Για την περηφάνια
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1899.
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ω, δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ξενυχτίσει έξω στον άφρακτο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, ο καημένος ο Νίκος, ο γιος της χήρας.
Εύρισκε καταφύγιο εκεί, υπό την σκέπη του προστάτη του, του μεγάλου θαυματουργού.
Δύο ή τρεις φορές τον είχε βρει ο παπα-Δημήτρης, την ώρα που πήγαινε να ψάλει τον Όρθρο, δύο ώρες πριν φέξει, να κοιμάται πλαγιασμένος στο κατώφλι της δυτικής θύρας του ναού, κάτω από το νάρθηκα.
Έπρεπε ή να τον ξυπνήσει ή να τον διασκελίσει και να περάσει από πάνω του. Ο παπα-Δημήτρης προτίμησε το πρώτο και κοπίασε πολύ.
— Βρε παιδί μου, τι χάλια είν΄αυτά; Δεν έχεις σπίτι εσύ να πας να πλαγιάσεις; Τόσο πιόμα! Νισάφι πλια!
— Τι λες παπά, έκαμε τρίβοντας τα μάτια ο Νίκος. Εγώ σπίτι; Να πάω εγώ;
— Ναι, σπίτι, επανέλαβε ο παπάς. Αφήνεις τη γριά τη μάννα σου ολομόναχη, να σε καρτερεί όλη νύχτα... και πού να τρέχει, σκοτάδι πίσσα, γριά γυναίκα, να σε γυρεύει! Είναι κρίμ΄ απ΄ το Θεό.
— Κρίμ΄ απ΄το Θεό, κρίμα σ΄τς ανθρώποι, παπά.
— Κρίμα βέβαια κι εντροπή απ΄τον κόσμο.
— Ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει... μα πως γυρίζει, όλο γυρίζει...
— Γυρίζει το κεφάλι σου, σου φαίνεται ο ουρανός σφοντύλι... Σήκω τώρα, σύρε να νιφτείς κι έλα να κάμεις το σταυρό σου. Ο Νίκος σηκώθηκε, έκαμε το σταυρό του χωρίς να νιφτεί και πήγε να πιει ένα ρούμι στου Γιάννη του Κουφαντώνη το καφενεδάκι, το οποίο είχε ανοίξει ήδη. Εκεί τον συναντούσα ενίοτε. Επέμενε να πιώ δύο ρούμια κι ένα καφέ εκ μέρους του. Και την ημέρα, όταν μ΄ εύρισκε κάποτε, με πίεζε να πιώ καφέ. Πιες, ξάδερφε, έναν καφέ, τουλόου σ΄είσαι καταδεχτικός, εξαδερφάκι.
Όταν μ΄ εύρισκε προς το βράδυ, απαιτούσε να πιω μαζί του τρία κρασιά. Τις μέρες εκείνες, είχε έλθει από τη Σαλονίκη με τη βρατσέρα, ο συνώνυμός του ο Νικολάκης ο Παινετός και του κρατούσε καλή συντροφιά.
Η τακτική νυχτερινή περιοδεία, άρχιζε από το μαγαζί του Σαραφιανού, ύστερα πήγαιναν στου Πανά, έπειτα στου Τζανιάκου, κατόπιν στου Καραθάνου, ακολούθως στου Λαμιαίου, ως την ώρα που σφαλούσαν τα μαγαζιά, αλλά έμεναν ανοικτά ακόμη λίγα καφενεία.
Τότε ανέβαιναν στου Μιτζέλου, έπειτα έρχονταν στου Σαλονικιού, ύστερα κατέρχονταν στου Λαρισινού, τελευταία στου Φιλάρετου, όπου λαλούσαν συνήθως βιολιά και λαγούτα. Τέλος, δοκίμαζαν να καταφέρουν το Γιώργο το Λαυκιώτη, να σηκωθεί ν΄ανοίξει το μαγαζί, περασμένα μεσάνυχτα και πολλές φορές το πετύχαιναν. Ύστερα έπαιρναν δύο-τρεις βόλτες και τέλος έβλεπαν την ανάγκη να διαλυθούν.
Το ζήτημα ήταν τώρα, ποιος να συνοδεύσει τον άλλον στο σπίτι.
Ο Νίκος παραπατούσε, ο συνονόματός του ήταν ακλόνητος. Ποτέ δεν τον έπιανε ούτε το κρασί, ούτε η θάλασσα. Αυτός δεν πλάγιαζε στη βρατσέρα, αλλά πήγαινε στο πατρικό του σπίτι να κοιμηθεί.
Ο Νίκος κοιμόταν συνήθως μέσα στη βάρκα του.
Πολύ σπάνια τον έβλεπε η μάννα του στο σπίτι.
Τον καιρόν εκείνο, δεν είχε κτισθεί ακόμη η προκυμαία και ήταν άμμος κάτω στο γιαλό. «Δεν είχαν χαλάσει ακόμα τα έργα του Θεού», κατά την έκφραση ενός γηραιού λεμβούχου.
Ο Νίκος, πότε ήταν σε θέση να τραβήξει τη μπαρούμα της βάρκας, πότε δεν ήταν. Πότε μπορούσε να θαλασσώσει για να ανεβεί στη βάρκα να κοιμηθεί, πότε όχι. Όχι λίγες φορές, συνέβη να κοιμηθεί κάτω στην παραλία, ο μισός μέσα στη θάλασσα και ο μισός έξω στην άμμο. Πότε τα πόδια κατά τη θάλασσα και πότε το κεφάλι να βρέχεται από το κύμα. Άλλοτε ως τις κνήμες στο νερό, άλλοτε άνω-κάτω με τους κροτάφους δροσιζόμενους από τον αφρό της θάλασσας.
Ω, δροσερή, αλμυρή και στυφή απόλαυση!
Κι εκεί τον άκουαν οι γείτονες, λίγοι ξένοι αλιείς που κοιμούνταν μέσα στις λέμβους, να ψιθυρίζει, να γογγύζει τραγουδώντας μέσα στον ύπνο του, με απαλή, βαθιά φωνή:
«Εγώ για το χατίρι σου και για την περηφάνια
θα ξενυχτίσω μια βραδιά μες στα καλαμουκάνια.» (καλαμιές)
***
Δεν ξενύχτιζε μέσα στα καλαμουκάνια, αλλά ξενύχτιζε μέσα στα κύματα του γιαλού.
Πλησίον του δεν είχε τη μητέρα του για να ακούει ανήσυχη την αναπνοή του, το ρόγχο, το παραμιλητό του, ούτε είχε νύφη, γυναίκα, μνηστή, να τον επιμελείται και συνάμα να τον ελέγχει και να τον επιτιμά για το σφάλμα του. Και αν αποφάσιζε «για την περηφάνια» τη δική του ή εκείνης και προς χάριν εκείνης μόνης – ποιος ξέρει; – να ξενυχτίσει οπουδήποτε, τώρα ήταν πλέον πολύ αργά.
Δεν θα απολάμβανε πλέον τις ηδονές, αλλά θα έλειπε από τα βάσανα του κόσμου.
Δεν ήταν ίσως άμοιρος ευαισθησίας. Αλλά τα γύναια είχαν όχι μόνο «περηφάνια», αν είχε κι αυτός, αλλά ήταν φορτωμένα από «φαντασία», το χειρότερο είδος της περηφάνιας.
Ήταν βεβαρημένα από προλήψεις και ελαφρότητα – αν συγχωρείται το οξύμωρο.-
Αγάπησε, απογοητεύθηκε, εψεύσθη.
Εκείνη ή μάλλον η μητέρα της, δεν τον είχε θελήσει.
Η κόρη πανδρεύτηκε αλλού.
Τώρα ο άτυχος, ο γιος της χήρας, κοιμόταν ύπνο διπλό στην όχθη του «οίνοπος» πόντου.
Δεν τον είχε πνίξει ακόμα η μητρυιά του, η θάλασσα. Πνιγόταν καθημερινά στον πυθμένα του ποτηριού.
Κατ΄αρχάς αρρώστησε βαριά, μετά τον κτύπο, μετά τον κλονισμό τον πρώτο.
Τόσο βαθιά κατέπεσε και τόσο αδυνάτησε από το σφοδρό πυρετό από την τρίτη μέρα, ώστε έλεγε μέσα του, στον πυρετό και το παραλήρημα, με τη λίγη εχεφροσύνη, που του είχε μείνει ακόμα:
«Αχ! Θεέ μου, δεν είναι κρίμα, να πάει κανείς ως το μισό δρόμο και να γυρίσει πίσω;... Για να ξανακάμει πάλι νέον κόπο, να ξαναρχίσει πάλι αργότερα».
Εννοούσε ότι θα ήταν προτιμότερο να πέθαινε, αφού είχε αρρωστήσει ήδη.
Ο Θεός δεν ευδόκησε να τον παραλάβει και ανέρρωσε.
Και τότε βρήκε καταφύγιο στη φιάλη.
Γιατί το σώμα γιατρεύτηκε, η δε ιδέα μεταβλήθηκε σε νόσο ανίατη.
Εκείνες τις μέρες, τον συνάντησε ο γέρο-βαρκάρης, εκείνος που ελυπείτο τα έργα του Θεού και του λέγει:
— Αχ! οι Σαδδουκαίοι, αυτοί σταύρωσαν τον Χριστόν. Πρόσεξε, Νίκο, ανεψιέ μου, να μην πίνεις εκ του ποτηρίου της Πόρνης, γιατί χάθηκες!...
Ο Νίκος δεν κατάλαβε τίποτε. Αλλά ο γέρο-βαρκάρης, κυρτός ως μία σπιθαμή από το έδαφος, καμπουριασμένος από το σκύψιμο, για να σκάφτει όλη τη ζωή του, με το γάντζο, με το καμάκι, να κυνηγά τα χταπόδια, ίσως ήθελε να πει αμυδρά, πως ότι έπρεπε ο Νίκος, να φυλάγεται από τους τοκογλύφους, οι οποίοι θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν αυτόν και τη βάρκα του και να καταπιούν σαν μία μπουκιά τα λίγα πατρικά χωράφια του και επίσης ότι όφειλε να είναι νηφάλιος ή από οίνο ή και από μαγεία γυναικών, για να μην τον βρουν αυτοί, ευάλωτο θήραμα.
***
Τη νύκτα εκείνη, την τελευταία, κατά την οποία συναντήθηκε με τον συνονόματό του ο Νίκος, πήγε και έπεσε στην άκρη του γιαλού πάνω στην άμμο.
Δεν μπόρεσε να μπει στη βάρκα του. Τα πόδια του βρέχονταν από το κύμα. Λίγο ακόμα και θα έπλεε όλος στο νερό.
Κοιμήθηκε, ναρκώθηκε και όμως ήταν ξυπνητός.
Μέσα στο βαρύ ύπνο του, στην ατελή εγρήγορσή του, ο ουρανός γύριζε, η γη χόρευε, τα άστρα πηδούσαν.
Εκεί αντίκρυ στην ακτή, που έκλεινε το λιμάνι, ήταν μία ψηλή προεκβολή, ίδια με μύτη.
Το φεγγάρι σαν δρεπάνι, γυαλιστερό, είχε προβάλει από πάνω της. Του φαινόταν σαν κλαδευτήρι που ετοιμαζόταν να κόψει τη μύτη εκείνη. Και τάχα δεν ήταν ήδη ώριμος καρπός όλος ο τόπος, όλη η γη αυτή, για να θερισθεί από το δρεπάνι εκείνο;
Τα άστρα του φάνηκαν, να πηδούν- να πηδούν, σαν να έπεσαν όλα κάτω στη θάλασσα.
Τρεμόσβηναν, φωσφόριζαν, χόρευαν μέσα στο κύμα.
Η θάλασσα του φάνηκε ότι στέρευσε και χέρσος είχε μείνει όλος ο βυθός.
Η βάρκα του μεγάλωσε έξαφνα, ψήλωσε, πέταξε και έγινε άφαντη από τα μάτια του. Το κεφάλι του δεν το αισθανόταν αλλιώς πως, παρά ως μαστέλο. Είχε αδιάκοπα στο νου του το μαστέλο, όπου ο κάπηλος βύθιζε διαρκώς τα ποτήρια, τάχα για να τα πλύνει - αφού άδειαζε πρώτα τα αποπιόματα στη μισή οκά - και τόσο είχε κολλήσει το μαστέλο στον εγκέφαλό του, ώστε επιτέλους πίστεψε πράγματι, ότι το κεφάλι του ήταν αυτό το μαστέλο του καπηλειού.
Είχε στη θύμησή του το τραπέζι, το μαύρο και κρασωμένο, του κάπηλου και τόσο του είχε καθίσει επάνω στο στήθος του το τραπέζι εκείνο, ώστε επιτέλους πίστεψε, ότι το στήθος του ήταν αυτό το τραπέζι του καπηλειού.
Θυμόταν ακόμα και τα τέσσερα ξύλινα πόδια του τραπεζιού και τα μετρούσε και τα εύρισκε πολύ άσχημα ξύλινα πόδια. Και τα δικά του πόδια είχαν ξυλιάσει και του φαίνονταν ότι ήταν αυτά τα τέσσερα ποδάρια του τραπεζιού εκείνου, παρόλο ότι ήταν δύο μόνο.
Ύστερα σκέφτηκε ότι ίσως τα δύο να κόλλησαν επάνω στα άλλα δύο, κι έτσι έγιναν όλα δύο.
Τέλος, αισθάνθηκε και τα χέρια του, που ήταν βαριά, ξυλιασμένα – τα είχε ξεχάσει έως τότε – κι έλεγε ότι τα δύο πάλι θα σκίσθηκαν σε τέσσερα κι έτσι βρισκόταν αυτός, να έχει ακόμα την ώρα αυτή, δύο πόδια και δύο χέρια.
***
Μετά από λίγο, ο Νίκος αισθάνθηκε θερμή επαφή στο μέτωπό του και άκουσε φωνή όμοια με ελαφρά θαλάσσια αύρα να ψιθυρίζει στ΄αυτιά του:
— Αχ! παιδάκι μου, πώς έγινες έτσι δα, παιδί μου;...
Νίκο! Νίκο! εγώ είμαι, δεν ακούς;
Ο νέος άνοιξε τα μάτια και έβλεπε αμυδρά μία μαύρη μορφή, που μόλις διαγραφόταν στο σκοτάδι, να σκύβει από πάνω του.
— Θα πουντιάσεις, παιδί μου. Δεν ξέρεις να΄ρθείς στο σπίτι να κοιμηθείς; Πώς έγινες έτσι!... κι εξεχώρισες από τον κόσμο... Και δεν έχω πρόσωπο... και μ΄ άφησες παραπονεμένη, ντροπιασμένη, σαν να έκαμα καμιάν πομπή. Μάγια σού ΄χουν καμωμένα... που να όψονται εν ημέρα κρίσεως!...
Μάννα είμ΄ εγώ; Τι βύζαινα εγώ; τι κοίμιζα εγώ; τι μέρωνα;
Ο Νίκος ανασηκώθηκε, ακουμπώντας το ένα του χέρι στο έδαφος.
— Δεν αγροικούσες να μπεις στη βάρκα να κοιμηθείς, μόνο έπεσες έτσι δα στο γιαλό, στην άμμο;
Έτσι σ΄αποκοίμιζα εγώ; ή σε είχα χαδούλη και χαδιάρη, στα μαλακά και στα πούπουλα;...
Ο νέος έβρεξε το πρόσωπό του με το αλμυρό νερό και ανακάθισε στην άμμο.
Αισθανόταν βαθιά συγκίνηση, αλλά δεν ήθελε να προδοθεί.
— Άιντε... σύρε σπίτι σου, γριά... δεν έχουμε τίποτε μεταξύ μας... ούτε πάρσιμο ούτε δόσιμο... δεν ξέρω εγώ τι βύζαινες, τι κοίμιζες, τι κούναες... εσύ το ξέρεις, γριά-Ουρανιά.
Η χήρα, γυναίκα μαυροφόρα, εξήντα ετών, με ωραίο σεβάσμιο πρόσωπο, όσο διακρινόταν στην ωχρή ανταύγεια των αστεριών και στην κυανίζουσα αμφιλύκη της χαραυγής, έσειε διαρκώς το κεφάλι της και κτυπούσε ελαφρά τα στήθη.
— Σήκω παιδί μου, να ΄ρθείς στο σπίτι... να σ΄ κάμω ένα ζεστό να πιεις γιατί κρύωσες... να ησυχάσεις λιγάκι στο στρώμα... Και μην το ξανακάμεις πλιά... να πατήσεις τον πειρασμό... Σαρανταλείτουργο θα κάμω να χαλάσω τα μάγια... Γιατί με φαρμακώνεις;... Α! αυτό είναι μεγάλος καημός.
Ο Νίκος έβηξε δυνατά και έπειτα ψιθύρισε με βραχνή συγκεχυμένη φωνή:
— Καημός λέει... Μεγάλη καήλα, ντέρτι, βάσανο.
Έπειτα κάγχασε με τρόπο βεβιασμένο.
— Σήκω γριά, να πας στο σπίτι... μην έγινες περπάσου, τώρα στα γεράματα, γριά-Ουρανιά;... Μαζώξου στο σπίτι σου γριά, μη σου κολλήσουν καμιά αβανιά, τώρα στα γεροντάματα... και πουν πως εβγήκες τάχα σε κακή στράτα.
Η χήρα γέλασε χωρίς να το θέλει. Ο γιος της το είχε γυρίσει στο αστείο. Τόσο μπερδεμένο πράγμα ήταν, αληθινός δαίμονας της θάλασσας, ο πονοκέφαλος στον οποίο διατελούσε.
Ο Νίκος δίσταζε. Τη στιγμή εκείνη ακούσθηκε πλησίον εκεί γεροντική φωνή να λέει:
— Α, εδώ είσαι, Νίκο, ανεψιέ... πάλι τό ΄φτιασες; Δεν σού ΄πα εγώ να φυλάεσαι απ΄τους Σαδδουκαίους και από το ποτήριον της Πόρνης;
Ο Νίκος εκάγχασε και πάλι.
— Σώπα, γέρο-Γιαννιέ, μας μάρανες και συ. Πού σ΄ αυτόν τον κόσμο;
Ο γέρο-βαρκάρης πλησίασε.
— Α! ποιος άλλος είναι εδώ;
Η γυναίκα στέναξε.
— Εσύ ΄σαι γριά-Ουρανιά; Σ΄ εγνώρισα απ΄τον αναστεναγμό σου. Αχ, οι Σαδδουκαίοι μας μπλοκάρισαν από παντού. Δε διάβασες, Νίκο, το βιβλίο του σοφού Σειράχ να δεις τι λέει;
— Άνοιξε, λέω ΄γω, ο Κουφαντώνης, να πάμε να πιούμε κανένα φασκόμηλο, γέρο-Γιαννιέ;
— Ε λοιπόν, εδώ στην άμμο αποκοιμήθηκες, ανιψιέ Νίκο; Δε σου λέω εγώ, οι Σαδδουκαίοι, που θέλουν να χαλάσουν τα έργα του Θεού... Καλά που ηύρες ρηχά κι έπεσες... Αλλιώς, θα έπλεες τώρα, σ΄ενάμιση μπόι νερό...
Ο γέρο-βαρκάρης είπε αυτά, επειδή ήταν βαρήκοος και δεν είχε ακούσει την ερώτηση του Νίκου, ο οποίος μιλούσε με βαθύ και υπόβραχνο ψελλισμό, ενώ η βαρηκοΐα του δεν τον είχε εμποδίσει, να ακούσει πράγματι το στεναγμό της χήρας.
Ο Νίκος σηκώθηκε και διευθύνθηκε προς την παρακείμενη αγορά, όπου είχε δει φως.
Το καφενεδάκι του Κουφαντώνη είχε ανοίξει ήδη.
— Δε θα ΄ρθείς σπίτι; έκραξε η μητέρα.
— Έχομε ναύλο για σήμερα, γριά. Τώρα το θυμήθηκα!
Έχε γεια, καλές αντάμωσες.
— Αχ! είπε η γερόντισσα, είναι «αποκαής», θα πάει να πιεί πάλι και θα ξαναγίνει. Τι να κάμω; τι να γίνω η άμοιρη;
Φυλάξου από πιόμα, αφού είσαι για ναύλο! φώναξε συνάπτοντας τα χέρια και κτυπώντας τα γόνατα.
— Αυτό να ακούγεται! απάντησε ενώ απομακρυνόταν εκείνος.
Αυτή στράφηκε προς το γέρο-βαρκάρη:
— Ορμήνεψέ τον, Γιαννιό μου, νά ΄χεις καλή ψυχή.
Ο Γιαννιός απάντησε, χωρίς να έχει ακούσει.
— Το ποτήριον της Πόρνης... οι Σαδδουκαίοι... δε διαβάζει το βιβλίο του σοφού Σειράχ.
Το πρωί εκείνο, ο Νίκος μόνο φασκομηλιά ήπιε. Ήταν για ναύλο.
Αλλά όταν θα επέστρεφε από το ναύλο, στις μέλλουσες νουθεσίες της μητέρας του, θα απαντούσε και πάλι
— Ούτε πάρσιμο ούτε δόσιμο. Φυλάξου γριά-Ουρανιά, μη βγεις, τώρα στα γεράματα, σε κακιά στράτα!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης