Ξ. Παλιές λέξεις της Στενής
Ξάγκλισμα:. Το χτένισμα των γυναικών. Τα παλιά χρόνια, λόγω έλλειψης «ευκολιών», οι γυναίκες έλουζαν τα μαλλιά τους κάθε 15-20 μέρες, ίσως και περισσότερο. Αν υπολογίσουμε και τις σκληρές αγροτικές δουλειές που καταγίνονταν, καταλαβαίνουμε ότι τα μαλλιά «κολλούσαν». Με την τσατσάρα λοιπόν και με το χτένι, άρχιζαν σιγά-σιγά να τα ξεμπλέκουν και να τα χτενίζουν. Επίσης ξάγκλισμα λέγανε και το ξεμπέρδεμα των νημάτων, όταν είχαν μπερδευτεί.
Ξάγναντα:. Αντίκρυ, απέναντι, μακριά μπροστά. Λέγεται και αγνάντι ή αγνάντια.
Ξάγναντο:. Περίοπτη θέση, απ΄ όπου μπορεί κάποιος να παρατηρεί τη γύρω περιοχή.
Ξάι:. Μεταλλικό δοχείο, που το χρησιμοποιούσαν σα μονάδα μέτρησης των δημητριακών και των οσπρίων (στάρι, κριθάρι, βρώμη, φάβα, ρεβίθια, κουκιά κ.λπ.)
Χωρούσε 12 οκάδες σιτάρι. Φυσικά η ποσότητα σε οκάδες διέφερε στα «γεννήματα» ανάλογα με το βάρος τους. Το πιο ελαφριά απ΄ όλα ήταν το βρωμάρι και το καλαμπόκι..
Αναλυτικά
Το σιτάρι με 12 οκάδες.
Το κριθάρι με 9 οκάδες.
Τα ρεβίθια με 11 οκάδες.
Η φάβα με 12 οκάδες.
Τα κουκιά με 9 οκάδες.
Το καλαμπόκι με 6 οκάδες.
Το βρωμάρι με 6 οκάδες.
Και ο βίκος με 12 οκάδες.
Ξαίνω:. Κάνω το μαλλί αραιό, κατάλληλο για κλώσιμο.
Ξακρίζω (ξάκρισμα):. Περιποιούμαι, προσέχω ώστε η δουλειά που κάνω να είναι όσο το δυνατόν τέλεια. Κυρίως στα χωράφια, όταν τα όργωναν για να τα σπείρουν και καθάριζαν και την παραμικρή γωνιά του χωραφιού, που δεν μπορούσε να φτάσει το αλέτρι, για να μην πάει χαμένο κανένα κομμάτι γης. Κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα και περισσότερη σοδειά να δώσει αλλά και ομορφότερη γινόταν η εικόνα του χωραφιού.
Ξακρίδι (το):. Υπόλοιπο χωραφιού, που δεν μπόρεσε να οργωθεί με το αλέτρι. «Μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι» και ξάκρισμα, οι τελευταίες εργασίες για να μη μείνει τίποτε άφτιαχτο.
Ξάλι:. Στην άκρη της λαβής του καμουτσιού, υπήρχε εφαρμοσμένη μια σιδερένια προεξοχή σε σχήμα (Γ) με τη λαβή του καμουτσιού, με το οποίο καθάριζαν το αλέτρι από τα χώματα και τις λάσπες, που κολλούσαν κατά το όργωμα. Οπότε, με το καμουτσίκι έκαναν δυο δουλειές. Χτυπούσαν τα ζώα για να προχωρήσουν και παράλληλα καθάριζαν «εν κινήσει» το αλέτρι από τα χώματα.
Ξαμώνω:. Σηκώνω το χέρι μου, το απλώνω προς κάποιον για να τον χτυπήσω. Εμφανίζομαι ξαφνικά και κάνω ορμητική επίθεση εναντίον κάποιου. Τολμώ και επιχειρώ να κάνω κάτι.(αν τολμάς, ξάμωσε το χέρι σου και θα δεις τι θα πάθεις), (στην αρχή τον είχαν στριμώξει για τα καλά, μέχρι που ξαμώνουν κάτι φίλοι του και τον γλίτωσαν).
Επίσης η ξαφνική εμφάνιση κάποιου. (Εκεί που συζητάγαμε, να σου και ξαμώνει ο Βαγγέλης από τη γωνία).
Ξαναγκρίζω:. Κάνω κάποιον να εξαγριωθεί, λέγοντάς του πράγματα, ώστε να θυμώσει με κάποιον άλλον ή με κάποια κατάσταση. «Τον βάζω στα λόγια». Επίσης όταν τον προτρέπω να προβεί σε κάποια ενέργεια. Τον ενθαρρύνω, του βάζω την ιδέα.
Ξαντάω:. Εμφανίζομαι από μακριά, καθώς έρχομαι από κάπου.(τον περιμέναμε αρκετή ώρα, μέχρι που τον είδαμε να ξαντάει απ΄ το βάθος του δρόμου).
Ξαργού:. Επίτηδες.
Ξαρίζω:. Κάνω κάτι καθαρό. Καθαρίζω, παστρεύω.
Ξάρισμα:. Το καθάρισμα στα κατώια από τις γκαβελίνες των ζώων. Το ξάρισμα γινόταν με την τσάπα και το φτυάρι και μετά σκουπιζόταν το κατώι με σκούπα από αστοφιά
Ξάσιμο:. Ήταν η διαδικασία του καθαρίσματος του μαλλιού, μετά το κούρεμα των προβάτων και πριν να λαναριστεί, για να αραιώσει λίγο και να φύγουν από μέσα διάφορα σκουπίδια ή χούτζουρα, όπως μικρά ξυλαράκια και άλλες ακαθαρσίες.
Ξάσμα:. Μαλλί που έχει λαναριστεί.
Ξεθρακώνω:. Ανακατεύω τη θράκα, για να βγάλω κάτι από μέσα ή να δυναμώσω τη φωτιά. Η λέξη όμως, χρησιμοποιείται και για άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. για αγροτικές δουλειές (ξεθράκωσα όλο το χωράφι και το καθάρισα από τις πέτρες). Όταν ψάχνω κάτι (ξεθράκωσα όλο το σπίτι μέχρι να βρω το πουκάμισο). Και γενικά, όταν σηκώνω ή παραμερίζω άλλα πράγματα, μέχρι να βρω εκείνο που θέλω.
Ξεΐγκλωτος:. Δηλαδή χωρίς ίγκλα. Είναι μεταφορικά ένα άτομο που είναι ατημέλητο ή είναι γενικά χωρίς συγκρότηση.
Ξεκακίζω:. Ξεθυμαίνω, το ρίχνω έξω, αισθάνομαι καλά, ξεκακιώνω, ξεθυμώνω, διώχνω το μίσος ή την κακία που έτρεφα για κάποιους ή για κάτι και δεν σκέφτομαι τις σκοτούρες, τα προβλήματα που με απασχολούν ή τις διαφορές που έχω με άλλους (πάμε μια βόλτα να ξεκακίσουμε λίγο).
Ξεκατινιάζω:. Κουράζω κάποιον υπερβολικά. Κατακουράζω, ταλαιπωρώ.
Ξέκεψα:. Κουράστηκα, δεν αντέχω, δεν έχω δυνάμεις, γέρασα.
Ξεκούκιασμα:. Η αφαίρεση των σπερμάτων μέσα από τη φλούδα τους. Τα κουκιά, τα φασόλια τα ρεβίθια κ.λ.π. όταν τα μάζευαν τα άφηναν να ξεραθούν στον ήλιο και ύστερα από μέρες, αφού είχαν ξεραθεί, χώριζαν τον καρπό από τη φλούδα τους και αποθήκευαν τον καρπό, μέσα σε σεντούκες (βλ. λέξη).
Ξεκουτιάρης:. Αυτός που έχει αποβλακωθεί και συμπεριφέρεται ανόητα. Αποβλακωμένος, ξεμωραμένος, ανόητος.
Ξεμασκαλίζω:. Κόβω το βλαστό φυτού από τη μασχάλη του, για να το μεταμοσχεύσω. Και κατακερματίζω, κατακομματιάζω.
Ξεμπούκιασμα:. Το βγάλσιμο των φύλλων που περιέκλειαν τον καρπό του καλαμποκιού, μετά τη συγκομιδή. Τα φύλλα του καλαμποκιού τα αποκαλούσαν «μπούκες».
Ξεμπουρντάλεμα:. Έκλυτος τρόπος ζωής. Και ξεμπουρνταλεύω ή ξεμπουρντάλεψα, κάνω ζωή μη ανεκτή από τον κοινωνικό μου περίγυρο (κραιπάλη, ποτά, γυναίκες κ.λπ).
Ξενοφοράω:. Όταν βρισκόμαστε σε άλλο μέρος (ξένο μέρος), από εκεί που έχουμε συνηθίσει (π.χ σπίτι, τόπο ή είδος εργασίας), θέλουμε κάποιο χρόνο να εγκλιματιστούμε και είναι λογικό να έχουμε διάφορες δυσκολίες, τότε λέμε ότι ξενοφοράω (Καλά πέρασα στη Χαλκίδα που πήγα, αλλά δεν κοιμήθηκα καλά. Είναι επειδή ξενοφορούσες).
Ξεπεταρούδι (το):. Το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα. Το πολύ μικρό παιδί.
Ξεπίτισα:. Πείνασα πολύ και λαχταράω φαγητό.(Γυναίκα βάλε γρήγορα να φάμε γιατί ξεπίτισα).
Ξεριάς:. Παραπόταμος ή χείμαρρος, που δεν έχει νερό το καλοκαίρι, που ξεραίνεται όταν δεν τροφοδοτείται από βροχή ή από λιώσιμο χιονιού.
Ξεροκαταπίνω:. Καταπίνω το σάλιο μου μέσα από το στόμα μου. Ανέχομαι κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, χωρίς να διαμαρτυρηθώ.
Ξεροκούμουτσο:. Ένα ξερό κομμάτι ψωμί, κακοκομμένο και άσχημο στην εμφάνιση.
Ξερομαγγανίζω:. Όταν δεν έχω φαγητό και τσιμπάω από δω κι από κει ή μένω νηστικός ή κοιτάζω τους άλλους να τρώνε και μου πέφτουν τα «σάλια», κατά τη γνωστή έκφραση.
Ξεροστάλιασμα:. Παραμονή σε κάποιο μέρος για πολύ ώρα, χωρίς τη θέλησή μου ή όταν περιμένω κάτι για πολύ περισσότερη ώρα απ΄ αυτή που είχα υπολογίσει. (Πού γυρίζεις; Ξεροστάλιασα να σε περιμένω δύο ολόκληρες ώρες).
Ξέσκουρα:. Επιπόλαια, ξώδερμα. (τον πήρε η σφαίρα ξέσκουρα), δηλαδή τον τραυμάτισε επιπόλαια. Επίσης όταν αντιμετωπίζουμε κάτι με επιπολαιότητα, ελαφρά, όχι σοβαρά,(το πήραμε ξέσκουρα και δεν το φροντίσαμε όσο έπρεπε).
Ξεφταλαϊάρης - ξεφταλαϊάρα:. Ο τιποτένιος. Ο χωρίς κύρος και αξιοπρέπεια.
Ξεφτίζω:. Χαλώ την ύφανση στην άκρη του υφάσματος, ώστε να γίνει κλωστές. Και μεταφορικά πέφτω στα μάτια των άλλων, χάνω το σεβασμό που μου είχαν.
Ξίγκικο:. Ότι είναι λιγότερο από το βάρος του. (αυτός ο μπακάλης ζυγιάζει ξίγκικα).
Ξιγκοκέρι:. Κερί κατασκευασμένο από λίπος.
Ξιδιάς:. Το χαλασμένο, ξινισμένο κρασί.
Ξινόγαλο:. Το ξινόγαλο είναι υπόλειμμα, μετά από την παρασκευή του βουτύρου. Από το ξινόγαλο στη συνέχεια, γίνεται το ξινοτύρι.
Ξόβεργα:. Παγίδα για τα πουλιά
Ξυλιάζω:. Γίνομαι σκληρός, άκαμπτος, σαν το ξύλο. Όταν κάνει πολύ κρύο και παγώνουν τα χέρια μας, πολλές φορές δεν μπορούμε να κουνήσουμε τα δάχτυλά μας, (ξυλιάσανε τα χέρια μου από το κρύο). Αλλά και γενικά, όταν έχει πολύ κρύο χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη. (κάνει πολύ κρύο σήμερα, ξυλιάσαμε).
Ξυλογαϊδάρα:. Ξύλινη βάση, για να κόβουνε τα ξύλα, ειδικά τα χοντρά (κούτσουρα) με τον κόφτη.
Ξυλόχτενο:. Είναι η ξύλινη θήκη όπου τοποθετείται το χτένι. Δύο πλατισμένα σανίδια, πλάτους 8 εκατοστόμετρων και μήκους 70-80 εκατοστόμετρων περίπου, τοποθετούνται παράλληλα. Κατά μήκος τους, στην εσωτερική τους πλευρά, έχουν μικρές τρύπες, σε πάρα πολύ μικρές αποστάσεις. Ανάμεσα στα σανίδια αυτά περνάει το χτένι.
Ξυστρί:. Ειδική βούρτσα, με την οποία χτένιζαν τα ζώα, (μουλάρια, γαϊδούρια). Επίσης τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν όταν θέλανε να διώξουν κάποιον που τους είχε γίνει ενοχλητικός, (έλα αρκετά κάθισες, ξυστρί τώρα).
Γιάννης Γιαννούκος