας και πήγε να κοιμηθεί . . . Ποιος ξέρει αν έκαμε και το σταυρό του πριν πλαγιάσει.
Ωστόσο, η αδελφή του διηγούταν, ότι ο κακοποιός είχε μεταμεληθεί μέχρι το πρωί και τον έτυπτε μεν η συνείδηση, αλλά και φοβόταν μη φανερωθεί, οπότε περίμενε την άλλη νύκτα.
Μελετούσε να πάει πάλι βαθιά τα μεσάνυκτα, για να ματαιώσει το καταχθόνιο έργο. Ήξερε να φράξει καλά τις οπές, όπως ήξερε να τις ανοίξει. Τούτο θα κατόρθωνε με κάποια συμπαγή μάζα από πίσσα και ξύλο. Αλλά, αλίμονο! το φόρτωμα της σκούνας είχε συμπληρωθεί έως το απόγευμα κι επειδή φυσούσε καλός άνεμος, ο πρώτος Βοριάς ο οποίος άρχισε τον Νοέμβριο να πνέει, ο Καβούλης, μη θέλοντας να χάσει τον καλό καιρό, αποφάσισε κι έκαμε πανιά, εκτάκτως πριν από τα μεσάνυκτα και με το απόγειο του βουνού.
Τότε ο Νίκος θεώρησε το πράγμα ως σημείο και είπε ότι, όχι αυτός, αλλά ο δίκαιος Θεός είχε καταδικάσει τη γολέτα και τον καραβοκύρη της, ο Θεός ας έκαμνε έλεος!
Μετά τρεις ημέρες, ήλθε είδηση ότι η γολέτα χάθηκε.
Όλοι οι θαλασσινοί του τόπου απόρησαν με την «ατζαμωσύνην» του Καβούλη, αγκαλά αυτός ήταν κτηματίας και οινέμπορος, δεν ήταν ναύτης. Διότι μεγάλη τρικυμία δεν έγινε, πλην αυτός θα έπεσε σαν στραβός επάνω σε καμία ξέρα . . .
Μεταξύ ουρανού και πελάγους, άγνωστο μυστήριο δραματουργήθηκε τη νύκτα εκείνη. Κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί.
Η εκδίκηση του πουργοτζή σκληρά συντελέσθηκε.
Και πάλι πλούσιες σπονδές, όχι πλέον στην αυλή και στο δρόμο, αλλά στη θάλασσα αυτή τη φορά. Ο Βάκχος φιλοτιμήθηκε να δωρίσει χίλιους ασκούς οίνου στον Ποσειδώνα. Και ως την αυγή, φάνηκαν μεθυσμένοι όλοι οι Τρίτωνες κι οι Γοργόνες ελαφρά ζαλισμένες, πλέουσες μαλακά στο κύμα και οι Σειρήνες τόνισαν φαιδρό παροίνιο άσμα για τους θεούς, το οποίον ήταν θρήνος και πικρή ειρωνεία για τους θνητούς ανθρώπους και τη μοίρα τους .
***
Απ΄ αυτά ορμάτο ο μοναχογιός ο πεντάρφανος, του οποίου το περί γάμου ζήτημα είχε δώσει αφορμή να ειπωθεί από τον γιατρό Βιλδ το αφελές εκείνο απόφθεγμα:
Άντρωπο να τρώει άλλο άντρωπο.
Αφού ο χειρουργός επίδεσε το αιμορραγούν τραύμα, οι αρραβώνες του Στάμου αναβλήθηκαν, διότι δεν θα ήταν δυνατόν πλέον να παρευρεθούν οι δύο θείες του, η μία με μισό φρύδι φαγωμένο και στραμμένο, η άλλη με οδόντες πάρα πολύ οξείς.
Τέλος, ύστερα από λίγες εβδομάδες, η πρώτη έμεινε με μία στα κάτω του μετώπου βαθιά ουλή, η δεύτερη δενξέρω αν τρόχισε τα δόντια της, αλλά ζήτησε υποκριτική συγχώρηση και πρόσκαιρη λυκοφιλία επήλθε. Ο νέος ζήτησε ως χάρη από τη θεία του την αδιάλλακτη, να συγκατατεθεί στον γάμο τον οποίο είχε προξενέψει η άλλη. Ο γάμος έγινε. Μετά είκοσι χρόνια ακόμη, βρίσκουμε το Στάμο χηρευμένο από την πρώτη σύζυγο, να έχει κάνει δεύτερο γάμο. Έκαμε και από τις δύο πολλά τέκνα, με πιο πολλά τα κορίτσια, ως συνήθως. Οι υποθέσεις δεν πήγαν καλά, όλοι οι κάπηλοι και οι μικρέμποροι του τόπου ήταν φοβεροί τοκογλύφοι. Ο Θεός, που έκαμε τις αράχνες για να συλλαμβάνουν τις μύγες, επέτρεψε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι για να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί. Ο Στάμος είχε υποθηκεύσει το βιος του, για το οποίο καυχιόταν άλλοτε, πούλησε μέρος των κτημάτων. Γέρασε πριν από τα σαράντα πέντε του χρόνια, έγινε φαλακρός.
Κάπνιζε ναργιλέ κατ' οίκον, έπινε ρούμι και πολύ κρασί και σε κάθε υπόθεση την οποία διαπραγματευόταν, είτε περί υποθηκεύσεως επρόκειτο, είτε περί πωλήσεως αγρού, - αλλά συχνά και σε απλές ομιλίες με φίλους - δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την επωδό του.
— Ντέρτι δικό μου, βρε παιδιά! κασσαβέτι δικό σας.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης