Η Χτυπημένη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1890
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Στου Γιάννη της Παντελούς το στενό, έβγαινε μία χανούμισσα, με το λευκό φερετζέ και το γιασμάκι της και τούτο πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μήνα.
Την είδε δύο φορές με τα μάτια της η γριά Παντελού και ο γιος της ο Γιάννης και διάφοροι άλλοι γείτονες.
Ήταν ένα κατάλυμα, παλαιό σπίτι που είχε καταρρεύσει, χωρισμένο από το στενό από το σπίτι στο οποίο κατοικούσε η γριά με το γιο της και τη νύφη της, έπειτα ένας αυλόγυρος έρημος, με ένα φούρνο, τον οποίο από πολύ καιρό έπαψε να κολλά η γερόντισσα και δύο ετοιμόρροπα σπιτάκια ακατοίκητα, όλα έρημα και σκοτεινά.
Της νύφης της, της Γιάνναινας, «της είχε έρθει άτυχα», βεβαίωνε η γριά Παντελού. Ένα βράδυ, που είχε κατεβεί στο κατάλυμα μοναχή της, βλέπει έξαφνα τη χανούμισσα, λευκόπεπλο, με το μέτωπο, τη μύτη και το σαγόνι σκεπασμένα, με τα μάτια να σπινθηροβολούν και καθόταν σαν καλή νοικοκυρά στην αγκωνή του ερειπίου, πάνω σε μια πέτρα, καπνίζοντας το μικρό τσιμπουκάκι της, κατά πως της έπρεπε πράγματι! Ήταν άλλωστε η μόνη οικοκυρά του μέρους, γιατί, αφού ο χώρος είχε μείνει από χρόνια έρημος από ανθρώπους, επόμενο ήταν να βρεθεί μία χανούμισσα να κάνει κατοχή.
Η παράδοση έλεγε, ότι τα παλιά χρόνια, όταν είχαν κατοικήσει Τούρκοι στο νησί, ο χώρος αυτός και πολλά γύρω οικόπεδα ανήκαν σε έναν Αράπη, ο οποίος είχε πολλές γυναίκες και το κατάλυμα τούτο ήταν ακριβώς το χαρέμι του. Είναι αλήθεια, ότι των Τούρκων οι νεκροί γίνονται τη νύκτα ζωντανοί σκύλοι, αλλά ίσως η μία από τις γυναίκες του Αράπη να ήταν στο κρυπτό χριστιανή και αν και ξεβαπτίσθηκε λόγω της μετά του απίστου συμβίωσης, δεν είχε κατορθώσει να γίνει εντελώς Τούρκισσα.
Άμα είδε το απίστευτο θέαμα η πτωχή γυναίκα, έτρεξε με τρεμάμενα πόδια, με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, λευκή σαν σεντόνι, έτρεξε επάνω στο σπίτι κι έπεσε αμέσως στο στρώμα με πυρετό.
«Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθεί. Και δεν της πήρε μεν η χανούμισσα τη μιλιά της, γιατί επειδή είχε παραλυθεί η γλώσσα της, δεν μπόρεσε να αρθρώσει κραυγή, αλλά έμεινε τραυλή διά βίου.
Επί τρεις μήνες και πλέον, τη διάβαζε ο ιερέας της Παναγίας της Κεχρεάς και κατ’ αρχάς οι φωνές της ήταν ακατάληπτες. Ύστερα όμως ο τραυλισμός μετριάσθηκε και μπορούσε μετά δυσκολίας να εκφράζει τι επιθυμούσε. Αλλά πέπλος βαθύς απλώθηκε στη διάνοιά της, όμοιος μ’ εκείνον, ο οποίος έκρυβε τους χαρακτήρες της μορφής της χανούμισσας.
***
Η πεθερά της, ορκιζόταν στο όνομά της, τόσο πολύ την αγαπούσε.
Και την αγαπούσε δημόσια, στο φανερό, δεν το έκρυβε.
Η γειτόνισσά της η γριά Περμάχου, αγανακτούσε και διαμαρτυρόταν κατά της τόσης αδυναμίας της συνομήλικής της προς την ασθενή νύφη.
Γιατί η πτωχή Γιάνναινα, τριάντα ετών γυναίκα, ωχρή, αναιμική εξ αρχής, ήτανε στο στρώμα επί μήνες, επί μήνες πολλούς, μετά την εμφάνιση του φαντάσματος. Της έλεγε:
- Ε! σαν πεθάνει και τι τάχα; Θα ξελευτερωθεί….
Αλλά η γριά Παντελού, ούτε για αστείο μπορούσε να ακούσει τέτοια ευχή να λένε. Ν’ αποθάνει η νύφη της; Μη γένοιτο! Και είχε άλλη νύφη;
Και όμως, με όλους τους απαίσιους κρωγμούς της γριάς Περμάχου, η Παντελού δεν έπαυε να την έχει έμπιστη, να της λέει όλα τα μυστικά της. Ένα πρωί, ερχόμενη στην πόρτα της καλύβας, που κατοικούσε η απαίσια γριά, κάτω από τη φυλλορροούσα κληματαριά, της είπε ότι η νύφη της είχε περάσει τη νύκτα πολύ άσχημα, ότι δυο φορές ήλθε σε κίνδυνο, ότι «ακόμη λίγο και θελά σώσει», ότι ξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριο για να την μεταλάβει και ότι μόλις τώρα τα χαράματα ησύχασε λίγο και αποκοιμήθηκε. Αλλά ότι ακόμα είναι φόβος, φόβος και κίνδυνος.
Στρέφοντας τότε η γριά Περμάχου πολυσήμαντο βλέμμα προς την συνομήλικη και ομότριχή της, της λέει·
- Σα σ’ ακούω γειτόνισσα! Θα φάει κι άλλη ψωμί!..
***
Εντούτοις, η ταλαίπωρη γυναίκα υπέφερε και ήταν άξια οίκτου. Έπασχε από συνεχή πνιγμονή, είχε παραληρήματα, λιποθυμίες, παραμιλήματα, έκλαιγε κι εκόπτετο άνευ αιτίας, ξενυχτούσε, από τον σκληρό εφιάλτη. Τραύλιζε, τραύλιζε πάντοτε. Φώναζε ξαφνικά: «Να την! τη βλέπω!». Φανταζόταν ότι βλέπει πάντοτε τη χανούμισσα με το φερετζέ και με το τσιμπουκάκι της. Φώναζε την κόρη της, παιδίσκη επτά ετών:
«Έλα, μικλό μου! Κατελνιώ μου! καλδιά μ’ πονεί…».
Και η μικρή ερχόταν κοντά της και την αγκάλιαζε.
Η κορασίδα αυτή, ήταν απαράλλακτο αντίτυπο της μητέρας της, μικρογραφία της ίδιας εικόνας. Μακρά, ισχνή, λευκότατη, κηρόπλαστη.
Εντούτοις η γιαγιά της δεν την αγαπούσε.
Προτιμούσε τον αδελφό της, το μικρό Πολυχρονάκη, τεσσάρων ετών παιδί «με τέσσερα μάγουλα», ακριβές αντίγραφο του πατέρα του.
***
Ο καλός αυτός νοικοκύρης, γεωργοκτηματίας απ΄ τους πρώτους του νησιού, επαρχιακός σύμβουλος, μικρόσωμος, παχύς, με μεγάλη κοιλιά, γυρνούσε πάντοτε το βράδυ από το χωράφι (συνήθως ερχόταν πολύ μετά τη δύση του ήλιου, ενίοτε δύο ώρες νύχτα,) κουρασμένος, πεινασμένος, ολιγόλογος, αλλά όχι και οργισμένος, ούτε παράξενος.
Δεν ρωτούσε ποτέ την πάσχουσα πως πέρασε την ημέρα, αλλά και δεν γόγγυζε ποτέ ούτε παραπονιόταν γιατί να είναι άρρωστη.
Είχε δουλειές, είχε σχέδια, εργαζόταν ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχει παραγιούς, να δανείζεται και να πληρώνει μεροκάματα.
Είχε δύο-τρεις ελαιώνες λαμπρούς, ζηλευτούς και εύρισκε τους δανειστές πρόθυμους. Φανταζόταν ότι η προθυμία αυτή ήταν από σεβασμό και αβροφροσύνη προς αυτόν, σαν πρόκριτος που ήταν από καλή οικογένεια του τόπου. Όλο το χρόνο δεν του έλειπαν οι εργάτες.
Είχε δύο βουνά ολόκληρα να καλλιεργήσει. Είχε να ξανοίξει, να ξεσκαλώσει, να θαμνέψει, να βοτανίσει, να φυτέψει, να θηλιάσει, να οργώσει. Έπειτα είχε να μαζέψει τους καρπούς, να πάει τις ελιές στο λιοτρίβι, να πατήσει τα σταφύλια.
«Καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλαι».
Δανειζόταν λοιπόν και πλήρωνε. Έλεγε: «παίρνοντας και δίνοντας». Συνήθεια δεν είχε να λογαριάζεται ποτέ, αν και έδινε στους τόκους ότι του περίσσευε. Οι δανειστές του, λόγω της οφειλόμενης αβροφροσύνης προς αυτόν, ως εκ προγόνων προεστώτα του τόπου, δεν του έλεγαν ποτέ: «Έλα να λογαριασθείς». Δεν φανταζόταν, ότι όλα και όλα τα χρέη του θα υπερέβαιναν ποτέ τα χίλια τάλιρα.
Στην πρώτη ελαιοφορία, είχε σκοπό να τα ξοφλήσει όλα, αλλά ένα βράδυ εξεπλάγη δυσάρεστα, όταν, γυρνώντας από το χωράφι, βρήκε στην πόρτα του τοιχοκολλημένη αγωγή «περί πληρωμής δραχμές 19.892 και 85% εντόκως, από της επιδόσεως μέχρι εξοφλήσεως».
Ο αυθάδης κλητήρας, που μόνο αυτός τόλμησε να λησμονήσει την οφειλόμενη προς τον απόγονο των προεστώτων αβρότητα, παραπονέθηκε, ότι δεν εύρισκε ποτέ τον εναγόμενο, ότι ήταν αιωνίως στο χωράφι, ότι ποτέ ούτε τις Κυριακές δεν κατέβαινε στην αγορά και επειδή οι γυναίκες δεν ήξεραν να υπογράψουν, ούτε ήθελαν να δεχθούν το έγγραφο, υποθέτοντας ότι θα ήταν κάτι φοβερό, κόλλησε την αγωγή στην πόρτα και πήγε να πιει το ορεκτικό του.
***
Και είναι αποδεδειγμένο, ότι μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της.
Μόλις είχε περάσει μήνας από το ανεξήγητο πάθημα της γυναίκας του και η αγωγή του κοινοποιήθηκε.
Εννοείται ότι, αν και ήταν επαρχιακός σύμβουλος, δεν γνώριζε τίποτε από δικαστικά πράγματα και οι δικολάβοι τον εκμεταλλεύονταν όπως ήθελαν αυτοί.
Έπαψε τους εργάτες, για να πληρώνει τους δικηγόρους.
Η γριά Παντελού ήλθε στο σημείο να μετανοήσει που έπαψε να κολλά το φούρνο, ας ήταν και μητέρα συμβούλου επαρχιακού. Δεν της αρκούσαν τα άλλα βάσανα, είχε και τη γριά στρίγγλα τη γειτόνισσά της, που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει τη σκληρή επωδό:
«Θα φάει κι άλλη ψωμί!»
Και αυτή, τη νύφη της, που ορκιζόταν στο όνομά της, μπορούσε να ακούει τέτοια κακά πράγματα;
Μία μέρα έχασε την υπομονή της και της λέγει.
- Για να σου πω γειτόνισσα, δε μ’ αρέσει να μ’ το λες αυτό.
Τότε η γριά γυρνώντας της αποκρίθηκε.
- Το ξέρω δα πως ορκίζεσαι στ’ όνομά της, γειτόνισσα, μα ησύχασε, το όνομα της δε θα χαθεί!
Ήταν ημέρα Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα και η γριά Παντελού, επιστρέφοντας απ΄τη λειτουργία, όπου είχε ακούσει τις «γενεές δεκατέσσαρες» ανέβηκε στο σπίτι.
Η ασθενής ήταν ξαπλωμένη στο στρώμα κοντά στο τζάκι και η μικρή Αικατερίνη καθισμένη δίπλα στο προσκέφαλό της, της κρατούσε το χέρι.
Η γριά Περμάχου είχε έλθει να κάμει τη συνηθισμένη πρωινή επίσκεψη, να δώσει κανένα ψευτογιατρικό στην πάσχουσα και να πιει τη φασκομηλιά της με το πετιμέζι. Καθισμένη σταυροπόδι σε μία γωνία αντίκρυ της εστίας, ίδια με την κουκουβάγια, προσήλωνε τους μεγάλους οφθαλμούς της στην ασθενή και καταμετρούσε τους προϊόντες βαθμούς της φθοράς στο πρόσωπό της. Έπειτα σηκωνόταν και κατέβαινε στην καλύβα της και η γριά Παντελού, τη συνόδευε συνήθως μέχρι τη σκάλα.
Τότε η Περμάχου, επαναλάμβανε με σιγανή φωνή την προφητεία της, «ότι θα φάει κι άλλη ψωμί», η δε γριά διαμαρτυρόταν ασθενώς κατά της επιμονής της.
***
Και την ημέρα εκείνη, το ίδιο συνέβη και το παράδοξο ήταν, ότι μόλις σηκώθηκε η Περμάχου, ευχόμενη «περαστικά» όπως συνήθιζε, η ασθενής στήλωσε τα αυτιά, κοιτάζοντας από την πόρτα που είχε μείνει μισάνοιχτη προς τον εξώστη, κατά τη διεύθυνση που βγήκαν οι δυο γριές, άκουσε τους ψιθυρισμούς τους και η όψη της έγινε πελιδνότερη απ΄όσο ήταν.
Διέκρινε άρα την κακόηχη φράση της γριάς κακομάντιδας;
Στράφηκε τότε προς την κόρη της και με κόπο και δυσκολία της είπε τραυλίζοντας.
- Αχ ! παιδί μου, εγώ έχω ως τώλα πεθελά και συ από δω κι εμπλός θα έχεις… Και στάθηκε.
-Τι θα έχω; ρώτησε με παιδική περιέργεια η παιδίσκη.
Η ασθενής ανένευσε, σαν να ήθελε να πει:
«Άφησέ τα τώρα, δεν είναι καιρός». Αλλά η μικρή επέμεινε.
- Τι θα έχω, μητέρα;
- Τι να σου πω, παιδί μου, ψιθύρισε η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει...
Ίσως ήθελε να πει «μητρυιάν», αλλά δεν είχε το θάρρος να αρθρώσει τη λέξη.
- Γιατί μητέρα, επανέλαβε η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ’ ευχαριστημένη. Και δε σ’ αγαπάει η μαμίτσα μου;
Η ασθενής έσεισε το κεφάλι, αλλά δεν είπε λέξη.
- Η μαμίτσα μου, μητέρα, την ακούω εγώ πολλές φορές, που λέει της θεια-Περμάχους πως σ’ έχει ’μόσιμο. Δεν μου λες, μητέρα, τι θα πει αυτό, να έχει κανείς έναν άνθρωπο ’μόσιμο;
- Θα πει, παιδί μου, μουρμούρησε η ημίπληκτη, πως αμόνει τάχα στ’ όνομά του.
Η κορασίδα δεν εννόησε εντελώς.
- Και τι θα πει να αμόνει στ’ όνομά του;
- Θα πει να παίλνει όλκο στ’ όνομά του, πως λένε καμπόσοι μα το Θεό, μα την Παναγιά….
- Α! κι η μαμίτσα μου αμόνει στ’ όνομά σου ;
- Θεός ξέλει….
- Την άκουσα, μητέρα, να το λέει της θεια-Περμάχους κι η θεια-Περμάχου της έλεγε…
Η ασθενής έκαμε κίνημα, όχι περιέργειας ή ανυπομονησίας για ν’ ακούσει, αλλά μάλλον αποτροπιασμού για να μην ακούσει τα λεγόμενα. Η μικρή εξακολούθησε χωρίς να καταλάβει.
- …Της έλεγε: «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάει κι άλλη ψωμί….».
Δε μου λες μητέρα, τι θα πει να φάει κι άλλη ψωμί; Αλλά η δυστυχής γυναίκα είχε γίνει πελιδνότατη και τα μάτια της είχαν την αλαμπή εκείνη στιλπνότητα, την οποία ο λαός ονομάζει βασίλεμα των ματιών, και τα δόντια της έμειναν σφιγμένα.
- Τι έχεις μητέρα, τι έχεις; έκραξε η Αικατερίνη.
Τη στιγμή εκείνη επέστρεψε η γριά Παντελού, αφού είχε συνοδέψει μέχρι τη σκάλα τη γριά φίλη της.
- Κουράγιο νυφούλα μου, κουράγιο, είπε, βλέποντας την έκτακτη ωχρότητά της και χωρίς να μαντεύει τι είχε λεχθεί.
Η ασθενής κατέβαλε υπεράνθρωπο αγώνα και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανένα παράπονο. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει προς την πεθερά και προς την κόρη της.
Η γριά επανέλαβε και πάλι.
- Δεν έχεις τίποτε. Κουράγιο νυφούλα μου, κουράγιο!
***
Πτωχή γυναίκα! Υπέφερε σαν μάρτυς. Είχε γίνει θύμα της μεγάλης αυτής φιλοστοργίας της πεθεράς της. Τόσο την αγαπούσε, ώστε την είχε απομακρύνει από τους εξ αίματος συγγενείς της. Δεν επέτρεπε στη μητέρα και τις αδελφές της να έλθουν να τη νοσηλεύσουν. Αυτές οι ίδιες παραπονιόνταν πικρά, κατά της έχουσας το ίδιο αίμα και την αποκαλούσαν ξεχωρισμένη. Έλεγαν, ότι η πεθερά της κατόρθωσε να την ξεχωρίσει από τον κόσμο. Η γριά έβαλε μαναφούκια και στα δύο μέρη. Σε εκείνες έλεγε ότι η νύφη της δεν τις θέλει να έρχονται και ότι είναι μία παράξενη, μία ανάποδη… Σε αυτήν έλεγε ότι η μητέρα της και οι αδελφές της τη δυσφημούσαν πάντοτε και για τούτο τις καταριέται μέσα απ΄ την ψυχή της: «Οι λοχεμένες, οι στειρεμένες, οι αχρόνιαστες. Αντί να χαρούν που μπήκε σε τέτοιο σπίτι η αδελφή τους, την ζηλοφθονούσαν…» κτλ.
Τη νύκτα η γριά ροχάλιζε, όπως ο Ιωνάς σε καιρό της τρικυμίας και δεν σηκωνότανε να δώσει το γιατρικό στη νύφη της ή να της ψήσει τουλάχιστον ένα ζεστό.
Το γιο της τον είχε πείσει, ότι δεν ήταν ανάγκη να καλέσει το γιατρό στο σπίτι. «Οι γιατροί δεν ξέρουνε τι τους γίνεται, καλύτερα τα καταφέρνουν οι γυναίκες.
Με τα ψευτογιατρικά είδαμε πολλούς να γιατρευτούν».
Και έρχονταν κάθε μέρα τρεις ή τέσσερες ψευτογιάτρισσες στο σπίτι, εκ των οποίων, μία ήταν η γριά Περμάχου, που έλεγε ότι με τις αλοιφές θεραπεύονται αυτά τα νοσήματα και όχι με τα λόγια και τα φυλαχτά, καθώς ισχυρίζονται οι άλλες. Και σχεδόν κάθε μέρα την έτριβε με κηραλοιφή και της άλειφε τα πλευρά, λέγοντας: «Κηραλοιφίτσα να το γιάνει! »
***
Θλιβερά ξημέρωσαν τα Χριστούγεννα για τη μικρή Αικατερίνη.
Ο κόσμος γιόρταζε και η μητέρα της ψυχομαχούσε! Και ο πατέρας της δεν έπαυσε να δικάζεται με τους δανειστές και άφησε το σπίτι χωρίς ψώνια, για να πληρώσει τους δικολάβους. Και η γριά Παντελού ήταν απαρηγόρητη, λέγοντας ότι δεν ήθελε να χάσει τη νυφούλα της, όπου την είχε «’μόσιμο!» Και η γειτόνισσά της η Περμάχου, αγωνιζόταν να την παρηγορήσει επαναλαμβάνοντας ότι: «θα φάει κι άλλη ψωμί».
Εκοιμήθη η δυστυχής κάτω από το κυπαρίσσι, αντίκρυ του ωραίου περιβολιού του συζύγου της, που αποτελείταν από ελαιώνες, αμπέλι και κήπο, το οποίο οι δανειστές θα εξέθεταν μετά ένα μήνα σε πλειστηριασμό. Παρόλα αυτά, η γριά Περμάχου, διακαώς ποθούσε να βρει παρηγοριά για τη λευκότριχη φίλη της (η οποία έχασε τη νυφούλα της, όπου την είχε ’μόσιμο), άρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά, προς αναζήτηση συζύγου για το Γιάννη της Παντελούς.
- Και αν φοβέριζαν να βγάλουν τα υποστατικά του στη δημοπρασία, τάχα τι; Αυτός είχε πολύ βιος, ήταν και προκομμένος…
Και η μικρή Αικατερίνη, είχε ακριβώς τόση ηλικία, όση αρκούσε για να αισθάνεται τη δυστυχία της και να κλαίει.
Η μητέρα της, στην πράξη, δεν είχε αργήσει να της δώσει απάντηση στην αφελή ερώτησή της περί του «τι θα πει να φάει κι άλλη ψωμί».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης