Το Μοιρολόγι της φώκιας
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1908
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Κάτω από τον κρημνό που βρέχουν τα κύματα, που κατεβαίνει το μονοπάτι που αρχίζει από τον ανεμόμυλο του Μαμογιάννη, που αντικρίζει τα Μνημούρια και δυτικά, δίπλα στη χαμηλή προεξοχή του γιαλού, την οποία τα μαγκόπαιδα του χωριού, που δεν παύουν από πρωί μέχρι το βράδυ, όλο το καλοκαίρι, να κολυμπούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι - φαίνεται να έχει τέτοιο σχήμα - κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη φτωχή γριά, κρατώντας στη μασχάλη μία αβασταγή, για να πλύνει τα μάλλινα σεντόνια της στο κύμα το αλμυρό, έπειτα να τα ξεγλυκάνει στη μικρή βρύση, το Γλυφονέρι, που δακρύζει από το βράχο του σχιστόλιθου και χύνεται ήρεμα στα κύματα.
Κατέβαινε σιγά τον κατήφορο το μονοπάτι και με ψιθυριστή φωνή, έλεγε ένα πένθιμο βαθύ μοιρολόγι, φέρνοντας συγχρόνως την παλάμη στο μέτωπό της, για να σκεπάσει τα μάτια από το θάμβος του ήλιου, που βασίλευε στο βουνό αντίκρυ και οι ακτίνες του θώπευαν απέναντί της το μικρό περίβολο και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα στις τελευταίες του ακτίνες.
Θυμόταν τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει στο αλώνι εκείνο του χάρου, στον κήπο εκείνο της φθοράς, το ένα μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήταν νέα ακόμη. Δύο κορίτσια και τρία αγόρια, όλα σε μικρή ηλικία, της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.
Τελευταίον πήρε και τον άνδρα της και της είχαν μείνει μόνο δύο γιοι, ξενιτεμένοι τώρα, ο ένας είχε πάει, της είπαν, στην Αυστραλία και είχε τρία χρόνια να στείλει γράμμα και αυτή δεν ήξερε τι είχε απογίνει.
Ο άλλος ο μικρότερος, ταξίδευε με τα καράβια μέσα στη Μεσόγειο και κάποτε τη θυμόταν ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, παντρεμένη τώρα, με μισή δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αυτής, η γριά-Λούκαινα ζούσε τώρα στα γεράματά της και γι’ αυτήν πήγαινε τον κατήφορο, το μονοπάτι, για να πλύνει τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά στο κύμα το αλμυρό και να τα ξεγλυκάνει στο Γλυφονέρι
***
Η γριά έσκυψε στην άκρη χαμηλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου και άρχισε να πλένει τα ρούχα. Δεξιά της κατερχόταν ομαλότερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γήλοφου, πάνω στον οποίον ήταν το Κοιμητήριο και στις πλαγιές του οποίου κυλιόνταν αενάως προς τη θάλασσα, που δέχεται τα πάντα, τεμάχια σάπιων ξύλων από ξεχώματα, δηλαδή ανακομιδές ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα πουκάμισα νεαρών γυναικών, που είχαν ταφεί κάποτε μαζί τους, τούφες από μαλλιά ξανθά και άλλα του θανάτου λάφυρα.
Πάνω από το κεφάλι της, λίγο προς τα δεξιά, μέσα σε μικρή κρυφή λάκκα, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, που επέστρεφε με το μικρό κοπάδι του από τους αγρούς και, χωρίς να αναλογισθεί το πένθιμο του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι του και άρχισε να αυλίζει χαρούμενο ποιμενικό άσμα. Το μοιρολόγι της γριάς κόπασε στο θόρυβο του αυλού και όσοι επέστρεφαν από τους αγρούς την ώρα εκείνη - είχε δύσει εντωμεταξύ ο ήλιος - άκουαν μόνο τη φλογέρα και κοίταζαν να δουν πού ήταν ο αυλητής, που δε φαινόταν, κρυμμένος ανάμεσα στους θάμνους, μέσα στο βαθύ κοίλωμα του κρημνού.
Μία γολέτα ήταν σηκωμένη στα πανιά κι έκαμνε βόλτες μέσα στο λιμάνι. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβο το δυτικό.
Μία φώκια, που βοσκούσε εκεί κοντά, στα βαθιά νερά, άκουσε ίσως το σιγανό μοιρολόγι της γριάς, θέλχτηκε από τον θορυβώδη αυλό του μικρού βοσκού και ήλθε πάρα έξω, στα ρηχά κι ευχαριστιόταν από τον ήχο και λικνιζόταν στα κύματα.
***
Μία μικρή κόρη, ήταν η μεγαλύτερη εγγονή της γριάς, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της ή μάλλον είχε ξεκλεφθεί από την άγρυπνη επιτήρησή της και όταν έμαθε ότι η μάμμη της βρισκόταν στο Κοχύλι και έπλενε στο γιαλό, ήλθε να τη βρει, για να παίξει λίγο στα κύματα.
Αλλά δεν ήξερε όμως από που άρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη το μύλο, αντίκρυ στα Μνημούρια και άμα άκουσε τη φλογέρα, πήγε προς τα εκεί και ανακάλυψε τον κρυμμένο αυλητή και αφού χόρτασε να ακούει το όργανό του και να καμαρώνει το μικρό βοσκό, είδε εκεί στο μούχρωμα του νυχτώματος, ένα μικρό μονοπάτι, πολύ απότομο, πολύ κατηφορικό και νόμισε ότι αυτό ήταν το μονοπάτι και ότι από κει είχε κατέβει η γριά η μάμμη της και πήρε το κατηφορικό απότομο μονοπάτι για να φθάσει στο γιαλό να την ανταμώσει. Και είχε νυχτώσει ήδη.
Η μικρή κατέβηκε λίγα βήματα κάτω, έπειτα είδε ότι ο δρομίσκος γινόταν ακόμη πιο απόκρημνος. Έβαλε μία φωνή και προσπαθούσε να ανεβεί, να επιστρέψει πίσω. Βρισκόταν επάνω στο φρύδι ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός πάνω από τη θάλασσα.
Ο ουρανός σκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυβαν τα άστρα και ήταν στη χάση του φεγγαριού. Προσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον το δρόμο απ΄ όπου είχε κατέβει. Γύρισε πάλι προς τα κάτω και δοκίμασε να κατεβεί. Γλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! στο κύμα. Ήταν τόσο βαθύ, όσο και ο βράχος ψηλός.
Δύο οργιές τουλάχιστον.
Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μην ακουσθεί η κραυγή. Ο βοσκός άκουσε ένα πλαταγισμό, αλλά από κει που ήταν, δεν έβλεπε τη βάση του βράχου και την άκρη του γιαλού. Άλλωστε δεν είχε προσέξει τη μικρή κόρη και σχεδόν δεν είχε αισθανθεί την παρουσία της.
Καθώς είχε νυχτώσει ήδη, η γριά Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγή της και άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι, επιστρέφοντας στο σπίτι. Στη μέση του δρομίσκου άκουσε τον πλαταγισμό, στράφηκε και κοίταξε στο σκότος, προς το μέρος που ήταν ο αυλητής.
— Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, γιατί τον γνώριζε.
Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύει...
Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξακολούθησε το δρόμο της.
Κι η γολέτα εξακολουθούσε ακόμη να βολταντζάρει στο λιμάνι.
Κι ο μικρός βοσκός εξακολουθούσε να φυσά τον αυλό του στη σιγή της νύχτας.
Κι η φώκια, καθώς είχε έλθει έξω στα ρηχά, βρήκε το μικρό πνιγμένο σώμα της πτωχής Ακριβούλας και άρχισε να το περιτριγυρίζει και να το μοιρολογά, πριν αρχίσει τον εσπερινό δείπνο της.
Το μοιρολόγι της φώκιας, το οποίο μετέφρασε σε ανθρώπινα λόγια ένας γέρος ψαράς, γνώστης της άφωνης γλώσσας των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:
Αυτή ήταν η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης