Η Επίσκεψις του Αγίου Δεσπότη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
«Μη οι ποιμένες βόσκουσιν εαυτούς;
ουχί τα πρόβατα βόσκουσιν οι ποιμένες;»
(Ιεζεκιήλ)
☆☆☆☆☆
Αφού το βαποράκι στάθηκε ως μισή ώρα στο μικρό όρμο, απέναντι απ΄την αγορά, η οποία φαινόταν σχεδόν γεμάτη από κόσμο, έστρεψε την πρώρα προς ανατολάς και απέπλευσε. Συγχρόνως οι καμπάνες των δύο εκκλησιών, που διέπρεπαν με τους ψηλούς πύργους και τους θόλους τους, η μία στο ύψος της παραθαλάσσιας οδού και της πλατείας, η άλλη στο κέντρο της επάνω συνοικίας, κινήθηκαν γοργά, εκχέοντας μεγάλη και παρατεταμένη κωδωνοκρουσία.
***
Γιατί αυτά;
Γιατί οι παπάδες ήξεραν, ότι ο Δεσπότης ο νεοχειροτόνητος της επαρχίας, ήταν μέσα στο βαπόρι, αλλά ο πρώτος μεταξύ αυτών, ο επισκοπικός επίτροπος, είχε πληροφορηθεί, ότι η Σεβασμιότης του δεν προτίθετο προς το παρόν να εξέλθει στην πολίχνη, αλλά θα μετέβαινε πρώτα, χάριν της δικής του ευκολίας, στην άλλη νήσο, την ανατολική, την μακρυνότερη στο δρόμο του και έπειτα θα επέστρεφε να επισκεφθεί και το εδώ ποίμνιό του.
Τελικά πήραν μία βάρκα και ανέβηκαν όλοι μαζί, οι επτά παπάδες, στο βαπόρι, για να χαιρετίσουν απλώς τον επίσκοπο κατά τη διέλευσή του.
Μόλις η μαύρη των ρασοφόρων πλειάδα, ανήλθε στο πρυμναίο «κάσαρο» (στεγασμένος χώρος στην πρύμνη) του ατμόπλοιου, όπου στεκόταν αγναντεύοντας τη μικρή πόλη ο περιοδεύων ιεράρχης και ο διάκος, αποτεινόμενος προς τον πρώτο απ΄τους ιερείς που έρχονταν, τον οποίο κατάλαβε ως επίτροπο του Δεσπότη, αν και πρώτη φορά τον έβλεπε, του λέει με τόνο δεσποτικό.
– Γιατί δεν εσημάνατε τις καμπάνες;
Ο παπα-Γιαννάκης, 83 ετών άνθρωπος, αν και ήταν κωφός, κατάλαβε τι έλεγε ο διάκος.
Επειδή ο Δεσπότης δεν επρόκειτο να εξέλθει, δεν είχαν προβλέψει ή το νόμισαν περιττό, να χτυπήσουν τις καμπάνες.
Τώρα όμως, στο κέλευσμα του διάκου, στράφηκε προς τη λέμβο, φώναξε ένα νέο που κρατούσε τα κουπιά και του λέει.
–Σταμάτη! Τρέχα γρήγορα, έξω!
Τις καμπάνες! Βαράτε τις καμπάνες!
Ο Σταμάτης, έφηβος ως 16 ετών, κυρίως βαρκάρης δεν ήταν, αλλά ορφανός μάγκας, τρέχοντας από μικρό παιδί πίσω από τα ράσα των παπάδων.
Όπως υπάρχουν εκκλησιαστικά δαιμόνια, έτσι υπάρχουν και αγυιόπαιδα εκκλησιαστικά.
Αμέσως ισιάρισε, κωπηλάτησε και μετά ένα λεπτό έφθασε στην προκυμαία. Θα μπορούσε να φωνάξει από τη βάρκα προς τους έξω, για να τρέξουν να σημάνουν τις καμπάνες, αλλά δεν το έκαμε. Πήδησε έξω κι έτρεξε για να απολαύσει αυτός πρώτος την υπέρτατη ηδονή της κωδωνοκρουσίας. Καθώς έτρεχε, φώναξε τον άλλο αδελφό του, το Φώτη και τον έστειλε στην επάνω ενορία για τον ίδιο σκοπό, ο οποίος έτρεξε, αρπάχτηκε από τα δύο σχοινιά που κρέμονταν από τις καμπάνες μέχρι κάτω στο προαύλειο της εκκλησίας και άρχισε να κρούει μανιωδώς. Ο δε Σταμάτης, ανέβηκε ψηλά στο καμπαναριό της κάτω ενορίας, κόλλησε σαν τελώνιο στη μεγάλη καμπάνα, άρπαξε το γλωσσίδι της, με το άλλο χέρι τη λαβή του επίκρανου της άλλης κι έριξε το σχοινί της τρίτης σε ένα άλλο παιδί που ήταν στη βάση του κωδωνοστασίου, το οποίο είχε κλειδώσει πεισματικά έξω από το πορτάκι του καμπαναριού. Μετά μία στιγμή, μανιώδης κωδωνοκρουσία άρχισε και άλλοι εναέριοι ήχοι απάντησαν από την άλλη εκκλησία. Και υπό τους ήχους αυτούς, το ατμόπλοιο απέπλεε και οι παπάδες επέστρεψαν στην ξηρά.
***
Μετά δύο εβδομάδες, όταν επέστρεψε από τη γειτονική νήσο ο Σεβασμιότατος, εν μέσω μεγάλης κλαγγής κωδώνων, επειδή ερχόταν πρώτη φορά, πήγε κατ΄ ευθείαν στο ναό. Εκεί, στο τέλος της δοξολογίας - και αυτό υπήρξε μετά την περί κωδωνοκρουσίας διαταγή, που δόθηκε από το διάκο, η πρώτη χαρακτηριστική πράξη της ποιμαντικής του - επιτίμησε έναν από τους ιερείς, διότι ως επαρχιώτης και ασυνήθιστος από αρχιερατικές ιεροπραξίες, είπε το συνηθισμένο «Δι΄ ευχών των αγίων Πατέρων ημών» και δεν είπε: «Δι ευχών του αγίου Δεσπότου ημών».
Ο δυστυχής ιερέας πως να το ξέρει, αφού πουθενά δεν το είχε βρει γραμμένο.
Την Κυριακή, όταν λειτούργησε ο επίσκοπος, στο τέλος της λειτουργίας, έδωκε νέο δείγμα της ποιμαντικής του.
Εις το «Πάντοτε, νυν και αεί», τον γεροντότερο, τον πλέον πεπειραμένο, αλλά και εγγράμματο ιερέα, τον έπιασε απότομα από το βραχίονα, που βαστούσε το Άγιον Ποτήριον και τον εβίασε να σταθεί επί ένα λεπτό στα βημόθυρα, για να πει το «Πάντοτε» σαν να επρόκειτο, κατόπιν του «Μετά φόβου Θεού», να γίνει και Δεύτερη Μετάληψη.
Και όμως, το Ευχολόγιο γράφει μόνο, ότι «βλέπει ο ιερεύς προς τον λαόν» και όχι «ίσταται εις την Αγίαν Πύλην».
Ότι δε περιττό γίνεται, μαρτυρεί μόνο τάση προς το πομπώδες και θεατρικό, όπως συνηθίζουν μάλιστα οι Ρώσοι. Μεγάλο ευτύχημα υπήρξε για τον άλλο γέροντα, τον επίτροπό του, στην οικία του οποίου κατέλυσε ο ιεράρχης, το ότι ήταν πολύ κωφός.
Ο Δεσπότης μπορούσε να τον επιτιμά και να τον ονειδίζει μάλιστα, χωρίς αυτός να αντιλαμβάνεται, ούτε να πικραίνεται με τίποτε.
Όταν δεν ήταν παρών ο διάκος, για να του εξηγήσει, αυτός δεν ήταν σε θέση να εννοεί τίποτε από τους θυμούς και τις εξάψεις του Σεβασμιότατου.
Τέλος, κατόρθωσε να δώσει λογαριασμό ο γέροντας επίτροπος σε μετρητά, για όλες τις άδειες γάμου και τα λοιπά «δικαιώματα» της Επισκοπής.
Αλλά για τα γαλόπουλα, τους αστακούς και τα αυγοτάραχα, κανείς δεν του ζήτησε λογαριασμό, πόσα είχε ξοδέψει. Είναι αλήθεια, ότι ο Δεσπότης ήταν εγκρατέστατος. Έπασχε από στομαχικά και καρδιακά συμπτώματα, ίσως από ψαμμίαση η και διαβήτη.
Αλλά ο διάκος είχε τα νιάτα του, την ξανθή γενειάδα και την κόμη του.
Θα ήταν υπερβολή βεβαίως αν λέγαμε, ότι έμοιαζε με τον αρχιποιητή εκείνον της Παπικής αυλής, του Λέοντος του Ι´, ο οποίος είχε παραπονεθεί κάποτε, ότι έκαμνε στίχους για χίλιους ποιητές και στον οποίον ο περιώνυμος Ποντίφιξ έδωκε την απάντηση: Et pro mille allis archipoeta bibit. (μα και ο αρχιποιητής πίνει για χίλιους).
Όπως και αν έχει, είναι βέβαιο, ότι αγαπούσε πολύ το εντόπιο μοσχάτο σε νταμιτζάνες προσφερόμενο.
Τέλος ο Σεβασμιότατος, αφού έδωκε το τελευταίο και κυριότερο μάθημα ποιμαντικής στους ιερείς του, τους συμβούλευσε δηλαδή να είναι καθαροί, να μη καπνίζουν ναργιλέ δημόσια και να μην κρατούν ποτέ ράβδο.
Εν μέσω κωδωνοκρουσιών και πάλι, προεπέμφθηκε, επιβιβάστηκε στο βαποράκι κι επήγε να ποιμάνει και άλλα πρόβατα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης