Ο Γάμος στη Στενή τα παλιά χρόνια
Σαν κοινωνικός θεσμός ο γάμος, η εκκλησιαστική τελετή με την οποία καθαγιάζεται η ένωση άντρα και γυναίκας για κοινωνική συμβίωση, είναι από τους σπουδαιότερους σταθμούς στη ζωή του ανθρώπου και βοηθά σε μεγάλο βαθμό, στη διατήρηση και στην ευτυχία των ανθρωπίνων ομάδων.
Στη γλώσσα του λαού, αρκετές φράσεις και παροιμίες, δείχνουν τη σημασία που έχει το γεγονός στη ζωή των ανθρώπων. Γύφτικος γάμος (για άκοσμη ευθυμία ή ευτελή επίδειξη). Πάρτονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου (για ανάρμοστες ευχές αγροίκου). Γάμος και τσουκάλι, θεν ανάγκαση μεγάλη (ότι ορισμένες δουλειές χρειάζονται μεγάλη δραστηριότητα). Με τη μία θυγατέρα πέντε γάμους έκανα (για κάποιον που υπόσχεται το ίδιο πράγμα σε πολλούς). Δεν έφαγαν ούτε του γάμου τα κομμάτια (για όσους έφτασαν γρήγορα σε ρήξη). Όποιος δεν πάντρεψε κορίτσι και δεν έφτιαξε σπίτι, δεν ξέρει τι θα πει βάσανα. Άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νάχει ο πεθερός. κλπ.
Στα νεότερα και τα σημερινά χρόνια, οι αντιλήψεις για το γάμο δεν διαφέρουν και πολύ, από τα παλαιότερα χρόνια. Ο γάμος αποτελεί και σήμερα υποχρέωση του καθενός προς τον εαυτό του και προς την κοινωνία, θεωρείται δε «ο δρόμος του Θεού» και είναι πολλές οι ευχές προς τα αγόρια και τα κορίτσια, οι σχετικές με σύντομη και καλή αποκατάσταση με το γάμο. Στις χαρές σου, στο γάμο σου, με το καλό στο σπιτάκι σου, καλή τύχη κλπ.
Βέβαια, πριν χρόνια, ήταν δύσκολο να παντρευτεί κανείς από έρωτα, για το λόγο ότι η επικοινωνία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ήταν δύσκολη, εξαιτίας των ηθών της εποχής, αλλά και συνήθως γιατί τον πρώτο λόγο είχαν οι γονείς για την επιλογή της νύφης ή του γαμπρού.
Ο μόνος αληθινός ίσως έρωτας απευθυνόταν στην προίκα. Κατά συνέπεια το λόγο είχαν οι προξενήτρες.
Οι προξενήτρες ήταν άτομα με εξαιρετικές ικανότητες, που με τη δύναμη της πειθούς και της τέχνης του λόγου, μπορούσαν να κάνουν το άσπρο μαύρο και να συνταιριάξουν δύο τελείως ανόμοιους ανθρώπους.
Κι όμως για τα ήθη της εποχής εκείνης, η δράση τους τις περισσότερες φορές ήταν ευεργετική, γιατί τα ήθη, ο σεβασμός, η συστολή, λειτουργούσαν ανασταλτικά, ακόμα κι αν υπήρχαν οι πιο αγνές προθέσεις, ώστε εκατομμύρια γάμοι ίσως δεν θα είχαν γίνει μέσα σε αυτό το ατέλειωτο χρονικό «διάβα» της ιστορίας μας και ιδιαίτερα τα 400 σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου τα ήθη έγιναν ακόμη πιο αυστηρά και έτσι έπρεπε για να μην εκφυλιστεί το γένος.
Πολλές από τις προξενήτρες, όταν πήγαιναν σε κάποιο σπίτι που θα έκαναν το προξενιό, έβγαζαν τη μύξα τους και την κολλούσαν στο «παράστωμα» της πόρτας, για να κολλήσει έτσι και το προξενιό.
Η ημέρα του γάμου, κανονίζεται με κοινή απόφαση και εξαρτάται από το χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους (γεωργικές ασχολίες, κτίσιμο σπιτιού, συμπλήρωμα των προικών κλπ). Για την ακριβή όμως ημερομηνία, υπολογίζεται και η έμμηνος ρύση της κόρης, γι αυτό και σύμφωνα με την παροιμία «Το μήνα έχει (ορίζει) ο γαμπρός και τη βδομάδα η νύφη».
Αποφεύγεται να γίνει ο γάμος το μήνα Μάιο, τη Σαρακοστή και το δωδεκάμερο, ενώ από τις μέρες της εβδομάδας αποφεύγεται η Τετάρτη, (όλα ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη).
Τις μέρες, από Δευτέρα μέχρι και Πέμπτη, γινόντουσαν όλες οι σχετικές προετοιμασίες, όπως η τακτοποίηση των προικών, καθαριότητες, η σύνταξη του προικοσύμφωνου κλπ, ενώ την Πέμπτη «ανάπιαναν» τα προζύμια για τις πίτες.
Να θυμίσουμε ότι το προικοσύμφωνο γινόταν μία από αυτές τις μέρες που προαναφέραμε, εκτός από την Τρίτη και ότι τα προζύμια τα ανάπιανε μια κοπέλα, παντρεμένη ή ανύπαντρη, αλλά που ζούσαν οι γονείς της.
Την Παρασκευή έφτιαχναν την πίτα και στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης. Το «χαμούρι» με το οποίο θα έφτιαχναν την πίτα ήταν με προζύμι, ενώ αυτό που θα χρησιμοποιούσαν για τα «κεντίδια» ήταν άζυμο. Επίσης να πούμε, ότι άλειβαν το ταψί με κερί, για να μη κολλάει και να μην σκάει η πίτα. Την Παρασκευή επίσης έφτιαχναν και το «Γιούκο», ενώ πολλά από τα προικιά τα τακτοποιούσαν σαν σε «έκθεση». Το βράδυ οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν στο σπίτι της, όπου ασήμωναν τα προικιά, έπιναν, έτρωγαν και χόρευαν την πίτα.
Παρομοίως και στο σπίτι του γαμπρού, οι δικοί του συγγενείς και φίλοι μαζεύονταν και διασκέδαζαν, χορεύοντας την πίτα. Στη συνέχεια οι συμπέθεροι του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου ασήμωναν τα προικιά και όλοι μαζί διασκέδαζαν.
Το Σάββατο ήταν ημέρα προετοιμασίας για τα φαγητά. Σφάζανε τα αρνιά, κατσίκια κλπ, έφτιαχναν τις γαρδούμπες, ανάβραζαν το κρέας κ.α.
Ο καθένας βέβαια στο δικό του σπίτι.
Την Κυριακή, ο γαμπρός μαζί με τα όργανα (αν υπήρχαν), έπαιρνε τον κουμπάρο και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, την έπαιρναν και κατευθύνονταν προς την εκκλησία.
Ύστερα από την τέλεση του Μυστηρίου και τον Καθαγιασμό της ένωσης του ζευγαριού, όλοι μαζί πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης, όπου τρώνε, πίνουν και χορεύουν.
Κατά το απόγευμα αρχίζουν να πετάνε τα προικιά από το χαγιάτι του σπιτιού στην αυλή, όπου είχαν ήδη στρώσει κουρελούδες. Τα πρώτα πράγματα τα κατέβαζε ο γαμπρός και η νύφη και είχαν καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Ο γαμπρός κατέβαζε το σίδερο του σιδερώματος και η νύφη μία εικόνα, συνήθως την Παναγία που κρατούσε στα χέρια της το μικρό Χριστό.
Το σίδερο συμβόλιζε τη δύναμη και η εικόνα την ευλογία του Θεού και της Παναγίας στο νέο ζευγάρι.
Τελευταία από τα προικιά έμενε η τσέργα, στην οποία κάθονταν επάνω κάποιοι συμπέθεροι της νύφης, ώστε αναγκαζόταν ο κουμπάρος να τους «ασημώσει» για να τους την πάρει. Μετά φόρτωναν τα προικιά σε μουλάρια και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού.
Μπροστά η νύφη και ο γαμπρός, πάνω σε άλογα ή πεζή και πίσω ακολουθούσαν οι συμπέθεροι. Μόλις έφταναν στην αυλή του σπιτιού του γαμπρού, η νύφη πετούσε δεξιά και αριστερά, πίσω και μπρός (στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα), ρόδια και καρύδια.
Όταν έφταναν στην πόρτα του σπιτιού, ο κουμπάρος έβαζε του γαμπρού και της νύφης τα στέφανα, ενώ στη νύφη έδιναν ένα ποτήρι μέλι, με το οποίο έφτιαχνε τέσσερις σταυρούς, στα τέσσερα σημεία της πόρτας, δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω. Ύστερα της έβαζαν ένα σίδερο για να πατήσει πριν μπει στο σπίτι. Το σίδερο αυτό ήταν συνήθως το συνδαύλιστρο (ζντράφτος).
Επακολουθούσε και πάλι φαγοπότι και γλέντι μέχρι αργά, στο σπίτι του γαμπρού.
Αν η νύφη δεν ήταν «εντάξει», δεν ήταν δηλαδή παρθένα και αυτό διαπιστωνόταν την πρώτη νύχτα του γάμου, τότε ο γαμπρός την άλλη μέρα, αφού προηγουμένως συμβουλευόταν και τους γονείς του και αφού εκτιμούσαν τα «υπέρ» και τα «κατά», συνήθως την έστελναν πίσω στο σπίτι της την επόμενη νύχτα, καβάλα σε σκουρόχρωμο γαϊδούρι (την έστειλε πίσω με το λάιο γαϊδούρι), ήταν η συνηθισμένη έκφραση.
Η οικογένεια της νύφης ήταν υποχρεωμένη να την δεχτεί και επί πλέον ο γαμπρός της «έγραφε» και κάποιο περιουσιακό στοιχείο, κατά κανόνα κάποιο χωράφι. Την χειρονομία αυτή τη λέγανε «πανωτίμι».
Σε μία εβδομάδα περίπου, γινόντουσαν τα επιστρόφια «πιστρόφια», όπου ο γαμπρός με την νύφη και άλλους συγγενείς, επισκέπτονταν το σπίτι των γονιών της νύφης, αλλά ο αριθμός των επισκεπτών πρέπει να ήτανε μονός (τρεις ή πέντε ή επτά κλπ).
Συνηθιζόταν στα πιστρόφια, η μάνα της νύφης να προσφέρει στο νέο ανδρόγυνο, ένα ζευγάρι κότες.
Ένα από τα τραγούδια που συνήθιζαν να λένε στους γάμους, ήταν κι αυτό.
Νύφη μου ξαστερόγυαλη
και λαμπερό φεγγάρι.
Πού το βρες, που διάλεξες,
αυτό το παλικάρι;
Ούτε τα γρόσια μου έδωσα,
ούτε και τα φλουριά μου.
Παρά μου τον εχάρισε
Η δόλια η πεθερά μου.
Νύφη μου όταν πρωτομπείς,
μες του γαμπρού το σπίτι.
Σαν κυπαρίσσι να σταθείς,
σαν λεμονιά ανθίσεις
Νύφη μου καλορίζικα
Ήρθα κι εγώ στο γάμο
Αν δεν ζούσε κάποιος από τους γονείς του γαμπρού ή της νύφης, το τραγούδι τελείωνε ως εξής,
Τούτη η μέρα σήμερα,
ανάσταση μου ΄φάνει.
Αν ζούσε κι ο πατέρας (μητέρα) (του, της),
Θα είχε άλλη χάρη.
‘Όταν ο γαμπρός ερχόταν από άλλο χωριό, στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος, ήταν καβάλα σε άλογο ή μουλάρι, προτιμότερο όμως ήταν το άλογο, αλλά ανεξάρτητα από το είδος του ζώου, έπρεπε οπωσδήποτε να ήταν κόκκινο.
Οι συμπέθεροι της νύφης έβγαιναν να προϋπαντήσουν το γαμπρό με την συνοδεία του και όποιος πρόφταινε και έπιανε τα χαλινάρια του αλόγου του γαμπρού, έπαιρνε ένα ταγάρι που κουβαλούσε ο γαμπρός μαζί του και είχε μέσα ψωμί, κρασί και κρέας.
Όποιος έπιανε το χαλινάρι, πυροβολούσε στον αέρα για να τον ακούσουν οι άλλοι που είχαν προστρέξει γι αυτό το σκοπό και να σταματήσουν, γιατί όλοι αυτοί συνήθως δεν πήγαιναν μαζί, αλλά έπιαναν διάφορα σημεία και μονοπάτια, υπολογίζοντας από που πιθανόν θα περνούσε ο γαμπρός.
Αυτός λοιπόν που έπιανε το χαλινάρι, οδηγούσε το γαμπρό στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος.
Αυτή η διαδικασία ήταν τα λεγόμενα «μπατίκια». Η λέξη είναι από το «εμβατίκια» το «έμπα», την είσοδο του γαμπρού στο χωριό της νύφης.
Αλλά και μετά το γάμο, όταν η νύφη παντρευόταν κι έπρεπε να φύγει για άλλο χωριό, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.
Μετά το πέταμα και το φόρτωμα των προικιών κι ενώ η νύφη αποχαιρετούσε τους γονείς τ΄ αδέλφια της και τους συγγενείς, κάτω στην αυλή τα μουλάρια φορτωμένα περίμεναν, ο κόσμος πολύς (καλεσμένοι και ακάλεστοι) είχαν συγκεντρωθεί να κατευοδώσουν τη νύφη για το μεγάλο ταξίδι της.
Κι όταν η νύφη κατέβαινε τις σκάλες, ίσως κάποιος από τους οργανοπαίκτες, κλαριντζήδες, αλλά συνήθως κάποιος ηλικιωμένος απ΄αυτούς που βρίσκονταν έξω στην αυλή, σαν αυτόκλητος τροβαδούρος, άρχιζε ένα τραγούδι μακρόσυρτο, πονεμένο, κάτι σαν «γαμήλιο μοιρολόι».
Μάνα μου τα λουλούδια μου,
συχνά να τα ποτίζεις.
Μάνα μου γλυκιά,
φεύγω για την ξενιτιά.
Και το τραγούδι, απ' το στόμα του τροβαδούρου, έφτανε και στα χείλη των υπολοίπων, που σιγανά-σιγανά προσπαθούσαν να τραγουδήσουν, αλλά στην πραγματικότητα έβγαινε από μέσα τους, κάτι σαν βόμβος, σαν βογκητό, σαν μούγκρισμα πληγωμένου ζώου.
Και η νύφη, χωρίς να μπορεί να τηρήσει πια τα «προσχήματα», πέφτει με δάκρυα και γοερούς λυγμούς στην αγκαλιά των γονιών της, ενώ ο κόσμος καταβάλλει υπερπροσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα, που πιεστικά και ξεδιάντροπα εννοούσαν να φανερώσουν αυτό που έκρυβαν μέσα τους.
Μέσα σ' αυτή τη συναισθηματική πάλη, με τη νύφη πνιγμένη στα δάκρυα και αφημένη στα αναφιλητά της και με τα πρόσωπα των ανθρώπων παραμορφωμένα σε «εικαστικές φιγούρες», ο αυτόκλητος τροβαδούρος, άπονος, σκληρόκαρδος, ανηλεής και αδυσώπητος, δυνάστης των ανθρώπινων συναισθημάτων, συνεχίζει να μπήγει πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή που ήδη άνοιξε.
Στη βρύση που ’παιρνα νερό,
ας πα να πάρουν κι άλλες.
Μάνα μου γλυκιά,
φεύγω για την ξενιτιά.
Επιτέλους το δράμα τελειώνει. Τα όργανα αναλαμβάνουν να δώσουν την εύθυμη νότα. Τα καταφέρνουν. Τα συναισθήματα μεταλλάσσονται. Η πομπή ξεκινάει, ο κόσμος ακολουθεί και τραγουδάει. Φτάνουν στην άκρη του χωριού, ο κόσμος σταματάει. Συνεχίζουν μόνο οι συμπέθεροι του γαμπρού και της νύφης, για να συνεχίσουν τη χαρά στο χωριό του γαμπρού. Στο δρόμο λένε τραγούδια για τον γαμπρό-αητό και τη νύφη-περιστέρα, οι συμπέθεροι ανταλλάσσουν πειράγματα. Πιο πολύ πειράζουν οι συμπέθεροι του γαμπρού, για τη νύφη που τους την παίρνουν και που για αυτούς είναι καμάρι και λάφυρο μαζί.
Και η νύφη, με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ίσια μπροστά, κρατώντας σφιχτά τα γκέμια του αλόγου με το ένα χέρι και με το άλλο ίσως κάποιο φυλαχτό που της έδωσε η μάνα της την τελευταία στιγμή, κοιτάζει τον ορίζοντα, λες και θέλει από τώρα να δει, να αναγνωρίσει το νέο της σπιτικό, που από δω και μπρος, εκεί θα είναι για όλη της τη ζωή, αρχόντισσα και σκλάβα μαζί.
Γιάννης Γιαννούκος