Μάθε παιδί μου γράμματα
Δεν πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος στη Στενή, αλλά και στα γύρω χωριά, από εξήντα ετών και άνω, αλλά και από πενήντα ετών ίσως, που να μη θυμάται τις παραινέσεις των γονιών του όταν ήταν μικροί και πήγαιναν στο σχολείο.
«Διάβασε παιδί μου, να μάθεις πέντε γράμματα, να φας ένα κομμάτι ψωμί και να ζήσεις σαν άνθρωπος».
Οι ίδιοι είχαν πιστέψει ότι η ζωή τους ήταν «μη ανθρώπινη».
Όλη τους η ζωή μια συνεχής κούραση. Στο χωράφι, στις ελιές, στο αμπέλι, στο μικρό περιβολάκι, στα ζώα, στην υλοτομία, στο καστανόχωμα, στα καμίνια κ.α.
Και όλα αυτά για το ψωμί της χρονιάς, το λάδι της χρονιάς, το κρασί της χρονιάς τα ξύλα για να περάσει ο δύσκολος χειμώνας κλπ.

Αυτή ήταν η ζωή τους και γι' αυτό μεγάλος τους καημός ήταν τα παιδιά τους να ζήσουν ξεκούραστα.
Ήταν κάτι το θαυμαστό, το αδιανόητο, το παραμυθένιο γι' αυτούς να εξοικονομεί κανείς χρήματα χωρίς να είναι υποχρεωμένος να σκάψει, να βοσκήσει πρόβατα, να κόψει ξύλα, να τον μουσκεύει η βροχή, να τον παγώνει ο τσουχτερός βοριάς ή να τον καίει ο καυτερός ήλιος το θεριστή και τον Αλωνάρη.
«Μάθε πέντε γράμματα, να φας ένα κομμάτι ψωμί» έλεγαν και ξανάλεγαν οι γονιοί μας.
Η μόρφωση ήταν πλέον μονόδρομος. Γι' αυτό πολλοί Στενιώτες επέλεξαν αυτή την οδό.
Με χίλια μύρια βάσανα και αντιξοότητες, με οικονομικές δυσκολίες τεράστιες, με επικοινωνία ανύπαρκτη, με τα Πανεπιστήμια και της Ανώτατες σχολές απρόσιτες, λόγω του μικρού αριθμού εισακτέων, που ανέβαζε τον πήχη του ανταγωνισμού, πολλοί μπόρεσαν να διαπρέψουν, αλλά και όσοι δεν επέλεξαν την οδό της μόρφωσης, πέτυχαν σε άλλους τομείς με ότι και αν καταπιάστηκαν.
Μοναδικός στόχος να απομακρυνθούν και να αποκολληθούν από τη φτώχεια και τη μιζέρια του φτωχού χωριού.

Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.
Γιάννης Γιαννούκος