Τον έπιασαν δια λεβεντιά.
Αυτή ήταν η απάντηση μάνας, όταν την ρώτησαν γιατί συνέλαβαν τον γιό της.
Τίποτα άλλο δεν επικρίθηκε και τίποτα άλλο δεν λατρεύτηκε τόσο τον 19ο αιώνα, όσο η ληστεία. Καθάρματα, δολοφόνοι, βασανιστές κρίνονταν από την εξουσία, ανυπόταχτοι, ελεύθεροι, προστάτες κρίθηκαν από ένα μεγάλο μέρος του λαού.
Η αλήθεια βέβαια μάλλον πρέπει να είναι κάπου στη μέση
Παράδειγμα του κλήματος της εποχής είναι τα παρατσούκλια που έπαιρναν στη Στενή τα μέσα του 19ου αιώνα και τα έφεραν με τιμή. Ονόματα γνωστών λήσταρχων Κουλουφέζας (Ιωάννης Γιαλός),Καλαμάτας (Κώστας Παπαναστασίου) κατά μια εκδοχή, Λιόλιος (Καράγκος), Σκαμπαρδόνης (Παπαναστασίου), Νταβέλης (Χουλιάρας) κ.λπ.
Οι αγωνιστές και πάλι στο κλαρί.
Μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους, οι έλληνες δεν είδαν να καλυτερεύει κάτι στη ζωή τους. Οι τσιφλικάδες και οι κοτζαμπάσηδες πήραν την εξουσία από τους τούρκους αγάδες και σε πολλές περιπτώσεις η εξουσία που ασκούσαν ήταν πολύ χειρότερη. Οι αγωνιστές που έχυσαν το αίμα τους για την λευτεριά έμειναν άνεργοι και πεινασμένοι.
«Αφού σας φτιάσαμεν το ρωμέικον, μας κάνατε και είλωτες. Θα μας παλουκώσετε γιατί χύσαμε το αίμα μας δι’αυτήν την πατρίδα και τίποτις δεν κερδίσαμε. Γιόμισαν οι χάψες του κράτους, μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γη, την αγόρασαν από ένα γρόσι το στρέμμα και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμε και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα».
Μακρυγιάννης.
Από την αρχή της βαυαροκρατίας πολλοί από τους αγωνιστές βγήκαν πάλι στο κλαρί για να επιβιώσουν.
Οι λήσταρχοι έπαιζαν διαφορετικούς ρόλους. Άλλοτε εμφανίζονταν ως εκδικητές και τιμωροί ανούσιων πράξεων και υπερασπιστές αδικημένων ανθρώπων κι άλλοτε ως υπερασπιστές συμφερόντων πολιτικών οι οποίοι και τους κάλυπταν. Ενίοτε έπαιζαν το ρόλο του προστάτη και του ευεργέτη σε περιπτώσεις κατάφωρης αδικίας. Γίνονταν κουμπάροι, νονοί, προίκιζαν φτωχά κι ορφανά κορίτσια ή έβγαζαν από τη δύσκολη θέση τους ανήμπορους και τους πονεμένους δίνοντάς τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν από το κατεστημένο της πολιτικής ζωής όχι μόνο προς άγραν ψήφων αλλά και για πίεση προς την αντίπαλη πολιτική παράταξη.
Τα εγκλήματά μας και τα δικά σας ργκλήματα.
Ο βουλευτής Σωτήριος Σωτηρόπουλος που συνελήφθη από τους ληστές στις 28 Ιουλίου 1866 και έμεινε αιχμάλωτός τους 36 μέρες, μας διασώζει τα λόγια και τα παράπονα του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη. Ο Μήτρος Λαφαζάνης μιλώντας προς αυτόν του λέγει: «Και τι είναι τα ιδικά μας εγκλήματα (…) απέναντι των ιδικών σας. Καθείς από εμάς ή επλήγωσεν ή εφόνευσε κανένα ασυνείδητον άνθρωπον, ο οποίος μας κυνηγούσε και μας κατέτρεχεν αδίκως, ενώ σεις (δηλ. οι μεγάλοι Βουλευτές και Υπουργοί) εκάμετε μίαν επανάστασιν, ερρίψατε από τον θρόνον του ένα Βασιλιά, εσκοτώσατε τόσους ανθρώπους, εδυστυχήσατε τόσας οικογενείας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη, τα οποία δεν θα ημπορέση να πληρώση ποτέ.» 
Και όμως σεις κάθεσθε ως καλοί νοικοκυραίοι και απολαμβάνετε όλα τα αγαθά, ημείς καταδιώχθημεν ως άγρια θηρία και τα μεταβατικά αποσπάσματα έφαγον τα πρόβατά μας, κατέστρεψαν τα σπίτια μας, ατίμησαν τας αδελφάς μας και μας έφεραν εις την ανάγκην να γένωμεν λησταί και να τρέχωμεν εις τα βουνά, για να γλυτώσωμεν από την λαιμητόμον και να απεθάνωμεν ως άνδρες: δεν μας λέγεις δια ποίον λόγον οι καπελάδες οι πολιτικοί δεν καταδιώκονται, μήπως τάχα τους αμνήστευσεν εκείνους κανείς;… Εις τας επαρχίας έγιναν πολλά κακά από τους τρανούς και όμως κανείς δεν τους κυνηγάει, πολλοί δε από αυτούς είναι Βουλευταί αι φυλακαί και η λαιμητόμος είναι μόνον δια τους φτωχούς και τους μικρούς, δια τούτο και ημείς όσον καιρό ζήσωμεν, έχομεν σκοπόν να τους κυνηγούμεν τους πολιτικούς».
Ο Ρούσσης και ο Τσούγκρας.
Στην περιοχή μας έχει σωθεί ο μύθος των δυο λήσταρχων του Ρούσση και του Τούγκρα που είχαν το λημέρι τους λίγο κάτω απο τα Έρμα στις Γίδες. Στην περιοχή αυτή που τότε υπήρχαν παρθένα και αδιάβατα δάση υπάρχουν τα ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης. Υπάρχει ακόμα και σήμερα του Ρούσση η Βρύση.
Αυτοί οι λήσταρχοι έκλεβαν αυτούς που είχαν και πάντρευαν άπορα κορίτσια.
Γ.ΜΗΤΑΚΗΣ
ΖΕΜΕΝΟ
Η προσπάθεια αντιμετώπισης των ληστών στην περιοχή της Βοιωτίας κορυφώθηκε με την αιματηρή συμπλοκή στο Ζεμενό (12 Ιουλίου 1856).
Στην αναφορά του Μοίραρχου Π. Βακάλογλου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, διαβάζουμε τα εξής:
«Παντελής καταστροφή πέντε ληστρικών συμμοριών.
Τέλος πάντων η επιθυμία του Σεβαστού μας Βασιλέως και της σεπτής Ανάσσης μας, αι ευχές του Έθνους και αι προσπάθειαι της Βασιλικής. Κυβερνήσεως εξεπληρώθησαν πληρέστερα.
Οι διαβόητοι λήσταρχοι Λουκάς Μπελούλης ή Κακαράπης, Χρήστος Δαβέλης, Ιωάννης Ζαφείρης, Λουκάς Φουντούκης και Νικόλαος Τζώπης ή Δαφνής Κουκουβίνος, οίτινες προ δύο περίπου ετών ελημαίνοντο την ανατολικήν Ελλάδα και Εύβοιαν δεν υπάρχουσιν πλέον εις την ζωήν, των μεν πρώτων τεσσάρων φονευθέντων, του δε τελευταίου ζωγρηθέντος, μετά 18 οπαδών των, εξ ων οι μεν 14 εφονεύθησαν, οι δε λοιποί εζωγρήθησαν...».
Στην αναφορά αναφέρεται το όνομα του Νικόλαου Τζώπη ή Δαφνή Κουκουβίνου. Δεν είναι άλλος από τον Νικόλαο Τσόπα ή Ρουμπακιά ή Κουκουβίνο που όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές είναι από την Στενή. Όταν συνελήφθη μεταξύ άλλων είχε πάνω του «ένα δαχτυλίδι με διαμάντια κι ένα δαχτυλίδι μονόπετρον με κόκκινο λίθον απαστράπτοντα εν ώρα σκότους, μίαν αντίκα και 65 τουρκικές λίρες».
ΤΟΥ ΝΤΑΒΕΛΗ Η ΒΡΥΣΗ
Μόλις τελειώνει το χωριό της Πάνω Στενής, στο δρόμο για Στρόπωνες, στα 300 μέτρα περίπου υπάρχει η Βρύση του Νταβέλη. Κάποτε σε μια συζήτηση που είχα στο καφενείο με κάποιους ηλικιωμένους Στενιώτες, ρώτησα πως ονομάστηκε έτσι η βρύση κι αν είχε περάσει ο Νταβέλης από το χωριό μας. Ένας από τους Βαρτζήδες μου είπε ότι δεν ξέρει αν είχε περάσει ποτέ ο Νταβέλης από την Στενή ή ήταν μόνο φήμες ότι κρυβόταν εδώ, αυτό που είχε ακούσει όμως είναι ότι κάποιος από το σόι του ήταν πρωτοπαλίκαρο του Νταβέλη και αυτός είχε φτιάξει τη βρύση. Πρόκειται για τον Τσόπα; Σίγουρα όχι γιατί ο Τσόπας συνελήφθη στο Ζεμενό.Το σίγουρο είναι ότι οι λήσταρχοι που μπορούσαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους το έκαναν από φόβο για την τύχη της οικογενείας τους. Υπήρχε για μια περίοδο νόμος περί εκτοπίσεως οικογενειών και συγγενών τους και φυσικά υπήρχε πάντα κίνδυνος αντιποίνων. Το Τσόπας είναι ένα παρατσούκλι το οποίο υπήρχε σε Στενιώτικη οικογένεια. Η δεύτερη άποψη που υπάρχει για την ονομασία της πηγής είναι ότι ονομάστηκε έτσι από τον Χουλιάρα ο οποίος είχε το παρατσούκλι Νταβέλης και είχε δίπλα χωράφι. Η Τρίτη και τελευταία άποψη αναφέρει ότι πήρε το όνομα από τον Χαρίλαο Νάτσο που είχε έρθει στη Στενή από τα Στύρα, ήταν από το σόι του Νταβέλη και είχε κοντά στην πηγή και αυτός περιβόλι. Βέβαια αυτή η εκδοχή προϋποθέτει ότι ο Νταβέλης δεν ήταν από το Στείρι της Βοιωτίας αλλά από τα Στύρα της Εύβοιας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΠΑΣ Η ΔΑΦΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΙΝΟΣ*
Το 1853 ο Τσόπας κατηγορήθηκε μαζί με τρείς άλλους κτηνοτρόφους για ληστεία και είχε κλειστεί στις φυλακές Χαλκίδας. Στις 30 Ιανουαρίου του 1954 οι υπαξιωματικοί και οπλίτες της φρουράς Χαλκίδας άνοιξαν τις πύλες της φυλακής κατάδικοι και οι λιποτάκτες διέρρηξαν την πύλη του φρουρίου, εφοδιάστηκαν με όπλα από τις δημόσιες αποθήκες της Χαλκίδας και πέρασαν στην Θεσσαλία. Επικεφαλής της ανταρσίας ο λοχίας Νικόλαος Λεωτσάκος από την Λακωνία. Όπως ανεφέρθη η αποφυλάκιση έγινε με την ανοχή του Υπουργού Στρατιωτικών Σκαρλάτου Σούτσου. Μετά την κατάρρευση της επανάστασης στη Θεσσαλία ο Τσόπας επέστρεψε αλλά είχε παρέλθει η προθεσμία της αμνηστείας(7/1854).Σχημάτισε μικρή συμμορία και συμμετείχαν στην ληστεία στα Αχμέταγα. Κατόπιν μαζί με τους άνδρες του εντάχθηκαν στην συμμορία του Καλαμπαλίκη και πήρε μέρος στην ληστεία του σπιτιού του βουλευτή Βουδούρη.
Τον Μάιο του 1856 άρχισε την συνεργασία του με τον Νταβέλη.
ΣΤΑ ΑΧΜΕΤΑΓΑ
Τον Μάρτη του ’55, η συμμορία του Ρουπακιά περνάει με βάρκες στην Εύβοια. Αφήνει φρουρές στα σημεία επιβίβασης και αποβίβασης για να καλύψουν την φυγή και οι υπόλοιποι έντεκα, ντυμένοι με στολές οροφυλάκων εισέρχονται στο χωριό Αχμέταγα, ιδιοκτησία του άγγλου τσιφλικά Νόελ. Πρώτα εισέβαλαν σε σπίτια του χωριού όπου και κατέσχεσαν όσα όπλα βρήκαν και στην συνέχεια κατευθύνθηκαν στο σπίτι του τσιφλικά όπου και κατέσχεσαν χρήματα, κοσμήματα, ασημικά και άλλα τιμαλφή. Στην αυλή του τσιφλικά έστησαν γλέντι με τις γυναίκες του χωριού «τρώγοντες, πίνοντες και χορεύοντες» σύμφωνα με κατάθεση. Πριν φύγουν δεν παρέλειψαν να κάψουν με ζεματιστό λάδι τον δήμαρχο, συνεργάτη των αρχών.
Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΤΩΝΤΑ
Τον Νοέμβριο πραγματοποιείται η μεγαλύτερη ως τότε επιχείρηση στην οποία ενώνουν τις δυνάμεις τους οι συμμορίες των Καλαμπαλίκη, Μπελούλια, Πάλλα, Φουντούκη, Χορταριά, Μπούρχα, Ρουπακιά, Λυκουρέση και Καραδήμου. Συγκεντρώνονται εβδομήντα συνολικά ληστές και αφού αφήσουν φρουρές, περνούν με βάρκες στην Εύβοια. Περνούν την μέρα τους σε στάνες τσομπάνηδων και στις οχτώ το βράδυ περικυκλώνουν το αρχοντικό του βουλευτή Βουδούρη. Περίπου είκοσι εισβάλουν σε αυτό ενώ οι υπόλοιποι περιφρουρούν την επιχείρηση και κρατούν τους περαστικούς.

Εντός του σπιτιού παραμένουν δύο ώρες ενώ υποχρεώνουν τον δικαστή Βώκο, γαμπρό του Βουδούρη, να παίξει μαζί τους χαρτιά με στοίχημα το ...κεφάλι του. Παίρνουν μαζί τους πλούσια λεία και τρεις ομήρους: την κόρη, τον γιό και τον γαμπρό του βουλευτή. Περνούν απέναντι στον Ωρωπό και από εκεί κατευθύνονται στον Μαραθώνα. Θα πάρουν τελικά ως λύτρα 40.000 δραχμές. Μεγάλη εντύπωση προκαλεί η άψογη συμπεριφορά τους προς τους ομήρους και ειδικά προς την κόρη του βουλευτή. Η καλή συμπεριφορά προς τους ομήρους ήταν ο κανόνας σε όλες τις απαγωγές καθώς η ομαλή διεκπεραίωση της αιχμαλωσίας αλλά και της απελευθέρωσης βεβαίωναν το καλό όνομα και την αξιοπιστία της συμμορίας. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο όμως, ήταν επιβεβλημμένη η εκτέλεση του ομήρου σε περίπτωση μη πληρωμής των λύτρων ή όταν σε περίπτωση καταδίωξης υπήρχε κίνδυνος να ξεφύγει ο αιχμάλωτος. Το ποιος θα εκτελούσε τον αιχμάλωτο προέκυπτε ύστερα από ...κλήρωση. Αρκετές φορές τέλος, εφόσον δεν καταβαλόταν ολόκληρο το ζητούμενο ποσό, δεν επιστρεφόταν ...ολόκληρο ούτε το θύμα της απαγωγής. Του έλειπε η μύτη, κάποιο αυτί, τα δάχτυλα ή ολόκληρο το χέρι.
ΤΑ ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑ
Κανένας δεν το πάτησε το κάστρο της Επάκτου,
ο Ρουπακιάς το πάτησε με τον γερο-Χοσάδα
πήραν άσπρα, πήραν φλουριά, πήραν μαργαριτάρια,
πήραν του Νόβα τα παιδιά, του Νόβα την γυναίκα….
Από τους πρώτους ληστές ήταν κι ο Ρουπακιάς που αναφέρετε στο πάρα πάνω δημοτικό τραγούδι. Τον αναφέρουμε γιατί είναι ένα από ψευδώνυμα που θα χρησιμοποιήσει είκοσι χρόνια μετά ο Τσόπας.
* Τα στοιχεία για τον Τσόπα αντλήθηκαν από το "ΕΥΒΟΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1990" ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΥΒΟΙΑ" σελ.65-68.Κείμενο του Αντώνη Παύλου "ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ" ΛΗΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ.
Γ.ΜΗΤΑΚΗΣ
«Ένα γερό χτύπημα της χρειάζετε της Κλεισούρας. Να χαθεί από κει μέσα η σφηκοφωλιά. Να χωθούμε στη χαράδρα, να σκαρφαλώσουμε δεξιά αριστερά στα καταράχια, να κεφαλώσουμε το Καταφύγι και τα Φύλλα, να τα σαρώσουμε κι αυτά, να ανοίξουν τα περάσματα .Και τότε διασελώνουμε το βουνό, παίρνουμε παγάνα το πίσω μέρος, κουρσεύουμε το Μετόχι και κατεβαίνουμε ως το Ναυτικό. Ασφαλισμένοι πια γυρίζουμε και τραβάμε για την Τριπολιτσά». Έτσι σκέφτονται οι Τούρκοι.
Είναι Απρίλης του 1821.
Προτού ακόμα προβάλει ο ήλιος στον ορίζοντα, φάνηκε από το καραούλι του γέρου-Κάτζου η Τουρκιά στον κάμπο. Σύγκαιρα κατεβαίνουνε πενήντα αντρειωμένοι στην είσοδο της Κλεισούρας. Πρώτος μέσα στους πρώτους ξεχωρίζει ένα παλληκάρι, που το λένε Γιάννο. Ταμπουρώνονται στο στενό και περιμένουνε τον Τούρκο.
Η μπροστοφυλακή-τρακόσοι καβαλάρηδες-πιλαλούνε τον κάμπο. Οι χαίτες των αλόγων ανεμίζουν. Λάμπουνε στον ήλιο τα σπαθιά. Και τα θηκάρια βροντούνε στα καπούλια των αλόγων. Στο πέρασμα τους τα άλογα οργώνουνε τον τόπο κι ο ποδοβολητός τρέχει γοργόφτερος μπροστά. Σαπουνάδα έχει γενεί ο ιδρώτας στους λαιμούς των αλόγων.
Ξάφνου σηκώνετε ένα σπαθί. Αστραπή οι καβαλάρηδες ανασηκώνονται και τινάζουνε πίσω το βάρος τους. Πήρανε διαταγή να σταματήσουν. Τα άλογα όμως έχουνε φρενιάσει. Αφρό βγάνουν από το στόμα. Φυσομανούνε και τα ρουθούνια τους πετούνε φωτιά. Χτυπούνε τη γης με τα νύχια τους κι έρχονται γύρω βόλτες. Ορθοστατίζουνε στα πισινά τους και τότε οι καβαλάρηδες ρίχνουνε μπρός το σώμα τους κι ακουμπούνε τα στήθια τους στις χαίτες. Δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι το άλογο και ποιος ο καβαλάρης. Θαρρείς, πως ξαναζωντανεύουνε Κένταυροι. Μερικά δαγκώνουνε το υποχάλινο και ρίχνονται μπρός. Αλλά οι καβαλάρηδες τραβούνε με όλη τους τη δύναμη τα λουριά. Και τότε τα βλέπεις τα άλογα να πισωβαδίζουν, ώσπου να έρθουνε στην ορισμένη γραμμή.
Πιο μπρός, αν προχωρήσουν είναι εντός βολής. Τους φτάνουνε οι τουφεκιές από την Κλεισούρα. Βόλια πέσανε κιόλας μπροστά στα πόδια των αλόγων. Βροντάει το καριοφύλι.
Έρχεται και το πεζικό. Να το, φαίνεται μακριά. Αυτούς καρτερούν οι καβαλάρηδες. Είναι τρείς χιλιάδες το πεζικό. Μπροστά σε τόσο στρατό τι θα κάμουνε μια φούχτα Γκιαούρηδες! Θα κατεβούνε το δίχως άλλο από την Κλεισούρα, να τους καλωσορίσουνε τους Τούρκους.
Έτσι σκέφτεται ο Πασάς και περιμένει. Αλλά τα παλληκάρια κρατούνε τις θέσεις τους κι οι δημογέροντες δεν τόχουνε στο νου τους αυτό, που περιμένει ο Τούρκος.
Στέλνει τότε κι αυτός τους υπασπιστές του, να τους το παραγγείλει και να τους καλέσει.
«Ναρθούνε να προσκυνήσουνε και να ακούσουνε τις προσταγές μου». Έτσι παράγγειλε.
Μόλις όμως πλησιάσανε οι σταλμένοι στην είσοδο: «Στον τόπο!» τους διέταξε ο Γιάννος και τους ρώτησε κιόλας, τι θέλουνε.
-«Μας έστειλε ο Πασάς, να πούμε στους δημογέροντες…..»
-«Μην προχωράτε βήμα! Γυρίστε πίσω από αυτού και πέστε του Πασά σας, πως στην Κλεισούρα δεν παίρνουμε προσταγές. Εδώ το τρώμε το μπαρούτι με τη φούχτα!»
-«Και ποιος είσαι συ, που λες τόσο μεγάλο λόγο;»
-Έλληνας είμαι κι από τους χειρότερους. Είμαι ο Γιάννος!»
Είχανε παλιούς λογαριασμούς μαζί του οι Τούρκοι.
«Άιντε μωρέ Γκιαούρη κι αυτή τη φορά δε θα μας γλυτώσεις!»
-«Δείξτε μας γρήγορα γρήγορα τις πλάτες σας, να μη σας στολίσουμε τα στήθια με μπαλαμάρδες!»
Φρένιασε ο Πασάς, για την αγέρωχη στάση του Γιάννου και διέταξε γενική έφοδο.
Σαν λιοντάρια χυθήκανε να πιάσουν το στενό. Αλλά τα καριοφίλια τους ξαπλώσανε στη γης, όπως το δρεπάνι τα στάχια. Τα κουφάρια των σκοτωμένων σωριάζονται κι εμποδίζουνε τους ζωντανούς να προχωρούν.
Ο Πασάς δεν πάντεχε να του αντισταθούν. Γι αυτό έχει αφρίσει και θέλει όπως όπως να τηνε τσακίσει την αντίσταση. Δέκα φορές μέσα στην ίδια μέρα χυμούν οι Τούρκοι. Και δέκα φορές πισωδρομούνε,σα να χτυπάει το μετωπό τους σε τοίχο.
Τέλος απελπίζετε ο Πασάς και στέλνει να του έρθουνε κι άλλοι από το κάστρο.
Άμα φτάσουν αυτοί, ο Πασάς θα αλλάξει τακτική ,θα πολιορκήσει την Κλεισούρα.
Αλλά του ήρθανε μαύρα «χαμπέρια» από το κάστρο.
Από τα πέρα τα βουνά ξεσηκώθηκαν οι ραγιάδες και κατεβαίνουν να τον ζώσουν.
Αναγκάζετε τότε, να αφήσει την Κλεισούρα και να τρέξει κατά κει.
Η Κλεισούρα ανάσανε. Ο Γιάννος τώρα με τα παλληκάρια αφήσανε το χωριό και τρέξαν από κοντινό δρόμο να βοηθήσουνε τα αδέρφια τους, που είχανε κατεβεί με τον καπετάν Αγγελή στον κάμπο.
Η επανάσταση του ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ βάσταξε δέκα χρόνια. Πολεμήσανε στα Βρυσάκια. Χτυπήσανε τον Τούρκο στον Ανηφωρίτη με τον Γκριζώτη, στο Μαραθώνα με τον Γκούρα, στην Κάρυστο με τον Φαβιέρο.
Οι πιο πολλοί σκοτωθήκανε στις μάχες. Κι ο Γιάννος ο ίδιος λαβώθηκε πολλές βολές βαριά, αλλά γλίτωσε κι είδε στο τέλος αυτό, που ποθούσαν οι Έλληνες: Πατρίδα ελεύθερη.
Το Γενάρη του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας πατούσε το πόδι του στο ελεύθερο χώμα της Πατρίδας! Ήρθε στο Ναύπλιο Κυβερνήτης της Ελλάδας.
Γ.ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ 1939 ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
*Κλεισούρα αποκαλεί ο Γεώργιος Ντεγιάννης την Άνω Στενή.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αιώνια δε ζει στη γης.
Ο Γιάννος, αυτό το λιοντάρι, το ανήμερο θεριό, το άτρομο παλληκάρι, η τρομάρα του Τούρκου, αγγελοφέρνει. Ψυχομαχάει! Ετοιμάζεται για το αγύριστο ταξίδι. Δεν του μένει τίποτε ατέλειωτο σε τούτονε τον κόσμο. Όλα τα απόσωσε.
Ελευθέρωσε Πατρίδα. Ανθρώπου δε θόλωσε νερό. Απόχτησε βιός. Τρακόσα πρόβατα αφήνει κληρονομιά στο γιό του. Και του στερνοπαραγγέλνει: «Δήμο, την ευκή μου νάχεις παιδί μου! Πιο πολύ να σκοπεύεις και πιο λίγο να δουλεύεις». Και σε λίγο: Να μην κόψεις το παιδί από τα γράμματα». Για το εγγονάκι του μιλούσε το Γιάννη, που πήγαινε στην πρώτη του ελληνικού. Τάπαιρνε το παιδί τα γράμματα και το αγαπούσε διπλά ο παππούς γιατί είχε το όνομά του.
Άμα τέλειωσε τις παραγγελίες, ευκήθηκε και τους άλλους και κατόπι έκλεισε τα μάτια και σταύρωσε για πάντα τα χέρια.
Ήταν έτοιμος για την τελευταία κατοικία.
Φεύγει ευχαριστημένος.
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους