Τα καλύβια
Τούρκοι…….Τούρκοι……’ Όταν η φωνή του νέου στέντορα γέρο-Κάτζου (Αντώνας Καμαριώτης) αντιλαλούσε μέσα στο στενό της Κλεισούρας ,από την κορυφή του Βράχου της Στενής, η διαδικασία που ακολουθούσαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν πάντα η ίδια. Οι άντρες αρματωμένοι ανέβαιναν τρέχοντας στο καραούλι, στον Βράχο, ασφάλιζαν το πέρασμα από τους Τούρκους, ενώ τα γυναικόπαιδα ανηφόριζαν στα Καλύβια. Ήταν δύσκολη κι ανηφορική διαδρομή μέσα από δύσβατα, δαιδαλώδη μονοπάτια, μέσα στην οργιώδη βλάστηση του λόγγου της Στενής. Κι αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα! Οι γυναίκες φορτωμένες με τις μελούτες που είχαν τα μωρά τους, κρατούσαν με το ένα χέρι το λίγο μεγαλύτερο παιδί, ενώ με το άλλο κουβαλούσαν όλα τα απαραίτητα μιας και δεν ήξεραν πότε θα δινόταν το σήμα για να ξανακατέβουν στο χωριό.
Υπήρχαν εποχές που στα Καλύβια είχαν ένα δεύτερο νοικοκυριό. Ήταν το σίγουρο καταφύγιό τους σε κάθε τουρκική απειλή. Ως προς την κατασκευή, τα Καλύβια ήταν απλές πέτρινες κατασκευές, καλυμμένες με χοντρούς κορμούς δένδρων, ενώ η στέγη τους ήταν καλυμμένη με χώμα και ασφαλισμένη με κλαδιά δένδρων. Ακόμα κι αν έβρισκαν οι Τούρκοι τα δυσδιάκριτα μονοπάτια κι έφταναν κοντά τους, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τα ξεχωρίσουν μέσα στην πυκνή βλάστηση. Οι ακριβείς τοποθεσίες των Καλυβιών καθώς και σε ποιες οικογένειες ανήκαν είναι καταγεγραμμένα στο ‘Χρονικό της Στενής. Στο Σταυροδήμα, των: Μπενίση, Καρκαλά, Λέκκα, Πανόργια, Ντούρμα, Θεοδωράκη και Ανδρίτσα. Στου Ρόγκη το Ρέμα ,των: Ρόγκη, Κοντού, Σαλιάρη, Μακρή και Κορώνη. Στου Καΐρη, των :Γιαννούκου, Παπαγεωργίου, Θωμά, Λέων, Παλαιολόγου, Χουλιάρα, Μπαρμπούρη, Γερακίνη και Βλαχαίων Καρά Λάκα, των :Σιμιτζή, Κουτσούκου, Ρούσσου, Ντουμάνη, Κούκη και Δημάκη. Γκούστρα Καλύβι, των: Γκούστρα, Μυλωνά. Στη Σιπιστήρα, των: Σουκαρδά, Γιαμά και Γεωργούτσου. Στο Συκάμινο, των : Μπελογιάννη, Σουλτάνη, Μαντά, Παπαϊωάννου, Κοντούλη και Μέργου. Στο Λυκόρεμα, των : Καμαριώτη, Βαρτζή, Καλαμάρα και Καράγκου.
Δροσιάς Πηγάδι, των: Κυράνα, Σπυριδάκη και Γαλάνη. Στο Γλα, των :Πισινάρα, Γιαλού και Τζίνη. Ο Δημήτρης Γιαννούκος αναφέρει στο βιβλίο του ότι το 1923 είχε επισκεφθεί αυτά τα μέρη και είδε πολλά ερείπια των Καλυβιών. Συγκεκριμένα ο πατέρας του, του έδειξε τον λιθοσωρό από το παλιό καλύβι που είχε γεννηθεί ο παππούς του στα χρόνια της Επανάστασης. Επίσης αναφέρει ότι στα Καλύβια στο Σταυροδήμα είναι πιθανό να υπήρχε μικρός ναός – άγνωστο στο όνομα ποιου Αγίου. Αυτό που του είπαν οι γέροντες της εποχής – οι οποίοι δεν είχαν προλάβει το εκκλησάκι – είναι ότι την εκκλησία την είχαν φτιάξει για να φυλάει το χωριό. Επίσης, στους απογόνους του Τζώλη έχει κληροδοτηθεί η εξής ιστορία: όταν ο Τζώλης έφτασε στην περιοχή καταδιωκόμενος από Τούρκους για τον φόνο δυο έμπιστων του πασά των Ιωαννίνων, κατέφυγε σε σημείο όπου βρήκε πέντε καλύβια. Κατ’ επέκταση, όλα τα σόγια που ήρθαν στο διάστημα της σκλαβιάς έχουν να διηγηθούν και μια ιστορία για τον φόνο κάποιου Τούρκου. Οι Μαστρογιανναίοι κι οι Ντουρμαίοι διέσωσαν την ιστορία τους με αρκετές λεπτομέρειες, μάλιστα, όπως και το χρονικό της εγκατάστασης. Η ως τώρα καταγραφή των γεγονότων στην περιοχή, αφορά τα τελευταία χρόνια της σκλαβιάς. Παραμένει άγνωστο τι γινόταν πριν και από πότε η περιοχή έγινε καταφύγιο των διωγμένων Ελλήνων. Αν κρίνουμε από τις περιπτώσεις των δύο γειτονικών χωριών, Απόγκρεμνου (πάνω από την Άταλη) και των Βαβούλων (πάνω από την Μακρυκάπα),οι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο σε απρόσιτα μέρη από την εποχή των Ενετών. Φυσικά, η οποιαδήποτε προσπάθεια χρονολόγησης είναι παρακινδυνευμένη, εφ’ όσον δεν υπάρχουν στοιχεία. Οι θέσεις των Καλυβιών μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παλαιότερα από την εποχή που περιγράφεται στο Χρονικό, αυτοί που έμεναν εκεί ίσως να διέμεναν μόνιμα. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι όλες οι τοποθεσίες όπου υπήρχαν ‘καλύβια’, βρίσκονταν δίπλα σε πηγαίο νερό πράγμα που έκανε την διαμονή τους εκεί εφικτή κι αν χρειαζόταν μακροπρόθεσμη. Το δάσος τους παρείχε ότι χρειάζονταν όσον αφορά την τροφή, για παράδειγμα κάστανα, μανιτάρια και χόρτα όπως επίσης και κρέας απ’ το κυνήγι. Παράλληλα σε πολλά σημεία του δάσους έσπερναν σιτάρι, καλαμπόκι και κριθάρι. Βέβαια, η διαμονή δεν ήταν διόλου ευχάριστη, εφόσον το δωμάτιο χωρούσε ίσα ίσα την οικογένεια. Ο δάσκαλος Γ. Ντεγιάννης στο «Μέσα στους Λόγγους» ονομάζει τα Καλύβια τα Άγια των Αγίων, γιατί αποτελούσαν το σύμβολο – αν όχι τον πυρήνα – του άσβεστου πάθους και του ονείρου των κατοίκων της περιοχής για λευτεριά. Ο Τάσος Παπαποστόλου στο βιβλίο του «Μύθοι, Θρύλοι, Παραδόσεις» αναφέρει την Κλεισούρα σαν το άντρο των αδούλωτων Κλαριτών και ισχυρίζεται ότι οι Τούρκοι ποτέ δεν πάτησαν την περιοχή. Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια. Από τις αρχές του αιώνα που μόλις μας άφησε κτίστηκαν καινούργια καλύβια κι ήταν τόπος διαμονής εκείνων που έπασχαν από φυματίωση. Μ’ αυτόν τον τρόπο τους απομόνωναν, έτσι ώστε να μη μεταδώσουν την ασθένεια, που μπορούσε να επιφέρει λοιμό. Ωστόσο, είχε επικρατήσει και η λαϊκή άποψη από πολύ παλιά, που δίδασκε ότι το δάσος «φιλτράρει την αρρώστια», γνώμη που είτε αποτελούσε δικαιολογία για να αποπέμπονται οι ασθενείς χωρίς διαμαρτυρίες, είτε στηριζόταν στη σοφία της πρακτικής ιατρικής. Η ιστορία των Καλυβιών παραμένει άγνωστη για τους πολλούς κατοίκους της περιοχής και σίγουρα δεν της έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία και προσοχή. Όσο περνούν τα χρόνια, οι τελευταίοι λιθοσωροί καλύπτονται από βλάστηση και σύντομα θα χαθούν. Ευτυχώς, θα υπάρχουν πάντα τα γραπτά των Γ. Ντεγιάννη και Δ. Γιαννούκου και δεν θα χαθεί ποτέ αυτή η μυστηριώδης και ηρωική περίοδος απ’ τη μνήμη μας.
Γιάννης Μητάκης