Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ο Αειπλάνητος

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Τον έβλεπα πριν από χρόνια πολλά και τον θυμάμαι σαν όνειρο, αλλά δεν είχα γνωριμία μαζί του.

Ήταν καμαρότος της πρώτης θέσεως στα βαπόρια της «Εταιρείας».

Ήταν πολύ μεταδοτικός και φιλάδελφος προς όσους έτυχε να γνωρίζει, επιβάτες μάλιστα της κουβέρτας, προς τους οποίους κουβαλούσε κρυφά ότι περίσσευε από την τράπεζα, τους έφερνε ποτήρια νερού από την πρώτη θέση και τους παρείχε πολλές άλλες ανέσεις.

Ήταν από τότε με άσπρα μαλλιά και φαινόταν σαν γέρος ήδη.

Είκοσι χρόνια ύστερα, όταν σχετίσθηκα μαζί του, είχε ακόμη άσπρα μαλλιά και αρυτίδωτη την όψη.

Καθώς μου είπε, δεν ήταν παραπάνω από πενήντα χρόνων.

Είχε πάρει σύνταξη από την «Εταιρείαν», δεν θέλησε «να μπει στον κόσμο» και κοίταζε πως να σώσει την ψυχή του.

Στην Αθήνα σύχναζε στου Μακράκη.

Επειδή έτρεφε κάποια υπόληψη σε εμένα, με ρώτησε να του πω ειλικρινά τι γνώμη είχα περί Μακράκη και Μακρακισμού.

-Δεν υπάρχει αμφιβολία, κυρ-Γιάννη, του είπα, ότι πολλοί από τους Μακρακιστές είναι καλοί άνθρωποι και ότι ο Μακράκης, θα ήταν πολύ καλός και ωφέλιμος…

Αλλά, τι να σου πω κι εγώ, «νόμω καλόν, νόμω κακόν».

Εάν παραδείγματος χάριν, το δείνα σπίτι κηρυσσόταν αρμοδίως από τους γιατρούς χολεριασμένο ή βλογιασμένο, θα είχες ποτέ την τόλμη να πατήσεις την καραντίνα και να μπεις σε αυτό;

-Όχι, μου είπε.

-Άλλο τόσο και περί Μακράκη.

Οι αρμόδιοι, δηλαδή η Ιερά Σύνοδος, τον κήρυξε κακόδοξο και αιρετικό.

Μέχρις αποδείξεως του εναντίου και πριν κάποιο ανώτερο δικαστήριο, φέρ’ ειπείν η Μεγάλη Εκκλησία και τα άλλα Πατριαρχεία, ακυρώσουν την πράξη της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος και κηρύξουν τον Μακράκη υγιαίνοντα περί την πίστη και ορθόδοξο, κάθε χριστιανός οφείλει να πειθαρχεί στους ορατούς αντιπροσώπους της Εκκλησίας, είτε αμαρτωλοί είναι αυτοί είτε άγιοι και να μη πλησιάζει στον Μακράκη.

Αλλιώς, θα ήταν αναρχία και τίποτε άλλο.

***

Ακολούθως τον συνάντησα κατά το καλοκαίρι στη Σ… όπου διέμεινα για λίγο.

Τρεις μήνες έμεινα εκεί, τρεις διαμονές άλλαξε κατά το διάστημα τούτο ο κυρ-Γιάννης ο Χρυσοβούλλης.

Πρώτα ήταν κοντά στον πατέρα Ιερεμία, ενάρετο ασκητή, σε ένα κάθισμα, δηλαδή μεγάλο κελί, μοναχική κατοικία με πολλά δωμάτια.

Ο προαναφερόμενος ασκητής θεωρούταν μακρακίζων, καλόπιστα.

Από κει κατάλαβα, ότι η γνώμη την οποία μου είχε ζητήσει ο κυρ -Γιάννης και η υπόληψη την οποία έλεγε ότι έτρεφε για μένα, ήταν υπό τον όρο… να συμφωνώ μαζί του.

Εντούτοις δεν έμεινε πολύ καιρό στο οικητήριο εκείνο.

Το δεύτερο μήνα πιάστηκε και μάλωσε μ’ ένα συμπέθερό του, που διεκδικούσε κληρονομικά δικαιώματα επί του κελιού και της μικρής περιοχής.

Τότε μετέβη στον Άγιο Χαράλαμπο, μονύδριο διαλυμένο.

Έπειτα έφυγε από κει και πήγε κι έβαλε μετάνοια στον Σωφρόνιο, τον τότε ηγούμενο του σεμνοπρεπούς και ωραίου κοινοβίου του Ευαγγελισμού.

Έμεινε εκεί δύο μήνες.

Έπειτα, όταν εγώ επέστρεψα στην Αθήνα, έμαθα ότι ο κυρ-Γιάννης έφυγε από το Κοινόβιο και πήγε στην Κουνίστρα, παλαιό μοναστήρι ακατοίκητο κι έμεινε εκεί ολομόναχος για λίγες μέρες.

Ακολούθως, συνέπεσε να επισκευασθεί ένα γειτονικό της Κουνίστρας, παλαιό μονύδριο του Προδρόμου.

Τότε ο φίλος μας, ανήσυχος πάντοτε και μη δυνάμενος να «κατασταλάξει» κάπου, πήγε και δοκίμασε να μείνει για λίγο στην ερημική και δασώδη εκείνη κοιλάδα του Προδρόμου.

Τέλος επανήλθε και δεύτερη φορά πλησίον του πατρός Ιερεμία, στο κελί του Προφήτου Ηλιού.

*** 

Μετά λίγο καιρό, ενώ διέμενα πάντοτε στην Αθήνα, αίφνης και χωρίς να το περιμένω, συναντώ το φίλο μου στο δρόμο κοντά στου Καλαμιώτη.

-Καλημέρα, μου λέγει.

-Ε! πού σ΄αυτόν τον κόσμο κυρ-Γιάννη;… Εγώ σε είχα πως βρίσκεσαι ακόμη στη Σ…., στο Κοινόβιο.

-Ου! είναι μήνες που δεν είμαι στο Κοινόβιο, είπε.

Σ’ αυτό το διάστημα, καθώς έφυγες του λόγου σου απ’ την πατρίδα, άλλαξα δυο-τρία λημέρια.

-Ποιο και ποιο;

-Σαν έφυγα απ’ τον Ευαγγελισμό, επήγα στην Παναγιά την Κουνίστρα και κάθισα εκεί κάμποσο καιρό, ύστερα πήγα στον Πρόδρομο στον Ασέληνο. Ύστερα ξαναγύρισα πάλι στον πάτερ Ιερεμία, μα πάλι ξαναμάλωσα με το Δημήτρη κι έφυγα….

-Με ποιόνε Δημήτρη;

-Τον συμπέθερό μου, δεν το ξέρεις;…

Άμα μ’ έβλεπε να δίνω δυο κρομμυδάκια ή λίγο μαϊδανό ή κανένα μαρούλι, σε κανένα φτωχό διαβάτη, σκύλιαζε απ΄ το κακό του.

Εγώ του είπα και να πεθάνει δεν θα τα πάρει μαζί του και να ζήσει, θα του πέσουν πάρα πολλά στο στομάχι του…

Τότε εκείνος αυθαδίασε και μου είπε, με παροιμίες, καθώς συνηθίζει, «ξένο βιο, καλολογάριαστο» και «δεν είναι γύφτικο μνημόσυνο εδώ» και «με ξένα κόλλυβα να μη γυρεύω να μνημονέψω».

Επήρα κι εγώ την κάπα μου κι έφυγα.

-Κι ήρθες κατ’ ευθείαν για την Αθήνα;

-Όχι, ξαναπήγα και δεύτερη φορά στο Κοινόβιο, δεν σου είπα… Καλά το είπες… Επήγα εκεί κι ο ηγούμενος, μ’ έβαλε μάγειρα… Ύστερα, ο πάτερ Μελέτιος, ο οικονόμος, με μάλωσε να μη δίνω κομμάτια ψωμί και γαβαθάκια με κολοκύθια ή μελιτζάνες στους διαβάτες…

Τότε σηκώθηκα κι εγώ, έβαλα μετάνοια στον ηγούμενο κι έφυγα.

-Κι έρχεσαι κατ΄ ευθείαν απ΄ εκεί;

-Όχι, πήγα στο Βόλο, να δω την αδελφή μου με το γαμπρό μου και τη φαμίλια τους.

Εκεί έμαθα πως είναι κοντά κάπου εκεί ένα καλό μοναστήρι, ο Αι-Γιάννης…

Επήγα καμπόσες μέρες να δοκιμάσω, μα τα βρήκα κι εκεί κάπως χειρότερα, πήρα την ράβδο μου κι έφυγα.

-Κι έρχεσαι απ’ εκεί τώρα;

-Όχι, επήγα στον Αρμυρό, κάθισα λίγες μέρες εκεί κοντά σ’ ένα μοναστήρι…

-Κι από κει;….

-Τα βρήκα εκεί σκούρα… επήγα πεζός ως τη Λαμία.

Εκεί άκουσα πως είναι δυο-τρία μοναστήρια πολύ καλά. Επήγα στεριά πολλές ώρες δρόμο, στον Άι-Κωνσταντίνο, καθώς και στον Άι-Γιώργη της Μαλεσίνας…

Κι από κει έφυγα.

-Τότε θα κάμεις καλά, του είπα εγώ, να πάρεις ένα «Συνταγμάτιον» να διαβάσεις πόσα μοναστήρια είναι στην Ελλάδα και στην Τουρκία, για να ξέρεις….

-Και πού βρίσκεται αυτό το Συντομάτιον;

-Δεν ξέρω αν βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία.

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη να πας, θα το βρεις.

Και δεν μου λες ένα πράγμα κυρ Γιάννη;

Πώς δεν σου ήρθε η ιδέα να πας στον Άγιον Όρος;

-Επήγα άλλοτε κι επροσκύνησα. Μα εκεί δεν είναι για μας. Είμαστε αλλιώς μαθημένοι.

-Γιατί;

-Είναι αυστηρότης μεγάλη… Είναι και κόμματα.. Ρώσοι πολλοί.

-Και τώρα για πού είσαι, νά ’χουμε καλό ρώτημα;

-Είμαι για την Πάτρα. Θα πάω σε εκείνα τα μέρη να προσκυνήσω τα μεγάλα μοναστήρια που είναι προς τα εκεί.

Την Αγία Λαύρα, τους Ταξιάρχας, το Μέγα Σπήλαιο.

-Και θα κάμεις πολύν καιρό εκεί;

-Ω, εκεί θα μείνω οριστικώς πλέον. Σωθήκανε τα ψέματα…

***

Μετά τρεις μήνες, ένα πρωί, συναντώ πάλι τον κυρ Γιάννη στην Αθήνα, στην οδό Αθηνάς.

-Τα μάτια μου κάνουνε;… Εσύ είσαι, κυρ Γιάννη;

-Εγώ ολάκερος. Καλώς σας ηύρα.

-Έρχεσαι απ’ το Μέγα Σπήλαιον;

-Απ’ το Μέγα Σπήλαιο, απ’ την Αγία Λαύρα, απ’ τους Ταξιάρχας και από άλλα μέρη.

-Και δεν μπόρεσες να κάμεις ούτ’ εκεί;

-Δεν μπόρεσα… Τι τα θέλεις; Πάει πλέον η καλογερική.

-Τώρα, για πού είσαι;

-Για το Άγιον Όρος.

Συλλογίσθηκα καλά το λόγο που μου είπες την άλλη φορά…

Θα σ’ ακούσω…

***

Είχα μείνει διαρκώς επί δύο χρόνια στην Αθήνα.

Το άλλο καλοκαίρι πήγα στην πατρίδα μου.

Ήμουν από δύο ή τριών ημερών εκεί.

Ένα δειλινό, μία βρατσέρα άραξε πλησίον της αποβάθρας στο λιμάνι.

Ερχόταν από το Άγιο Όρος.

Μεταξύ των αποβιβασθέντων βλέπω τον κυρ Γιάννη.

-Καλώς όρισες, του είπα.

-Πάντα με το καλό, μου λέγει χαμογελώντας…

Επήγα και στ’ Άγιον Όρος δευτέραν φοράν… Θα δώσω μεγάλον κόπον εις τον Άγγελόν μου.

-Γιατί;

-Γιατί θα έχει να περιφέρει την ψυχή μου σε πάρα πολλούς τόπους… Κι όχι μόνον τούτο, αλλά θα απελπισθεί να με πηγαίνει από δύο και τρεις φορές σε κάθε τόπον… Επειδή εις τον κάθε τόπον έχω διατρίψει δύο και τρεις φορές.

-Πώς πέρασες λοιπόν;

-Παράγιναν κι εκεί τα πράγματα… Καλά κι άξια είναι… Άξια χώματα!… Πολλοί σεβάσμιοι πατέρες, κοινοβιώται, ασκηταί κι ερημίτες ακόμη και ιδιορρυθμίτες και κελλιώτες βρίσκονται, άγιοι άνθρωποι…

Μα ωστόσο… είναι Ρούσοι, Ρούσοι πάρα πολλοί… και πίνουν και πολύ ρακί… Φιλεύουν και πίττες ψωμί και καπίκια ασημένια. Δεν σου λέγω… και στον Αι-Παντελεήμονα κι εις τα άλλα μέρη… μα καλύτερα να έλειπαν κι αυτοί και τα καπίκια τους και τα ψωμιά τους τ’ άσχημα, τα κακοζυμωμένα, τα αχώνευτα…

Έπειτα κι οι δικοί μας έχουν κόμματα… δεν σ΄αμπαρώνουν εύκολα μες στα μοναστήρια… άλλα μούτρα έχουν οι Τουρκομερίτες, άλλα οι Ελλαδίτες.

-Και τώρα για πού, αν θέλει ο Θεός;

-Έχω σκοπό να πάω ως τα Μετέωρα. Ας δούμε κι εκεί.

Περί τα τέλη του φθινοπώρου,112 ενώ πριν λίγο καιρό είχα επιστρέψει στην Αθήνα, συναντώ τον κυρ Γιάννη στον περίπατο, κοντά στους Στύλους. Χοζ γκελντίν! (Καλώς όρισες), του είπα. Σε ηύρα τέλος πάντων! μου λέγει. Δεν ήξευρα κατά που να σε ζητήσω… Αυτή τη φορά ελπίζω να τα λέμε συχνά μαζί. Πώς; μένεις στην Αθήνα; Απ’ έξω απ’ την πόλη… είν’ ένα μικρό μετοχάκι με μια εκκλησούλα και δυο κελιά, που το έχει κτίσει ο πάτερ Ιερώνυμος ..που ήταν χρόνια εφημέριος στη Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία… Εκεί, κοντά του βρίσκομαι.. Εδώ έξω, κατά την Ζωοδόχο Πηγή…(μου έδειξε προς το μέρος του Υμηττού). Εκεί έχει ωραία κηπάρια και καταγίνομαι να καλλιεργώ… Να σε δούμε καμιά μέρα…. Θα σε φιλέψω σαρακοστιανό φαΐ από ζαρζαβάτι, όλο απ’ το χέρι μου καλλιεργημένο και μαγερεμένο… Και πώς δεν έκαμες στα Μετέωρα; Ω! εκεί ανεβάζουν τους ανθρώπους με την απόχη, σαν αχινούς, με το γάντζο, σαν χταπόδια…  Λοιπόν θα έρθεις καμιά μέρα; Βεβαίως… χαίρε!

*** 

Λίγες μέρες ύστερα, έτυχε να περνώ από τα κεράδικα, στην οδό Καπνικαρέας.

Βλέπω τον κυρ Γιάννη στην πόρτα ενός των μαγαζιών τούτων, και με φώναξε:

-Έλα να σε ιδούμε.

-Τι γίνεσαι, κυρ Γιάννη;

-Ορίστε, καθίστε.

-Δεν έχω καιρόν… Θα ήρθες, πιστεύω, να ψωνίσεις κεριά για την εκκλησούλα, για το μετοχάκι σου.

-Ω! δεν βρίσκομαι πλέον εκεί… δεν μπόρεσα να πολυκάμω κοντά στον πάτερ Ιερώνυμο.

-Και πού βρίσκεσαι;

-Μα, στο κηράδικο, εδώ….

-Είσαι κηροποιός; Γνωρίζεις κι απ’ αυτήν την τέχνη;

-Ακούς, λέει…. Βοηθώ όσο μπορώ, τον φίλο μου εδώ…

Μα να περνάς να σε βλέπουμε.

-Ευχαρίστως.

***

Μετά μία εβδομάδα, περνούσα το βράδυ ένα δρομίσκο της Πλάκας.

Γνώριμη φωνή με φωνάζει με τ΄ όνομά μου.

Στρέφομαι, βλέπω τον κυρ Γιάννη.

-Τι γίνεσαι, αδερφέ;

-Ω! με συγχωρείς… δεν ήρθα καμιά μέρα στο κηράδικο.

-Ω! τώρα κατά το παρόν, βρίσκομ’ εδώ, στην Πλάκα… σ’ εκείνο το φαρμακείο εκεί.

Και μου έδειξε πέρα από το πεζοδρόμιο, σε μία καμπή του δρόμου.

-Τι, δεν είσαι πλέον στο κηράδικο;

-Προσωρινώς βοηθούσα τον κυρ Προκόπη… Τώρα βοηθώ τον φίλο μου τον σπετσιέρη, εκεί… έλα καμιά φορά να τα λέμε.

Περνά κανείς πολύ καλά την ώρα στο φαρμακείο… είναι το καφενείο εκείνων που δεν πατούν ποτέ σε καφενείο.

-Και γνωρίζεις από γιατρικά;

-Α! αυτή είναι μία από τις παλιές τέχνες μου… ότι μπορεί κάνει κανείς.

Θά ’ρχεσαι κάποτε;

-Ευχαρίστως… θα’ ρθώ καμιά μέρα.

Έκτοτε δεν συνέβη να τον ξαναδώ πλέον το φίλο μου τον κυρ Γιάννη.

Αλλά τάχιστα ελπίζω να τον συναντήσω ή στην Αθήνα ή αλλού.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου