Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ο Τυφλοσύρτης

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

«Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη, τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα...»

Απάγγελλε όρθιος κρατώντας το βιβλίο, με την παιδική και άχρωμη φωνή του, αλλά με φοβισμένο κάπως το ύφος, ο μαθητής που κληρώθηκε προς διόρθωση της εξήγησης.

− «Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροβλήθη ποία να ήτον καλυτέρα ανάμεσα εις τας τέχνας»... διάβαζε ένρινα αργά - αργά ο διδάσκαλος, σκύβοντας όλος στο τετράδιο, με τη μύτη να αγγίζει στο χαρτί, με τα μάτια τέσσερα να μην του διαφύγει επί του χειρογράφου κανένας σολοικισμός ή βαρβαρισμός, προσθέτοντας κόμματα και τελείες και μεταβάλλοντας όλες τις οξείες σε βαρείες.

Δίστασε για λίγο, έπειτα μετέβαλε το «επροβλήθη» σε «επροτάθη» και το «ανάμεσα εις τας τέχνας», σε «μεταξύ των τεχνών».

Μετά επανέλαβε την περικοπή διορθωμένη ως εξής:

«Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροτάθη ποία να είναι καλυτέρα μεταξύ των τεχνών...»

Έξαφνα, ενώ η μύτη του φαινόταν σαν να όργωνε το τετράδιο και η στεγνή μελάνη υγραινόταν σχεδόν και άχνιζε από την πνοή του, ανασηκώθηκε κατακόκκινος και με αγανάκτηση ανέκραξε:

− Αυτό είναι εξ αντιγραφής!

Δε φρόντιζε ούτε να κρύψει καν το ελάττωμά του ή ίσως θα πίστευε ότι μάλλον θα ανεδείκνυε τούτο, αν έβαζε στους οφθαλμούς του ματογυάλια.

Ήταν μικρόσωμος, σοβαρός ανεπιτήδευτος, με κοιλιά, επιμελής και αυστηρός στο έργο του.

Επαναλάμβανε κάθε φορά την εξήγηση επτά ή οκτώ φορές μετά την πρώτη ανάπτυξη, χαριζόμενος στους σκληροτράχηλους και χονδροκέφαλους μαθητές της Β΄τάξεως. Αλλά εντούτοις, αντί να σκοτίζονται για να θυμηθούν τις πτερόεσσες λέξεις, που εβγαζε εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί απ αυτούς ευκολότερο και προχειρότερο εύρισκαν, να αντιγράφουν κάποτε από τις καθαρές εξηγήσεις του ίδιου και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τις οποίες εύκολα προμηθεύονταν από περσινούς ή προπερσινούς μαθητές, συγγενείς ή φίλους τους.

Εάν όμως ο κλήρος έπεφτε σε ένα απ΄αυτούς που αντέγραφαν, τότε με όλη τη μυωπία του, ή ίσως ένεκα της μυωπίας αυτής, ο διδάσκαλος αναγνώριζε, από τη στρωτή και ομαλότερη γραφή, τη λαθροχειρία και η πρέπουσα τιμωρία ανέμενε τον βαρυκέφαλο μαθητή.

Την ημέρα εκείνη, ο διδάσκαλος φαινόταν δύσθυμος και με δυσκολία συγκρατούσε την οργή του.

Εντούτοις, αμέσως δεν παραφέρθηκε, αλλά αφού απήγγειλε για εκατοστή φορά στερεότυπη νουθεσία, «περί της βλάβης της προσγενομένης στον μαθητή εκ της αντιγραφής, η οποία αντί να αναπτύξει τη διάνοια των νέων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει το διδάσκαλο να φαίνεται άξιος οίκτου σαν δυστυχής αεροβάτης, σαν ταλαίπωρος υλοτόμος, σαν μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός και δεικνύει τους μαθητές ως παπαγάλους, ως κολεούς με ξένα πτερά, ως ξηρά ξύλα άκαρπα κοβόμενα και εις πυρ βαλλόμενα», τιμώρησε τον ένοχο της αντιγραφής μαθητή, όπως την προσεχή Κυριακή αντιγράψει επτά φορές την εξήγηση αυτή.

Έπειτα κάλεσε με κλήρο άλλον προς διόρθωση της εξηγήσεως και πάλι με κλήρο σήκωσε άλλον και άρχιζε να τον εξετάζει Γραμματική.

Ο τελευταίος, έτυχε να είναι από τους επιμελέστερους, κατά την μαθητική σημασία της λέξεως, από τους μάλλον προσόμοιους, δηλαδή με τους παπαγαλους, τους οποίους είχε αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος και είχε μάθει το μάθημα νεράκι.

Σταύρωσε τα χέρια και άρχισε να απαγγέλλει κανόνες της Γραμματικής σαν το «Πάτερ ημών», απνευστί και χωρίς στιγμές και τελείες.

Ούτε καταδέχτηκε μάλιστα να στρέψει πλάγιο βήμα στο μαυροπίνακα, επί του οποίου υπήρχαν για καλό και για κακό, κάποιες αγκούτσες με κιμωλία χαραγμένες.

Απάγγελε με απαλή και σιγανή φωνή.

«Των εχόντων ρίζαν κλε, βλε, στρε...» ή

«Τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων...»

Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μαυροπίνακα, για να δει ότι οι δύο αυτοί κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσουν ανακατωτά ο διδάσκαλος, επιβάλλοντας στην Β΄ τάξη επανάληψη των μαθημάτων της Α΄, φαίνονταν το πρωί εκείνο με κιμωλία και με ευκρίνεια γραμμένοι.

Αλλά είπε το μάθημά του και κάθισε.

*** 

Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε το παρακάτω «Περί των εις –μι» και όρισε δύο ή τρεις κανόνες ανακατωτά πάλι για επανάληψη, μετά έκλεισε τη Γραμματική.

Μετέβη στον συγγραφέα και βγάζοντας κλήρο άρχισε να εξετάζει κείμενο και ερμηνεία.

Τη φορά αυτή, αυτός που κληρώθηκε δεν ήταν τόσο ανίδεος γι αυτά που περιείχε ο μαυροπίνακας, όσο ο προηγούμενος.

Μετά τους γραμματικούς κανόνες φαινόταν πάνω στη μαυροβαμένη και ξασπρισμένη από τα σβησίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρία σανίδας, οριζόντια γραμμή και κάτω απ΄αυτήν, μία μακρότερη παράγραφος έλεγε:

«Άρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις ουν έδειξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικροίς...»

Και ο μαθητής, στάθηκε σε αρκετή απόσταση από τη διδασκαλική έδρα και το τραπέζι, με το ένα μάτι κοιτάζοντας φοβισμένος το διδάσκαλο, με το άλλο κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη τον μαυροπίνακα, άρχιζε να απαγγέλλει:

«Άρτι μεν έπε ... έπεται ... επειρώμην ... Άρτι μεν έπεται ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...»

− Έλθε πλησιέστερον, είπε ο διδάσκαλος, διατί εστάθης τόσον μακράν;...

Είχε υποπτευθεί, ότι ο εξεταζόμενος στάθηκε έτσι, για να είναι πλησιέστερα στο θρανίο, με την ελπίδα ότι οι συμμαθητές του θα του σιγοψιθύριζαν λίγες λέξεις του κειμένου (το οποίο συνήθεια ήταν να απομνημονεύουν) όπισθεν, όπως και άλλοτε τους είχε δει πολλές φορές να κάνουν.

Το σύστημα όμως τούτο είχε εγκαταλειφθεί στη Β΄τάξη, ως παλαιό και τετριμμένο.

Αφού ο διδάσκαλος δεν ήταν κωφός, γιατί να κανοναρχούν το μάθημα στον εξεταζόμενο;

Αφού ήταν μύωψ, γιατί να μην το γράφουν στο μαυροπίνακα;

Ο μαθητής έκανε ένα λοξό βήμα προς το τραπέζι και φρόντισε να τοποθετηθεί έτσι, ώστε να μπορεί να λαβαίνει με το αριστερό του μάτι τη βοήθεια του μαυροπίνακα.

− Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε! είπε με ανυπομονησία ο διδάσκαλος.

Ο Γεωργούτσος προχώρησε ένα βήμα ακόμη και αναγκάστηκε να σταθεί έτσι, ώστε να μη μπορεί το βλέμμα του να φθάσει προς το μέρος του τοίχου χωρίς να περάσει από το βλέμμα του διδασκάλου.

− Λέγε!

Ο μαθητής άρχισε να απαγγέλει σιγανά:

«...Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...»

− Εξ αρχής λέγε! είπε έντονα ο διδάσκαλος. Είπομεν ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα... και όχι διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες, καθώς η Ερμογλυφική Τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.

Ο Γεωργούτσος, που με απελπισμένα βλέμματα ζητούσε τη βοήθεια του μαυροπίνακα και, επειδή στεκόταν τώρα καταμπροστά στη διδασκαλική τράπεζα, δυσκολευόταν να την λάβει, άρχισε:

«΄Αρτι μεν επεπαύ... επεπαύμην... φοιτών... την ηλικίαν... ο δε πατήρ... ο δε πατήρ...»

Τόσο πλησίον του διδασκάλου στεκόταν τη φορά αυτή, ώστε αυτός, με όλη τη μυωπία του, δεν ήταν δυνατόν να μην παρατηρήσει ότι το βλέμμα του μαθητή υψωνόταν δειλό και τρομαγμένο πάνω από τα φρύδια και τα μαλλιά του, σαν να έβλεπε κάτι υπέρτερο και αόρατο στους κοινούς οφθαλμούς, οπτασία ή εμφάνεια.

Ο ευσυνείδητος άνδρας υποψίασθηκε, σηκώθηκε, έστρεψε τα νώτα προς την ομήγυρη, ερεύνησε επιμελώς επί του τοίχου, έπειτα το βλέμμα του και το χέρι του το αριστερό πλησίασαν στη μεγάλη τετράγωνη σανίδα. Πλησίασε τη μύτη και ανακάλυψε εκεί με κιμωλία σημειωμένες πολλές γραμμές:

«Άρτι μεν επεπαύμην» έως του «το γινόμενον».

Σαν να τον κτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τινάχτηκε, στράφηκε με ταχύτητα σφενδόνας, ωχρός και τρέμοντας από οργή.

− Ποίος από σας έγραψεν εκεί το κείμενον; ρώτησε με κεραυνώδη φωνή.

Κανείς δεν απάντησε.

Ο διδάσκαλος δεν επέμεινε. Γνώριζε εκ πείρας ότι, όσες και αν ενεργούσε ανακρίσεις, δύσκολα θα ανακάλυπτε τον αυτουργό.

Αλλά κατά τους νόμους της αλληλεγγύης, ο φταίχτης ήταν όλη η τάξη.

Και περισσότερο μάλλον φταίχτης ήταν ο Γεωργούτσος, που είχε συλληφθεί να επωφελείται από τον τυφλοσύρτη.

Άρπαξε τη βέργα και άρχισε να κλίνει το γνωστό βαρύτονο, το πρότυπο και συμβολικό ρήμα, πάνω στη ράχη του 14 άτυχου μαθητή. Ο Γεωργούτσος προσπάθησε να φυλαχθεί με τα χέρια, όσο μπορούσε και αγωνίσθηκε να πιάσει τη βέργα. Αλλά ο διδάσκαλος πιο πολύ θύμωνε. Ο νέος φώναζε ότι δεν έφταιγε αυτός, ότι και άλλοι είχαν ωφεληθεί ήδη από το ίδιο βοήθημα, «επειδή το μάθημα ήταν βαρύ και δεν μπορούσαν να το μάθουν απ΄όξου» και ότι αυτός, δεν ήταν αυτός που έγραψε το κείμενο στον πίνακα. Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλες γραμμές, πλην του κειμένου, φαίνονταν γραμμένες εκεί.

Επανήλθε στον πίνακα και προσκολλώντας τη μύτη επί της μαύρης σανίδας, ανακάλυψε τους κανόνες της Γραμματικής γραμμένους πάνω από το λουκιάνειο κείμενο.

Αφρίζοντας από οργή, στράφηκε προς το θρανίο και αφού κάλεσε το μαθητή, που είχε προεξεταστεί στη Γραμματική, τον διέταξε να ανοίξει τις παλάμες, όπως λάβει «ολίγες ξυλιές διά τον κόπον του».

Αλλά ο μαθητής δικαιολογήθηκε πειστικά, λέγοντας ότι αυτός είπε το μάθημα απ΄έξω, χωρίς διόλου να κοιτάξει και αν θέλει ο διδάσκαλος, μπορεί να το ξαναπεί, αφού σβηστούν τα γράμματα από το μαυροπίνακα.

Πρόσθεσε δε, ότι αγνοούσε ποιος ήταν αυτός που έγραψε κανόνες και κείμενο εκεί, στον πίνακα.

Ο διδάσκαλος τότε, σε παραφορά οργής και χωρίς να ελπίζει ευνοϊκό αποτέλεσμα, φώναξε λέγοντας ότι οι μαθητές όφειλαν να καταγγείλουν τον αυτουργό του δόλου, αλλιώς θα ήσαν όλοι κακοήθεις, όλοι αχρείοι και ανάγωγοι.

Και επειδή δεν πείθονταν, άρχισε να κλίνει το γνωστό ρήμα, καθ΄ όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών.

Επί μερικά λεπτά της ώρας, αντηχούσε ο κρότος της λεπτής και οζώδους βέργας, αναμιγμένος με πνιγμένα γέλια και σπαρακτικές κραυγές. Στο δεύτερο και τρίτο θρανίο, οσάκις δοκίμαζε να επεκτείνει το κράτος της βέργας, η λιγεία ράβδος ολίσθαινε και κτυπούσε σανίδα ή βιβλίο, αντί να κτυπήσει σάρκα, διότι οι πονηροί μαθητές των δύο τούτων θρανίων, έσκυβαν και έκρυβαν την κεφαλή και τους ώμους κάτω από την επικλινή σανίδα, που αποτελούσε γι’ αυτούς γραφείο και αναλόγιο και όχι σπανίως προσκεφάλι για ύπνο, πνίγοντας εκεί εύθυμους ή θλιβερούς καγχασμούς και δεν έμοιαζαν με τους «επιμελείς» και «ευπειθείς» μαθητίσκους του πρώτου θρανίου, που στέκονταν χωρίς να προσπαθήσουν να φυλαχθούν, όμοιοι με τον του Αριστοφάνη δούλο και δέχονταν τους ραβδισμούς.

Ο διδάσκαλος, είχε κλίνει ήδη όλον τον ενεστώτα του ιερού ρήματος και μετέβαινε στον παρατατικό, όταν ένας των μαθητών του τρίτου θρανίου, ο μόνος που δεν είχε σκύψει να κρυφτεί υπό το αναλόγιο του θρανίου, αλλά είχε μείνει σύννους και ακίνητος για λίγα λεπτά της ώρας, σήκωσε το χέρι και φώναξε:

− Δάσκαλε!

Ονομαζόταν Ιωάννης Αλογάκης και ήταν ένας από τους αμελέστερους, μαθητές.

Βρισκόταν από τριών ετών στην Β΄τάξη, εναντίον του κανονισμού. Καθόταν τελευταίος στο τρίτο θρανίο αριστερά, μακριά του διδασκάλου.

− Ποίος μίλησε; ρώτησε ο διδάσκαλος.

− Δάσκαλε, επανέλαβε ο Γιάννης Αλογάκης, εγώ το έγραψα εις τον μαυροπίνακα.

Είχε μάθει από δέκα ετών, στο Δημοτικό και στο Ελληνικό, τόσα γράμματα, όσα αρκούσαν για να αντιγράφει απ΄ τα βιβλία με κιμωλία τον τυφλοσύρτη επί του μαυροπίνακα.

Σηκώθηκε και προχώρησε ενώπιον του διδασκάλου.

− Μη με δέρνεις, γιατί μου πονούν τα κόκκαλά μου, διδάσκαλε, είπε αφελώς. Μ΄ έδειρες πολύ τες προάλλες. Γονάτισέ με καλύτερα.

Ο διδάσκαλος του κατέφερε μόνον δύο στη ράχη και είπε:

− Ας είναι, γονάτισε.

Ο Αλογάκης πήρε την κιμωλία, χάραξε στο δάπεδο μικρό ελλειψοειδές σχήμα, για να είναι όριο του τόπου της τιμωρίας του και γονάτισε μέσα σ΄αυτό, κρατώντας και το βιβλίο ανοικτό στα χέρια.

***

Ο Γιάννης είχε γονατίσει σύρριζα στον τοίχο, βλέποντας προς τη διδασκαλική έδρα, ακριβώς κάτω από τον μαυροπίνακα.

Πιέζοντας τον εαυτό του να κοιτάζει στο βιβλίο και σφίγγοντας τα δόντια, φυλασσόταν να μην κάμει σχήματα και μορφασμούς, προκαλώντας των συμμαθητών του τα γέλια, γιατί ήξερε ότι η ράχη του γονατισμένου είναι η περισσότερο εκτεθειμένη στο κράτος της διδασκαλικής ράβδου. Αλλά δυστυχώς, όσο έσφιγγε τα δόντια, τόσο ακούσια μόρφαζε και όσο μόρφαζε τόσο οι συμμαθητές του γελούσαν.

Ο Γιάννης με περίλυπο το πρόσωπο, πιο πολύ έσφιγγε τα δόντια και απέφευγε να συναντήσει τα βλέμματα των συμμαθητών του, φοβούμενος να μην ανταποκριθεί χωρίς να το θέλει στα γέλια των εύθυμων συμμαθητών του, των οποίων τις μονότονες σχολικές ώρες ποίκιλλαν τέτοια καθημερινά επεισόδια, όπως ανακάλυψη τυφλοσυρτών, τράβηγμα αυτιών, άφθονοι ραβδισμοί και άλλα.

Αλλά όσο και αν φυλάχθηκε, κατά κάποια στιγμή τυχαία, συνάντησε το βλέμμα του Κώστα του Αϊβαλή, ο οποίος γελούσε σαν σάτυρος αλλά και όταν δεν γελούσε, αρκούσε να κοιτάξει κανείς το πιθηκοειδές μούτρο του για να καγχάσει ακράτητα.

Εντούτοις ο Γιάννης, κατάφερε να πνίξει και να συγκρατήσει τα γέλια, αλλά ένας από το β΄θρανίο απήντησε με μικρό καγχασμό αρκετά ηχηρό, ώστε ο διδάσκαλος τον άκουσε και παίρνοντας τη βέργα σηκώθηκε και ήλθε απειλητικός προς τα θρανία.

− Ποίος γελά; ρώτησε πάλλοντας τη βέργα.

− Κανείς, διδάσκαλε, απήντησε ο Κώστας ο Αϊβαλής.

Ο διδάσκαλος κατάφερε μία στον αριστερό ώμο του Αϊβαλή, ο οποίος μαζεύτηκε, δάγκασε τα χείλη κι εξακολούθησε να γελά σιγανότερα.

− Ποίος εγέλασε; επανέλαβε ο διδάσκαλος.

Ουδείς απήντησε. Όσοι των νεότερων μαθητών ήσαν «μαρτυριάρικα» και «προδοτικά» από το Δημοτικό σχολείο, στιγματιζόμενοι με διάφορα επίθετα και στενοχωρούμενοι για την περιφρόνηση από τους μεγαλύτερους την ηλικία συμμαθητές τους, διορθώνονταν άμα έφθαναν στο Ελληνικόν.

Έπειτα και αν ήταν κανείς μαρτυριάρης, φοβόταν να εξασκήσει την τέτοια ροπή του σε γεμάτη αίθουσα, σε αντιπαράσταση διδασκάλου και μαθητών.

Ο διδάσκαλος εντούτοις στεκόταν κοντά, πάνω από την κεφαλή του Πάτροκλου Καμπίδου, νεαρότατου μαθητού, ο οποίος, καταχρώμενος το οφθαλμικό ελάττωμα του διδασκάλου, ένευε με φαιδρούς μορφασμούς προς το Γιάννη Αλογάκη.

Αυτός, όταν είδε το διδάσκαλο να στρέφει προς αυτόν τα νώτα, στοχάσθηκε ότι καλό ήταν να επωφεληθεί την ευνοϊκή στιγμή και σηκώθηκε όρθιος τρίβοντας τα γόνατά του.

Ο διδάσκαλος, όσο και αν ήταν μύωψ, είδε τα νεύματα και τους μίμους του ενώπιόν του καθήμενου μαθητή, εννόησε ότι απευθύνονταν προς τον τιμωρούμενο και στράφηκε απότομα.

Ο Γιάννης ξαφνιάστηκε έσπευσε να γονατίσει εκ νέου, αλλά ο διδάσκαλος πρόφτασε και τον είδε, είτε ως σκιά, είτε ως δένδρο, όρθιο ακόμη και έπειτα να μεταβαίνει στην γονυκλινή στάση.

Ο διδάσκαλος νόμισε ότι βρήκε τη λύση του αινίγματος, την κλείδα του μυστηρίου.

Πίστεψε ότι ο αίτιος των γέλιων ήταν ο Αλογάκης και υπέθεσε ότι ο πτωχός μαθητής, εξ αρχής και πριν αυτός ανασηκωθεί από την έδρα είχε εγκαταλείψει βέβαια αυθαιρέτως και ασεβώς τη στάση του τιμωρούμενου και από κει προέρχονταν τα γέλια των μαθητών.

Οργίστηκε τότε φοβερά και σηκώνοντας τη λεπτή ράβδο έδειρε άσπλαχνα τον πτωχό κατάδικο.

− Τι χτυπάς, δάσκαλε; τι χτυπάς; γόγγυσε αρχίζοντας να κλαίει, όχι τόσο από τον πόνο των ραβδισμών, όσο από άλλον ενδόμυχο πόνο αισχύνης και ταπείνωσης και συναίσθησης του άδικου ο πτωχός νέος.

Δε μου φταις του λόγου σου, δε μου φταίει άλλος κανείς... Φταίνε οι γονιοί μου, που δε θέλουν να με μπαρκάρουν... και με αφήνουν, κοτζάμ-γαϊδούρι, να μάθω με το στανιό γράμματα...

Ο διδάσκαλος χαμήλωσε τη βέργα του.

− Μόνος σου ηύρες τ΄ όνομά σου, είπε με χαιρεκακία...

Από ιππάριον προβιβάσθηκες κι έγινες όναρος.

Ο οίκτος πάλευε στα ενδόμυχά του με την οργή. Εντούτοις, ως τελευταία τιμωρία, υποχρέωσε τον γονατισμένο να στρέψει το πρόσωπο προς τον τοίχο, για να μη βλέπει τους συμμαθητές του και τους κάνει με μορφασμούς να γελούν.

Ακολούθως, στραφείς προς τον όμιλο των μαθητών, με αυστηρότητα απήγγειλε απροσδόκητη απόφαση:

− Εβλέπατε όλοι σας τόσην ώρα την κακοήθειαν τούτου ζωγραφισμένη εκεί (δείχνοντας τον γονατισμένο εκεί μαθητή και τον μαυροπίνακα) και δεν εκάματε το χρέος σας, να καταγγείλετε τον δόλον εις τον διδάσκαλόν σας. Όλοι θα τιμωρηθείτε!

Και με επίσημο τόνο πρόσθεσε :

− Σήμερον την μεσημβρίαν θα μείνετε όλοι νήστεις εδώ!

*** 

Ο διδάσκαλος επανήλθε στην έδρα του κι εξακολούθησε την τεχνολογία επί του μαθήματος της ημέρας, την οποία είχε αρχίσει από πριν.

Ακολούθως, αφού κοίταξε το ωρολόγιό του και είδε ότι η ώρα ήταν ένδεκα, μετέβη στη συνέχεια του κειμένου και άρχισε να εξηγεί το παρακάτω.

Σημείο ότι το πρωινό μάθημα άγγιζε στο τέλος.

Αλλά όσο ποθεινή ήταν άλλοτε η ώρα αυτή, τόσο απαίσια ήταν σήμερα, αφού η τάξη όλη είχε καταδικασθεί σε νηστεία.

Είναι αλήθεια, ότι οι θείες, οι γιαγιάδες και οι μικρές αδελφές των μαθητών, ήταν πολύ φιλόστοργοι και οσάκις οι αδιόρθωτοι έμεναν νηστικοί και ο διδάσκαλος κλείδωνε απ΄έξω την πόρτα και αναχωρούσε, ή μαντεύοντας από την αργοπορία τους ή με άλλους τρόπους και από τις γειτόνισσες του σχολείου λαμβάνοντας είδηση, τύλιγαν μεγάλα τεμάχια ψωμιού και τυριού σε λευκό ή χρωματιστό προσόψιο και από τα παράθυρα έριχναν τη δέσμη στο χώρο της τιμωρίας ματαιώνοντας έτσι το σωφρονιστικό έργο της παιδαγωγικής και διδασκαλικής μεθόδου.

Αλλά τη φορά αυτή, μεγάλη στενοχώρια και ανυπομονησία είχε καταλάβει τους καταδικασθέντες, ίσως γιατί ήταν η προτελευταία ημέρα της απόκρεω του Αγίου Φιλίππου, μεσούντος Νοεμβρίου και αν την ημέρα εκείνη έχαναν την τυρόπιττα μετά ή άνευ κρεμμυδιών και τραχανά με λίγο ζωμό κρέατος, επί σαράντα ημέρες, όσο και αν στέναζαν, δεν θα ήταν τρόπος να αποζημιωθούν.

Συνεχείς ψιθυρισμοί ακούονταν στα τρία μαθητικά βάθρα, συνοδεύοντες ως μουσικό υπήχημα τη μονότονη φωνή του διδασκάλου, ο οποίος με ενθουσιασμό είχε εγκύψει στο κείμενο του Σαμοσατέως, κρύβοντας τη μύτη εν μέσω των δύο σελίδων, όπως κρύβει το όρνεο το ράμφος του υπό τις πτέρυγες και άφατο εύρισκε εντρύφηση στο μέρος εκείνο, στο οποίο ιστορείτο ακριβώς μετά των περιπαθεστέρων της σάτυρας τόνων, η σκυτάλη και τα ευεργετικά αυτής αποτελέσματα.

Ένας των μαθητών που άκουσε θόρυβο έξω, είχε βγει, σιγά-σιγά πατώντας, ξυπόλυτος, χωρίς να έχει φόβο αν ο διδάσκαλος θα τον παρατηρήσει.

Μετά από λίγο επέστρεψε και διηγήθηκε με ψιθυριστή φωνή στους συμμαθητές του του τρίτου θρανίου, ότι η γειτόνισσα, η Μόρφω η Καρούμπαινα, μάλωνε με τη γειτόνισσά της, τη Διομίνα, ότι την είχε πιάσει από τα μαλλιά και την τραβούσε, ότι το σύζυγο της δεύτερης, τον μπάρμπα Διομή, που κατέφθασε εγκαίρως και έσπευσε να λάβει μέρος υπέρ της συμβίας του, τον κυνήγησε μ΄ένα φουρνόξυλο, το οποίο του έριξε κατεπάνω του και λίγο έλειψε να τον κτυπήσει, ότι άμα τον έφθασε, του έδωσε δύο γροθιές και πιάστηκε μ΄αυτόν χέρια με χέρια, όπως συνηθίζουν να παλεύουν οι γυναίκες, φροντίζοντας δια των χειρών να απομακρύνουν τους άνδρες από πάσης γειτνιάσεως κι επαφής προς το επανωκόρμι τους, ως ιερό και άσυλο πράγμα, ώστε ήταν περιεργότατο αληθινά φαινόμενο, θέαμα σπανιότατο και εκπληκτικό...

Πρώτος ο Κώστας ο Αϊβαλής, αμέσως μόλις άκουσε την ιστορία, δεν έχασε καιρό, αλλά σηκώθηκε, βάζοντας το δάκτυλο στα χείλη και πατώντας στην άκρη των ποδιών, διέσχισε το θάλαμο, βγήκε στον πρόδομο και κατέβηκε τη σκάλα. Δεύτερος τον μιμήθηκε ο Γεωργούτσος.

Τρίτος ο Γιάννης ο Βότσης βγήκε σε αντάμωση των άλλων δύο. Τέταρτος μετά αυτόν βγήκε ο Δημητράκης ο Τσώνης, όλοι από το δεύτερο και τρίτο θρανίο.

Ο Κώστας ο Αϊβαλής, είχε αφήσει τα βιβλία και τετράδιά του στο θρανίο. Είχε κατέβει με σκοπό να δει μόνο τον καυγά και να γυρίσει εγκαίρως, πριν τελειώσει ο διδάσκαλος την ερμηνεία της σκυτάλης και την επταπλή επανάληψη της εξηγήσεως.

Αλλά ο Γεωργούτσος, ο Βότσης και ο Τσώνης, είχαν φροντίσει να βάλουν τα βιβλία και τα τετράδιά τους στους κόρφους τους, σκεπτόμενοι ότι αφού ο διδάσκαλος θα παρατηρούσε βεβαίως τη φυγή τους, περιττό ήταν να επανέλθουν κι ελεύθερος ήταν να διπλασιάσει για άλλη ημέρα, οπού να μην είναι αποκριά, την ποινή της νηστείας.

Οι ημέρες μάλιστα της τεσσαρακοστής για τούτο είχαν γίνει...

Τούτους μιμήθηκαν ευθύς κατόπιν και άλλοι πέντε εξ και δεν έμειναν πλέον στα θρανία ακροατές της σκυτάλης παρά μόνο ο Πάτροκλος Καμπίδης και τρεις τέσσερις άλλοι «ευπειθείς» και «επιμελείς» μαθητίσκοι του πρώτου θρανίου.

Μόλις τελείωσε από την σκυτάλη και την ερμηνεία της γλείφοντας τα χείλη, σαν να γλυκάθηκε, ο διδάσκαλος και απέτεινε προς τους μαθητές τη συνήθη ερώτηση:

− Το εννοήσατε;

Εξεπλάγη μη βλέποντας πλέον μπροστά του παρά τέσσερις σκιές στο πρώτο θρανίο.

Τα δύο άλλα θρανία, δεύτερο και τρίτο, ήταν έρημα.

− Τι έγινε; πού πήγαν οι άλλοι; ρώτησε και ανατινάχτηκε από την έδρα, συνοφρυωμένος και με τρέμοντα τα χείλη.

Και αυθορμήτως έστρεψε το βλέμμα προς το Γιάννη Αλογάκη, ο οποίος είχε θεωρήσει ότι με το πέρας του μαθήματος, έληξε και η ποινή του, σηκώθηκε τρίβοντας τα γόνατα.

− Τι με κοιτάζεις, δάσκαλε; είπε ο Αλογάκης, τι σου φταίω εγώ;

Με γύρισες κατά τον τοίχο και δεν τους είδα που φύγανε...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου