Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Μικρά ψυχολογία

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Παρά την οδό Σ. .. στην Αθήνα, κατά τη νοτιοδυτική εσχατιά της πόλης, συνέβη, μία των ημερών, να ακούσω ύβρεις στο δρόμο για την εξής αφορμή.

Μικρό παιδί, τριών ή τεσσάρων ετών, είχε γλιστρήσει και πέσει με τα μούτρα στο μαρμάρινο κατώφλι, στην εξώπορτα μιας οικίας. Είχε κτυπήσει τη μύτη και το μέτωπο, φώναζε και έκλαιγε, μη δυνάμενο να σηκωθεί.

Εγώ που έτυχε να περνάω από κει, έσκυψα και ανασήκωσα το παιδί.

Την ίδια στιγμή κατέρχεται δρομαία, γιατί είχε ακούσει τις φωνές, η υπηρέτρια του σπιτιού.

Άμα με είδε εκεί, πρώτη φορά βλέποντάς με, με έβαλε μπρος και με ονείδισε με πολλή θρασύτητα, νομίζοντας ότι εγώ είχα κάμει κακό στο παιδί και για τούτο έκλαιγε.

Το μικρό τούτο συμβάν, ανάξιο μνείας ίσως, καίτοι διδακτικό κατά κάποιον τρόπο, μου θύμισε ένα άλλο, το όποιο μου είχε συμβεί προ χρόνων στην πατρίδα μου.

- Κάτω, στην παραθαλάσσια αγορά, περί την ώρα του δείπνου, τα καφενεία, τα καπηλειά και μπακάλικα, έλαμπαν πάμφωτα και η ανθρώπινη κυψέλη του ναυτικού και εργατικού κόσμου, τα περιβομβούσε με την αργολογία της. Έκαστος ψώνιζε για το σπίτι ή έπαιρνε «τ’ ορεκτικόν του», αργοπορούσε με τους φίλους και ούτε του έκαμνε καρδιά να ξεκολλήσει.

Πολλοί «εδευτέρωναν» ή και «ετρίτωναν» το εντόπιο ρακί ή τη μαστίχα.

Η ώρα εκείνη, ήταν η αμφιλύκη εντός της ψυχής, η αναψυχή προ της ραστώνης, η ανατολή του άστρου της εσπέρας πριν την αστροφεγγιά.

Ήταν Νοέμβριος μήνας, νότιοι άνεμοι έπνεαν, ζεστή και υγρή άλμη ιωδίου επικρατούσε.

Μακριά γραμμή από μικροκάικα, βρατσέρες και κότερα, έδιδαν ζωή στην προκυμαία.

Λίγο παραμέσα, πέντε ή έξι σκούνες και δυο ή τρία βρίκια στόλιζαν το λιμάνι. Άλλα είχαν δέσει ήδη τα πρυμνήσια με σκοπό να παραχειμάσουν, άλλα ετοιμάζονταν ακόμη για χειμερινά ταξίδια.

Λίγα φαναράκια, σαν λαμπυρίδες, έκαιγαν μετέωρα πάνω απ’ την κουβέρτα και τ’ άστρα από ψηλά επάνω κατοπτρίζονταν φωσφορίζοντα οφιοειδώς στα κύματα.

Που και που ακουγόταν βραχνό το γαύγισμα καραβόσκυλου, ερεθιζόμενου από πλατάγισμα κουπιών από λέμβο παραπλέουσα στο σκότος και η αποθαλασσιά, με όλη τη γαλήνη, φλοίσβιζε νυσταλέα στις πρύμνες και τα πλευρά των πλοίων, ή έπληττε τα κράσπεδα της προκυμαίας.

- Εκεί, στο καπηλειό του Χαρκούμπα, συνάντησα το βράδυ εκείνο, τον παλαιό μου φίλο, τον Ιάκωβον Λ...

Είχα δειπνήσει νωρίς και έπειτα ευθύς εξήλθα. Περπατούσα αργά, έξω από τα μαγαζιά και κοίταζα μέσα.

Μου άρεσε να βλέπω, να περιεργάζομαι τις διάφορες παρέες και να μην εισέρχομαι, αν και επόμενο ήταν να κατασταλάξω κάπου, για να πιω μικρό ποτήρι ξανθού μοσχάτου του τόπου.

Ο Ιάκωβος ήταν μόνος, προ ολίγου τον είχε αφήσει ως φαίνεται η συντροφιά του κι αυτός αργοπορούσε ακόμα, δεν αποφάσιζε εύκολα να μαζευτεί στο σπίτι.

Εκείνος κοίταζε προς τα έξω, εγώ προς τα μέσα, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν.

Δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει τη διασταύρωση αυτή των βλεμμάτων ή και να αποστρέψει το βλέμμα, ίσως γιατί το μάτι έχει μαγνήτη, καθώς λένε. Ούτε μπορεί κανείς να κάμει «τον αδιάφορον», διότι ο φίλος τότε θυμώνει. Οπότε, ούτως ή άλλως, πιάνεται κανείς στα βρόχια.

Ο Ιάκωβος με φώναξε, εγώ μπήκα. Αμέσως εκείνος παρήγγειλε να μας φέρουν ποτά, εγώ αποποιήθηκα, προφασιζόμενος ότι έπασχα κι έκαμνα δίαιτα. Δεν το έκαμνα διότι ήμουν υδροπότης αδιάλλακτος, ομολόγησα ποηγουμένως, ότι ήταν πιθανόν να πιώ.

Εάν ευρισκόμουν μόνος, με ηρεμία και άνεση ή αν εύρισκα το φίλο νηφάλιο, θα έπινα ένα ή δύο μικρά ποτήρια. Αλλά είδα με το πρώτο βλέμμα, ότι ο Ιάκωβος ήταν πολύ μεθυσμένος και γι’ αυτό αρνήθηκα να πιω.

Άρχισα να νουθετώ τον πτωχό Λ... τις φορτικές εκείνες νουθεσίες, αν και ήμουν κατά τρία έτη νεότερός του.

Ίσως ερμήνευα κακώς το στίχο του Προφητάνακτος: «Υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα... υπέρ πάντας τους διδάσκοντάς με συνήκα...» Το εμπόρευμα είναι τόσο φθηνό, ώστε και οι πλέον φιλάργυροι γέροντες αυτό και μόνο σπαταλούν!

Εγώ είχα προσλάβει στην νεότητά μου ήδη το γεροντικό τούτο ιδίωμα, να συμβουλεύω τους άλλους και συγχρόνως συνήθιζα να μη δέχομαι συμβουλές από κανένα.

Αργότερα κατάλαβα, ότι δεν έπρεπε να συμβουλεύω κανέναν άλλον, παρά μόνο τον εαυτό μου.

Ήξερα τα του Ιάκωβου.

Η σύζυγός του ήταν ογδόου βαθμού συγγενής μου, ή τριτεξαδέλφη. Την είχε νυμφευθεί εξ έρωτος. Ήταν ναυτικός, «μερακλής», πολύ καλοκαμωμένος, είχε ωραία μαύρα μάτια, μελιχρός, ήτοι ροδοκόκκινος και συγχρόνως ωχρός περί τις παρειές και τους κροτάφους.

Εκείνη ήταν ωραία και λεπτοφυής νέα. Ήταν οι δύο ταιριασμένο ανδρόγυνο. Αυτός είχε πέσει στο ελάττωμα της μέθης. Ήταν αισθηματίας και αγαπούσε τη γυναίκα του με αληθινό έρωτα.

Έπινε πολύ. Ήξερε ότι δεν έκανε καλά, αλλά δεν μπορούσε να το κόψει. Κάθε βράδυ λησμονούσε τις συμβουλές και τις καλές εμπνεύσεις που είχε το πρωί.

Ταξίδευε, τον περισσότερο καιρό, με τα καράβια.

Ήταν από οικογένεια εμποροπλοιάρχων. Πλοίαρχος ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας του και οι τρεις μεγαλύτεροι αδελφοί του είχαν ιδιόκτητα πλοία. Αυτός όμως πήγαινε ως απλός ναύτης, κατά προτίμηση, με τα ξένα.

Δε μπορούσε να «κάμει χωριό» με τους αδελφούς του, ακριβώς γιατί κι εκείνοι ουδέν άλλο του έδιναν, παρά συμβουλές, ίσως και διότι εκείνοι, ομομήτριοι μεταξύ τους, ήταν ετεροθαλείς προς αυτόν.

Γι’ αυτόν η επιζώσα χήρα ήταν μάννα, για εκείνους ήταν μητρυιά.

Γι’ αυτόν μητρυιά ήταν η θάλασσα, για κείνους έδειχνε, προς το παρόν, μητρική φιλοστοργία. Και η ψυχή του Ιάκωβου πολύ διαυγής, αλλά και εύκολα θολούμενη, γινόταν τρικυμιώδης, όπως η θάλασσα, στην οποία αρμένιζε.

Ο επίλογος των νουθεσιών μου προς τον Ιάκωβο, ως συνήθως, θα ήταν αυτός:

— Και τι κάθεσαι τώρα; Δεν πας στο σπίτι; Έφαγες; Δεν έφαγες! (ο φίλος μου έσεισε την κεφαλή, σχεδόν ανένευσε). Δεν μαζώνεσαι και συ, επιτέλους;... Εκείν’ η χριστιανή δεν έχει ψυχή, που σε καρτερεί τόσες ώρες στο σπίτι;... τα παιδάκια σου που περιμένουν πότε να φανεί ο πατέρας...   ως που να τα καταβάλει η νύστα, να αποκοιμηθούν.

Μου φάνηκε πώς είδα δάκρυ να γυαλίζει στα ματόκλαδά του.

Έξαφνα:

— Πάμε, μου είπε.

Σηκώθηκα να τον προπέμψω για λίγα βήματα και βγήκαμε.

Είδα ότι ο Ιάκωβος παραπατούσε λίγο στο δρόμο.

Μ’ έπιασε, μου έσφιξε το βραχίονα και μου σφύριξε:

—Πάμε ως το σπίτι!

Λίγα βήματα παραπάνω, άρχιζε ένα «καλδερίμι» παλαιό, λιθόστρωτο πέρα - πέρα, ολισθηρό και ανηφορικό.

Τούτο έφερε προς ένα στενό, δεξιά και λίγες δεκάδες βήματα πέραν του στενού ήταν η οικία του Ιάκωβου Λ...

Ο φίλος, με όλη τη μέθη του, είχε κάποια υστεροβουλία, απαιτώντας να τον  21συνοδεύσω μέχρι το σπίτι.  Εγώ, βλέποντας ότι παραπατούσε στο λιθόστρωτο το ανηφορικό, στο χείλος του οποίου κρημνός ανοιγόταν προς το γιαλό, θεώρησα χρέος μου να τον προπέμψω έως τη σκάλα του σπιτιού, σκάλα πέτρινη, εξωτερική κι εκεί να τον αποχαιρετήσω και να φύγω. Αλλά όταν φθάσαμε μπροστά στη σκάλα, εκείνος απαίτησε να ανέβω μαζί του στο σπίτι. Εγώ είπα «καληνύχτα», δοκίμασα να αποσπασθώ, να ξεκολλήσω από την περίπτυξη του βραχίονα και να τραπώ σε φυγή. Εκείνος επέμενε. Έκαμε δε αρκετό θόρυβο, ώστε το άγρυπνο αυτί της Σινιορίτσας, της γυναίκας του, η οποία, παραμονεύοντας το σύζυγο πότε να φανεί ως άστρο της νυκτός, ως Έσπερος ή ως Φωσφόρος, έτεινε τις ακοές προς κάθε θόρυβο της οδού, μας άκουσε και η νεαρή γυναίκα εξήλθε στο κεφαλόσκαλο, στο «χαγιάτι».

Καθώς κατάλαβα ύστερα, ο Ιάκωβος επέμενε να ανέβω μαζί του, γιατί με όλη την μέθη του, ήξερε ποια σκηνή τον περίμενε κατ’ οίκον, αν πήγαινε μοναχός του και ήλπιζε να αποφύγει τη «μπόρα», αν ήμουν κι εγώ μαζί.

Δεν την απέφυγε, αλλά τη συμμερίστηκε με εμένα.

Ανέβηκα μαζί του, συρόμενος απ’ αυτόν, θέλοντας ή όχι.

Άλλωστε η Σινιορίτσα είχε εξέλθει, κρατώντας μικρό λύχνο.

Ήταν ωραία στο σκιόφως, με όλο το κατηφές και συννεφιασμένο μούτρο της, λευκοφορεμένη και θελκτική.

Όπως στις μικρές τεχνητές λίμνες, τις στέρνες και λάκκους των υδάτων, τις εντός κήπων και αλσών, παρουσιάζει μικροσκοπική τρικυμία ο σφοδρός άνεμος, ζαρώνοντας την επιφάνεια του νερού, τέτοια χαρίεσσα τρικυμία παρουσίαζε τη στιγμή εκείνη το ωραίο λεπτοφυές πρόσωπο της Σινιορίτσας.

Εγώ νόμισα, αφού με είδε, ότι όφειλα να της πω απλώς μίαν «καλησπέραν», να δικαιολογήσω την παρουσία μου και να φύγω.

—Άργησε λιγάκι ο Γιάκωβος, ψέλλισα με αμηχανία. Τώρα τον ηύρα μοναχό στου Χαρκούμπα και του λέγω: Γιατί αργείς να πας στο σπίτι;.. .

Εκείνη ευθύς με διέκοψε, χωρίς να δείξει, ότι δίνει προσοχή στην απολογία μου και απευθυνόμενη με οργή προς το σύζυγό της:

—Ως πότε θα φέρνεσ’ έτσι, σκυλί μαύρο;... Δεν έχεις νου στο κεφάλι σου, δεν έχεις έννοια στο μυαλό σου, δεν έχεις αίστημα στα στήθια σου;... Δεν συλλογιέσαι που έχεις παιδιά... κοιμούνται νηστικά να σε περιμένουν, πότε να έλθεις. . . Δεν το χόρτασες πλιο, το έρμο;... Όλο να μπεκροπίνεις με τους φίλους σου... που σου θέλουν πολύ το καλό σου. «Εκολλήθη η ψυχή σου πίσω τους» και δεν μπορείς να κάμεις μιαν ώρα χωρίς αυτούς...

Αυτό ήταν μόνο το προοίμιο, φαινόταν ότι είχε να πει και άλλα.

Με αγριοκοίταξε εμένα μία, όταν είπε για τους φίλους του συζύγου της, που «εκολλήθη η ψυχή του πίσω τους».

Εγώ έδραξα τη στιγμή οπού ήθελε να πάρει την αναπνοή της, για να πω δύο λέξεις, και πάραυτα να γίνω άφαντος, το ταχύτερο.

—Μα, αν εννοείς κι εμένα, κυρά μου... Καληνύχτα σας!

Μόλις είχα αρχίσει και αμέσως μεταμελήθηκα, γιατί δοκίμασα να πω κάτι τι, οπότε ξανάπα αποτόμως «Καληνύχτα σας» κι επειδή ο Ιάκωβος, άναυδος καθώς ήταν, μου είχε αφήσει ελεύθερο τον βραχίονα, στράφηκα και κατέβηκα πηδώντας ανά τρία τα λευκά ασβεστωμένα σκαλοπάτια.

Απομακρύνθηκα, αναλογιζόμενος ένα σωρό πράγματα, τα οποία φούσκωναν μέσα μου σαν κύμα. Λυπόμουν τον Ιάκωβο, όσο και τη νεαρή σύζυγό του. Έλεγα: Πώς ένας νέος αγαθός, ευθύς την ψυχή, δύναται να κυριευθεί από ολέθριο ελάττωμα αγαπώντας θερμά και όμως ανίκανος να γίνεται χρήσιμος στους αγαπώμενους, άξιος αυτός αγάπης και όμως να γίνεται αντιπαθητικός εξαιτίας του ελαττώματός του!... Πώς μπορεί ένας καλός να αδικεί τον εαυτόν του, αδικώντας τους οικείους του και να χάσει το παν, χανόμενος αυτός!

Έπειτα πάλι, άφηνα τον Ιάκωβο κι επέστρεφα στα δικά μου.

Βέβαια, η τριτεξαδέλφη μου είχε άδικο να με συμπεριλάβει στον αφορισμό, τον κατά των «φίλων» του συζύγου της.

Και όμως δυνατόν να είχε και δίκιο!

Αυτή τη φορά δεν είχα πιει μαζί του, άλλοτε όμως ίσως το είχα κάμει, αν και ουδέποτε υπήρξα διδάσκαλος του ελαττώματος προς αυτόν, μάλλον ίσως εκείνος προς εμένα. ..

Αφ’ ετέρου, όπως και για τη μικρή περίπτωση του παιδιού, που έπεσε επίστομα στη μαρμάρινη εισόδο, δεν έπρεπε να συναγάγει κανείς απαισιόδοξα το συμπέρασμα, ότι δεν πρέπει να βοηθά κάποιος τον πλησίον, γιατί άδικα υβρίσθηκε από αμαθή ή επιπόλαιο ή φθονερό, αλλά οφείλει κανείς να σκύβει, να σηκώνει τα πεσμένα παιδιά και αν αναξίως μέλλει να υβρισθεί, όπως και ο Χριστός ήγειρε τον πεσόντα, «τω βόθρω επικλιθείς απτώτως».

Τέλος, το γενικό συμπέρασμά μου, φαινόταν να είναι το θεόπνευστο εκείνο ρήμα, ότι «εν άλλοις πταίομεν, εν άλλοις παιδευόμεθα».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου