Η Άκληρη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Βέβαια, η τύχη της το είχε, κοντά σε όλα τ᾿ άλλα βάσανά της, να βρεθεί και το σπίτι της αυτό, που κατοικούσε, σε μέρος τόσο παράμερο και τόσο ξανοιχτὸ συνάμα, κοντά στο γιαλό, απέναντι σε μικρή πλατεία και ανάμεσα σε δύο εργαστήρια, το ένα σιδηρουργείο, το άλλο βαρελάδικο.
Γιατί όλα αυτά τα διάφορα μέρη, λειτουργούσαν σαν κυψέλες, σαν σφηκοφωλιές, όπου μαζώνονταν καθημερινά όλες «οι κλήρες» της γειτονιάς και του χωριού και θορυβούσαν και χαλούσαν τον κόσμο.
Νέα όταν ήταν η Μαχώ, ενόσω είχε ακόμη ελπίδα να αποκτήσει κι αυτή τέκνο, συνήθιζε να αγαπά, ότι σήμερα ονόμαζε «κλήρες», τα παιδιά του κόσμου.
Αλλά αφού είχε κάμει τόσα ταξίματα και μεταχειρίσθηκε ψευτογιατρικά και πήγε δύο τρεις φορὲς στα «Θέρμα» και η στείρωσή της δεν θεραπεύθηκε και δε μπόρεσε να καρπογονήσει, τώρα τελευταία, ξενιτεύτηκε και ο σύζυγός της κι αυτή πλέον άρχισε να γεράζει, δε μπορούσε πλέον να υποφέρει τα μικρά παιδιά, ήταν πολύ ενοχλητικά!
Γιατί ο γιαλός είχε βάρκες και μέσα στις βάρκες, πηδούσαν οι κλήρες και φώναζαν και ατακτούσαν, αν ήταν καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, δεν έπαυαν να κολυμπούν και βούλιαζαν τις βάρκες κι έκαναν διαβολεμένο θόρυβο και η μικρή πλατεία είχε δένδρα κι επάνω στα δένδρα ανέβαιναν οι κλήρες κι έτρωγαν μισοάγουρα τα μούρα και τα ζίζυφα και κυνηγούσαν τα πουλιά κι έσπαζαν τα κλωνάρια και κανένα απ’ αυτά δεν έπεφτε ποτέ κάτω να "μισερωθεί", για να πάρουν φόβο τα άλλα.
Και από το ένα εργαστήριο, ο βαρελάς, ήταν άνθρωπος μαλακός κι επέτρεπε στους κλήρες να κυλούν τα βαρέλια, να του χαλούν τα στεφάνια, να κάμουν ώρες-ώρες τρομερό βόμβο στη γειτονιά.
Και όσο για τους δύο αδελφούς γύφτους του άλλου εργαστηρίου, ο μαστρο-Γιάννης, όσο και αν τα μάλωνε, δεν μπορούσε να τα περιορίσει και ο Γιάλα-Ντρίτσας επικαλούμενος, ο άλλος αδελφός, ήταν πάντοτε σχεδόν μεθυσμένος κι οι μάγκες, είχαν βρει με αυτόν καλή διασκέδαση.
Κτυπούσαν κι έσπαζαν τους φυσητήρες, έκλεβαν τεμάχια σιδήρων, του άρπαζαν τις βρεχτούρες και τον κυνηγούσαν με αλαλαγμούς και φωνές:
― Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!
Δίπλα στο σπίτι της θειας Μαχώς, κατοικούσε η Αφροδὼ με τον άνδρα της και τα παιδιά της.
Ἡ Αφροδὼ είχε -πως τα μοιράζει ο Θεός! - οκτώ παιδιά, όλο κορίτσια! Ένα μόνο αγόρι είχε κάμει και σαν για να διορθωθεί το παρόραμα της φύσης, της το είχε πάρει ο Χάρος.
Κάποια εχθρή της, στρίγγλα, ποιος ξέρει ποια, της είχε ρίξει τα κορίτσια πάνω στο γάμο της, όταν διαβαζόταν ο Αρραβώνας.
Δεν είχαν λάβει πρόνοια οι δικοί της, να της βάλουν το Τετραβάγγελο στον κόρφο της.
Άλλοι λέγαν ότι, ο πεθερός της διάβαζε τη Σολομωνική και ίσως εκείνη η αμαρτία, να είχε φθάσει…
Είχε οκτώ κορίτσια, όλα σαν αραπάκια, το ένα μελανότερο από το άλλο. Αλλά όταν έφθαναν το ένα μετά το άλλο και πολύ σύντομα στην ήβη, όλα ξάσπριζαν, ομόρφαιναν, γίνονταν αγνώριστα…
Αυτά κατορθώνει η δημιουργός μητέρα, η φύση!
Η θεια-Μαχὼ «σαν ψέματα, σαν αλήθεια», της είχε ζητήσει να της δώσει ένα απ’ τα κορίτσια της, να το υιοθετήσει.
Η Αφροδώ, με όλες τις ανάγκες της (ο σύζυγός της, χωρικός, είχε μια μικρή κτηματική περιουσία), χωρίς να διστάσει, αρνήθηκε!
***
Μια χρονιά, όταν ήλθε η Μεγάλη Εβδομάδα, από την Τετάρτη το απόγευμα, καθώς διακόπηκαν τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, όλες οι «πανούκλες» του χωριού, του σχολείου και του δρόμου, είχαν κολλήσει γύρω, στη μικρή πλατεία και στο σιδηρουργείο κι έκαναν δαιμονικό θόρυβο. Απαιτούσαν από το Γιάλα-Δρίτσα, να τους δώσει μεγάλα καρφιά, «τζαβέτες», για να καίνε τα καψούλια τους. Άλλοι ζητούσαν επιτακτικά να τους κατασκευάσει μικρά «κανονάκια». Έψαλλαν το στίχο του τραγουδιού: «Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ᾿ μας καρφιά, φτιάσ᾿ μας πιρούνια τρία, ο σκύλος ο παράνομος.» Η βρεχτούρα, έπαιζε μεγάλο ρόλο σ΄όλη αυτή τη διαμάχη και τη στιχομυθία.
Τη μία την είχαν κλέψει οι μάγκες και την έβρεχαν με θαλασσινό νερό, ο Γιάλα-Δρίτσας, τους φοβέριζε με την άλλη.
Επί πλέον, ο νέος δήμαρχος, ο οποίος είχε εκλεγεί το έτος εκείνο, θέλοντας να νεωτερίσει και να μιμηθεί ότι γίνεται στις πόλεις, είχε διατάξει να κατασκευασθεί εξέδρα στη μικρή πλατεία, για να ψαλεί η Ανάσταση.
Ο ναός απείχε περί τα διακόσια βήματα.
Επάνω στις δοκούς και στα ξύλα και τα σκελετὰ εκείνα, κόλλησαν όλες οι «κλήρες» και δεν ξεκολλούσαν.
Περισσότερο θόρυβο έκαναν αυτοί, παρά όση δουλειά οι μαστόροι, από το πρωί ως το βράδυ, έμοιαζαν με μύγες, που είχαν πέσει πάνω σε κολλητικό γλυκό στρώμα.
Κάθε νεοφανές πράγμα ήταν γι’ αυτοὺς ανέκφραστη αγαλλίαση.
Η πτωχή η «Άκληρη», δεν τολμούσε πλέον να ανοίξει παράθυρο, να τους επιπλήξει.
Είχε διδαχθεί από πικρή πείρα, ότι το «να τους μαλώνει» κανείς, ήταν γι᾿ αυτούς μεγάλη διασκέδαση και άλλο καλύτερο δε ζητούσαν, παρά να βρουν κάποιον να κάνει το σοβαρό, για να τον πάρουν «στο μεζέ».
Πριν πολύ καιρό ήδη, είχε πάρει τα μέτρα της να μη παραπονείται ποτέ, αλλά να υποφέρει με υπομονή.
Το οποίο είναι σπάνια φρόνηση και για άνδρα ακόμη.
Τέλος, ήλθε η νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου.
Τα μεσάνυκτα εψάλη η Ανάσταση στην εξέδρα, κατά τα σχέδια του νέου Δημάρχου.
Όλος ο κόσμος στάθηκε γύρω από την εξέδρα, οι γυναίκες λίγο παραπίσω.
Η θεια-Μαχώ, μαζί με άλλες δύο ή τρεις, χήρες ή γριές, στάθηκαν έξω από τη γυναικεία θύρα του ναού και κοίταζαν από μακριά.
Μερικές γυναίκες, παραπονιόνταν ότι δεν άκουγαν ή ότι δεν έβλεπαν καλά προς την εξέδρα.
Συμπέραναν μόνο ότι εψάλλετο το «Χριστός Ανέστη», από τις σταυροειδείς ανακινήσεις των λαμπάδων και από τα λίγα τρομπόνια που έπεσαν.
***
Κοντά στη συντροφιά των χηρών και των γεροντισσών, ήλθε ένα δέκα ετών παιδί, το οποίο δεν φαινόταν ευχαριστημένο.
Ήταν μακρινός ανεψιός της Μαχώς.
Μία απ’ τη συντροφιά, ήταν η μητέρα του.
Ήταν το μόνο παιδί το οποίο ήταν κάπως συμπαθές στην «Άκληρη».
― Ιπέρσ᾿ ήταν καλά θεια-Μαχώ, είπε απευθύνοντας το λόγο προς τη θεία του.
«Ιπέρσι», καθώς θυμόταν η Μαχώ, έβρεχε και η Ανάσταση δεν είχε ψαλθεί στο ύπαιθρο.
Αλλά ίσως ο μικρός θυμόταν ένα πυροτέχνημα, το οποίο κάηκε από παράθυρο γειτονικού σπιτιού.
― Τάχα θα ζήσουμε και του χρόνου, παιδάκι μ᾿; είπε η Μαχώ.
Το παιδί, απογοητευμένο ήδη, είχε αρχίσει να χάνει το ιδανικό του και λυπόταν το παρελθόν.
Η γριά ανησυχεί για το μέλλον.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης