Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Η Νοσταλγός

 

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Η σελήνη πρόβαλλε, μόλις αρχίζοντας να φθίνει η νύκτα μετά το ολογέμισμά της στην κορυφή του βουνού κι εκείνη, λαμπροφορεμένη, μετά τόσους στεναγμούς και τόσα περιπαθή άσματα, έκραξε:

― Να έμπαινα σε μια βαρκούλα, τώρα δα… έτσι μου φαίνεται… να φτάναμε πέρα!

Κι έδειχνε με το χέρι της πέρα απ΄το λιμάνι.

Ο Μαθιὸς δεν παρατήρησε ίσως, ότι αυτή είχε τρέψει το λόγο στον πληθυντικό, στο τέλος της ευχής της. Αλλά αυθόρμητα, χωρὶς να το σκεφθεί, απάντησε:

― Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό… Τι λες, δοκιμάζουμε;

Και αυτός επίσης έβαλε τον πληθυντικό στο τέλος του λόγου.

Χωρὶς δε να συλλογισθεί, έτσι, σαν να ήθελε να δοκιμάσει αν είχε δυνατούς τους μυώνες, άρχισε να σπρώχνει τη βαρκούλα.

***

Ο νέος στεκόταν κοντά στο γιαλό, όπου αλλεπάλληλα με ελαφρό φλοίσβο προσπέφτοντας τα κύματα, καταπίνονταν από την άμμο, χωρὶς να αποκάμνουν αυτά από το αιώνιο μονότονο παιγνίδι, χωρὶς να χορταίνει εκείνη από το αέναο αλμυρό πότισμα.

Η νεαρή γυναίκα, ήταν στον εξώστη του σπιτιού, το οποίο είχε νοικιάσει, για να δεχθεί αυτήν ο σύζυγός της, πρεσβύτης πενήντα τριών ετών, σπίτι βρισκόμενο παρά τον αιγιαλό, μέσα και έξω από το κύμα, ανάλογα την πλημμύρα την οποία θα έφερνε ο νότος, ή την άμπωτη την οποία θα προξενούσε ο βορράς.

Η βαρκούλα πατούσε στην ξηρά και ταλαντευόταν επί της θάλασσας, με την πρώρα χωμένη στην άμμο, με την πρύμνη σαλευόμενη από το κύμα, βαρκούλα ελαφρή, κομψή, οξύμωρος, που χωρούσε τέσσερις ή πέντε ανθρώπους.

Μεγάλη ντόπια σκούνα, είχε προσεγγίσει πριν τρεις μέρες φορτωμένη στο λιμάνι, περιμένοντας ευνοϊκό άνεμο για να αποπλεύσει στο τέρμα του ναύλου της.

Ο πλοίαρχος, τρίτη ήδη νύκτα, αναπαυόταν ευφραινόμενος στο σπίτι του, πλησίον της συμβίας και των τέκνων, οι σύντροφοι, ντόπιοι όλοι, περιέρχονταν τα καπηλειά, αποζημιωνόμενοι σε τρεις νύκτες για αναγκαστική εγκράτεια εβδομάδων και μηνών.

Ο μούτσος, που ήταν ξένος, έμενε μόνος φύλακας του πλοίου, των άρμενων και του φορτίου και μόνος φύλακας του μούτσου ο καραβόσκυλος.

Αλλά το βράδυ εκείνο ο μούτσος, ψηλός, δεκαοκτώ ετών, έχοντας όλες τις αξιώσεις του ναύτη πλην του μισθού, είχε αργοπορήσει σε ένα καπηλειό λίγο παράμερα, απὸ το μέσα δρόμο της παραθαλάσσιας αγοράς, παρηγορούμενος και αυτός σαν ξένος στα ξένα…

Είχε αφήσει τη φελούκα μισοσυρμένη, με την πρώρα χωμένη στην άμμο, με την πρύμνη να σαλεύει στο κύμα, με τα δύο κουπιά ακουμπημένα επὶ της πρύμνης, δύο ελαφρά κουπιά, τα οποία, παιδί με απερίγραπτη χαρά θα χειριζόταν, καμαρώνοντας τη δύναμή του πολλαπλασιαζόμενη απὸ τη φευγαλέα μαλακότητα του κύματος, ενδοτικής όπως η αδυναμία μητέρας προς χαϊδεμένο βρέφος, πηγαίνοντας αυτήν όπου θέλει με τους κλαυθμυρισμούς και τις απαιτήσεις του, κουπιά σαν δύο φτερούγες γλάρου, που φέρουν το λεπτόπτιλο σώμα του πουλιού στην επιφάνεια της θάλασσας, οδηγούσα τη βαρκούλα στην αγκάλη και την αμμουδιά της ακτής, όπως εκείνες το γλάρο στο σπήλαιο του θαλασσοπληγομένου βράχου.

Ο Μαθιὸς, στήριξε τα δύο χέρια στην πρώρα, αντιστύλωσε τα δύο πόδια πίσω, ώθησε με όλη τη δύναμή του και η μικρή φελούκα ενέδωσε και έπεσε με πλαταγισμό στη θάλασσα. Παρά λίγο θα του έφευγε, από την σφοδρή ώθηση, διότι δεν είχε προβλέψει να κρατήσει τη μπαρούμα, το σχοινί της πρώρας.

Αλλά αμέσως, πέταξε απὸ τα πόδια τα ελαφρά πέδιλα, δεν πρόφτασε να σηκώσει την περισκελίδα, θαλάσσωσε ως τα γόνατα και συνέλαβε τη βάρκα απὸ την πρώρα της. Την έσυρε προς μικρό πρόχειρο μώλο.

Εντωμεταξὺ, εκείνη είχε γίνει άφαντη απὸ τον εξώστη και μετά λίγες στιγμές πρόβαλε, με το λευκό κολόβιο της που γυάλιζε στο φως της σελήνης, από τη βορεινή γωνία της οικίας, κατερχόμενη στον αιγιαλό.

Ο νέος την είδε και αισθάνθηκε χαρά μαζί με φόβο.

Έπραττε σχεδόν ασυνείδητα. Δεν έλπιζε ότι θα ήταν ικανή να το κάμει.

Εκείνη, μη θέλοντας να εκφράσει τους ενδόμυχους λογισμούς της, είπε:

― Ας είναι, ας φέρουμε μια γύρα μέσα στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι.

Και μετά από λίγο πρόσθεσε:

― Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανεί, όταν θα μπαρκάρω για να πάω πέρα…

Έλεγε πάντοτε πέρα κι εννοούσε την πατρίδα. Πίσω από το πρώτο  23πράσινο βουνό, πάνω απ΄ το οποίο είχε ανατείλει η σελήνη, βουνό μαύρο τη νύκτα και σκοτεινόφαιο τώρα, με της σελήνης το φως, ύψωνε την κορυφή του ψηλό όρος και λευκό, πότε χιονοσκέπαστο, πότε γυμνό και βραχώδες. Εκεί ήταν η πατρίδα, ο τόπος της γεννήσεώς της. Και στέναζε τόσο γι’ αυτήν, σαν να την χώριζε ολόκληρος ωκεανός από εκεί, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια και η μικρή ραχούλα του πράσινου βουνού, δεν αρκούσε να κρύψει την ημέρα το ψηλό φρύδι του λευκού όρους. Και την ποθούσε τόσο, σαν να την είχε στερηθεί από πολλά χρόνια, ενώ μόλις προ ολίγων εβδομάδων βρισκόταν στη γειτονική νήσο.

Ωστόσο, ακούμπησε αφελώς το λευκό και τόσο απαλό χέρι της στον ώμο του νέου, ο οποίος ανατρίχιασε όλος στην επαφή κι ανέβηκε στη μικρή βαρκούλα.

Εκείνος, ακολούθησε κατόπι της και παίρνοντας τα κουπιά, άρχισε αδέξια να αβαράρει. Αλλά αντὶ να απωθήσει το μώλο, απώθησε αριστερά τον πυθμένα και έτσι η βάρκα διπλάρωσε και κτύπησε ελαφρά σε μία απ΄ τις πέτρες του μώλου.

― Τι κάνεις; Θα σπάσουμε την ξένη βάρκα.

Τούτο, την έκαμε να αναλογιστεί νηφαλιότερα το πράγμα και πρόσθεσε:

― Και τάχα δεν θα τη γυρέψουν τη βάρκα; Δεν θα τους χρειαστεί;… Τίνος να είναι;

Ο νέος σε αμηχανία, απάντησε:

― Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε…

Δεν πιστεύω να τη γυρέψουν πρωτύτερα, όποιου και να είναι.

* * * 

Κάθισε στα κουπιά και άρχισε να κωπηλατεί.

Εκείνη, στην πρύμνη καθισμένη, δεχόταν στο πρόσωπο το ωχρό φως της σελήνης, το οποίο επέχριε σαν με αργυρή σκόνη τους αβρούς χαρακτήρες του ωραίου προσώπου της.

Ο νέος την κοίταζε δειλά.

Δεν ήταν ναύτης, αλλά ήξερε να κωπηλατεί, αφού ανατράφηκε κοντά στο κύμα.

Είχε έλθει στο μέσον του έτους, αφού εγκατέλειψε το γυμνάσιο της πρωτεύουσας του νομού, όπου τέως μαθήτευε, επειδή δε δέχτηκε την επιβληθείσα σ΄αυτόν ποινή ένεκα μιας λογομαχίας με ένα των καθηγητών, ο οποίος του φαινόταν πλέον του δέοντος αγράμματος. Ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών, αλλά φαινόταν δεκαεννέα ή είκοσι με το πυκνό ήδη χνούδι του καστανού γενιού και του μύστακος.

Η νεαρή γυναίκα, αφού κάθισε, σαν συνέχεια της προ ολίγου εκφρασθείσης ανησυχίας της, περὶ αναζητήσεως της βάρκας εκ μέρους του ιδιοκτήτη, ευθύμως εξέφερε και τη σκέψη της αυτήν.

―Ο καραβοκύρης θα γυρεύει τη βάρκα του κι ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα γυρεύει το Λιαλιώ του.

Ο νέος μειδίασε.

Μπάρμπα-Μοναχάκης ήταν το όνομα του συζύγου της. Λιαλιὼ λέγαν την ἰδια.

* * * 

Τη στιγμή εκείνη, δυνατά γαυγίσματα σκύλου ακούσθηκαν απὸ το κατάστρωμα πλοίου.

Ήταν ο καραβόσκυλος της ίδιας φορτωμένης σκούνας, στην οποία ανήκε η φελούκα.

Είχε πηδήσει πάνω στο ακρόπρωρο, δίπλα στη μακεδόνα, το βάναυσο κορυθαίολο ομοίωμα της πρώρας και κατ᾽ αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουρά, αναγνωρίσας τη βάρκα. Αλλά όταν αυτή πλησίασε και δεν ανεγνώριζε πλέον το μούτσο ή άλλον του πληρώματος μεταξὺ των δύο επιβατών, άρχισε να ωρύεται και να ολολύζει μανιωδώς.

Ο νέος σπουδαστής, ορτσάρισε λίγο ανοικτὰ από τη σκούνα, αλλά ο σκύλος, όσο έβλεπε τη βάρκα απομακρυνόμενη, τόσο μανιωδέστερα ολόλυζε.

― Τι έχει και δε λουφάζει; ρώτησε ανήσυχα το Λιαλιώ.

― Φαίνεται ότι γνώρισε τη βάρκα.

― Αυτή η βαρκούλα είναι εκεινής της γολέτας;

― Ως φαίνεται.

Ο νέος, εξέφερε την εικασία αυτή, με λύπη, επειδή προέβλεπε ότι η περίσταση αυτή, εξ ανάγκης θα συντόμευε την ονειρώδη γι’ αυτόν εκδρομή, αλλά παρ᾽ ελπίδα η Λιαλιὼ κρότησε τα χέρια, σαν άτακτο παιδί, τη μεγαλύτερη βρίσκοντας ηδονή, σε ότι οι άλλοι επιμένουν να του απαγορεύουν.

― Τότε χαίρομαι, είπε, ο σκύλος ας γαυγίζει για τη βάρκα του κι εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι…

Ο νέος πήρε το θάρρος να ρωτήσει.

― Πού ήταν ο κυρ-Μοναχάκης, όταν κατέβηκες απ᾽ το σπίτι;

Η Λιαλιὼ απάντησε:

―Όλο στον καφενὲ περνάει την ώρα του… ως τα μεσάνυχτα δε ξεκολλάει… Εμένα μ᾽ αφήνει πάντα μοναχή μου…

Και φαινόταν έτοιμη να κλάψει. Αλλά με βίαιο αγώνα κρατήθηκε και δεν έκλαψε.

Ο νέος εξακολούθησε να κωπηλατεί.

Σε λίγο έφθασαν όχι μακριά απ΄το ανατολικό στόμιο του λιμανιού, απ΄ όπου φαινόταν αντίκρυ, φράσσοντας τον ορίζοντα, η μακρουλή νήσος, επί της οποίας υψωνόταν το λευκό, πότε χιονισμένο, πότε γυμνό και βραχώδες βουνό.

Άμα έφθασαν πλησίον του ακρωτηρίου, που αποτελούσε τη μία σιαγόνα του στομίου του λιμανιού, του κλεισμένου από δύο ή τρεις νησίδες νοτιοανατολικά, η νεαρή γυναίκα προσήλωσε ατενώς το βλέμμα στο βάθος του ορίζοντα, σαν να ήθελε να δει μακρύτερα και ευκρινέστερα απ΄όσο επέτρεπε το ωχρό φέγγος της σελήνης.

― Να εδώ εκεί πέρα κι ύστερα γυρίζουμε, είπε. Και στέναξε.

Ο νέος πήρε το θάρρος να την παρακαλέσει:

― Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδούσες κάποτε;

― Ποιο τραγούδι;

― Το τραγούδι… που λέει για πανιά, για τιμόνι… και για τα πέρα βουνά, ψέλλισε ο νέος.

― Α!

Και αμέσως άρχισε με τρυφερή μεσοφωνία, με ψιθυριστό παθητικό τόνου να σιγοτραγουδά:

«Πότε θα κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι,

να δω τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι.»

Επανέλαβε το δίστιχο τούτο δύο και τρεις φορές, σε γνωστό σ΄αυτήν παλαιό ήχο.

―Να, τώρα τα βλέπεις τα πέρα τα βουνά, είπε ο Μαθιός, μόνο πως αντὶ για πανιά έχουμε κουπιά και μας λείπει και το τιμόνι.

Η νεαρή γυναίκα και πάλι στέναξε.

― Είναι καιρός να γυρίσουμε; ρώτησε ο νέος.

Είπε τούτο με θλίψη, φαινόταν ότι οι λέξεις έβγαιναν μαραμένες απὸ το στόμα του.

― Ακόμα, ακόμα λίγο, είπε η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα νησιά δεν αφήνει να φανεί καλά πέρα-πέρα… Μόνο τη Δέρφη βλέπω.

―Η Δέρφη είναι μέσα, είπε ο νέος δείχνοντας την Εύβοια, προς το νότο.

―Εμείς, Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνό της πατρίδος μου, απάντησε το Λιαλιώ, δείχνοντας προς ανατολάς.

Και πάλι επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσοντάς το κατὰ μία λέξη:

«Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι,

να ιδώ της Δίρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι.»

Ο νέος άφησε βαθιά πνοή, όμοια με στεναγμό.

― Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπε η Λιαλιώ… Αλήθεια, εγὼ κάνω σαν τρελή… Τα χεράκια σου δεν είναι για το κουπί, κυρ Μαθιέ.

Ο νέος διαμαρτυρήθηκε:

―Όχι, όχι, δεν απόστασα… Τα κουπιά είναι ελαφρούτσικα…

Τέτοια κουπάκια θα με κουράσουνε;

Η Λιαλιὼ επέμεινε να πάρει το ένα απ΄τα κουπιά και σκύβοντας λίγο, άρχισε να σείει με τα λευκά της χέρια τον ένα απ’ τους σκαλμούς, θέλοντας να τον μεταθέσει προς το μέρος της, κοντύτερα στην πρύμνη. Αλλά ο νέος αντιστεκόταν και τα χέρια τους συναντήθηκαν σε θερμή επαφή.

― Λες για τα δικά μου χέρια πως είναι τρυφερά; είπε με διακριτικό παράπονο ο Μαθιός.

― Τότε, έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι; πρότεινε παιχνιδιάρικα η νεαρή γυναίκα.

― Με τι;

Και ακουσίως κοίταξε το πάλλευκο κολόβιο της.

Η Λιαλιὼ γέλασε και ακούμπησε ξανά στην πρύμνη.

* * *

Ήδη είχαν φθάσει στο στόμιο του λιμανιού και βρίσκονταν ανάμεσα του κρημνώδους ακρωτηρίου, το οποίο φαινόταν να έχει σχηματισθεί από σεισμό ή καταποντισμό, απότομα διακόπτοντας τη χλοάζουσα του βουνού αρμονία και των δύο ή τριών νησίδων, που έφριτταν νοτιανατολικά του λιμανιού.

Η σελήνη, όλο ένα υψωνόταν στο στερέωμα, αμαυρώνοντας και τα τελευταία αστεράκια, τα οποία αφανή έλαμπαν δειλά στις γωνίες του ουρανού.

Η θάλασσα φρικιούσε ήρεμα απὸ τη λεπτή αύρα που εξακολουθούσε να πνέει σαν λείψανο του ανέμου, που την είχε αυλακώσει απὸ το πρωί.

Ήταν νύχτα του Μαΐου θερμή και η λεπτή αύρα, μάλλον καθίστατο δροσερότερη καθόσον απ΄το πέλαγος προσέπνεε στο στόμιο του λιμανιού.

Δύο μαύροι όγκοι, επαργυρούμενοι και λάμποντες αμυδρά απὸ το μελαγχολικό φως της σελήνης, διαγράφονταν ο ένας προς ανατολάς, ο άλλος προς δυσμάς, χωρὶς να διακρίνονται, στις διαλείψεις του φωτός και της σκιάς οι λεπτομέρειες του εδάφους.

Ήταν οι δύο γειτονικές νήσοι.

Μυστηριώδες θέλγητρο απέπνεε όλη η φεγγαρόφωτη νύκτα.

Η βαρκούλα έπλεε κοντά σε μία των νησίδων, επί της οποίας φαίνονταν εναλλάξ φωτεινά και σκοτεινά σημεία, βράχοι που λαμποκοπούσαν στο φως της σελήνης, μαύροι θάμνοι που θροούσαν ελαφρά στην πνοή της νυκτερινής αύρας και σπήλαια που κτυπιόνταν απὸ το φρίσσων κύμα, όπου μάντευε κανείς την ύπαρξη θαλάσσιων ορνέων και άκουγε το εναγώνιο φτερούγισμα αγριοπερίστερων, φοβισμένων στο πλατάγισμα του κουπιού και

την προσέγγιση της βαρκούλας.

Πέρα, βορειανατολικά, σε μία πλαγιά του όρους, φαίνονταν φώτα τρεμάμενα, δείχνοντας τη θέση όπου την ημέρα φαίνονταν οι λευκοί οικίσκοι, ψηλού πάνω από τη θάλασσα χωριού.

Σε μικρό βράχο παραπλεύρως της νησίδας, κοίλο και σπηλαιώδες, το κύμα προσέπεφτε με βοή και ρόχθο πολύ, πλατάγιζε και φαινόταν εκεί, να θορυβεί εν μέσω γενικής αρμονίας της σεληνοφεγγούς θάλασσας, χωριστή ορχήστρα, που από μόνη της έκαμνε περισσότερο κρότο παρά όσος γινόταν σε όλες τις αγκάλες, τους όρμους και τις αμμουδιές, σε όλες τις ακτές και τους σκοπέλους, όσους κτυπούσαν τα κύματα.

Αυθόρμητα ο Μαθιὸς ύψωσε τα κουπιά και τα κράτησε για αρκετή ώρα επὶ της κουπαστής και έμεινε ήρεμος, όμοιος με το λευκό πτηνό της θάλασσας, που σκύβει χαριτωμένα προς το κύμα, ακίνητο για λίγες στιγμές, με τη μία πτέρυγα κάτω, την άλλην επάνω, πριν εφορμήσει και συλλάβει το ψάρι που κολυμπά και να το ανυψώσει τιναζόμενο και λαχταρίζον στον αέρα.

Αισθανόταν γοητεία ανείπωτη.

Η Λιαλιὼ επίσης, υφίστατο άγνωστο θέλγητρο και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.

― Κάνουμε πανιά; επανέλαβε η νεαρή γυναίκα.

Φαίνεται δεν είχε πάψει να το σκέπτεται, αφότου πρώτη φορά το είπε και το έλεγε με τόσο αφελή και φυσικό τρόπο, σαν να ερμήνευε τι επιθυμούσαν και οι δύο.

― Κάνουμε, απάντησε ασυνείδητα ο Μαθιός.

Και επειδή δεν ήξερε τι έλεγε, τη φορά αυτή ούτε ρώτησε με τι.

Αλλά η Λιαλιὼ, τον απήλλαξε από τον κόπο της αναζήτησης του μέσου.

Σηκώθηκε, έσκυψε χαριτωμένα, και με ταχεία χειρονομία έβγαλε το λευκό, πολύπτυχο κολόβιό της και το έτεινε προς το Μαθιό.

―Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπε.

Έκπληκτος, γελώντας και γοητευμένος, ο νεανίας πήρε το ένα κουπί, το ύψωσε κάθετο επί του ζυγού, επί του οποίου καθόταν, πήρε την άκρη της μπαρούμας και έδεσε μ΄αυτήν το κουπί επὶ του ζυγού. Έπειτα, πήρε το άλλο κουπί και λύνοντας την άλλη άκρη της μπαρούμας απὸ τον κρίκο της πρώρας, πρόσδεσε οριζοντίως το δεύτερο κουπί επὶ του πρώτου κουπιού, σταυροειδώς, σαν κεραία επὶ του ιστού. Μετά πήρε, ζεστό ακόμη από την επαφή του με το σώμα της, το πάλλευκο κολόβιο της νεαρής γυναίκας και το προσήρτησε επὶ του δεύτερου κουπιού, ως πανί.

Η Λιαλιὼ έμεινε με το μεσοφούστανο, κοντό ως τις κνήμες, λευκό όσο και το κολόβιο και με τις λευκές περικνημίδες, στις οποίες μάντευε κανείς τις τορνευτές και κομψές κνήμες, λευκότερες ακόμη.

Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της, ατελώς καλυπτόμενα απὸ την πορφυρή μεταξωτή τραχηλιά της και κάθισε συνεσταλμένη παρά την πρύμνη, βραχυσωμότερη απ΄όσο ήταν, με το μέτριο και χαριτωμένο ανάστημά της.

Και η αύρα είχε δυναμώσει και το αυτοσχέδιο πανί φούσκωνε και η βαρκούλα έτρεχε.

* * *

Δεν έγινε πλέον λόγος περὶ επιστροφής στο λιμάνι. Προς τι;

Ήταν προφανὲς του λοιπού, ότι έπλεαν «εις τα πέρα βουνά».

Ο Μαθιὸς κάθισε δειλά, όχι πολὺ κοντά της, απὸ την άλλη πλευρά της πρύμνης και έβλεπε τη θάλασσα, για να μη κοιτάζει πάρα πολὺ τη συνταξιδιώτισσά του και τη φέρει σε αμηχανία.

Τη στιγμή εκείνη, του ερχόταν στη μνήμη ένα άσμα επτανήσιου ποιητή, το οποίο έπαιξε τόσο μέρος, παλιά, σε όλους τους ρομαντικοὺς έρωτες του καιρού εκείνου, «Ξύπνα, γλυκιά μου αγάπη…» και θυμόταν το δίστιχο, «Μόνον τ᾽ αχνό φεγγάρι…» ως και το άλλο.

«Έχετε για, λαγκάδια, βρυσούλες, κρύα νερά,

γλυκιές αυγές, πουλάκια, για πάντα έχετε για.»

Θυμόταν τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήσει. Του φαινόταν ότι δεν έχουν πλέον τον τόπο τους.

Τουναντίον, το άσμα της νύκτας εκείνης, έκρινε ότι ήταν προσφυέστατο το προσφιλὲς άσμα της Λιαλιώς.

«Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι,

να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι.»

* * * 

Είχε καθίσει, όχι πολὺ παράμερα απ᾽ αυτήν, τόσο πλησίον της, ώστε να μη δύναται άνετα να την κοιτάζει και τόσο μακριά της, ώστε να μη φθάνει να αισθανθεί τη θερμή επιδερμίδα της και της αναπνοής της τη γειτνίαση.

Και όμως, επιθυμούσε να τη βλέπει, ωσότου ζαλίσθηκε να κοιτάζει πλέον τα κύματα.

Ο νέος, έβγαλε το λεπτό και κοντό επανωφόρι του και την παρακάλεσε να σκεπασθεί με αυτό, για να μη κρυώσει, διότι, όσο προχωρούσε η νύκτα, άρχισε να κατεβαίνει απὸ τα βουνά το απόγειο.

Εκείνη αρνιόταν να δεχθεί το ένδυμα, λέγοντας ότι ουδόλως αισθανόταν ψύχος, ήταν μάλιστα πολὺ ζεστή. 

Ο Μαθιὸς δεν επέμεινε περισσότερο και άρχισε να αναλογίζεται τα κατ᾽ αυτήν, όσο μέρος της τύχης της και της ζωής της ήταν γνωστό σ΄αυτόν. Διότι η νεαρή γυναίκα, είχε σχετισθεί με τους οικείους του, κατὰ τη μικρή διαμονή της στο νησί.

Δεν ήταν η Λιαλιὼ στην πρώτη της νεότητα, καίτοι έσωζε όλη σχεδόν την παρθενική δρόσο. Ούτε ήταν νεόνυμφη στον μετά του κυρ-Μοναχάκη γάμο της.

Ήταν εικοσιπέντε ετών και είχε νυμφευθεί προ πέντε ετών.

Ο κυρ-Μοναχάκης, την είχε πάρει σε δεύτερο γάμο, αφού έθαψε την πρώτη γυναίκα του και πάνδρευσε την κόρη του, κατὰ ένα έτος μεγαλύτερη της Λιαλιώς. Του φαινόταν ότι έγινε αυτός κατὰ είκοσι χρόνια νεότερος, νυμφευόμενος την εικοσαετή αυτήν παιδίσκη…

Αλλά ενόσω έμενε μακριά από τον τόπο της γεννήσεώς του, υπηρετώντας παντού όπου η Κυβέρνηση ήθελε τον μεταθέσει ως οικονομικό υπάλληλο, το Λιαλιὼ δεν υπέφερε πολύ.

Έμενε με τους γονείς της και αδυνατούσε να ακολουθήσει τον κυρ-Μοναχάκη στις τσιγγάνικες ανά την Ελλάδα περιπλανήσεις, όπου εκάστοτε τον πετούσαν, καθώς έλεγε ο ίδιος, «σαν παλιόβαρκα, μπάτει απὸ δω, μπάτει απὸ κει».

Α! δεν έπνεε εκεί αέρας πρόσφορος για τα άνθη τα αβρά κι εκεί αυτή θα μαραινόταν σε ένα μήνα, αν τολμούσαν βέβηλα χέρια να την μεταφυτεύσουν. Η γλάστρα ήταν αλαβάστρινη, το φυτό ήταν εύθραυστο και το άνθος απέπνεε λεπτή ευωδία, που δεν ήταν για βάναυσα ρουθούνια.

Αλλά όταν τελευταία ο κυρ-Μοναχάκης μετετέθη, μετά πολλές προσπάθειες, στη γειτονική νήσο, τότε έπεισε τον πεθερό του, που έτρεφε προς αυτόν μεγάλη υπόληψη μεταξὺ όλων των συνομηλίκων, να του στείλει στην έδρα του το Λιαλιώ, για να συζεί μαζί της υπό την ίδια στέγη.

Η Λιαλιὼ κλαίγοντας αποχαιρέτισε την προγονή της, προς την οποία έτρεφε αδελφικά αισθήματα και ήταν λεχὼνα και παύσασα να έχει το φόβο μη τυχόν αποκτήσει μικρό ετεροθαλή αδελφό, θείο του νεογνού της κι αποβιβασθείσα σε πλοίο μετέβη, ή μάλλον μετακομίσθηκε στη γειτονική νήσο.

Την ημέρα του καλού της ερχομού, ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε μεγάλη χαρά στους φίλους του, αλλά απὸ την επομένη έπαψε να δέχεται κατ᾽ οίκον.

Και τούτο τίποτε τα παράξενο είχε, καθότι αυτός μάλιστα ουδέποτε βρισκόταν στο σπίτι. Ήταν ή στο γραφείο ή στο καφενείο του. Άναβε την οργιαία τσιμπούκα του, η οποία έκαιγε ακοίμητη σχεδόν καθ᾽ όλον το μήκος της κυανοβαφούς βράκας του και ήταν εύθυμος και πολύλογος πάντοτε και θορυβώδης καγχαστής, με τις παρειές τόσο κόκκινες, όσο σχεδόν και το ψηλό άλικο φέσι του, το οποίον έκλινε μετρίως διὰ μικρής πτυχής προς το δεξιό αυτί, με την απλωμένη στον ώμο μακριά και στριφτή φούντα.

Απὸ τη δεύτερη εβδομάδα η Λιαλιώ, οσάκις ήταν ξύπνια κατὰ τις μεσονύκτιες ώρες, κατά τις οποίες αυτός γυρνούσε στο σπίτι, δεν έπαυε να γογγύζει και να απαιτεί, να τη στείλει πίσω στην πατρίδα της.

Δεν μπορούσε να ζήσει, έλεγε, μακριά απ΄τους γονείς της.

Και πράγματι, απὸ τις πρώτες ημέρες του ξενιτεμού, η καρδιά της άρχισε να της πονεί, η όρεξή της κόπηκε και το πρόσωπό της χλώμιαζε.

Αλλά ο μπάρμπα-Μοναχάκης, αυστηρά της έδωκε να εννοήσει, ότι δεν άρμοζε, αφού ήλθε, να του φύγει τόσο γλήγορα.

Ανέπτυξε μακρά θεωρία, κατά την οποία η γυνή οφείλει να είναι παντού όπου βρίσκεται ο σύζυγός της, διότι αλλιώς ματαιούται ο σκοπός του χριστιανικού γάμου, ο οποίος, κατὰ τις ορθοδοξότερες πηγές, είναι, όχι η πολλαπλασίαση του γένους, αλλά η σωφροσύνη του ανδρός και της γυναικός, διότι αλλιώς, είπε, σε περίπτωση ατεκνίας, φυσικά θα θεσπιζόταν το διαζύγιο και προς πολλαπλασίαση του γένους αρκεί, εκτός τούτου, ο φυσικός γάμος, όστις είναι άλλος παρά τον θρησκευτικό και τον πολιτικό γάμο και της αράδιασε ρητά πολλά εκ των δύο Διαθηκών, όπως «Τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου» και «ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω» και «ο ανήρ κεφαλή ἐστι της γυναικός» και τα τοιαύτα.

Εκείνη, έπνιξε τους λυγμούς της ανάμεσα στις δύο παλάμες των χεριών της και στις δύο πλεξούδες της και με τα δύο κλώνια του λευκού τλουπανιού σπόγγισε τα ίχνη των δακρύων της.

* * * 

Ο νέος, ως γείτονας, είχε πληροφορηθεί τα συμβαίνοντα και την αγάπησε κρυφά.

Η χάρις του λιγυρού αναστήματος της, δεν εξαλειφόταν απὸ την χωρίς μέση περιβολή την οποία φορούσε.

Και τα κατσαρά, τα οποία κοσμούσαν το ηδυπαθές μέτωπό της, ήταν φυσικά και όχι επίπλαστα.

Η λάμψη των βαθιών και μαύρων οφθαλμών της έκαιγε αμαυρά, υπό τα καμαρωτά φρύδια και τα πορφυρά χείλη της ρόδιζαν επὶ της ωχρής και διαυγούς χροιάς των παρειών της, που βάφονταν με ελαφρό ερύθημα στον παραμικρό κόπο ή στην ελάχιστη συγκίνηση.

Αλλά το λεπτό και ήρεμο πυρ των οφθαλμών της έκαιγε την καρδιά του νέου.

Τέλος την αγαπούσε.

Εκείνη, συχνά εξερχόμενη στον εξώστη, τον κοίταζε επί μία στιγμή, ρεμβὴ και αλλόφρων. Έπειτα το βλέμμα της αποσπώμενο εστρέφετο προς ένα ανατολικό σημείο του ορίζοντα, στα πέρα βουνά, μέχρι την εσπέρα εκείνη, κατά την οποία, με την ανατολή της σελήνης, απόντος του συζύγου, είδε να στέκετε παρά τον αιγιαλό το νεανίσκο, που είχε εξέλθει μετά το δείπνο για να αναπνεύσει τη θαλάσσια αύρα.

Ο Μαθιός, βλέποντάς την στον εξώστη, την καλησπέρισε και αφού αντάλλαξαν λίγες λέξεις, τυχαία και χωρὶς να το σκέπτεται και αυτή, έκαμε την τόσο απροσδόκητη πρόταση περὶ θαλάσσιου περίπατου, εκ της οποίας έμελλε να προκύψει το παράδοξο τούτο ταξίδι.

Η νεαρή γυναίκα, φαινόταν να ζει ονειρώδη ζωή, ύπαρξη ρεμβώδη.

Αίφνης, απὸ καιρού σε καιρό, ξυπνούσε απ΄το μακρό όνειρό της και φαινόταν να ανακτά την αίσθηση του πραγματικού κόσμου, αλλά λίγες περνούσαν στιγμές και πάλι έπεφτε στη νάρκη του ύπνου της, βυθιζόμενη βαθύτερα ακόμη στο προσφιλὲς όνειρό της.

Ήταν ήδη μεσάνυκτα και το ρεύμα της θάλασσας ή το απόγειο της ξηράς, τους είχε απομακρύνει σιγά-σιγά, γιατί δεν είχαν πηδάλιο, βορειότερα, αντίκρυ στα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωριού, τα οποία φαίνονταν πλησιέστερα τώρα και δίπλα στο μεμονωμένο παρά την βορειανατολική ακτή βραχώδες νησάκι, το οποίο ήταν η φυλακή λίγων κουνελιών ριγμένων εκεί απὸ τους νησιώτες και το ανάκτορο όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων.

Λεγόταν δε Ασπρόνησο.

Τότε μόνο ο Μαθιὸς πήρε το ένα κουπί (διότι εδέησε να συστείλει το αυτοσχέδιο ιστίο, να αποδώσει στη Λιαλιὼ το κολόβιο της, που είχε αρχίσει να κρυώνει, αν και δεν ήθελε να το ομολογήσει και να καθαιρέσει κεραία και ιστίο) και το μεταχειρίστηκε ως πηδάλιο, προσπαθώντας να στρέψει την πρώρα δεξιά, προς το ανατολικότερο σημείο της αντικρινής ακτής, το καλούμενο Τραχήλι.

Αλλά είδε ότι με το υποβολιμαίο πηδάλιο δεν κατόρθωνε τίποτε, καθόσον δεν μπορούσε να βρει ευνοϊκό το ρεύμα και αναγκάσθηκε να καθίσει ξανά στα κουπιά.

Αλλά οι νύμφες των νυκτερινών αυρών, που άρχισαν να πνέουν απὸ την ξηρά, ή των θαλασσίων ρευμάτων, που διαυλάκωναν το μεταξύ των δύο νησιών πέρασμα, φαίνεται ότι πολὺ ευνοούσαν τη Λιαλιώ. Διότι μόλις είχαν απομακρυνθεί λίγες οργιές απὸ το Ασπρόνησο και παραπλεύρως των τριών νοτιοανατολικών νησίδων, απὸ το στόμιο του λιμανιού, πρόβαλε μεγάλη σκαμπαβία, που με μεγάλη ταχύτητα έπλεε, έχουσα την πρώρα προς το ακρωτήριο Τραχήλι, κτυπώντας με τα έξι κουπιά της τα ύδατα, τρέχουσα στης θάλασσας τα νώτα, όπως τρέχει στο λιβάδι η δραπέτης του ιπποδρομίου φορβάς.

Η Λιαλιὼ ξαφνιάστηκε. Ο νέος στράφηκε να δει. Αυτομάτως έπαψε να κωπηλατεί και έμενε αναποφάσιστος.

― Γλήγορα, γλήγορα, είπε με ψιθυριστό τόνο το Λιαλιώ, σαν να φοβόταν μην ακουσθεί ο ήχος της φωνής της, πίσω απ᾽ το Ασπρόνησο, πίσω!

Ο νέος άρχισε ταχέως να σιάρει. Ήταν δε ακριβώς στη σκιά της ακτής, που απέκρυβε τη σελήνη. Έκαμψαν μία προβολή βράχου και κρύφτηκαν πίσω από το νησίδιο.

― Τι λες να είναι; ρώτησε με αδημονία το Λιαλιώ.

― Χωρὶς άλλο, θα είναι για μας, απάντησε ο νέος.

― Βγήκαν να μας κυνηγήσουν;

― Εμάς γυρεύουν, χωρὶς αμφιβολία.

― Και τι μεγάλη βάρκα είναι αυτή;

― Αυτή είναι σκαμπαβία, με πολλά κουπιά, που κόβει δρόμο.

― Ώστε, αν ήμαστε μπροστά εκεί, θα μας έπιαναν;

― Αυτοὶ έχουν πλώρη το Τραχήλι. Σε λίγο θα μας έφταναν, αν είχαμε κάμει δρόμο προς τα εκεί.

― Ώστε καλά κάμαμε να ᾽ρθούμε προς τα εδώ;

― Δεν ήρθαμε θεληματικά, μας έφεραν τα ρεύματα.

― Ξέρουν τι κάνουν τα ρεύματα! είπε με θεσπέσιο τόνο το Λιαλιώ, που έμοιαζε με κάποιους ανθρώπους που βλέποντας σοφά όνειρα, αυτοσχεδιάζουν αποφθέγματα στον ύπνο. Λέγοντας δε αυτά πίστευε εκείνη τη στιγμή, ότι υπάρχει νους στα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται σε κάποιου Θεού την επιστασία.

Πράγματι, φάνηκε ότι η Νηρηίς των θαλάσσιων ρευμάτων ή η Αύρα των απόγειων πνοών είχαν σπρώξει εσκεμμένα και από πρόθεση προς το μέρος εκείνο τη βαρκούλα με το χαριτωμένο φορτίο της.

― Και τώρα, τι να κάμουμε; ρώτησε ο Μαθιός, που αισθάνθηκε ενδόμυχα τον εαυτό του ανίσχυρο, χωρίς τη συνδρομή κάποιας αγαθοβούλου νύμφης. Και τότε εννόησε γιατί, απὸ καταβολής κόσμου, ποτὲ δεν έπαψε να είναι γυναικοκρατία.

― Τώρα, είπε το Λιαλιώ, ομιλούσα τόσο άπταιστα και μαθηματικά, σαν να είχε προβλέψει το πράγμα, θα περιμένουμε μισή ώρα και αν δεν μας υποπτευτούν να γυρίσουν προς τα εδώ να ψάξουν, καθώς αυτοὶ θα τραβούν κάτω στο Τραχήλι, εμείς κολλούμε πέρα, στον Άι Νικόλα, ξέρεις. Απὸ κει ανεβαίνουμε πεζοί σε μισή ώρα, στην Πλατάνα, στο ψηλό χωριό κι απὸ κει, σα φέξει ο Θεός την ημέρα, πεζοί πάλι, για τρεις ώρες, στο μεγάλο το χωριό, το δικό μου.

Να πατήσει μοναχὰ το πόδι μου στα άγια χώματα, μια φορά!

Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε, μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας, εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Που ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα-Μοναχάκη, και νά ΄με, γύρισα».

Γέλασε μόνη της λέγοντας τούτο.

Έπειτα, επειδή ο νέος φαινόταν να ανησυχεί ακόμη:

― Να μη μας πιάσουν μοναχά, ξανάπε εκείνη. Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος, να! ούτε τόσο δα, καρφί δε μου καίεται! Εμείς να είμαστε αθώοι και άφσε τους ανόητους να μας κατηγορούν!

Ο νέος έσκυψε περιπαθώς και της φίλησε τα άκρα των δακτύλων του χεριού της, σκεπτόμενος ότι ήταν αθώος, ναι, όπως πολλοὶ που καταδικάστηκαν αδίκως, όπως λέγει η ιστορία, στον επί της πυράς βραδὺ θάνατο.

Εκείνη πρόσθεσε αυστηρά:

― Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήταν να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξη ότι δεν θέλω, είναι ότι κίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου. Οι γονείς μου δε θα μπορούν να με σκεπάσουν, αν το κάμω, ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα με σκέπαζε και πολύ.

Οξεία μαχαιριά έσκισε την καρδιά του νέου. Φαντάσθηκε ότι η νεαρή γυναίκα, θα είχε χωρὶς άλλο, εραστή στην πατρίδα της. Για κείνον λοιπόν έτρεχε, για κείνον επιχείρησε τον αλλόκοτο τούτο πλουν!

Και τότε ποια ήταν η θέση του; Αυτός τι ήταν στην περίπτωση εκείνη; Γέφυρα επί της οποίας πατούν όπως συναντηθούν δύο αγαπώμενα όντα; Χάροντας των καταχθονίων ερώτων;…

Ω! πόση φλόγα είχε μέσα του! Και πως αισθανόταν όλα του τραγικού ήρωα τα ένστικτα, να βρυχούν και να λυσσούν στα ενδόμυχά του τη στιγμή αυτή! (Και πως μπορούσε να μεταβάλει το παρόν ειδύλλιο σε δράμα, αν μόνο το επέτρεπε η φιλολογική του συγγραφέα συνείδηση! Φαντασθείτε τη σκαμπαβία, να κυνηγά τους δύο φυγάδες επί της ελαφριάς βαρκούλας, το Μαθιὸ να διαφεύγει με γρήγορη κωπηλασία την καταδίωξη, την τελευταία στιγμή ανακαλύπτοντας ότι η Νοσταλγός είχε εραστή εκεί πέρα και σχίζει το στήθος της με το εγχειρίδιο ή να βυθίζει τη βάρκα και να πνίγει τη γυναίκα, πνιγόμενος και αυτός στα κύματα! Τέλος τη σκαμπαβία να ερευνά να βρει τα δύο σώματα στα βάθη της θάλασσας, υπό της σελήνης το φως!

Οποίο θαύμα ρομαντικότητας, πόσα δάκρυα ευαισθησίας!…)

Εντούτοις, μετά βίας μεγάλης κρατήθηκε και κοιτάζοντας τη νεαρή γυναίκα, τη ρώτησε απλώς:

― Και δεν σε αγαπούσε κανεὶς εκεί πέρα, πριν σε πάρει ο κυρ- Μοναχάκης;

― Και πολλοί μάλιστα, ακούς εκεί! βεβαίωσε εύθυμα το Λιαλιώ. Μόνο να τι είναι, τα φτωχά κορίτσια δεν τ᾽ αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μια κι ύστερα να τ᾽ αφήσουν να μαραθούν ή να τα μαδήσουν κι εγώ δεν ήμουν καμιά μεγαλοπροικούσα βλέπεις, για να με αγαπήσουν και να με στεφανωθούν εμπομπή και παρατάξη, με επισημότητα ή καν να με κλέψουν και να με στεφανωθούν κρυφά μ᾽ έναν παπά, βέβαιοι πως οι γονείς, ύστερα, θα αναγκασθούν, σα σκασμένοι, να δώσουν την προίκα… Γι’ αυτά δεν βρέθηκε άλλος απ’ τον μπάρμπα-Μοναχάκη να με ζητήσει. Πάλι καλά!

Έπειτα με ψιθυριστή φωνή απήγγειλε το δημώδες:

«Με πανδρέψαν οι γονιοί μου,

χωρίς νά ᾽χουν τη βουλή μου…»

― Τότε γιατί φεύγεις απ’ τον κυρ Μοναχάκη; ρώτησε ο νέος, αναφερόμενος στο επιφώνημα το οποίο υπήρξε η κατακλείδα του λόγου της.

― Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω νά ᾽βρω τους γονείς μου… Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθει στην πατρίδα να με βρει, καλώς νά ᾽ρθει! Ξέρει πολύ καλά πως δεν είμαι ικανή να προδώσω την τιμή του. Μα ξέρει και τούτο, πως δεν μπορώ να ζήσω στα ξένα.

Ο νέος δεν ήταν ήσυχος. Υποπτευόταν ότι η γυναίκα ήταν δόλια και φανταζόταν τον εαυτό του ως θύμα.

Απότομα τη ρώτησε:

― Γίνεται να μη σ᾽ αγάπησε κανένας χωριστά απ’ τους άλλους;… και θα τον ήθελες και συ… πριν πανδρευτείς… ή ύστερα αφού πανδρεύτηκες;

Η Λιαλιὼ στέναξε βαθιά και είπε:

― Αχ! ναι… για να είμαι ειλικρινής μαζί σου… Εκείνος που θελὰ με πάρει… και τον ήθελα κι εγώ… είναι τώρα έξι χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη Θάλασσα… Το καράβι πήγε σύψυχο… Αλλά αν έχεις έλεος, γιατί επιμένεις να μ᾽ εξετάζεις γι’ αυτό;…

* * * 

Ωστόσο η σκαμπαβία, την οποία οι δύο φυγάδες δεν έπαψαν να κατασκοπεύουν, αφού έκαμε ικανό δρόμο με την πρώρα προς ανατολική κατεύθυνση, αίφνης, άμα έφθασε στην απώτατη άκρη του τρίτου και ανατολικότατου νησιδίου, στάθηκε για λίγα λεπτά της ώρας.

Ο Μαθιὸς υπέδειξε το πράγμα στην συνταξιδιώτισσα.

― Ξέρω τι είναι, είπε αυτή.

― Τι είναι;

― Τώρα θα δεις.

Ο νέος την κοίταζε κατάματα.

― Έχε υπομονή και θα σε βγάλω απ’ την απορία.

Τώρα θα την δεις να βάλει πλώρη το Τραχήλι.

― Πώς το ξέρεις; Είσαι μάγισσα;

― Ναι, είμαι… είμαι μάγισσα! είπε αυτή με πεποίθηση.

Ο Μαθιὸς αισθάνθηκε αόριστο φόβο στο σπινθηρίζον βλέμμα της.

Την ἰδια στιγμή, η σκαμπαβία στράφηκε οριστικά προς ανατολάς κι επανέλαβε ταχύτερα το δρόμο της.

Ο Μαθιὸς αφήκε επιφώνημα θαυμασμού.

―Να τι είναι, επανέλαβε το Λιαλιώ. Ο μπάρμπα-Μοναχάκης, βάζω στοίχημα, ενενήντα πέντε τα εκατό, είναι μέσα στη σκαμπαβία.

― Λοιπόν;

― Οι άλλοι, που τραβούν κουπί και για να γλυτώσουν το ξεπλάτισμα του μεγάλου ταξιδιού και γιατί έτσι τους φαίνεται σωστότερο, θα είπαν να ψάξουν γύρω-γύρω στα νησιά, ίσως μας βρουν πουθενά τρυπωμένους.

Ο μπάρμπα-Μοναχάκης που ξέρει καλά, πως εγώ δεν είχα καμιά δουλειά στα νησιά κι ήθελα να πάω στην πατρίδα μου και μόνο, είναι βέβαιος πως τράβηξα ίσα πέρα για το Τραχήλι κι αν με προφτάσει πριν πατήσω το πόδι στον Αγνώντα, το μικρό λιμανάκι του δικού μας του νησιού εκεί, ελπίζει να με καταφέρει να τον ακολουθήσω πίσω στο χωριό το δικό σας. Γι’ αυτό δεν θα ήθελε να χάσει καιρό ψάχνοντας τριγύρω στα νησιά, για να μη προφτάσω και του φύγω, άμα φτάσω μια φορά πέρα. Έτσι τους κατάφερε, κείνους που είναι στα κουπιά, να τραβήξουν εμπρός κι ας βλαστημούν μέσα τους πλιά. Τι να γίνει!

― Λοιπόν;

― Τώρα, σαν προχωρήσουν κάμποσο αυτοί, εμείς περνούμε πέρα. Δώσ᾽ μου το ένα κουπί.

Ο νέος δεν αντέστη και μετέθεσε προς την πρύμνη το ένα κουπί.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και η σκαμπαβία είχε απομακρυνθεί τόσο, ώστε μόλις φαινόταν στο βάθος του αχανούς ορίζοντα, σαν μαύρο κυμαινόμενο σημείο και σαν μαύρη κηλὶδα πάνω στην επάργυρη επιφάνεια της θάλασσας.

― Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε με φαιδρή χάρη το Λιαλιώ.

* * * 

Ο κυρ-Μοναχάκης ήταν πράγματι πάνω στη σκαμπαβία και η Νοσταλγός δεν είχε απατηθεί.

Μισή ώρα μετά την επιβίβαση των δύο φυγάδων, είχε τη δυσαρέσκεια να μάθει ότι «το Λιαλιώ του» δεν ήταν πλέον στο σπίτι.

Στο καφενείο όπου καθόταν, ζωηρώς συζητώντας πολιτικά, με την μακριά του τσιμπούκα ακοίμητη, καπνίζουσα πέραν της πλατιάς βράκας του, δεκαετὲς παιδί εισήρθε, ανυπόδητο, με πουκάμισο ραβδωτό και περισκελίδα όμοια και είπε:

― Μπάρμπα, η γ᾽ναίκα σ᾽ έφ᾽κι.

―Έφυγε; Πού πάει; είπε ξαφνιασμένος ο χρηστὸς ανήρ.

― Δε ξέρου.

― Δε ξέρεις; Κι απὸ πού τό ᾽μαθες;

― Ου Βασίλ᾽ς τς Μάρκινας ήτανε κειδὰ στου γιαλὸ κι τ᾽ν είδιι.

― Και ποιός είν᾽ αυτός, ου Βασίλ᾽ς τς Μάρκινας;

Το παιδί στράφηκε προς τη θύρα και είπε:

― Να, κείνους απ᾽ στέκιτι όξ᾽ απ᾽ την πόρτα.

Ο κυρ-Μοναχάκης και οι τέως συνομιλητές του, των οποίων πολύ κεντήθηκε η περιέργεια, στράφηκαν όλοι προς την πόρτα.

Δεύτερο παιδί οκταετές, ξυπόλυτο, ξεσκούφωτο, με τη μία σκελέα ανασηκωμένη ως το γαστροκνήμιο, με τα πόδια βρεγμένα από τη θάλασσα, στεκόταν έξω από τη θύρα, κρύβοντας το μισό του προσώπου πίσω από την παραστάδα, το μισό του σώματος πίσω από τον τοίχο, κοιτάζοντας με το ένα μάτι μέσα στο καφενείο.

―Εσύ βρε, την είδες τη γυναίκα μου να φεύγει; του φώναξε ο κυρ Μοναχάκης.

― Τ᾽ν είδια, μπάρμπα, απάντησε το παιδί.

― Και που πάει;

― Ξέρου ᾽γώ;

Ο κυρ-Μοναχάκης, σηκώθηκε με αδημονία και με οργίλη χειρονομία, έκαμε να τινάξει το τσιμπούκι του στο έδαφος.

Το πρώτο παιδί, το οποίο στεκόταν πέντε βήματα απ’ αυτόν τρόμαξε, φοβούμενο μη φάγει καμία με το τσιμπούκι και έτρεξε να φύγει.

Το δεύτερο παιδί, έξω από τη θύρα, έγινε άφαντο πίσω από τον τοίχο.

― Μη φοβάσαι, είπε ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο, μα έλα δω… πες μου τι ξέρεις… γιατί…

Η λέξη αυτή ήταν η μόνη που πρόφερε, όπως υποδηλώσει τη θλίψη, την οργή και τη ντροπή του.

― Να, μπάρμπα, είπε αφού αναθάρρησε και στάθηκε κοντά στη θύρα το παιδί, ου Βασίλ᾽ς είδιι τ᾽ βάρκα, απ᾽ μπήκε η γ᾽ναίκα σ᾽ μαζὶ μι τ᾽ Καληώρ᾽ του γιο κι κάμανε κατὰ του Δασκαλειὸ να σουργιανίσ᾽νε. Μι φώναξι κι μένα κι μόδειξι αλάργα τ᾽ βάρκα, μα τς αθρώπ᾽ δὲν τς είδια. Λέγαμι πως θελὰ γυρίσ᾽νε γλήουρα πίσου, ύστιρα τς είδιαμι κι κάμανε πέρ᾽ απ᾽ τ᾽ν Πούντα κι βγήκανε όξ᾽ απ᾽ του λιμάν᾽. Καρτιρούμι να γυρίσ᾽νε πίσου, δε γυρίσανε.

― Και πόση ώρα είναι που τους είδατε;

― Να, ως δύο ώρις κι παραπάν… ταπουτώρα.

― Και γιατί δεν ήρθατε πρωτύτερα να μου πείτε;

― Μα δεν είναι πουλλὴ ώρα… ως μια ώρα, μια ουρίτσα… κι παρακάτ᾽… λίγη ώρα… ταπουτουρίτσα.

Ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε νέα οργίλη χειρονομία για να αποθέσει στη γωνία το τσιμπούκι του.

Το παιδί έσπευσε να τραπεί σε φυγή.

* * * 

Εντωμεταξὺ, ο Βασίλης της Μάρκινας, που είχε προπορευθεί κατά τριακόσια βήματα, έτρεχε με την προθυμία εκείνη, την οποία δείχνουν τα παιδιά, όπως δώσουν καλή ή κακή είδηση, για να πάρουν «τα συχαρίκια» στην πρώτη περίπτωση, για να διασκεδάσουν με την αμηχανία του ενδιαφερόμενου στη δεύτερη.

Έφτασε ασθμαίνοντας κάτω από το σπίτι του πλοιάρχου της σκούνας, στάθηκε κάτω από τον εξώστη, που έβλεπε τη θύρα ανοικτή και άφθονα φώτα στο θάλαμο και άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.

― Μπάρμπα! πήρανε τ᾽ βάρκα!

Ο Βασίλης δεν είχε την τόλμη να εισέρθει στο καφενείο πριν, για δώσει την είδηση στον κυρ-Μοναχάκη.

Αλλά τώρα, βλέποντας ότι ο σύντροφός του έδωκε την είδηση χωρίς να φάει ξύλο και εκτός τούτου, διότι ήξερε ότι από τον εξώστη δεν θα τον έφθανε η χονδρή ράβδος του πλοιάρχου, είχε πάρει θάρρος και έσπευσε να προλάβει το σύντροφό του, όπως απολαύσει αυτός την ηδονή.

Ο καπετὰν Κυριάκος, που καθόταν ακόμη στο τραπέζι, μη χορταίνοντας να καλοταΐζει και να κουτσοπίνει, όπως συνηθίζει ο ναυτικός, όταν για λίγες ημέρες επιστρέψει στην εστία του, παρατείνοντας και αναλύοντας επ᾽ άπειρον την τόσο σπάνια γι’ αυτόν ηδονή, σηκώθηκε και βγήκε στον εξώστη.

― Τι ᾽ναι, βρε;

― Να, πήρανε τ᾽ βάρκα σ᾽.

― Ποιος;

― Ου Μαθιὸς τ᾽ Μαλαμού.

― Ποιος Μαθιὸς τ᾽ Μαλαμού;

― Να, ου γιος τς Καληώρινας, πως ᾽νε λένε.

― Και που την πάει;

― Να, όξ᾽ απ᾽ του λιμάν᾽!

― Μονάχος του;

― Μαζὶ μι μια γ᾽ναίκα.

― Μαζὶ μι μια γ᾽ναίκα! επανέλαβε έκπληκτος ο καπετὰν Κυριάκος. Και ποια;

Δεν ακούσθηκε η φωνή του παιδιού, το οποίο, για καλό και για κακό, προφυλασσόταν κάτω από τον εξώστη.

― Και πως δεν ήρθες να μου πεις χαμπάρι! ανέκραξε ο καπετὰν Κυριάκος.

Αλλά το παιδί είχε γίνει ήδη άφαντο, πίσω από τη γωνία του τοίχου, και μόνο τα βήματά του ακούγονταν δρομαία επὶ του λιθόστρωτου.

«Ο μούτσος, του διαβόλ᾽ ο γιος, θα τό ᾽στρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογεί ο καπετάν Κυριάκος κι άφησε τη βάρκα στην τύχη της».

Αμέσως έστειλε προς αναζήτηση του μούτσου, τον οποίο μετά πολλές μάταιες έρευνες στα καπηλειά της αγοράς, τον βρήκε τέλος σε μία παράμερη ταβέρνα, από το μέσα δρόμο.

* * *

Ο πλοίαρχος, παρήγγειλε σε δύο από τους συντρόφους του, οι οποίοι ξεκουράζονταν στο σπίτι τους, να δανεισθούν μία λέμβο, για να ανέβουν στη σκούνα και να κατεβάσουν από το κατάστρωμα τη μεγάλη σκαμπαβία με τα έξι κουπιά.

Δεν τον έμελλε τόσο για τη γυναίκα η οποία εκλάπη, όπως φαίνεται, ούτε για τον τυχερό νέο που την είχε συνοδεύσει, όσο για την νεοπαγή, κομψή και στερεά φελούκα του. Παρήγγειλε επίσης να στρατολογήσουν απ’ την προκυμαία ως κωπηλάτες δύο ή τρεις πορθμείς και να τρέξουν σε καταδίωξη της βαρκούλας.

Εντωμεταξύ ο κυρ-Μοναχάκης, μαθαίνοντας σε ποιον ανήκε η κλαπείσα λέμβος, παρουσιάστηκε περίλυπος στην οικία του πλοιάρχου.

― Μπορείς να πας μαζί με τη σκαμπαβία και του λόγου σου, του είπε ο καπετὰν Κυριάκος, που είχε μάθει τέλος σε ποιον ανήκε η κλαπείσα (κατά την ερμηνεία την οποίαν φυσικά έδιδε το κοινό στο συμβάν) σύζυγος.

Ο κυρ-Μοναχάκης, αυτό ίσα-ίσα επιθυμούσε, να πάει με την σκαμπαβία.

Φοβόταν να μείνει σε αγωνιώδη προσδοκία στην πολίχνη και του φαινόταν ότι, αν λάβαινε μέρος στην καταδίωξη, διά του αντιπερισπασμού τούτου, ηπιότερα θα αισθανόταν τον πόνο του.

Έτρεφε πεποίθηση στη Λιαλιὼ ότι δεν ήταν ικανή, καθώς είπε η ίδια, να προδώσει την τιμή του, αλλά και πάλι, ποιος ξέρει!

Ποιος μπορεί να εξιχνιάσει της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια;

Γνώριζε την ασθενική και ονειροπόλο προδιάθεσή της και τη μεγάλη και βαθιά νοσταλγία της. Αλλά πως να δώσει στους πολλούς να τα εννοήσουν αυτά;

Αλλοίμονο σε όποιον πέσει σε λάκκο γεμάτο νερά και ας είναι καθαρό το νερό.

Πιθανόν να αποφασίσουν να σου δώσουν χείρα βοηθείας, αλλά δε θα πάψουν να σε περιγελούν.

Αυτός όμως ήταν βέβαιος περί της Λιαλιώς του, όσο δύναται άνδρας να είναι βέβαιος περί γυναικός.

Από τον καιρό κατά τον οποίο, ως στενός φίλος του πατρικού της οίκου, τη φιλούσε και τη χόρευε τριετή στα γόνατά του, τριακοντούτης αυτός, από την εποχή που ήταν πενταετής τη φίλευε γλυκίσματα, χωρίς υστεροβουλία και προγνωστικό πνεύμα για το μέλλον, από τον καιρό που τραυλίζουσα ακόμη τον αποκαλούσε «μπαλπα-Μοναχάκη», ως την ημέρα κατά την οποία και σύζυγός του γενομένη ακόμη, εξακολουθούσε να τον αποκαλεί «μπάρμπα-Μοναχάκη», την είχε παρακολουθήσει παιδίσκη, νεανίδα και γυναίκα και την είχε μελετήσει καλά και ήξερε ότι, υπὲρ πάσα άλλη γυναίκα, ζούσε με την κεφαλήν της και με τα νεύρα της.

Παρήλθε μισή ώρα, εωσότου οι δύο ναύτες του καπετὰν Κυριάκου πεισθούν να ξεκολλήσουν από τα σπίτια τους. Άλλη μισή ώρα μέχρι να βρουν βάρκα, να ανέβουν στη σκούνα και να κατεβάσουν τη σκαμπαβία στη θάλασσα. Άλλη μισή ώρα μέχρι να στρατολογήσουν ως κωπηλάτες πορθμείς ή αλιείς απ’ την προκυμαία, των οποίων οι λέμβοι δίκωποι ή τετράκωποι και βαριές, δεν κρίνονταν κατάλληλοι για την καταδίωξη και μέχρι να συνεννοηθούν όλοι και τέλος είναι όλοι σύμφωνοι να εκπλεύσουν.

Τέλος επέβησαν στην σκαμπαβία ο κυρ-Μοναχάκης έβδομος, κάθισε στο πηδάλιο, και ξεκίνησαν.

Με συντονισμένη κωπηλασία, βγήκαν από το λιμάνι. Αλλά που να βρουν τη βαρκούλα;

Η θάλασσα, φλύαρη καθώς η γυναίκα, είναι όσον αυτή εχέμυθος και ποτέ δεν διηγείται το μυστικό της. Όσον είναι δυνατόν να βρει κανείς τα ίχνη των ξένων φιλημάτων στα χείλη της γυναίκας, άλλο τόσο είναι δυνατόν να βρει επὶ της αχανούς κυανής εκτάσεως τα ίχνη της βαρκούλας. Ποιος ξέρει! επιτέλους, διελογίζετο ο κυρ-Μοναχάκης, γυναίκα ήταν. Ο έρως είναι πλάνος και η νεότης ευαπάτητος. Ποιος γνώριζε αν δεν είχε αμαρτήσει ήδη;

Ω! καλά της το έλεγε αυτός, ότι πλησίον του θα ήταν ασφαλής, διότι γεραρὸς σύζυγος επέχει συν τοις άλλοις και τόπον πατρός για νεαρή γυναίκα. Καλά το έλεγε κι εκείνη, ότι πλησίον του θα ήταν ασφαλής και αν ήθελε να σφάλει ακόμη. Τώρα, χιλιάκις αν ήταν αθώα, ο κόσμος θα την καταδίκαζε.

Αλλά πλησίον του, χιλιάκις αν αμάρτανε, θα ήταν τίμια στα μάτια του κόσμου.

Αλίμονο! καθώς η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αν υπεβάλλετο στην διά του σαγιττεύματος θεοδικία, μόνο τα άκρα των αβρών δακτύλων της μιας χειρός της θα άγγιζε το βέλος.

* * * 

Στο πέλαγος, ανάμεσα στο μεταξύ των δύο νησιών πέρασμα, έπλεε η βαρκούλα.

Η φιλόφρων Ναϊὰς των θαλασσίων ρευμάτων έφερε βοηθητικό ρεύμα υπό την τρόπιδά της και η ευμενής αύρα των απόγειων πνοών έστειλε ελαφρά ριπή στην πρύμνη της. Η δροσερή πνοή δυνάμωσε τους βραχίονες και τους ώμους του νέου κι έσφιγγε τους απαλούς μυώνες της νεαρής γυναίκας.

Κωπηλατούσαν σαν δύο ασκημένοι κωπηλάτες, τα ελαφρά κουπιά δεν τους κούραζαν και είχαν υπερβεί ήδη το ήμισυ της υγρής οδού.

Όταν η σκαμπαβία, που έτρεχε με δρόμο απολυτής φορβάδας, πλησίαζε στο ακρωτήριο Τραχήλι, τότε μόνον οι επιβαίνοντες σ΄αυτή ναυτικοί παρατήρησαν τη βαρκούλα.

―Τι είν᾽ εκεί;

―Η βάρκα!

Ο κυρ-Μοναχάκης έστρεψε αριστερά την κεφαλή.

― Α! αυτή είναι!

― Ποιος ξέρει; Δεν πιστεύω να είναι αυτή, είπε ένας απ΄τους ναύτες, ο οποίος επιθυμούσε να ήταν τρόπος να μην ήταν αυτή, για να απαλλαγεί, από νέο πρόσθετο και πολύ ανιαρό κόπο.

― Αυτή είναι, χωρίς άλλο, είπε άλλος, που επιθυμούσε να ήταν με κάθε τρόπο αυτή, γιατί πολύ τον κέντριζε η περίεργη αυτή θαλάσσια σκηνή, αν κατόρθωναν να συλλάβουν τη βάρκα με τη γυναίκα και τον εραστή της.

― Αυτή είναι! αποφάνθηκε ο κυρ-Μοναχάκης, να τα γυρίσουμε κατά κει, παιδιά, να ορτσάρω…

― Πού πάει από κει; ρώτησε ένας ναύτης.

― Πάει στον Αι-Νικόλα, το συντομότερο δρόμο βλέπεις διαλέξανε κι εμείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο.

― Να τα γυρίσουμε παιδιά! έκραξε ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ, γλήγορα, να τα γυρίσουμε, σία ένας, να ορτσάρω!

Οι έξι κωπηλάτες είχαν αφήσει τα κουπιά και η σκαμπαβία έπλεε ακόμη με την «κεκτημένην ταχύτητα».

Ο κυρ-Μοναχάκης φώναξε εντούτοις, φειδόμενος του χρόνου τον οποίον έχαναν:

― Σία, παιδιά, σία. Γυρίστε κατά κει!… όρτσα σκαμπαβία!

Αλλά κανείς δεν τον πρόσεχε. Συμβούλιο είχε στηθεί εν μέσω του πελάγους.

Άλλοι έλεγαν να προχωρήσουν εμπρός, άλλοι να στραφούν βόρεια προς το μέρος της βαρκούλας.

Τέλος υπερίσχυσε η γνώμη των πολλών, οι οποίοι ηλεκτρίζονταν από το προσδοκόμενο απολαυστικό θέαμα.

Έστρεψαν αριστερά την πρώρα και πήραν τα κουπιά με νέα δύναμη, την οποία μετέδιδε στους ανθρώπους η φυσική προς τη νίκη φιλοτιμία και η προσδοκία του παράδοξου θηράματος.

Αλλά η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμο, προς τον οποίο έπλεε, το τριπλάσιο του δρόμου όσον απείχε η βαρκούλα.

Και αν η πρώτη είχε τριπλή δύναμη κουπιών, είχε όμως και πενταπλάσιο όγκο και τριπλάσιο βύθισμα.

Ο Μαθιὸς είδε εγκαίρως τη στροφή, την οποίαν έκαμε αιφνιδίως η σκαμπαβία και επέδειξε το πράγμα στη σύντροφό του.

― Κοίταξε, είπε, μας κυνηγούν.

― Τώρα, ας μας πιάσουν! ανέκραξε εύθυμα το Λιαλιώ.

Μου φαίνεται πως είναι μακρύτερα από μας.

― Ω! βέβαια, πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά.

― Κι εμείς έχουμε μεγάλη δύναμη!

Και διπλασίασε τη ζέση της στην κωπηλασία.

Επὶ μία ώρα και πλέον, παίχθηκε κατά μήκος της ακτής εκείνης, ενώ η ωχρή σελήνη κατήρχετο ήρεμα προς δυσμάς και η φωνή του αλέκτορα ακουόταν να εκπέμπει το δεύτερο λάλημα στα χωράφια στις πλαγιές στις κοιλάδες και αγροικίες, το παιγνίδι του φοβερού και μεγαλοποιού οκταποδιού που κυνηγάει τη μαρίδα και του καταδυόμενου και φιλοπαίγμονος δελφινιού που θηρεύει τη ζαργάνα.

Η σκαμπαβία έτρεχε, με ρυθμικό κρότο των κουπιών επὶ των σιδηρών διχαλωτών σκαλμών, με δύναμη απαίσιου καρχαρία, πομπώδης και μονότονη. Η βαρκούλα έφευγε πάνω στο κύμα όπως ο φελλός, με ελαφρό όπως ο κρότος του φιλήματος φλοίσβο, απωθούσα με τα μικρά παιγνιώδη κουπιά της τα ύδατα, τα οποία την θώπευαν και την προέπεμπαν τρέχοντα μαζί της, ως τιμητική συνοδεία προηγουμένη και επομένη βασιλικού άρματος και θα έλεγε κανείς, ότι αόρατοι Τρίτωνες τη μετέφεραν πάνω στο κύμα, για να μη χάνει ταχύτητα με της τρόπιδας το βύθισμα.

* * * 

Εντούτοις, οφθαλμοφανώς, η σκαμπαβία κέρδιζε δρόμο επὶ της βαρκούλας.

Έτρεξαν ακόμη, έτρεξαν πολύ και πάντοτε η σκαμπαβία κέρδιζε δρόμο και πάντοτε πλησιέστερα φαινόταν, ωσότου η απόσταση, που χώριζε ακόμη τη βαρκούλα από την παραλία ήταν ήδη μικρή, ελάχιστη και όσο και αν έτρεχε η σκαμπαβία, ο Μαθιὸς πρόλαβε κι έριξε τη βαρκούλα με ορμή στα ρηχά, επί της άμμου.

― Πάντα κατευόδιο! έκραξε φαιδρά το Λιαλιώ.

Σηκώθηκε, βλέπουσα το λευκό τοίχο του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου που έλαμπε στο φως της σελήνης, έκαμε το σταυρό της και πήδησε πρώτη στην άμμο της παραλίας, βρέχοντας τις φτέρνες, στο νερό.

Ο Μαθιὸς πήδησε κατόπιν της και δοκίμασε να σύρει τη βάρκα.

Η σκαμπαβία δεν απείχε ήδη παρά είκοσι οργιές από τον όρμο.

Ο νέος προσπαθούσε να σύρει επί της άμμου τη βάρκα, σπεύδοντας να συνοδεύσει τη Λιαλιὼ πάνω στο χωριό. Υποπτευόταν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους κυνηγούσαν και στην ξηρά και, χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν ευτυχής για τούτο.

Η τελευταία εκμυστήρευση της Λιαλιώς, περί του μνηστήρα που πνίγηκε στον Εύξεινο, δεν ίσχυσε να τον καθησυχάσει και ο πειρασμός του ενέπνεε τη σκέψη, ότι μία γυναίκα, που λησμόνησε τον ατυχή εκείνον για να νυμφευθεί ένα γέροντα, ήταν ικανή να εγκαταλείψει το γέροντα για ένα τρίτο μένοντας στην πατρίδα της.

Αλλά αν τους κατεδίωκαν μαζί στην ξηρά και αυτή εμπιστευόταν αυτόν και πήγαιναν μαζί στο χωριό της, ω! τότε ο έρως του θα καθαγιάζετο επί της ξηράς και της θαλάσσης.

Αίφνης, η φωνή του κυρ Μοναχάκη, ο οποίος φαινόταν ορθός, στο φως της σελήνης, παρά την πρύμνη της σκαμπαβίας, ακούσθηκε στη σιγή της νύχτας: 

Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!

Η Λιαλιὼ στάθηκε σύννους, σκύβοντας την κεφαλή και έπειτα φωνάζοντας απήντησε:

―Ορίστε, μπάρμπα-Μοναχάκη!

―Θέλεις να πας στους γονείς σου, ψυχίτσα μου; Καλά θα κάμεις! Καρτέρει νά ᾽ρθω κι εγώ, να σε συνοδεύσω ως εκεί, μήπως κακοπαθήσεις στο δρόμο μοναχή σου, αγάπη μου!

― Καλώς νά ᾽ρθεις, μπάρμπα-Μοναχάκη! απήντησε ανενδοίαστα το Λιαλιώ.

Ο νέος στεκόταν ντροπαλός πλησίον της, κοιτάζοντας αυτήν, φοβισμένος και μη εννοώντας.

― Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου π᾽λάκι μου, του είπε με τόνο ειλικρινούς συγκινήσεως το Λιαλιώ, κρίμας που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα, αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ᾽ έπαιρνα.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου