Οι Χαλασοχώρηδες
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Α'
Αφού πέρασαν από όλα τα μαγαζιά της παραθαλάσσιας αγοράς, όπου ήπιαν όχι λίγο εις υγείαν και των δύο αντιπάλων κομμάτων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφως, κατέληξαν στο μικρό καπηλειό του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου μπαίνοντας, απαιτούσαν από τον οινοπώλη να τους κεράσει.
Αλλά ο κάπηλος, στεκόταν συλλογισμένος και αρνιόταν να τους κεράσει, λέγοντας, ότι κατά το έτος τούτο, δεν είχε σκοπό «να το κάμει φόρα» προς χάριν κανενός, γιατί άλλοτε, που είχε φανεί φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά.
Γιατί ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανώλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το «λύειν και το δεσμείν» στα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια», δίνοντας σ΄αυτόν όχι περισσότερες από είκοσι δραχμές μετρητά έναντι, καθώς του είπαν και τον παρακίνησαν να ξοδέψει κι απ' τη σακούλα του όσα θέλει, άφοβα, διότι θα πληρωθεί μέχρι λεπτού, σύμφωνα με το λογαριασμό τον οποίο θα παρουσίαζε.
Τότε αυτός τους πίστεψε, «εξανοίχτηκε» και ξόδευε δικά του λεπτά, παραπάνω από ένα εκατοστάρικο, αλλά μετά τις εκλογές, ο Λάμπρος ο Βατούλας (τον οποίο αυτός αρέσκετο να τον ονομάζει σήμερα «ο Λάμπρος ο Φατούλας») έκαμε πως δεν τον γνώριζε και του γύρισε τις πλάτες.
Που περίσσευε τραμπούκος απ' αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί;
Ο Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανώλης ο Πολύχρονος κι άλλοι μερικοί, πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι . . . και ξέρουν πως να κυνηγούν το πλιάτσικο.
Έχουν βλέπεις, αυτοί οι διάβολοι, τον τρόπο να τα κάμουν πλακάκια.
Αν ερωτάς κι' από κοντραπούντους κι από μπουκλούκια . . . κανένας δεν μπορεί να βγάλει πλώρη μαζί τους.
Είναι σε όλα πρώτο νούμερο.
Αλλά όταν μία φορά καεί η γούνα ενός ταβερνιάρη, ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου λέγω, είναι άλλοι που καίονται στα πολιτικά κι έχουν κρεμασμένο για τις εκλογές το ζουνάρι τους . . . κι είναι πάλι άλλοι, που ξέρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν, παίρνοντας λεπτά κι από τα δύο κόμματα, μαυρίζοντας πότε το ένα, πότε το άλλο και βγαίνουν πάντοτε λάδι), τότε πολύ βλάκας θα είναι αν τους επιτρέψει να τον κοροϊδέψουν και δεύτερη φορά.
Τέτοιες θεωρίες εξέφερε ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράσει τους δύο φίλους, οι οποίοι ευθυμότατοι είχαν έρθει στο καπηλειό του.
Αλλά δεν ήταν και διψασμένοι.
Ήταν βράδυ ήδη και από το δειλινό είχαν περάσει από τη μισή πολίχνη, παντού κερνώμενοι και πίνοντες.
Ο Κωνσταντής άρχισε να παραδίδει μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης στον κάπηλο, λέγοντας ότι, αυτός όπου του θέλει το καλό του, λυπάται να τον βλέπει να πηγαίνει πάντοτε σαν τον κάβουρα και τούτο, ένεκα αδικαιολόγητης παραξενιάς.
Το να μη θέλει «να το κάμει φόρα» νομίζει ότι είναι γι’ αυτόν το συμφερότερο;
Κάθε άλλο, εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστία και στα δύο κόμματα και ένεκα τούτου, δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα σε έναν άνθρωπο κρυψίνουν, «στριμμένον», ο οποίος θέλει να κάμει τον ανεξάρτητο, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι πράγμα είναι ανεξαρτησία.
Ενώ, αν αποφασίσει να κηρυχθεί θερμός ή και χλιαρός, υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ θα κερδίσει ασφαλώς την εμπιστοσύνη του κόμματος τούτου, δεν είναι παράξενο να προκαλέσει κολακείες και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να τον κάμουν να τα γυρίσει ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσουν.
Εάν θέλει μάλιστα να πάρει λεπτά και από τα δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κηρυχτεί φανερά υπέρ του ενός.
Δεν παίρνει παράδειγμα απ' αυτόν κι' από το φίλο του το Γιάννη της Κ'σάφους;
Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας σε όλο το χωριό, ανήκοντες σε δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα μεταξύ τους κόμματα, περνούν με γέλια και με χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι, εις υγεία όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες τη φιλία τους υπεράνω των κομμάτων.
Και με αυτόν τον τρόπο «το έχουν δίπορτο».
Με όποιο κόμμα νικήσει, θα είναι φίλοι και οι δύο, αφού θα είναι ο ένας.
«Όποιος γάιδαρος κι αυτοί σαμάρι».
Τέτοια πρακτικής ηθικής διδάγματα έδιδε ο Κωνσταντής ο Καλόβολος στο Δημήτρη τον Τσιτσάνη.
Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα τα είχε ακούσει την προηγούμενη μέρα από ένα δικολάβο, ο οποίος τα ανέπτυσσε προς τους φίλους του.
Ο κάπηλος τον άκουε σείοντας το κεφάλι του, λέγοντας ότι αυτά τα ήξερε πρωτύτερα απ' εκείνον. Αλλά είναι μεγάλη διαφορά να είναι κανείς αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχει μαγαζί. Διότι, πρέπει να τηρεί κανείς και κάποια αξιοπρέπεια, «να φυλάγει τη θέση του», αν θέλει να μην ξεπέσει «στην παρακατινή σκάλα».
Οι δύο φίλοι τον άκουαν χαμογελώντας, χωρίς να προσβάλλονται διότι τους υποβίβαζε.
Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταία είπε, ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του».
Ο κάπηλος πειράχτηκε τότε και άρχισε να τους ονειδίζει σκληρά, αλλά ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχο μειδίαμα του είπε ότι, «αν θέλει να έχει μαγαζί, πρέπει να έχει και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».
Αυτή ήταν η λογομαχία και ο κάπηλος είχε ανάψει τη λάμπα, γιατί είχε νυχτώσει ήδη, όταν μπήκε στο μαγαζί κομματική ομάδα οδηγούμενη από το Λάμπρο το Βατούλα.
***
Ο Λάμπρος ο Βατούλας, ήταν άνδρας μεγαλόσωμος, ωραίος, ενδεδυμένος επιτηδευμένα, ευγενικός και γλυκομίλητος.
Άμα μπήκε, διέταξε έξι μαστίχες για τη συντροφιά του, έπειτα πηγαίνοντας πίσω από το λογιστήριο, έσκυψε στο αυτί του κάπηλου και άρχισε να του κρυφομιλεί και να τον κατηχεί. Μετά λίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά και ο οινοπώλης του απαντούσε μόνο με κατανεύσεις του κεφαλιού του, επέστρεψε πάλι προς το τραπέζι, γύρω απ΄το οποίο είχε στρωθεί η παρέα του και διέταξε εκ νέου μαστίχες. Πλήρωσε, κροτώντας τις δεκάρες, τα ποτά, έπειτα απευθύνοντας το λόγο προς τον Κωνσταντή τον Καλόβολο, που στεκόταν παράμερα με το φίλο του το Γιάννη της Κ'σάφους. Ε! Τι έχουμε, Κώστα; . . . Πώς πάει το κόμμα σας; είπε.
— Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απάντησε ο Κωνσταντής ο Καλόβολος, το κόμμα μας είναι το κόμμα σας.
— Τι; είμαστε από ένα κόμμα;
— Δεν το ξέρετε;
— Τότε πώς δεν ξεχωρίζετε από το Γιάννη το φίλο σου;
— Η φιλία φιλία και το κόμμα κόμμα.
— Ας είναι τέλος πάντων, ο Θεός κ' η ψυχή σας.
Πίνετε από μια μαστίχα;
— Απόνα κρασί . . . αν μας κεράσετε.
Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά.
Εντωμεταξύ μπήκε στο καπηλειό και άλλη ομάδα από το αντίθετο κόμμα.
— Εβίβα! Καλή επιτυχία.
Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και ήπιαν.
Η καινούρια ομάδα που ήρθε, διέταξε και αυτή ποτά.
Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Μανώλης ο Πολύχρονος, μεσήλικας, μελαχρινός, εύθυμος, αστείος.
— Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μανάδες;
— Το καλό αρνί, κυρ-Μανώλη, απάντησε ο Γιάννης της Κ'σάφους, τρώει από δύο προβατίνες.
Ο Μανώλης διέταξε τον κάπηλο να τους κεράσει και τότε ήπιαν εις υγείαν του κόμματος, το οποίο εκπροσωπούσε ο Μανώλης.
- Με τέτοια τακτική καλοπερνούσαν στις εκλογές οι δύο αγαπημένοι φίλοι.
Είχαν δε πιει την ημέρα εκείνη όχι λίγα σε βάρος και των δύο κομμάτων.
Ο Μανώλης ο Πολύχρονος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε πίσω από το λογιστήριο, όπως είχε κάμει προ ολίγου ο Λάμπρος ο Βατούλας και άρχισε να ομιλεί στο αυτί του κάπηλου.
Το λογιστήριο εκείνο, φαίνεται, έμοιαζε κάπως με εξομολογητήριο φραγκοκκλησιάς, όπου μία-μία εισερχόμενες ελαφρύνουν τη συνείδησή τους οι κομψοπρεπείς μετανοούσες.
Αφού δε του είπε ότι είχε να του πει με σιγανή φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαψε να τους κοιτάζει με την άκρη του ματιού, επιστρέφοντας στη θέση του ο Μανώλης, θέλησε να κουρδίσει λίγο τους δύο φίλους.
— Όλα καλά, τους είπε, μα εσείς οι δύο το καταλαβαίνετε που μας κοροϊδεύετε όλους, ή όχι;
— Αλήθεια! επιβεβαίωσε από το πέρα τραπέζι και ο ηγέτης της άλλης ομάδας, ο Λάμπρος ο Βατούλας, ο οποίος αγαπούσε πάντοτε να είναι φιλόφρων προς τους αντιπάλους, αλήθεια, μας κοροϊδεύετε.
Οι δύο φίλοι μόλις κρατούμενοι στα πόδια τους, άρχισαν να διαμαρτύρονται θορυβωδώς.
— Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανώλη . . .
— Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο . . .
— Έτσι να έχω καλά γεράματα.
— Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.
Και λέγοντες αυτά, στράφηκαν ο ένας προς το τραπέζι γύρω απ΄το οποίο ήταν συγκεντρωμένη η ομάδα του Λάμπρου, ο άλλος προς το άλλο τραπέζι στο οποίο κάθονταν οι σύντροφοι του Μανώλη, στρέφοντες τα νώτα ο ένας στον άλλον, χειρονομώντας υπέρμετρα σαν αδέξιοι υποκριτές, ανοίγοντας τα χέρια τους σαν για να αγκαλιάσουν τους δύο αρχηγούς των κομματικών ομάδων.
— Αν θέλετε να σας πιστέψουμε ότι δεν μας κοροϊδεύετε, είπε ο Μανώλης ο Πολύχρονος, πρέπει ή να κόψετε ο ένας από τον άλλον αυτές της ημέρες που θα είναι οι εκλογές, ή . . .
— Αυτό θα είναι σκληρή καταδίκη γι’ αυτούς, είπε γελώντας ο Λάμπρος ο Βατούλας.
— Ή τουλάχιστον, εξακολούθησε ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να μας δώσετε τώρα αμέσως απόδειξη, ότι ενδιαφέρεσθε ειλικρινά και ολόψυχα, ο ένας σας υπέρ του ενός κόμματος, ο άλλος υπέρ του άλλου.
— Παίρνω όρκο, είπε υψώνοντας το χέρι ο Γιάννης της Χρυσάφους.
— Κι εγώ παίρνω όρκο, είπε και ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
— Οι όρκοι είναι σήμερα το φθηνότερο πράγμα, είπε σαρκαστικά ο Μανώλης ο Πολύχρονος.
— Σου δίνω το λόγο μου κουμπάρε, είπε ο Γιάννης της Χρυσάφους.
— Τι να τον κάμω το λόγο σου κουμπάρε; είπε ο Μανώλης, καλύτερα είχα να μου έδινες τα παλιά τα τσαρούχια σου.
Ο Γιάννης της Χρυσάφους, έσκυψε, έλυσε από τα πόδια τα πέδιλα, ορθώθηκε και σοβαρός, τα προσέφερε στο Μανώλη.
— Πάρ' τα, κουμπάρε!
Τα άφησε στο τραπέζι και έπειτα, ξυπόλητος, στράφηκε προς την πόρτα για να φύγει.
Όλοι γέλασαν με το σκηνικό τούτο του Γιάννη της Χρυσάφους, αλλά ο Μανώλης τον ανακάλεσε.
— Έλα δω, κουμπάρε!
Ο Γιάννης της Χρυσάφους επέστρεψε και στάθηκε ενώπιον του Μανώλη.
— Στους ορισμούς σου, κουμπάρε.
— Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξη αναμφισβήτητη της πίστεώς σας στα δύο κόμματα.
— Τι απόδειξη;
— Ιδού, είπε ο Μανώλης, απευθυνόμενος μάλλον προς το Λάμπρο το Βατούλα, δεν είναι αλήθεια πως ότι επιθυμεί κανείς εκείνο και πιστεύει;
— Δηλαδή; είπε ο Λάμπρος ο Βατούλας.
— Δηλαδή, δεν βλέπουμε πολλές φορές δύο ανθρώπους, να στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά για ένα πράγμα, του οποίου άγνωστη είναι η έκβαση, πιστεύοντας και ο ένας και ο άλλος ότι θα γίνει εκείνο το οποίο επιθυμούν;
— Καθώς, λόγου χάριν, στις εκλογές, σαν καλή ώρα, είπε ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγει εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας.
— Ίσα - ίσα! είπε ο Μανώλης. Λοιπόν, δεν είναι καλό να βάλουν οι δυο τους, τώρα μπροστά μας, ένα στοίχημα;
— Σαν τι στοίχημα;
— Να στοιχηματίσετε, συ κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίσει το δικό μας κόμμα και συ Κωνσταντή, ότι θα κερδίσει το άλλο κόμμα.
— Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξε ο Γιάννης της Χρυσάφους.
— Κι εγώ το βόδι μου! εφώναξε ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
— Ο γάιδαρός σου ας έχει ζωή κουμπάρε Γιάννη και το βόδι σου, σου χρειάζεται για να ζήσεις Κωνσταντή Καλόβολε. Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώσει όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τις εκλογές.
Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις θαρρώ, δύο προβατίνες κι ένα κριάρι;
— Τα θυσιάζω! ανέκραξε ο Γιάννης της Χρυσάφους.
Για το χατίρι σου κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.
— Κι εγώ, για την αγάπη σου, κυρ-Λάμπρο! Φώναξε ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
— Δεν είναι ανάγκη να θυσιάσεις τις προβατίνες κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι, μας αρκεί.
— Βάζω το κριάρι, είπε ο Γιάννης.
— Κι εγώ βάζω τέσσερα ζευγάρια κότες που έχω, είπε ο Κωνσταντής.
— Λοιπόν σύμφωνοι, αν κερδίσουμε και τους δύο βουλευτές εμείς, εσύ Καλόβολε, θα βάλεις τα τέσσερα ζευγάρια κότες κι αν κερδίσουν οι άλλοι, εσύ κουμπάρε Γιάννη, θα θυσιάσεις την προβατίνα.
Εάν όμως βγάλουμε από ένα βουλευτή τα δυο κόμματα, τότε έχεις κέρδος εσύ κουμπάρε, την προβατίνα σου, γλυτώνεις και εσύ Κωνσταντή, τις κότες σου.
— Σύμφωνοι!
Έδωκαν τα χέρια και αποχωρίστηκαν.
Β'
Το βράδυ εκείνο, Τρίτη της εβδομάδος, πέντε ημέρες πριν την εκλογή, περί της οκτώ η ώρα, ο Λάμπρος ο Βατούλας άναψε μετά το δείπνο το φαναράκι του και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσερις φίλους, βγήκε για επισκέψεις σε διάφορα σπίτια, για ψηφοθηρία.
Πέρασαν από την αγορά και έπειτα από ένα ανηφορικό δρομάκι, βάδισαν ανεβαίνοντας στην άνω λαϊκή συνοικία. Μόλις προχώρησαν λίγα βήματα και δεύτερη συνοδεία, με φανάρι και αυτή, πρόβαλε να έρχεται πίσω τους.
Ήταν ο Μανώλης ο Πολύχρονος με την παρέα του, από το άλλο κόμμα.
Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα», αλλά εκείνη τη στιγμή ασχολούταν αυτός και απασχολούσε και τους φίλους του, ενώ βάδιζαν, διηγούμενος μια ενδιαφέρουσα προς αυτούς ιστορία.
-Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού είχε κάμει λεπτά στο Κάιρο, εμπορευόμενος επί δώδεκα χρόνια ως αλευράς, κατ' άλλους ως φούρναρης, έφθασε με το καλό στην πατρίδα του, πρωτεύουσα της επαρχίας και το είχε απόφαση να πολιτευθεί. Φαινόταν μορφωμένος, είχε δει κόσμο, τον γνώριζε αυτός από παιδί και προ ημερών, όταν πήγε στην πρωτεύουσα της επαρχίας, ανανέωσε τη γνωριμία.
Ο νεοφερμένος από την ξενιτειά, είχε αισθήματα, εξέφερε γενικές σκέψεις περί των πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δουλειά καμένα».
Δεν έμοιαζε με τον Αλικιάδη, ο οποίος πολιτευόταν χάριν των δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδη, ο οποίος εξελέγετο βουλευτής διά το καλόν της πατρίδος του.
Ήταν αφελής στους τρόπους και ακόμη αφελέστερος στις ιδέες.
Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα».
Ευκαιρία λαμπρά.
Ο Αλικιάδης ήταν παμπόνηρος και τα χέρια του έμοιαζαν με γάντζους.
Δε μπορούσες να του βγάλεις λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι».
Δεν έδινε πέντε, χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα πάρει δέκα. Εβραίος σωστός.
Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήταν αγαθός, «ψυχαράκι, ο καημένος».
Πως φαινόταν ότι ερχόταν από μακριά! Σωστός Κελεπούρης!
Είχε παραδάκια καλά, παιδιά, σκυλιά τίποτα.
«Εφυσούσε». (Και ο Λάμπρος ο Βατούλας συνόδευε με ελαφρό φύσημα, και με προστριβή του αντίχειρα επί του δείκτου, υπό το φως του φαναριού τη λέξη: «φυσάει-φυσάει»).
Που θα την εύρισκαν άλλη φορά τέτοια ευκαιρία;
Τον παλαιό καιρό, οι υποψήφιοι βουλευτές κατέρχονταν συν δυο στον αγώνα, έκαναν κολληγιές.
Επειδή όμως εκάστοτε ο ένας των συνδυαζόμενων ή οι στενότεροι συνεργάτες του, θέλοντας ή μη θέλοντας αυτού, παρασπονδούσαν κι έκριναν καλό να μαυρίσουν το σύντροφο, δίνοντας αποκλειστική την ψήφο τους στον δικό τους, εξέλειπε η εμπιστοσύνη και οι συνδυασμοί εξέπεσαν λίγο-λίγο στην επαρχία, εωσότου ολοσχερώς καταργήθηκαν.
Τώρα, ο καημένος ο Γιαννάκος, επειδή, καθώς σας είπα, ερχόταν από μακριά, ζήτησε με την αθωότητά του να συνδυασθεί με τον Αλικιάδη και ο τσιφούτης πρόθυμα τον δέχθηκε.
Άλλοι όμως πονηρότεροί του, του άνοιξαν τα μάτια κι έτσι ο συνδυασμός ναυάγησε.
«Τόσο το καλύτερο για μας, παιδιά».
Αν ο συνδυασμός καταρτιζόταν, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε το οικονομικό μέρος και θα του έτρωγε τα λεπτά, χωρίς να του δώσει ψήφους.
Τώρα όμως, ο Χαρτουλάριος θα διαπραγματευόταν απ' ευθείας προς αυτούς (εκτός αν τον άρπαζε το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, με τους δικούς του, αλλά ο Λάμπρος θα είχε το νου του) και εύκολα, ήλπιζε ότι θα τον έβαζαν στο χέρι.
Αν μπορούσαν να του δώσουν καμιά εκατοστή ψήφους (εκείνος βουλευτής δεν θα έβγαινε κι ας το είχε σίγουρο, μόνο για το ονόρε) από κείνους τους σμιγούς, τους φθηνούς, που θα τους αγόραζαν προς 4 έως 5 δραχμές το κομμάτι και θα του τους πουλούσαν προς 15, ας είναι και προς δέκα δραχμές, χαρά στην τύχη τους!
Αφού είπε μερικά τέτοια ο Λάμπρος, αμέσως πρόσθεσε.
— Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κείνους . . . .
Α! ο Μανώλης, ναι, εκείνος είναι γι' αυτές της δουλειές.
***
Συγχρόνως ανέβαινε πίσω τους η άλλη συνοδεία και ο Μανώλης ο Πολύχρονος, στη μέση βρισκόμενος, έλεγε με σιγανή φωνή, με αλληγορικές, όπως συνήθιζε, φράσεις.
— Αύριο, παιδιά, πέφτει το μεγάλο ψάρι . . . Νά΄χετε το νου σας . . . μη μας φάει το θεριό (κι έδειχνε εκατό βήματα πιο πέρα, ανάμεσα στο σκοτάδι, περί την κινούμενη αμυδρή λάμψη του προπορευόμενου φανού, το Λάμπρο το Βατούλα με τη συνοδεία του).
Να πιάσουμε τα πόστα . . . Μη μας φάει το ψάρι ο γαλιός . . .
Ως το μεσημέρι ο ροφός αριβάρει (να πάρουμε, στα χωρατά, μια βάρκα, να πεταχτούμε ως τα νησιά, να κάμουμε καρτέρι) . . . . ροφός εφταοκαδιάρικος, φρέσκος! . . . θα πέσουν και κάτι συναγριδάκια, δε σας λέω . . . . Μα βάρδα απ' το σκυλόψαρο (κι έδειχνε το Λάμπρο το Βατούλα). Διπλές απετουνιές, τριπλά παραγάδια . . . με χονδρούς φελλούς και με μολυβήθρες πενηντάρικες . . . . Και τα μάτια σας τέσσερα . . . . Να στέκεστε απρόντο, νά΄χετε απρόντο και τις πράγκες και τα καμάκια . . . και το σηπιογιάλι έτοιμο . . . γιατί αλλιώς δε βγαίνει λαδιά.
Έπειτα ο Μανώλης πρόσθεσε·
— Ας είναι, εμείς τέτοιοι δεν είμαστε . . . Μα έπρεπε κάτι να γίνει, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου.
Οι γύρω από τον Μανώλη γελούσαν με πνιγμένα γέλια ακούοντας και συγχρόνως προχωρούσαν, ώστε παρ' ολίγον έφθασαν την πρώτη συνοδεία, της οποίας τα μέλη άκουγαν τις λεπτομερείς και σπουδαίες ανακοινώσεις του Λάμπρου και κοντοστέκονταν και πάλι βάδιζαν.
Τότε, ένας από τους πέντε, ακούγοντας βήματα, στράφηκε και είδε τη δεύτερη συνοδεία και την υπέδειξε στους συντρόφους του, αυτοί δε τάχυναν το βήμα.
***
Μπήκαν πρώτα, ο Λάμπρος και δύο απ΄τους δικούς του, στο σπίτι του Περμαχογιάννη, ενός γέροντα χωρικού, που είχε τρεις γιους εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν στο προαύλιο ως καραούλι.
Από την άλλη συντροφιά, ο Μανώλης και δύο άλλοι ανέβηκαν στο σπίτι του Ζυγαράκια, που είχε τέσσερις γιους και μισή δωδεκάδα ανεψιών, όλους ψηφοφόρους, δύο δε και από τη συνοδεία αυτή έμειναν έξω από την πόρτα για καραούλι.
Έπειτα ανέβηκαν η συντροφιά του Λάμπρου στο σπίτι του ζευγολάτη Στροφλιώτου, η δε συντροφιά τον Μανώλη μπήκε στην καλύβα του Καλλικνήμου του αιγοβοσκού.
Ακολούθως επισκέφτηκαν και άλλα σπίτια, κατά την ίδια πάντοτε τακτική, δύο από κάθε συνοδεία να μένουν πάντοτε ως ουραγοί έξω από την πόρτα ή κάτω από την πέτρινη σκάλα. Ήταν δε όγδοη ή δέκατη βραδιά αυτή, κατά την οποία ο Μανώλης και ο Λάμπρος με τους ίδιους ή άλλους οπαδούς, δεν έπαψαν να επισκέπτονται τα σπίτια των χωρικών και να ψηφοθηρούν.
Παντού λάβαιναν και έδιναν λιπαρές διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις πολλές, τόσο χορταστικές, ώστε ένας απ΄την ομάδα του Μανώλη, που είχε συνοδεύσει αυτόν πολλά βράδια σε τέτοιες εκδρομές, αλλά πρώτη φορά εφέτος έβλεπε εκλογές, καθόσον ήταν ναυτικός και συνήθως έλειπε, έλεγε εύπιστος, οικτίροντας την αντίθετη μεριά για τους τόσους δρόμους.
— Τι χαλνούν τα παπούτσια τους.
Τώρα πλια οι ψήφοι μας περισσεύουν!
Αλλά ο Μανώλης ο Πολύχρονος, πολύ πεπειραμένος σ’ αυτά τα ζητήματα, κούνησε το κεφάλι του και του είπε.
— Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ', απ' αυτά.
Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλιστράει και φεύγει.
«Χάνος είμαι, χάνομαι . . . μπέρκα 'μαι, δεν πιάνουμαι . . . γιούλος είμαι σε γελώ . . . και τα δίχτυα σου χαλώ».
***
Εντωμεταξύ ο Λάμπρος με τους δύο συντρόφους του, ανέβηκαν στου γέροντα πορθμέα μπάρμπα-Διοματάρη, σε καλύβα ανώγεια με μικρό σοφά, όπου βρήκαν το γέρο ναυτικό να κάθεται, αν και ήταν καλοκαίρι ήδη, κοντά στο τζάκι, καπνίζοντας ελεεινό καπνό με την πίπα του και θερμαίνοντας τα δύο πόδια του, εκ των οποίων το ένα είχε παγώσει προ ετών στο Δούναβη και ερεθιζόμενο από καιρό σε καιρό τον καθιστούσε ανίκανο για εργασία. Η γριά παιδευόταν να βράσει δύο ή τρία σκορπιδάκια, τα οποία της είχε φέρει ο γέρος, που έφτασε αργά το βράδυ εκείνο με τη μικρή βάρκα του, από την ημερήσια ανά το λιμάνι εκδρομή.
Ο Λάμπρος κάθισε σε ένα παλαιό κιβώτιο με γλυφές και με καρφιά, τοποθετημένα προς διάκοσμο σε ρόμβους και σε σταυρούς, οι δε δύο ακόλουθοί του κάθισαν σε ένα κουλουριασμένο τρίχινο σχοινί, χρήσιμο στην αλιευτική.
Παραγάδια και δίκτυα πάνω σε κοντάρια απλωμένα, κρέμονταν από τον χαμηλό όροφο έως το δάπεδο.
Όλα και το σχοινί και το κιβώτιο και τα κιλίμια και η ψάθα και τα μουστάκια του μπάρμπα-Διοματάρη και το φουστάνι της γριάς του, όλα μύριζαν ψαρίλα.
Ο Λάμπρος άρχισε να εξηγεί το σκοπό της επισκέψεώς του, λέγοντας, ότι τη φορά αυτή, επιτέλους βρέθηκε άνθρωπος να φροντίσει για τη φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτή τον Αλικιάδη, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης, ήταν φιλότιμος και είχε να ζήσει και δεν είχε ανάγκη να διορίσει σε θέσεις τους ανεψιούς του και τον γιο της κουμπάρας του και αν έβγαινε βουλευτής, θα φρόντιζε αποκλειστικά για τη φτώχεια.
Δεν έμοιαζε με καμπόσους άλλους «όνομα και μη χωριό».
Και ο Λάμπρος δεν είχε αμφιβολία, ότι αυτή τη φορά, ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδινε αποκλειστική την ψήφο του στον Αλικιάδη.
Αυτά τα είπε εντέχνως ο Λάμπρος, ελπίζοντας να βρει το σφυγμό του γέροντα ναυτικού.
Αλλά ο μπάρμπα-Διοματάρης, σαν να ζητούσε αφορμή να ξεσπάσει, άρχισε να διηγείται επί πολύ ώρα, τι του είχε συμβεί μετά την προηγούμενη εκλογή, κατά την οποία είχε δώσει ψήφο στους αντίθετους.
. . . Είχε πάει στο Γεροντιάδη προ της διαλύσεως της βουλής, φέροντας όλα τα έγγραφά του, τα χαρτιά του, τα πιστοποιητικά του.
Αυτός όμως αγρόν ηγόρασε. «Πού σ' είδα πού σε ξέρω;»
Δεν τον άφηναν ήσυχο επιτέλους; Ποια υποχρέωση είχε να τρέχει για όλες της παλιοκαϊάσσες, όσους ζητούν να πάρουν σύνταξη από το απομαχικό;
Αυτός, όσους ψήφους πήρε, τους είχε αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησε απλήρωτο. Διαπραγματευόταν χονδρικώς με το Μανώλη τον Πολύχρονο, όσους ψήφους, τόσα διπλά τάλιρα ή όσους ψηφοφόρους, τόσα δεκάρικα.
Ανάγκη αυτός δεν είχε να σκοτίζεται, να συναλλάσσεται απ' ευθείας με ένα έκαστο των εκλογέων.
Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, εκείνος έλυνε και έδενε, εκείνος έβαζε κι έβγαζε. Και στο τέλος του λογαριασμού ακόμη, οι ψήφοι έβγαιναν λιγότεροι από τα δεκάρικα. Άρα και πολλοί πληρωμένοι τον είχαν μαυρίσει.
Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, ως τετραπέρατος που ήταν, τα μπάλωνε λέγοντας, ότι πρέπει να ξεπεσθούν από τον λογαριασμό τόσα δεκάρικα, όσα πήγαν σε γενικά έξοδα, ή σε κεράσματα ακόμη, για τα οποία δεν αρκούσε το κονδύλιο το ειδικό.
Τέλος πάντων ότι έγινε, έγινε, αλλά μετά την επιτυχία δεν εννοούσε να πληρώσει λεπτό παραπάνω.
Και όχι μόνο τούτο, αλλά ήθελε να μη χάσει και την ησυχία του.
Είχε ξοφλήσει όπως νόμιζε.
Πήρε χίλιους εκατό ψήφους και ξόδεψε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες σωστές.
Του ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμές, για την ακρίβεια από δέκα και ενενήντα ένα λεπτά παρά ένα κλάσμα η ψήφος.
Δεν εκλέχτηκε αυτός βουλευτής για να τρέχει για τις δουλειές των εκλογέων, καθώς άλλοι, εκλέχτηκε για τα γενικά συμφέροντα της επαρχίας, αλλά και του έθνους όλου.
Τι λέγει το Σύνταγμα; «Έκαστος βουλευτής αντιπροσωπεύει όλον το έθνος και όχι μόνον την επαρχία εξ ης εκλέγεται». Και ευτυχώς η τωρινή βουλή δεν ήταν όπως οι προηγούμενες, οι οποίες διαλύονταν μετά ένα έτος ή και μετά οκτώ μήνες από το σχηματισμό τους.
Έφαγε τρεις σωστές συνόδους τακτικές και δύο έκτακτες. Φαινόταν ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθεί, αλλά επιτέλους, περί τα τέλη της Γ' συνόδου, διαλύθηκε.
Κατά την πρώτη σύνοδο, ο Γεροντιάδης φρόντισε να διορίσει σε μικρές ή μεγάλες θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμό, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δεύτερους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους και το γιο της κουμπάρας του και τον αδελφό της υπηρέτριάς του και άλλους.
Κατά τη δεύτερη σύνοδο, κατόρθωσε να ακυρώσει δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να νοικιάσει τη μία οικία του ως επαρχείο, την άλλη ως ελληνικό σχολείο, καθώς και την τρίτη μεγάλη παραθαλάσσια οικία του το μεν άνω πάτωμα ως εφορία, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείο.
Έμενε ακόμη το ταμείο, το τελωνείο και το ειρηνοδικείο, αλλά δυστυχώς δεν είχε άλλες οικίες δικές του προς ενοικίαση.
Κατά την τρίτη σύνοδο, πρόφτασε κι έβαλε δύο από τους γιους του υπότροφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων.
Όσο για την κόρη του, αυτήν την εισήγαγε, με τη συναίνεση και της μητέρας της, νομίμου συζύγου του, στο «Σχολειό της Αμαλίας», ως ασφαλέστερο, μη βρίσκοντας άλλο πρόχειρο παρθεναγωγείο για να την εισαγάγει.
Και άλλα ακόμη θα κατόρθωνε, διότι η βουλή εκείνη παραδόξως φαινόταν να έχει «μέρες απ' το θεό» για να ζήσει. Δυστυχώς και παρ' ελπίδα διαλύθηκε τον τέταρτο μήνα της, ενώ διήγε την Γ΄ σύνοδο.
Γ'
Αυτά άρχισε να διηγείται ο μπάρμπα-Διοματάρης, στο Λάμπρο, ο οποίος τα γνώριζε καλύτερα απ' αυτόν, παρεμβάλλοντας ενίοτε στη σειρά της διηγήσεως ένα «καθώς έμαθα, καθώς μου είπαν».
Τα περισσότερα όμως για να συμπληρωθεί η εικόνα, τα πρόσθεσε διακόπτοντας το γέροντα αλιέα ο Λάμπρος, αυτός ο οποίος δεν έπαυε, στο τέλος κάθε περιόδου του απλοϊκού αφηγητή, να κατανεύει με το κεφάλι του, επιδοκιμάζοντας και προσδοκώντας αίσιο γι΄ αυτόν το αποτέλεσμα.
Αλλά το περιεργότερο ήταν το πείσμα και η οξύτητα, με τα οποία τα έλεγε ο μπαρμπα-Διοματάρης.
Αλήθεια δε, ο Λάμπρος δεν το περίμενε και πολύ εξεπλάγη, όταν στο τέλος της διηγήσεως ο αφηγητής πρόσθεσε·
— Τέτοιοι είναι όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο.
Δεν πάω ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ' αγόρασαν.
— Τι λες, μπάρμπα-Διοματάρη; ανέκραξε ο Λάμπρος.
Αυτή τη φορά δεν είναι ο Γεροντιάδης . . . είναι ο Αλικιάδης και δεν έχεις να κάμεις με το Μανώλη τον Πολύχρονο, έχει να κάμεις μ' εμένα . . .
— Όλοι το ίδιο είναι! επανέλαβε με πείσμα ο μπάρμπα- Διοματάρης, αδιαφορώντας αν προσέβαλε κατά πρόσωπο το Λάμπρο το Βατούλα.
— Πως όλοι το ίδιο είναι! επανέλαβε ο Λάμπρος.
Εμείς δεν καταδεχόμαστε, μπάρμπα-Διοματάρη να κάνουμε τις δουλειές που κάνει ο Μανώλης ο Πολύχρονος.
— Δεν το καταδιώχνετε! ανεκάγχασε σκληρά ο τραχύς ναύτης.
— Ναι, αυτό που σου λέω εγώ.
Δεν μου λες, μπάρμπα-Διοματάρη, στην άλλη εκλογή πήρες παράδες απ' το Μανώλη;
— Εγώ να πάρω παράδες; είπε βλοσυρός ο γέροντας πορθμέας, εμένα μου έταξαν να βγάλουν τη σύνταξή μου.
— Δεν σημαίνει, έκαμες κακά να μην πάρεις παράδες.
— Γιατί;
— Γιατί ο Μανώλης θα σε πέρασε για πληρωμένο, αυτό να το ξέρεις σίγουρα.
— Τώρα το κατάλαβα κι εγώ και γι' αυτό, ούτε ξαναπάω πλια να ρίξω ψήφο.
— Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπάρμπα-Διοματάρη, στέναξε ο Βατούλας.
— Το ξέρω κι εγώ . . . Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.
— Δεν υπάρχει κανείς . . . Είσαι μοναχός σου . . . Δεν έχεις ταίρι.
Και ο Λάμπρος στέναξε για δεύτερη φορά, αναλογιζόμενος ότι, αν υπήρχαν πενήντα τέτοιοι εκλογείς, που να μη δέχονται χρήματα, αλλά υποσχόμενοι, όχι όπως ο μπάρμπα-Διοματάρης, να ψηφοφορήσουν κατ' ευχήν, θα κέρδιζε και αυτός πενήντα χάρτινα δεκάδραχμα από μία εκλογή.
Φθονούσε δε το Μανώλη τον Πολύχρονο, ο οποίος ήξερε τον τρόπο, υποσχόμενος στον ένα διορισμό, στον άλλο σύνταξη, στον τρίτο αίσια έκβαση της δίκης, να βρίσκει απλήρωτους εκλογείς, τους οποίους να περνά στο κατάστιχό του ως πληρωμένους.
Ωστόσο δεν απελπίστηκε να μεταπείσει το μπάρμπα-Διοματάρη και ξέροντας ότι, αν επέμενε ακόμα κατ' αυτό το ίδιο βράδυ, θα στόμωνε μόνο το γεροντικό πείσμα του χελωνόδερμου ναυτικού, τον καληνύχτισε για απόψε και επιφυλάχθηκε να επανέλθει μετά δύο βραδιές.
***
Ακολούθως, ο Λάμπρος ο Βατούλας με τους συνοδούς του, ανέβηκε στο μικρό σπίτι του Θανάση του Τσιρογεώργη.
— Καλώς τα κάνετε! καλησπέρα Θανάση με τη φαμίλια σου!, έκραξε ο Λάμπρος με τη λιγυρή και θωπευτική φωνή του και με την μελισταγή ευπροσηγορία του.
— Καλώς τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του.
— Ε; είμαστε για νάμαστε;
— Μα βέβαια . . . Εσείς δεν φανήκατε κανένας σας, ούτε σεις, ούτε οι άλλοι . . .
Είπα κι εγώ μαθέ, γιατί δε μου μιλεί κανένας; .
Να μη μ' πει κανένας ένα λόγο; . . .
Να που ήρθαμε . . .
Ο οικοδεσπότης ομολογούσε με αφέλεια, ότι ήταν έτοιμος να δώσει το λόγο του σε εκείνον των κομματαρχών, ο οποίος πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρει.
Αγαπούσε ως φαίνεται τις θωπείες και θεωρούσε ως τιμή που γίνεται σ΄ αυτόν, το να έλθει κάποιος παρακαλώντας να του δώσει την ψήφο του.
— Άλλο σόι άνθρωπος, είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας.
Καλά που πρόφτασα κι ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθει να μου τον πάρει!
Ο Θανάσης ο Τσιρογεώργης πρόσφερε κρασί και στραγάλια στους επισκέπτες, ο δε Λάμπρος του έδωσε παχιές υποσχέσεις για οποιαδήποτε απαίτηση και αν είχε από το μέλλοντα βουλευτή, ο οποίος ήταν σίγουρος «με το παραπάνω» και τον περικάλεσε να περάσει από το γραφείο του, όσον είναι το εκλογικό κέντρο, για να τα πουν καλύτερα.
Μόλις έφυγε αυτός με τους ακολούθους του, ο Μανώλης με τους δικούς του ανέβηκαν στο σπίτι.
— Λοιπόν, κουμπάρε, πώς είμαστε;
Ο Μανώλης είχε συνηθίσει να αποκαλεί κουμπάρους σχεδόν όλους τους σύντεκνους των συμπεθέρων του.
— Τώρα, κουμπάρε, έδωσα το λόγο μ'.
— Σε ποιόνε;
— Στο Λάμπρο το Βατούλα . . . Τώρα-δα, τώρα-δα, ότι κατέβηκε.
Δεν ξέρατε να΄ρθείτε μισή ώρα μπροστά;
Δ΄
Το σπίτι του Σπληνογιάννη, ανώγειο, με δύο δωμάτια και μεγάλο πρόδομο, με μεγάλο σκεπαστό εξώστη και πέτρινη σκάλα, βρισκόταν λίγα βήματα πιο πέρα, βλέποντας προς ανατολάς.
Εκεί μπήκε με τους συντρόφους του ο Λάμπρος ο Βατούλας, άμα βγήκε από το σπίτι του Τσιρογεώργη.
Μετά λίγα λεπτά, όταν ο Μανώλης κατέβηκε άπρακτος από την τελευταία ανωτέρω επίσκεψή του, που περιγράψαμε, άκουσε θόρυβο, φωνές και ταραχή.
Δύο φωνές ανδρικές, η μία βραχνή, επίρρινη και οργίλη, η άλλη μελιχρή και καταπραϋντική, ακούονταν συνεχώς εναλλασσόμενες, αλλά από τις δύο δέσποζε οξεία και διαπεραστική φωνή, φωνή γυναίκας νευροπαθούς, που διαμαρτυρόταν με γοερές και απειλητικές κραυγές, τις οποίες όταν τις άκουσαν εύλογα υπέθεσαν ότι μεγάλη συμφορά είχε ενσκήψει.
Οι φωνές έρχονταν προφανώς, από το σπίτι του Σπληνογιάννη.
Ο Μανώλης, που γνώριζε μεν κάτι τι και από πριν, διέκρινε δε και λίγες λέξεις από τις πολύηχες κραυγές της νευροπαθούς γυναίκας, νόμισε, ότι τη φορά αυτή δεν ήταν υποχρεωμένος να σεβασθεί τους όρους της σιωπηλής συμφωνίας, που ίσχυε μεταξύ των δύο αντιπάλων κομμάτων, όπως οι άνθρωποι του ενός κόμματος να μην τρέχουν αδιακρίτως προς ψηφοθηρία στο ίδιο μέρος όπου έχουν ήδη εισβάλει οι οπαδοί του άλλου και έσπευσε να παραβιάσει τη συμφωνία.
Χωρίς να διστάσει, έκανε νόημα στους δύο συντρόφους του να τον ακολουθήσουν και ανέβηκε στο σπίτι.
Οι δύο ακόλουθοι του Βατούλα, οι οποίοι είχαν μείνει κατά την παραδεδεγμένη τακτική στο προαύλιο του σπιτιού, διαμαρτυρήθηκαν με υπόκωφους γογγυσμούς, αλλά δεν τόλμησαν να αντισταθούν.
Έμεναν δε τώρα αντίκρυ τους, προκλητικά ρίχνοντες σ΄αυτούς βλέμματα και οι δύο ουραγοί του Μανώλη, που στέκονταν πιο πέρα και δυσκολευόμενοι να εννοήσουν τη στρατηγική του αρχηγού τους.
Μόλις είχε ανεβεί ο Μανώλης στου Σπληνογιάννη και κάποιο παράθυρο έτριξε ελαφρά και μισοανοίχτηκε από αντίκρυ.
Στο άνοιγμα του παράθυρου πρόβαλλε η Τσιρογεώργαινα και έτεινε άπληστα το αυτί.
Στο μικρό εξώστη του παρακείμενου σπιτιού, ενώ η πόρτα έμενε κλειστή, σκοτεινή μορφή στεκόταν από λίγα λεπτά της ώρας.
Η σκοτεινή μορφή, που δεν ήταν άλλη παρά η Ζυγαράκαινα, μητέρα τεσσάρων γιων εκλογέων, κ.τ.λ., είδε με το άνοιγμα του παραθύρου να εμφανίζεται μια φαιδρή όψη, την αναγνώρισε και ψιθύρισε προς αυτήν.
— Τα ΄κούς, γειτόνισσα;
— Τι ν' ακούσω, γειτόνισσα;
— Να, που μαλώνουν, τ' ανδρόγυνο.
— Γιατί τάχα;
— Να, από άλλο κόμμα είναι, λέει, ο άνδρας και από άλλο η γυναίκα.
— Μη χειρότερα.
— Είναι και άλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
Και η φαιδρή όψη, ξαναέκλεισε το παράθυρο κι έγινε άφαντη, ενώ η σκοτεινή μορφή, η οποία δεν εκτιμούσε πάντα την χρησιμότητα του λύχνου, έμεινε, κατασκοπεύοντας τα συμβαίνοντα στο αντικρινό σπίτι.
***
Λίγο πριν μπει ο Μανώλης, ιδού μερικές φράσεις που ανταλλάσσονταν στο σπίτι:
— Έννοια σου κουμπάρε, μην την ακούς αυτή, έλεγε δείχνοντας με νεύμα τη σύζυγό του προς το Λάμπρο Βατούλα ο Σπληνογιάννης, σαράντα ετών, ισχνός, κίτρινος, με σβησμένα μάτια, που προξενούσαν οίκτο.
— Κείνο που θέλω εγώ θα γίνει! ανέκραζε απειλώντας με χειρονομίες η σύζυγός του, ωραία, τριάντα ετών, ψηλή, ροδόχρωμη, γλυκυτάτη, με μεθυστικό το βλέμμα και το χαμόγελο, την οποία με το πρώτο βλέμμα ο θεατής, συγκρίνοντας αυτήν εκ του σύνεγγυς με το σύζυγό της, ακουσίως θα άφηνε να του εκφύγει η επιφώνηση:
Κρίμα 'ς τη γυναίκα!
— Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της κουμπάρε, διαμαρτυρόταν λέγοντας ο σύζυγος.
— Το δικό μου θα περάσει, το δικό μου! επέμενε πάλι η συμβία.
— Και τι; θα με κουμαντάρεις εσύ; έκραζε απειλητικά ο Σπληνογιάννης.
— Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαινε με τη μελιχρή και θωπευτική φωνή του ο Λάμπρος ο Βατούλας. Να τό ΄ξερα έτσι δα. .. καλύτερα να μην ερχόμουνα . . . Δεν ήλθα εγώ για να σπείρω σκάνδαλα στ' ανδρόγυνο . . .
Η πόρτα ανοίχτηκε και μπήκε ανέλπιστα ο Μανώλης ο Πολύχρονος.
Ο Σπληνογιάννης σηκώθηκε αυτομάτως με βλέμμα εκπλήξεως και αμηχανίας. Η γυναίκα ξεπήδησε απ΄το σκαμνί επί του οποίου καθόταν και προέβη σε υποδοχή του.
Ο Λάμπρος ο Βατούλας ούτε σάλεψε από τη θέση του.
— Καλώς τον κουμπάρο! έκραξε η οικοδέσποινα.
— Καλώς τον κουμπάρο! τραύλισε και ο Σπληνογιάννης.
Το ανδρόγυνο είχε, ως φαίνεται, διπλές κουμπαριές και απ΄αυτό μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι θα πήγαζε η διαφωνία μεταξύ των δύο συζύγων. Διότι ο Σπληνογιάννης είχε υποσχεθεί, να δώσει την ψήφο του στους κουμπάρους του, Λάμπρο Βατούλα και λοιπούς.
Η Σπληνογιάνναινα όμως έτρεφε φανερά εκτίμηση προς τους κουμπάρους της, του κόμματος Μανώλη Πολύχρονου και συντροφιάς.
Είναι αλήθεια ότι, κατ' ιδίαν, ο Σπληνογιάννης διηγούταν στη σύζυγό του, ότι από πολιτική απλώς υποσχόταν στο Λάμπρο το Βατούλα.
Αλλά η γυναίκα σκύλιαζε και δαιμονιζόταν, όταν τον άκουε να ανανεώνει την υπόσχεση αυτήν και απαιτούσε να κηρύξει φανερά ο σύζυγός της στο Λάμπρο, ότι δε θα του έδινε ψήφο.
Τη θυσία αυτή δυσκολευόταν να κάμει ο Σπληνογιάννης και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνο «δεν έτρωγε μερωμένο ψωμί».
— Τα βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, είπε με προσποιητή σοβαρότητα, δαγκώνοντας τα χείλη, ο Μανώλης.
— Τι να δω;
— Δεν πρέπει να βάζουμε σκάνδαλα στο ανδρόγυνο . . .
— Μάλιστα, σ' αυτό συμφωνώ κι εγώ, είπε με ετοιμότητα ο Λάμπρος, δεν πρέπει να βάζετε σκάνδαλα, καθώς το λέτε.
— Εγώ έβαλα! είπε οργισμένος ο Μανώλης.
Εγώ ήρθα να τους ειρηνεύσω, μήπως τυχόν και τους ερεθίσατε.
Ο Σπληνογιάννης έδινε καρέκλα στο Μανώλη.
— Ας είναι, θα τα καταφέρουμε, είπε ο Μανώλης.
— Ας είναι, κάνομε καλά, είπε.
Εσείς, βλοημένοι, έρχεσθε κι οι δυο μαζί και δεν μπορεί κανείς
να . . .
Ακούσια και οι δύο ψηφοκάπηλοι γέλασαν, μαντεύοντας τι ήθελε να πει ο Σπληνογιάννης.
— Κείνο που σου λέω εγώ ! . . .
— Κείνο που σου λέω εγώ! ανέκραξε με οξεία φωνή η γυναίκα.
Αισθανόταν δε τώρα ενισχυμένη τη θέση της, από την επικουρία που της παρείχε αυτή η παρουσία του Μανώλη και γινόταν θρασύτερη.
Ο δυστυχής Σπληνογιάννης, δε θυμόταν να βρέθηκε ποτέ σε δυσχερέστερη θέση.
Βρισκόταν αντιμέτωπος με τρεις εχθρούς, εκ των οποίων φοβερότερος βεβαίως ήταν αυτή η σύζυγός του. Μεμονωμένους, έναν-έναν, αν τους είχε συναντήσει, ήταν ικανός, με την ψευτική, το μόνο όπλο που απέμεινε στους χωρικούς, για να ανταγωνίζονται κατά τόσων και τόσων πολιτικών ή κοινωνικών και βιοτικών πιέσεων και διωγμών (όπλο το οποίον ακονίζεται δις της εβδομάδος στα πταισματοδικεία και ειρηνοδικεία, όπου ο χωρικός γίνεται σωστός βλαχοδικηγόρος) να τα βγάλει πέρα μαζί τους, εξαπατώντας και τους τρεις κατά πρόσωπο, φασκελώνοντας και τα δύο κόμματα πίσω από την πλάτη τους και ορκιζόμενος στον εαυτόν του να μαυρίσει περιφρονητικά όλες κατά σειράν τις κάλπες των αυτόκλητων αντιπροσώπων του ατυχούς λαού, του τόσο δεινοπαθούντος και τυραννισμένου.
Αλλά ενώ η παρουσία του Λάμπρου του Βατούλα, καθιστούσε ήδη ανίσχυρο το μόνο όπλο του, επί πλέον προστέθηκε και η έφοδος του Μανώλη του Πολύχρονου, που θα έλεγε κανείς ήλθε επίτηδες για να παρασταθεί σε δωρεάν περίεργη οικογενειακή κωμωδία.
Κανένα άλλο καταφύγιο δεν είχε παρά να ζητήσει μικρή ανακωχή.
— Ας είναι, είπε, θα δούμε, σήμερα Τρίτη, ως την Κυριακή που θα είναι οι εκλογές, θα μας φωτίσει ο Θεός τι να κάνουμε.
— Όχι! έκραξε η γυναίκα γελώντας ακουσίως, αρχίζοντας φαίνεται και αυτή να εννοεί το κωμικό της θέσεως. Όχι! Όχι!
Και κτύπησε θορυβωδώς τη δεξιά γροθιά στην αριστερή παλάμη.
— Όχι ! Να δώσεις τώρα το λόγο σου ! Ν' αποφασίσεις τι θα κάμεις.
Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να έρχονται και να ξαναέρχονται χίλιες φορές.
Ο Λάμπρος και ο Μανώλης ευχαρίστησαν με χαμόγελο τη σύζυγο του Σπληνογιάννη για το φιλοφρόνημα.
— Μα κάμε φρόνιμα, γυναίκα! έκραξε αγανακτώντας ο ποιμένας.
Είναι τρόπος αυτός να επιμένεις τόσο εσύ, εμπρός σε τόσους άνδρες! Αλλοίμονό μας, αν αρχίσουν να μας κουμαντάρουν οι γυναίκες μας!
— Ακούστε τον! ακούστε τον! Με βρίζει κι όλα . . . με φοβερίζει! ανέκραξε η γυναίκα πιάνοντας περί τους κροτάφους τις δυο κρεμασμένες κοτσίδες της κόμης της.
— Δεν ξέρω στην πάρα πάνω σκάλα, είπε με πικρό πόνο τρωθείσης αξιοπρέπειας, ρίχνοντας εμφαντικό βλέμμα προς τους επισκέπτες ο ποιμένας, δεν ξέρω αν οι σοϊλήδες, αυτοί που κάνουν τον άρχοντα, στρέγουν να τους κουμαντάρουν οι γυναίκες τους, μα εμείς οι βοσκοί δεν το καταδεχόμαστε με κανένα τρόπο!
Ο παππάς που μας στεφάνωσε, άκουσα να λέει την ώρα που διάβαζε τον Απόστολο, πριν πει το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να φοβείται τον άνδρα».
Ο Λάμπρος ο Βατούλας, χαμογελώντας, ίσως για να δώσει αφορμή ειρηνεύσεως στα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέποντας το θέμα επί το αστειότερο, είπε.
— Μα ξέρεις, κουμπάρε, τι την δασκαλεύει τη νύφη, η μάννα της;
— Τι;
— Την ώρα που λέει αυτό το λόγο ο παππάς, την ορμηνεύει να πει μέσα της τρεις φορές: «Αστοχιά στο λόγο σου, παππά μ', δάκω τη γλώσσα σου».
Γέλασαν όλοι, ακόμα και αυτή η Σπληνογιάνναινα.
***
Ο Λάμπρος σηκώθηκε μετά την παρατήρηση αυτή, πλησίασε ως την πόρτα, όπου στάθηκε για λίγα λεπτά, σαν να σκεπτόταν αν έπρεπε να φύγει. Αλλά επανήλθε πάλι στη θέση του και κάθισε.
Ο Μανώλης σηκώθηκε και αυτός, πλησίασε στο παράθυρο, στήριξε την πλάτη του στον τοίχο και στάθηκε αναποφάσιστος.
Κανείς από τους δύο δεν αποφάσιζε να δώσει πρώτος το παράδειγμα της αποχώρησης.
Ο μεν Λάμπρος σκεπτόταν, ότι ο Μανώλης, που ήρθε τελευταίος, ήταν αδιάκριτος και επομένως όφειλε να τους αφήσει ήσυχους να τελειώσουν τη συζήτηση που είχαν ή υποτίθετο ότι είχαν με τον οικοδεσπότη, ο δε Μανώλης φρονούσε ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να φύγει.
Τέλος ο Λάμπρος σκέφθηκε, ότι η σκηνή αυτή έπρεπε να λάβει τέλος και με αξιοπρέπεια να βγει απ΄τη δυσχερή θέση.
— Ας είναι, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, εμείς δεν είμαστε από κείνους όπου πάνε και βάζουν σκάνδαλα στα ανδρόγυνα, κάμε ότι σε φωτίσει ο θεός, καθώς είπες. Κι ένα ψήφο να μας δώσεις στη μία μας κάλπη μοναχά, για να δώσεις κι από κει (δείχνοντας το Μανώλη) και μικτό να δώσεις και στα δύο κόμματα, εμείς θα σου το γνωρίζουμε χάρη.
— Όχι! όχι! επέμεινε η γυναίκα. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγο του από μπροστήτερα.
Ο Λάμπρος κινήθηκε για να βγει, ο δε Μανώλης μένοντας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντάλλαξε με ψιθυριστή φωνή λίγες λέξεις με τον οικοδεσπότη και με την συμβία του, τους ευχήθηκε την καλή νύκτα και από τον εξώστη με δυνατή φωνή, για να ακουσθεί από τον Λάμπρο, που δεν θα ήταν μακριά, είπε.
— Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.
— Όλοι σας, απάντησε με ετοιμότητα ο ποιμένας, να πούμε την αλήθεια, είστε πάρ' τον ένανε, χτύπα τον άλλονε.
— Το λοιπόν κι εμείς είμαστε χαλασοχώρηδες, σαν αυτούς;
— Δεν είστε χαλασοχώρηδες, απάντησε σαρκαστική στο σκοτάδι η φωνή του Λάμπρου Βατούλα, είσθε ανδρογυνοχωρίστρες!
Ε'
Χαλασοχώρηδες εκκαλούντο ως τώρα οι του κόμματος του Λάμπρου, από δε τη νύκτα αυτή, οι του άλλου κόμματος ονομάστηκαν ανδρογυνοχωρίστρες.
Από την αυγή της επομένης, Τετάρτης, ο Μανώλης και δύο απ΄ τους φίλους του, παίρνοντας μία βάρκα, εξήλθαν στο νησάκι Μαραγκό και παραμόνευαν πότε θα εμφανίζονταν πίσω από την Άρκτο και την Τρυπητή, δύο άλλα ανατολικότερο κείμενα νησάκια, οι βάρκες που θα έφερναν το ροφό, κατά το λεξιλόγιο του Μανώλη του Πολύχρονου.
Αλλά από πολύ πρωί, ο Λάμπρος ο Βατούλας, μυρίστηκε φαίνεται, το δόλωμα των αντιπάλων και έσπευσε να ξυπνήσει τον καπετάν-Νικολάκη, το Τρυποκαρύδι, έναν απ΄τους στενότερους φίλους του και αφού επιβιβάστηκαν και οι δύο σε ωραίο κότερο, έλυσαν τα πανιά, σήκωσαν την άγκυρα και ανάβοντας τους ναργιλέδες τους με τα κάρβουνα, τα οποία είχαν πάρει από το καφενείο του γέρο-Ακούκατου, ο οποίος αγρυπνότερος του αλέκτορος άνοιγε το καφενείο τέσσερις ώρες πριν φέξει, ξαπλώθηκαν στην πρύμνη καπνίζοντες και πλέοντες με τη βοήθεια της πρωινής απόγειας αύρας. Βγήκαν στο Ασπρόνησο, βορειοανατολικά, όπου έκαμναν καρτέρι περιμένοντας πότε θα φανεί το κελεπούρι, κατά το ύφος του Λάμπρου του Βατούλα. Οι Χαλασοχώρηδες, αφού έκαμψαν την ακτή είχαν κρυφθεί πίσω από το Ασπρόνησο και οι Ανδρογυνοχωρίστρες ούτε τους είδαν, ούτε υποπτεύτηκαν καν ότι τους είχαν προλάβει.
Μετά αρκετή ώρα, με την ανατολή του ήλιου, φάνηκαν από το απέναντι ακρωτήριο δύο βάρκες να έρχονται προς τα εδώ, οι οποίες, έχοντας ούριο τον άνεμο, καθότι είχε σουρώσει ήδη το μελτέμι, γρήγορα πλησίασαν.
Οι Χαλασοχώρηδες με το κότερό τους έπλευσαν σε προϋπάντηση των δύο λέμβων. Αναγνώρισαν δε σε λίγο τα πρόσωπα, τα οποία έφεραν αυτές.
Στη μια απ΄αυτές επέβαιναν ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης, στη δεύτερη επέβαιναν ο Γεροντιάδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος και οι πέντε υποψήφιοι βουλευτές.
Είχαν ξεκινήσει από την πρωτεύουσα της Επαρχίας και έρχονταν προς άγρα ψήφων και προς επίσκεψη των στον δευτερεύοντα δήμο φίλων τους.
Απ΄αυτούς, ο Αλικιάδης από τη μια λέμβο και ο Καψιμαΐδης από την άλλη, υπηρετούνταν χωρίς να είναι συνδυασμένοι, από τους Χαλασοχώρηδες, ο δε Γεροντιάδης και ο Αβαρίδης υποστηρίζονταν, χωρίς να αποτελούν συνδυασμό, από τους Ανδρογυνοχωρίστρες. (Διότι όλα τα εις ιδης και αδης, σαν να προέβλεπαν, θα έλεγε κανείς μέλλουσα εξορία και διωγμό, είχαν ζητήσει εγκαίρως να εξασφαλισθούν στον προσφυή εκείνο τόπο).
Όσον αφορά τον πέμπτο, το Γιαννάκο το Χαρτουλάριο, αυτός ήταν το μήλον της έριδος και αμφότερα τα τοπικά κόμματα μάχονταν ποιος να τον πρωτοϋπηρετήσει.
Ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν ευχαριστήθηκε πολύ βλέποντας το Γιαννάκο το Χαρτουλάριο να επιβαίνει στην ίδια λέμβο με τους δύο άλλους υποψήφιους. Επιθυμούσε και ήλπιζε, να τον έβλεπε σε χωριστή λέμβο. Διότι για τον Αλικιάδη και Καψιμαΐδη, δεν τον έμελλε και πολύ, καθόσον αυτοί ως φανερώς υποστηριζόμενοι από το κόμμα και μη έχοντες άλλους φίλους, δεν είχαν ανάγκη πολλών περιποιήσεων, αλλά για το Γιαννάκο το Χαρτουλάριο, τον οποίον αυτός σκεφτόταν να υπηρετήσει με το αριστερό του χέρι και για λογαριασμό του, είχε πλεύσει μέχρι το Ασπρονήσι, σχεδιάζοντας να τον παρακαλέσει να μεταβεί τιμητικά στο κότερο και να υψώσει και σημαία στον ιστό, άμα θα εισέπλεαν στο λιμάνι.
Δυστυχώς τώρα η υπόθεση περιπλεκόταν. Ούτε το Γιαννάκο το Χαρτουλάριο μόνο μπορούσε ευπροσώπως να αποσπάσει στο κομψό και λευκό χρωματισμένο κότερο, ούτε τους άλλους, τους δύο φανερούς υποψηφίους του μπορούσε ευλόγως να καρπολογήσει από τις δύο χωριστές λέμβους.
Τη στιγμή εκείνη, ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, μόνος ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του κότερου, αναλογίσθηκε το φιλοδώρημα το οποίο ήταν δυνατόν να δώσουν οι υποψήφιοι, αν τους έπειθε να επιβιβασθούν στο κότερο, για να εισπλεύσουν στο λιμάνι μετά πομπής, κοιτάζοντας στην πλησιέστερα ιστάμενη λέμβο, επί της οποίας επέβαιναν οι δύο των υποψηφίων, μετέβη στην πρώρα και άρχισε να φωνάζει.
— Ορίστε κύριοι, στο κότερο!
Κύριε Αλικιάδη! κύριε Αβαρίδη! θα ισσάρουμε και μπαντέρα μες το λιμάνι . . .
Την ίδια στιγμή, ο Λάμπρος ο Βατούλας άρχισε να κάνει νοήματα απελπιστικά και να χειρονομεί από την πρύμνη προς τον νεαρό ναυτικό, αποτρέποντας αυτόν. Διότι τη στιγμή εκείνη, αφού πολύ σκέφθηκε, του είχε έλθει η ιδέα ότι, αφού τα πράγματα του παρουσιάζονταν έτσι πολύπλοκα, ο άριστος τρόπος προς λύση της δυσχέρειας ήταν να καλέσουν στο κότερο τους τρεις υποψηφίους, που ήταν στην άλλη λέμβο.
Έτσι θα είχαν το πλεονέκτημα, ότι θα είχαν δύο αντί ενός ή μάλλον τρεις αντί δύο, να περιποιηθούν.
Διότι ναι μεν ο ένας των τριών, ο Γεροντιάδης, ήταν από το άλλο κόμμα, αλλά ο τρίτος ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, κατά τους υπολογισμούς του Βατούλα, άξιζε τουλάχιστον για δύο.
Και τούτο θα ήταν το μεγάλο κέρδος, που ήταν και ο σκοπός της θαλάσσιας εκδρομής του, το να έχει τον Χαρτουλάριο στα μάτια και στα χέρια του.
Αλλά ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, επειδή «δεν ήτο μέσα του» για να ξέρει τους πόθους και τους υπολογισμούς του, επιδίωκε δε ως αμαθής ναύτης το προχειρότερο και το ευκολότερο κέρδος, δεν έδωκε προσοχή στα νεύματα και στις χειρονομίες του και εξακολούθησε να φωνάζει προς τους κ. κ. Αλικιάδη και Αβαρίδη.
— Θα κοτσάρουμε και τη μπαντέρα, κύριοι!
Συγχρόνως ο Λάμπρος ο Βατούλας, απελπίσθηκε ότι θα τον καταλάβαινε ποτέ αυτός ο «χονδροκέφαλος» ο Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι και έστρεψε τα νεύματα και τις χειρονομίες του προς τους στην άλλη λέμβο και άρχισε να τους χαιρετίζει με το καπέλο, με το μαντήλι και με τη φωνή:
— Καλώς, ορίστε, κύριοι! Ορίστε στο κότερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! ορίστε!
Σύγκρουση τότε επήλθε δικαιωμάτων, απαιτήσεων και πόθων και σύγχυση βλεμμάτων, φωνών και φρενών.
Ο μεν κυβερνήτης από την πρώρα προσκαλούσε στο πλοίο τους από τη μία λέμβο δύο, ο δε επιβάτης από την πρύμνη, πλοιάρχου αντιποιούμενος εξουσία, προσκαλούσε τους τρεις από την άλλη λέμβο.
Οι μεν δύο και αν ήθελαν, εμποδίζονταν να έλθουν λόγω της προσκλήσεως των άλλων τριών, οι δε τρεις κωλύοντο λόγω της προσκλήσεως των άλλων δύο.
Και αυτοί και εκείνοι, έμεναν κοιτάζοντας αλλήλους αναποφάσιστοι, οι δε πορθμείς των δύο λέμβων επί των οποίων είχαν πλεύσει, ζηλότυποι και οργίλοι, άρχισαν φανερά να γογγύζουν·
— Δεν έχουν ανάγκη να ΄ρθούν στο κότερο!
— Ξέρουμε κι εμείς από που μπαίνουν στο λιμάνι!
— Ξέρουμε το δρόμο να πάμε στη σκάλα ν' αράξουμε . . .
— Έχουμε κι εμείς μπαντέρα να ισσάρουμε . . .
— Και καινούργια μάλιστα . . . προχτές ακόμα την έραψα . .
— Ψες ακόμα μπογιάτισα το κοντάρι . . . ακόμα μυρίζει λαδομπογιά.
Την ίδια στιγμή, οι Ανδρογυνοχωρίστρες με τη βάρκα τους, σχεδόν χωρίς κανείς να τους εννοήσει, έχοντας παρατηρήσει προ πολλού την εμφάνιση των δύο λέμβων, έπειτα τη συνάντηση αυτών με το κότερο, είχαν πλησιάσει σιγά και γοργά και είχαν φθάσει ήδη στο μέρος όπου είχαν σταματήσει πλησίον αλλήλων οι τρεις λέμβοι, ενώ αντηχούσε ακόμη η πρόσκληση του Λάμπρου του Βατούλα.
— Ορίστε, κύριοι, στο κότερο!
Και η κραυγή του καπετάν-Νικολάκη.
— Θα κοτσάρουμε και τη μπαντέρα, κύριοι!
Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, χωρίς δισταγμό, βλέποντας με την πρώτη ματιά σε ποια λέμβο βρισκόταν ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, η οποία λέμβος ήταν άλλωστε και η πλησιέστερη προς το μέρος απ΄όπου αυτός ερχόταν, προσέγγισε με τη βάρκα του, εισπήδησε στην ξένη λέμβο, έδιωξε τη δική του, λέγοντας στους συντρόφους του να γυρίσουν μόνοι στο λιμάνι, ευχήθηκε το «καλώς ορίσατε» στους τρεις υποψήφιους και με μεγάλη ελευθερία, ενώ ο πορθμέας και ο ναύτης του κοίταζαν έκπληκτοι, κάθισε στο πλευρό του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου και άρχισε αμέσως εμπιστευτικές ανακοινώσεις στο αυτί του.
Τούτο μόλις είδε ο Λάμπρος ο Βατούλας, με τέτοια θαυμαστή προπέτεια και θρασύτητα ζηλευτή, να κατορθώσει έτσι απλά να τον υπερφαλαγγίσει, έλαβε μόνος το κουπί, ενώ ο κυβερνήτης, ο Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, ορθός στεκόμενος στην πρώρα, εξακολουθούσε ακόμη να φωνάζει προς τους στην πρώτη λέμβο δύο υποψήφιους:
— Θα σας ισσάρουμε και την μπαντέρα, κύριοι!... και πλησίασε προς τη δεύτερη λέμβο, οπότε, χωρίς να πει λέξη στον καπετάν-Νικολάκη, εισόρμησε και αυτός στη λέμβο, όπου ήταν ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, χαιρέτησε τους τρεις υποψηφίους και κάθισε επί της άλλης πλευράς του περιμάχητου υποψήφιου βουλευτή, για να αρχίσει και αυτός τις δικές του ανακοινώσεις, ενώ ο πορθμέας και ο ναύτης του, τον κοίταζαν έκθαμβοι με ανοικτό το στόμα.
Όποιος έβλεπε από μακριά, έτσι αντίπρωρα ιστάμενες τις τέσσερις αυτές λέμβους, υπήνεμους, δίπλα στο Ασπρόνησο, θα υπέθετε ότι πράγματι, το πρωί εκείνο είχε πέσει, κατά το εικονικό ύφος του Μανώλη του Πολύχρονου, έκτακτος ροφός στο μέρος εκείνο, ότι τα παραγάδια των τεσσάρων λέμβων μπερδεύτηκαν με τέτοιο δυσαπάλλακτο τρόπο, ώστε δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς σε ποιο παραγάδι ανήκε το άγκιστρο, σε ποιο είχε συλληφθεί ο ροφός και ότι οι αλιείς μάχονταν μεταξύ τους με κίνδυνο να ξεπιαστεί και να τους φύγει το άγρευμα, περί κυριότητος και κατοχής του παραγαδιού, του ροφού και του άγκιστρου, δεν ήταν κανείς βέβαιος.
***
Τέλος οι δύο λέμβοι, που έφεραν τους υποψήφιους, ξεκίνησαν για να εισπλεύσουν στο λιμάνι.
Η βάρκα του Μανώλη με τους δύο συντρόφους του, είχε γίνει άφαντη ήδη. Το δε κότερο, επί του οποίου είχε μείνει μόνος ο κυβερνήτης του, ερχόταν τελευταίο.
Ο καπετάν-Νικολάκης «ήτο φούρκα», βλέποντας ότι έχασε το ελπιζόμενο φιλοδώρημα και ότι εγκαταλείφτηκε από το Βατούλα.
Εντούτοις άνοιξε το κάτασπρο σαν τα φτερά του γλάρου πανί του, άναψε το ναργιλέ του, ξαπλώθηκε παρά το πηδάλιο, κρατώντας τη σκότα και ξεκίνησε.
Αν ήθελε, καίτοι μόνος, καίτοι οι δύο λέμβοι αρμένιζαν με πανιά και με κουπιά, ήταν ικανός με το κομψότατο, νεοπαγές και κοφτερό σκάφος του, να προσπεράσει τις δύο λέμβους, να τις αφήσει «στα μπούνια» ρίχνοντας «κολοκυθάνες» πίσω του.
Αλλά προς το παρόν ορτσάριζε και έκοβε το δρόμο του πλοίου.
Όταν τα τρία πλοία έκαμψαν τον κάβο και εισέπλευσαν στο λιμάνι, τότε, την ώρα κατά την οποία πλησίαζαν στην αποβάθρα και ο κόσμος από την αγορά τους κοίταζε, τότε, με επιτήδειο χειρισμό, επειδή τα μελτέμια του θέρους έπιαναν εν μέρει στο ανατολικό λιμάνι της πολίχνης, έτρεξε και μπροστά από τις λέμβους, ύψωσε τη σημαία του, σκεπτόμενος ότι αυτός το κάτω-κάτω, ως ναυτικός, ήταν τόσο άξιος της τιμής αυτής διά της σημαίας του ιδίου πλοίου του όσο και κάθε άλλος, προσπέρασε τις δύο λέμβους, τις άφησε δέκα οργιές πίσω και φτάνοντας, αγκυροβόλησε πρώτος μετά κρότου, κράζοντας θριαμβευτικά προς τους επί των δύο λέμβων υποψηφίους και λοιπούς·
— Τ' ν καραβοκυρά σας!
ΣΤ'
Το πρωί εκείνο, ο Μπάρμπ'-Αναγνώστης ο Συβίας, αφού συλλειτούργησε με τον Παππα-Σωτήρη, τον εφημέριο των τριών Ιεραρχών, εισόρμησε, όπως πάντοτε συνήθιζε, με την απόλυση της λειτουργίας στο ιερό βήμα, για να λάβει το μισθό του για τα «νε-να-να-νέ» και τα «τε-ρε-ρέμ» τα οποία είχε συνεισφέρει προς συντέλεση της ιερής μυσταγωγίας.
Συνίστατο δε ο μισθός αυτός, σε ένα «ξάκρισμα» πρόσφορου «διά τον καφέ» και σε μισή προσφορά επιπλέον, την οποία αυθαίρετα έπαιρνε, παρά τις διαμαρτυρίες του συγγενούς του ιερέα, βάζοντας αυτήν στον κόρφο του «για τη συβία».
Ο Παππα-Σωτήρης, δε θύμωνε τόσο για τη μισή προσφορά και για το ξάκρισμα, όσο για την τόλμη του να εισβάλει στο ιερό βήμα «εξήντα χρόνων άνθρωπος, εν αμαρτίαις γηράσας».
Αλλά ο μπάρμπ-Αναγνώστης, από πεντηκονταετίας δεν είχε πάψει ούτε με τον Παππα-Σωτήρη να συλλειτουργεί ούτε στο ιερό βήμα να εισέρχεται.
Έπειτα, αφού έβαλε στον κόρφο του τη μισή προσφορά «για τη συβία», φράση εκ της οποίας έλαβε και το παρατσούκλι του, βγήκε από το ιερό βήμα, κρατώντας στο αριστερό χέρι το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίο άρχισε και να μασά, μάζωξε και τη φαιά και πρώην ξανθή κόμη του υπό την σκούφια, πήρε από το στασίδι τη ράβδο του κι εξήλθε στην πλατεία.
Η εκκλησία, μόλις απείχε εκατό περίπου βήματα από την παραθαλάσσια αγορά και την αποβάθρα.
Ο μπάρμπ-Αναγνώστης κατέβηκε κούτσα-κούτσα και στο δρόμο, πρώτα συνάντησε δύο παιδιά του δρόμου που έπαιζαν στον περίβολο της εκκλησίας, τα οποία απείλησε με τη ράβδο του και τα έδιωξε μακριά από το ναό.
Έπειτα περιέπαιξε ένα γύφτο, τον οποίο συνάντησε μεθυσμένο, αρχίζοντας από πολύ πρωί τα προεόρτια των εκλογών και κατόπιν πείραξε μία χήρα «απασπάλωτην», την οποίαν είδε να κατεβαίνει από ένα πλάγιο δρόμο στο βράχο τον πέρα της αγοράς, ξεκάλτσωτη και με κοντό φουστάνι.
Έπειτα, πριν φθάσει στο καφενείο, είδε ένα κότερο και δύο μεγάλες λέμβους, οι οποίες είχαν φθάσει και τη στιγμή εκείνη αγκυροβολούσαν μπροστά στην αποβάθρα.
— Α! θα είναι οι υποψήφιοι, είπε και αφού καλημέρισε δύο ή τρεις λεμβούχους ή αλιείς, οι οποίοι κάθονταν έξω από το καφενείο καπνίζοντας ναργιλέ, τους αστεΐστηκε λέγοντας:
«Για σας έφεξε πάλι, εσείς είστε οι σπορίτες του χωριού», αισθανόμενος μεγάλη επιθυμία να εναλλάξει τα δύο αρκτικά σύμφωνα της λέξεως, αλλά μη τολμώντας.
Για να ξεθυμάνει όμως, όταν είδε τρεις ή τέσσερις γέροντες, να κάθονται σοβαροί μέσα στο καφενείο, σε ψηλό και πλατύ σανιδένιο καναπέ, χωρίς να φθάνει η πλάτη τους να ακουμπήσει στον τοίχο και με τα πόδια μετέωρα στο κενό, πάνω από την μακριά τάβλα, που έφραζε την κάτω από τον καναπέ καρβουνοθήκη, τους έδειξε προς τους λεμβούχους λέγοντας: «Κοιτάξτε, κείνοι είναι οι κοπροδήμιδες, οι Προεστοί του τόπου.
Δεν σας φαίνονται σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν κουρμαντέλα;».
Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ο Συβίας, υγιής στα πόδια, είχε κουτσαθεί πριν λίγα χρόνια από έναν οργίλο και φιλέκδικο χωρικό, τον οποίο είχε παραφορτώσει με τα πειράγματά του.
Με όλο όμως το πάθημα, δεν μπόρεσα να επιβάλει χαλινό στη γλώσσα του και στους οικείους που τον έλεγχαν γι’ αυτό, έλεγε.
— Η ψυχή θα βγει πρώτα κι ύστερα το χούι.
Έπειτα παρήγγειλε τον καφέ του και ξέροντας ότι έπρεπε να περιμένει είκοσι λεπτά της ώρας έως ότου κατορθώσει να του τον ψήσει ο γέρο-Ακούκατος ο καφετζής, προχώρησε κουτσαίνοντας προς την αποβάθρα, όπου είχαν συγκεντρωθεί μερικοί άνδρες και παιδιά ξυπόλητα πολλά, για να δουν και να θαυμάσουν τους υποψήφιους.
Τη στιγμή εκείνη αποβιβάζονταν από τη λέμβο οι υποψήφιοι.
Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης φώναξε προς αυτούς.
— Καλώς ορίστε!
Και αμέσως πρόσθεσε.— Πόσα καντάρια ρουβάδα έχετε; Γενικός καγχασμός υποδέχτηκε την ερώτηση. Έπειτα επανέλαβε. Δεν ακούτε; Μας φέρατε πολλή ρουβάδα; πόσην έχει ο καθένας σας; Τα γέλια επαναλήφθηκαν, αλλά ουδεμία απάντηση δόθηκε. Και τρίτον ρώτησε· Έχετε δηλωτικό για τη ρουβάδα; Οι υποψήφιοι γελώντας, ανέχονταν το άκακο πείραγμα του μπάρμπ -Αναγνώστη, προσηνείς άλλωστε νησιώτες και αγαπώντες τα αστεία. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ψιθύρισε, με προσποιητή οργή.
— Κάμετε καλά με τον κουμμερνιάρη, εγώ δεν ανακατώνουμαι.
Και στρέφοντας τη ράχη, έφυγε κουτσαίνοντας, να πιει τέλος τον καφέ του, αφού είχε καταφάει ήδη από ανυπομονησία το ξάκρισμα και θα αναγκαζόταν ίσως να βάλει χέρι στο μισό της προσφοράς, το οποίο ήταν προορισμένο για τη «συβία».
***
Οι υποψήφιοι, ο Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης, ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τις χειραψίες των εντοπίων, συνοδευόμενοι από το Μανώλη τον Πολύχρονο και από το Λάμπρο το Βατούλα, οι οποίοι είχαν ταχθεί σαν χωροφύλακες δεξιά και αριστερά του Χαρτουλάριου και δεν τον άφηναν να κάμει βήμα, ήλθαν και ήπιαν καφέ στο ίδιο καφενείο του γέρο-Ακούκατου και ακολούθως χωρίστηκαν και μετέβησαν ανά δύο προς τους σε προϋπάντηση ελθόντες φίλους τους.
Όσο για το Γιαννάκο το Χαρτουλάριο, αυτός, βλέποντας την προς αυτόν σπουδή και προσπάθεια και των δύο κομμάτων, που αντιπροσωπεύονταν επισήμως από το Λάμπρο το Βατούλα και από το Μανώλη τον Πολύχρονο, θεώρησε τώρα παρά ποτέ βεβαιότερη την επιτυχία και ασφαλέστερη τη θέση του.
Πίστευε δε ότι και τα δύο κόμματα, Ανδρογυνοχωρίστρες και Χαλοσοχώρηδες, θα τον ψήφιζαν μονοκούκι, ώστε και αν μειονοψηφούσε στους άλλους δήμους, εδώ όμως θα έβγαινε παμψηφεί.
Όχι τόσο ρόδινες τις προβλέψεις, παρά τις παχιές υποσχέσεις τις οποίες λάβαιναν, είχαν ο Καψιμαΐδης και ο Αβαρίδης.
Αυτοί οι δύο, θεωρούνταν από όλους ως υποψήφιοι παραπληρωματικοί.
Οι δυνατότεροι εκ των τεσσάρων ήταν ο Γεροντιάδης και ο Αλικιάδης.
Άλλωστε δε άξιζαν, κατά την κοινή ομολογία, να αντιπροσωπεύσουν οι δύο αυτοί την επαρχία.
Ο Γεροντιάδης είχε διαπρέψει ήδη ως βουλευτής, αρνηθείς κάθε ρουσφέτι στους μη στενούς φίλους, για να υπηρετήσει τα γενικά του έθνους συμφέροντα. Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθεί.
Δεν ήταν άνθρωπος να πηγαίνει στα χαμένα.
Ήθελε «σίγουρες δουλειές».
Ήταν ικανός να ξοδέψει και δεκαπέντε χιλιάδες και είκοσι χιλιάδες για να επιτύχει. Αλλά δεν πετούσε τα λεπτά «στο βρόντο».
Ήταν βέβαιος, ότι εκλεγόμενος βουλευτής θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδες, το λιγότερο.
Α! ήταν πολύ «κουλοπετσωμένος».
Εν πρώτοις, όταν επρόκειτο να διορίσει υπάλληλο, θα του έλεγε, «μ' δίνεις τα μισά;» πριν αποφασίσει να δώσει μπιλιέτο.
Νέτα σκέτα, «σίγουρες δουλειές».
Και αν κανείς κακομοίρης, τύχαινε να του χρωστά από παλαιό καιρό τίποτε ψωροδραχμές, θα τον διόριζε, εξαναγκάζοντας αυτόν να υπογράψει εκ προκαταβολής πολλών μηνών αποδείξεις για τους μισθούς του, με χρονολογίες ημερών μελλοντικών μέχρις υπερεξοφλήσεως.
Αλλά αυτά ήταν δευτερεύοντα και ανάξια λόγου.
Ότι αποτελούσε τη δύναμη του Αλικιάδη, ήταν ο πόθος απ΄τον οποίο φλεγόταν, να φανεί χρήσιμος στην εκτέλεση δημοσίων έργων της επαρχίας.
Εν πρώτοις, υπήρχε η εθνική οδός, η προσαρασσόμενη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευαστή παρά την πρωτεύουσα της επαρχίας πόλη.
Εκείθεν, αν εκλεγόταν βουλευτής, θα είχε τη μερίδα του λέοντος.
Αλλά τώρα είχε αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους.
Κατά την πρώτη βουλευτεία του, ολόκληρο δάσος το είχε κάμει δικό του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορο, τον οποίο είχε φέρει στην επαρχία του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα: «θα σε διορίσω, αλλά φόρο δεν θα βεβαιώσεις από την ξύλευση του δάσους».
Έπειτα ήταν το λιμάνι, το λιμάνι της βορειοανατολικής πόλεως.
Α! αυτό το λιμάνι είχε όλους τους μυθολογικούς χαρακτήρες, τους οποίους μπορούσε κανείς να επιθυμήσει για μεγάλη επιχείρηση. Έμοιαζε με το παλάτι των Σαράντα Δράκων ή με το Κάστρο της Ωριάς.
Σε κάθε νέες εκλογές προκηρυσσόταν η εργολαβία, σε κάθε διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογών η εργολαβία εγκατελείπετο.
Ρίχνονταν ακριβώς τόσες πέτρες προς μόλωση της θάλασσας, κατά τις παραμονές κάθε εκλογής, όσες, αν υπολογιζόταν ότι θα είχαμε βουλευτικές εκλογές κάθε χρόνο, θα αρκούσαν όπως, μετά τρεις αιώνες, μετά πέντε αιώνες το πολύ, να συντελεσθεί το έργο.
Αλλά τη φορά αυτή ο Αλικιάδης, είχε απόφαση «αμέτ Μουαμέτ», να βάλει τη δουλειά εμπρός.
Α! δεν τον γελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελε με κάθε τρόπο να φανεί χρήσιμος στην επαρχία του.
Αφού ήπιαν διπλούς καφέδες και δέχθηκαν χαιρετισμούς οι πέντε υποψήφιοι, μετέβησαν, όπως είπαμε, έκαστος προς επίσκεψη των φίλων.
Ήταν και οι πέντε ψηλοί, φραγκοφορεμένοι, ηλιοκαείς, με ψηλά καπέλα, τα οποία φορούσαν όλοι τόσο στραβά, ώστε το αριστερό αυτί καλυπτόταν όλο και μόνο το δεξιό ήταν ορατό.
Τούτο βλέποντας ένας των εντοπίων, θέλοντας να ευφυολογήσει, είπε ότι και οι πέντε ήταν «μ' έν' αυτί».
Ζ΄
Το πρωί της Παρασκευής, αφού έμειναν επί σαράντα ώρες ψηφοθηρώντας και συνεννοούμενοι με τους φίλους, αναχώρησαν επιστρέφοντες στην πρωτεύουσα της επαρχίας οι πέντε υποψήφιοι.
Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, είχε εκφράσει την επιθυμία να μείνει κατά την ημέρα της εκλογής στο δήμο, ελπίζοντας ότι θα λάβει περισσότερους ψήφους με την παρουσία του, βασίζοντας την επιτυχία του επί της στο δήμο τούτο υπεροχής.
Αλλά ο Λάμπρος ο Βατούλας, προς τον οποίο μεγάλη έτρεφε υπόληψη ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, με όλες τις ραδιουργίες και διαβολές τις οποίες έβαλε σε πράξη, προσπαθώντας να τον υποσκελίσει ο Μανώλης ο Πολύχρονος, ο Λάμπρος, λέγω, ο Βατούλας αντέστη πολύ επίμονα και τον απέτρεψε, λέγοντας ότι, εκεί, στην πρωτεύουσα της επαρχίας, όπου είναι και οι περισσότεροι ψήφοι, ήταν αναγκαιότερη η παρουσία του, για να μην τον ρίξουν κάτω ο Αβαρίδης και ο Καψιμαΐδης.
Όσον απέβλεπε τα εδώ, αυτός, βάζοντας στο στήθος το χέρι, τον έπαιρνε επάνω του.
Από εδώ ήταν σίγουρος βουλευτής, του το έδιδε εγγράφως, εκεί να κοιτάξει, πέρα εκεί, να μη τους φάνε, τα μάτια του τέσσερα.
Ο Χαρτουλάριος πείσθηκε δίνοντας τα πιστά στο Λάμπρο και αναχώρησε με τους άλλους.
Την Παρασκευή βράδυ και το Σάββατο πρωί, έφθασαν τρεις ή τέσσερις βρατσέρες, μεταφέροντας από Ωρεούς, Στυλίδα, Θρόνιο και Θόλο δύο ή τρεις δωδεκάδες εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων που είχαν αποσταλεί προ ημερών είχαν στρατολογήσει, πληρώνοντας σ΄αυτούς, εις βάρος των υποψηφίων, τους ναύλους και τα χασομέρια τους.
***
Περί δε το δειλινό του Σαββάτου, επιχείρησαν και τα δύο κόμματα να κάμουν «επίδειξιν», σαν να ήθελαν να γελάσουν ο ένας τον άλλον, ότι είναι περισσότεροι αυτοί ή εκείνοι.
Πρώτοι οι Χαλασοχώρηδες συγκεντρώθηκαν, όπως είχαν συμφωνήσει, στο καφενείο του γέρο-Ακούκατου.
Λέμε συγκεντρώθηκαν, μεταχειριζόμενοι απλώς τη συνήθη στον πολιτικό λόγο λέξη.
Η αλήθεια είναι, ότι η απόπειρα της συγκέντρωσης διαρκούσε επί δύο ώρες και ακόμη δεν είχαν συγκεντρωθεί.
Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις άλλοι συμβοηθοί του, κατόρθωσαν να σύρουν δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το καφενείο και μετά λίγα λεπτά, οι προσήλυτοι αντί να αυξηθούν λιγόστευαν, γιατί ο ένας προφασιζόταν ότι «θέλει να πάει ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να πεις κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος ξεκλεβόταν χωρίς να πει τίποτε κι έφευγε από την άλλη πόρτα, γιατί το καφενείο είχε δύο πόρτες, τη μία προς την αγορά, την άλλη προς τη συνοικία.
Λίγοι μόνο ήταν οι φανεροί και φανατικοί, οι άλλοι υπόσχονταν αλλά δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με το άλλο κόμμα.
Έπειτα και δεν είχε ανατείλει ακόμη η ημέρα της εκλογής, ούτε είχαν αρχίσει ακόμη τα δυο «πρακτορεία» να βάζουν και να βγάζουν τους ψηφοφόρους να τους πουν το «κρυφό», το οποίο ήταν απαραίτητο προ της ψηφοφορίας.
Και όταν εύκολο κατά κάποιον τρόπο ήταν, να ακούσουν αύριο «το κρυφό» και από τα δύο κόμματα, γιατί να κηρυχθούν σήμερα υπέρ του ενός;
Γιατί δεν ήταν συνήθεια να το λέγουν «το κρυφό» προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας.
Τα φυσέκια μοιράζονταν στο στρατό κατά την ίδια μέρα της μάχης, όχι από την παραμονή.
Τέλος, μετά πολλή δυσκολία, αφού συγκεντρώθηκαν μερικοί, αποφασίσθηκε να ξεκινήσουν, προηγουμένων κόκκινων και λευκών σημαιών και των μουσικών οργάνων, βιολιού και λαγούτου και κλαρινέτου.
Υπήρχε ελπίδα, ότι όπως η κυλιόμενη σφαίρα του χιονιού, καθόσον περνούσε διά μέσου των δρόμων, η διαδήλωση θα επληθύνετο.
Αλλά λίγοι πήγαιναν προς το μέρος της αγοράς, εκεί που είχε δώσει ο Λάμπρος ο Βατούλας οδηγίες στους μουσικούς και στους κρατούντες τα κοντάρια με τις χρωματιστές σημαίες να κατευθυνθούν, οι άλλοι, οι περισσότεροι, διευθύνονταν προς το αντίθετο μέρος, επιμένοντες ότι έπρεπε να στραφεί πρώτα ανά τις οδούς και τις συνοικίες της πολίχνης η διαδήλωση, αν ήθελε να κάμει εντύπωση.
Ίσως δεν ήθελαν να περάσουν από την αγορά, όπως επιθυμούσε ο Λάμπρος, για να μην εκτεθούν στους αντίθετους.
Μεγάλη δε έγινε σύγχυση και ταραχή.
Άλλοι τραβούσαν απ' εδώ, άλλοι απ' εκεί.
Οι μουσικοί και οι σημαιοφόροι τα έχασαν, μη ξέροντας σε ποιους να υπακούσουν.
Περί τα εκατό παιδιά του δρόμου, ξυπόλητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μία πεντάρα το ένα ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαψαν να φωνάζουν σπαρακτικά:
Ζήτω οι καλοί πατριώτες! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
Τέλος, ο Λάμπρος ο Βατούλας, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στους πολλούς και επιφυλάχθηκε να μεθύσει τόσο κατά την ανά τις συνοικίες περιοδεία τους απρόθυμους διαδηλωτές, ώστε να τους φέρει πίσω στην αγορά φανερούς και παραπαίοντες οπαδούς του χαλασοχωρικού κόμματος.
Τήρησε δε τον ενδόμυχο όρκο του, όσο μπόρεσε.
Ανά τις συνοικίες υπήρχαν πάμπολλα μικρά καπηλειά και κατώγεια που πουλούσαν οίνο, τα οποία είχαν φυτρώσει έξαφνα σαν μανιτάρια, άγνωστο γιατί.
Εποχή της εσοδείας του νέου οίνου δεν ήταν, για να ανοίξουν για τρεις μήνες και έπειτα να κλείσουν, τουναντίον η φετινή σοδιά είχε εξαντληθεί ήδη και ο τόπος εισήγαγε απ΄έξω τον οίνο.
Αλλά φαίνεται ότι είχαν ανοίξει επίτηδες χάριν των εκλογών.
Βοσκοί που πούλησαν τελευταία τις προβατίνες τους στο χασάπη, αγωγιάτες έχοντες δεμένο το γαϊδουράκι τους απ' την κρικέλλα του παραστάτη της πόρτας του αυτοσχέδιου καπηλειού τους, είχαν παρατήσει το επάγγελμά τους και άνοιξαν μαγαζιά χάριν των εκλογών.
Από όλα εκείνα τα μέρη φρόντισε να διευθύνει τη διαδήλωση ο Λάμπρος ο Βατούλας και οι λίγες νταμιτζάνες όσες είχε γεμάτες παραπλεύρως των κενών και προς επίδειξη μόνο τεταγμένων βαρελιών κάθε κάπηλος, άδειασαν προς τιμήν των υποψηφίων.
***
Στο διάστημα τούτο, ο Μανώλης και οι φίλοι του, καταγίνονταν να οργανώσουν και αυτοί τη διαδήλωσή τους. Είχαν συγκεντρωθεί στο μπακάλικο - εμπορικό του Θόδωρου του Μοστρόπουλου, από την Αρκαδία, που είχε έρθει στα μέρη εκείνα περίπου πριν δέκα πέντε χρόνια, για τους οποίους είχε παρασκευάσει γιουβέτσι ο Μανώλης για να πιάσει «μαγιά» και αφού τους μέθυσε, άρχισαν αυθορμήτως το χορό και το τραγούδι.
Πιάστηκαν εκεί στη μικρή πλατεία, μπροστά από το μαγαζί και έστησαν το χορό, ο οποίος μέσα σε μια ώρα αυξήθηκε και μεγάλωσε κατά πολλές δωδεκάδες, καθόσον πάμπολλοι αυθόρμητα ή καλεσμένοι από το Μανώλη προσέρχονταν για να τους κεράσει και αφού δευτέρωναν και ετρίτευαν, προσηλυτίζονταν και δεν ξεκολλούσαν πλέον. Ο Θόδωρος ο Μοστρόπουλος, που προ διετίας μόλις είχε εγκατασταθεί στο χωριό, είχε χωθεί όλος στα πολιτικά κι επιδείκνυε μεγάλο ζήλο και φανατισμό υπέρ του κόμματος. Πετούσε τη σκούφια του κατά γης, τη δάγκωνε, την ποδοπατούσε, πηδούσε και χόρευε από την κομματική ζέση. Έριχνε τις δεκάρες ασφαλώς στο συρτάρι και όλα τα είδη του μαγαζιού τα είχε ελεύθερα, θυσιαζόταν για τους φίλους: «Ότι θέλετε, ότι θέλετε!» Έτσι, αφού αυξήθηκε πολύ η συγκέντρωση, ξεκίνησαν πηγαίνοντας μπροστά μία εκατοντάδα παιδιών, ξελαρυγγιαζόμενων να φωνάζουν, μαζί με τα όργανα και τις κυματίζουσες χρωματιστές σημαίες. Η διαδήλωση ξεκίνησε εν είδη χορού κατ' ευθεία γραμμή προχωρώντας.
Όπως ήταν πιασμένοι στο χορό, έτσι κίνησαν από το ψηλότερο μέρος της αγοράς, για να ανέβουν στην ενορία. Άμα έστριψαν την πρώτη ανηφορική γωνία, επί του παράλληλου δρόμου φάνηκε η αντίθετη διαδήλωση που κατέβαινε από την άνω συνοικία, προς την αγορά πηγαίνοντας, με τις κραυγές των ξυπόλητων παιδιών.
— Ζήτω οι καλοί, πατριώτες! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
Τα παιδιά της δεύτερης διαδήλωσης έκραζαν αφ' ετέρου.
— Ζήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλητοι!
— Τ' ακούς, βρε Μιχάλη; είπε ένα των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδήλωσης προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα, ομήλικό του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω.
— Πώς το ξέρεις;
— Δεν ακούς που φωνάζουν, ζήτω οι ξυπόλητοι!
— Τότες τι να τους φωνάζουμε κι εμείς;
— Φωνάζουμε κι εμείς: Ζήτω οι ξυπόλητοι;
— Όχι να φωνάξουμε καλύτερα: Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες!
Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαρή και διαπεραστική φωνή·
— Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες!
— Σουτ, βρε! έκραξε προς τα παιδιά ο Λάμπρος ο Βατούλας και συγχρόνως αποταθείς προς τους άνδρες, εξηγώντας ως ειρωνεία τάχα την κραυγή, είπε.
— Καλά τους εκορόιδεψαν οι δίαυλοι.
Καθ' όσον δε πλησίαζαν στην αγορά, αυτοί που βάδιζαν τελευταίοι, οι οποίοι, φαίνεται, είχαν μείνει τελευταίοι επίτηδες, βράδυναν περισσότερο το βήμα.
Ο Λάμπρος, που υποπτεύτηκε τους σκοπούς τους, έστειλε δύο από τους στενότερους συνεργάτες τους να πάνε στο τέλος της πορείας, για να τους επιτηρούν.
Αλλά παρ΄όλη την επαγρύπνηση αυτή, στην πρώτη καμπή του δρόμου, πριν αρχίσουν να κατεβαίνουν το αντικρίζοντα την αγορά μεγάλο λιθόστρωτο, ανά δύο, ανά τρεις, οι τελευταίοι βαίνοντες, έμεναν για κάποια αφορμή πίσω, έσκυβαν στην πεζούλα να δέσουν τα λωριά τους ή να ξεσκονίσουν την περισκελίδα τους και έπειτα, ξεκλέβονταν, αποκόπτονταν από τη διαδήλωση κι έφευγαν από άλλο δρόμο, μη θέλοντας να φανούν κεκυρωμένοι οπαδοί του ενός κόμματος στην αγορά, με όλη τη μοναξιά, που επικρατούσε σ΄αυτή, μετά την αναχώρηση των δύο διαδηλώσεων.
Αποσπάσθηκαν έτσι πολλοί, σχεδόν οι μισοί των ανδρών.
Οπότε, όταν η διαδήλωση του Λάμπρου του Βατούλα έφτασε στην προκυμαία, έκαμε σε όλους πενιχρή εντύπωση.
Εντούτοις ο Λάμπρος, ζήτησε να την αναζωπυρώσει με το χορό και τη μουσική και οδηγώντας αυτός τον κάβο, άρχισε το χορό εκεί στην αποβάθρα και την προκυμαία.
Μετά μία ώρα επέστρεψε και η δεύτερη διαδήλωση και έστησε το χορό έξω από το μαγαζί του Θόδωρου του Μοστρόπουλου, υπέρ ποτέ πρόθυμου και ενθουσιώδους οπαδού του κόμματος.
Πριν τη δύση δε του ήλιου, ο χορός γενικεύθηκε καθ' όλη την αγορά, ώστε δεν υπήρχε άνδρας ή παιδί, γέροντας ή νεανίας, που να μη χορέψει εκουσίως, ακουσίως, αυθορμήτως ή εντέχνως.
Μερικοί μάλιστα των γερόντων επέστρεψαν στο σπίτι βαδίζοντες «μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίμ», χάρις στις άφθονες σπονδές τις γινόμενες προς τιμήν των κ. κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου, Χαρτουλαρίου και λοιπών. Και περί τα μεσάνυκτα ακόμη, μετά τον πρώτο ύπνο, οι τοίχοι και τα πατώματα κάθε σπιτιού υφίσταντο τον αντίκτυπο του μανιώδους χορού της εσπέρας, χορεύοντες κατ' αντανάκλαση, σαν να είχαν συμπιεί μαζί με τους ιδιοκτήτες τους από τον εκλογικό οίνο του κερασμένου από τους κ. κ. Γεροντιάδη, Αλικιάδη και συντροφιάς.
Η'
Ανέτειλε τέλος η ημέρα της εκλογής και το δημοτικό σχολείο, προς μεγάλη αγαλλίαση των παιδιών, τα οποία σχόλασαν ένεκα τούτου από την εσπέρα της Παρασκευής, είχε κοσμηθεί με δύο μικρά άκομψα κιβώτια, φέροντα πέντε κάλπες παμπάλαιες και πινάκια που έφεραν των υποψηφίων τα ονόματα.
- Ο κυρ-Αγγελής ο Μάλλινης, περίμενε ανυπόμονα την ημέρα αυτή, πότε να ανατείλει.
Προ δέκα ετών ακόμη έκανε με επιτυχία τον δικολάβο, είχε δε υπηρετήσει και ως δημόσιος υπάλληλος.
Αλλά έκτοτε η ανάδειξη νεότερων ανθρώπων επιτήδειων και παμπόνηρων και η υπέρμετρη χρήση του οίνου τον είχαν καταστήσει απόμαχο.
Από δεκαετίας δεν έκαμε πλέον άλλο έργο, παρά περίμενε πότε να διαταχθούν εκλογές, δημοτικές ή βουλευτικές ή και των επαρχιακών συμβούλων ή πότε να ενεργηθεί κάποια τοπική συμπληρωματική ή επαναληπτική εκλογή, ένεκα θανάτου, παραιτήσεως ή ακυρώσεως, βέβαιος ων, ότι η εφορευτική επιτροπή, από οποιουσδήποτε και αν αποτελείτο, αυτόν θα προσελάμβαναν ως γραμματέα.
Είχε αποκτήσει σε τούτο, αδιαφιλονίκητη ειδικότητα και ήταν η μόνη ενασχόλησή του.
Ευτυχώς δεν είχε παιδιά, αυτός δε και η γριά του, επιζούσαν από τα τελευταία λείψανα των δανείων, τα οποία είχε λάβει επί υποθήκη του πρόσφατα εκπλειστηριασθέντος ελαιώνα του ή από το αντίτιμο των δύο τελευταίων χωραφιών, τα οποία είχε ο ίδιος πουλήσει.
***
Τον παλαιό καιρό, όταν η εκλογή ήταν τετραήμερη, ήταν πολύ καλύτερα γι’ αυτόν, διότι και καλύτερο μισθό λάβαινε και σε περισσότερα δείπνα παρευρισκόταν, από τη φιλοτιμία των υποψηφίων, αντιπροσώπων και λοιπών προσφερόμενα.
Αυτός και ο πρόεδρος της επιτροπής, ο γέρο-Αγωνιστής Νιαουστεύς, διηγούνταν μεταξύ τους τις παλαιές αναμνήσεις των εκλογών επί Όθωνος και εξυμνούσαν την επί της πρώτης βασιλείας ακμή και ζωτικότητα, ταλανίζοντες τη σημερινή νάρκη και αηδία.
Τον παλαιό καιρό, οι εκλογές γίνονταν με όρεξη, με πείσμα και με μυθιστορηματικές πολλές φορές περιπέτειες.
Στις μέρες του γέροντα προέδρου, όταν στις δημοτικές εκλογές ψηφοφορούσαν οι μάλλον φορολογούμενοι, αρκούσε να λάβει κάποιος είκοσι ή είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων, για να γίνει δήμαρχος.
Δε χρειαζόταν, όπως σήμερα, να ψηφίζουν όλοι οι παρακατιανοί, όλοι οι ξωμερίτες, όλες οι τσομπανοφλοέρες.
Και αν τυχόν απειλείτο ισοψηφία και κάποιος χωρικός που είχε ψήφο ήταν σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίσει, τον έκλεβαν, τον άρπαζαν, τον απήγαγαν, τον έκρυβαν σε ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινε εκτάκτως παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσερις ημέρες, εωσότου περάσουν οι εκλογές.
Έπειτα τον άφηναν ελεύθερο.
Κάπως έτσι εξασφαλιζόταν η επιτυχία του δημάρχου, αν ήθελε η τάξη των φρονίμων να εκλέξει.
Στις βουλευτικές εκλογές πάλι, αν και ψηφοφορούσαν πολλοί, το καλό ήταν, ότι δεν χρειάζονταν σφαιρίδια, ίσχυαν τα ψηφοδέλτια.
Τέτοια μικρά δελτάρια χαρτιού, ένας καλός γραμματεύς, μπορούσε να συντάξει πεντακόσια σε δύο ώρες.
Πάνω σ΄αυτά έγραφε τα ονόματα των υποψηφίων που ήθελε, χωρίς καν να ρωτήσει τον ψηφοφόρο ποιους επιθυμεί να εκλέξει. Και στον κατάλογο των ψηφοφορησάντων δεν ήταν ανάγκη να εγγράφονται πάντοτε ονόματα ζώντων. Με την προσθήκη διακοσίων ή τριακοσίων δελτίων επ' ονόματι ισάριθμων συχωρεμένων, ο δήμαρχος και η επιτροπή μπορούσαν να κεραυνοβολήσουν τους αντιπάλους, πλάθοντας αυτοί αντιπροσώπους που ήθελαν.
Εάν όμως οι αντίπαλοι τους διέβαλλαν «επί κιβδηλεία» και πλαστογραφία, εύκολο ήταν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος εισορμώντες από το παράθυρο στον τόπο της εκλογής, κλέβοντας τη νύχτα τη μοναδική και ευκολομετακόμιστη με το χάρτινο φορτίο της κάλπη και καταστρέφοντας αυτήν και το περιεχόμενο, συγχρόνως δε υπογράφοντες αναφορά προς τον κύριο νομάρχη και παρακαλούντες αυτόν ευσεβάστως να διατάξει νέες εκλογές, «επειδή οι αντίθετοι, βλέποντες την αποτυχία τους, εξαφάνισαν την κάλπη».
***
Ο γέρος πρόεδρος, ψηλός, ευθυτενής, ογδόντα ετών, πάσχοντας στην όραση, αναμασώντας για χιλιοστή φορά τις αναμνήσεις αυτές, πλησίασε προς το κιβώτιο των καλπών και έσκυψε να δει αν οι κάλπες ήταν καλά συνδεδεμένες, αν η σιδηρά ράβδος είχε σφραγισθεί και προσαρμοσθεί καλά.
Δεν ήταν βέβαιος αν θα έβλεπε καλά αυτός, ήθελε μόνο να τον δουν οι άλλοι ότι καλώς επιβλέπει.
Οι πέντε κάλπες, συνδεδεμένες όπως ήταν με χονδρό σύρμα, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκοί και μαύροι, έμοιαζαν με πέντε κατάδικους του κάτεργου, στο μισό της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την ίδια αλυσίδα, κοπιάζοντας επίπονα, εκτελούντες την ημερήσια υπηρεσία στο ναύσταθμο.
Ο γέρος πρόεδρος έσκυψε από τη μία πλευρά του πλάτους του κιβωτίου και από την άλλη και κοίταξε προσεκτικά τις πρόσφατα επιτεθείσες σφραγίδες και στο στήθος του κρότησαν ελαφρώς τα παράσημα.
Έφερε το αριστείο του αγώνος αργυρούν και δύο αργυρούς σταυρούς του Σωτήρος.
Είχε παρακαλέσει προ πολλού, ένα συνομήλικό του παλαιό ναυτικό, ο οποίος είχε ρίξει όχι λίγα τουφέκια υπό τον Καρατάσσο και πολλές κανονιές υπό τον Κριεζή και ήταν κάπως γνησιότερος αγωνιστής από αυτόν, να τον απαλλάξει από τον ένα σταυρό του Σωτήρος, λέγοντας ότι, αφού κατά λάθος η κυβέρνηση τον θυμήθηκε δύο φορές, «ημπορούσε να τον φορεί αυτός και το ίδιον θα ήτο».
Αλλά ο παράξενος γέρος του απάντησε ότι δεν ξαναμωράθηκε ακόμη και «δεν του αρέσουν τα λιλιά».
Το βέβαιον είναι ότι, κατά κάποια απονομή παρασήμων που έγινε, όχι προ πολλού, επ' ευκαιρία, δεν θυμούμαι ποιας εορτής, η Κυβέρνηση έστειλε στον κύριο Νιαουστέα τον αργυρούν σταυρόν του Σωτήρος, τον οποίον ο γέρος είχε από του 188 . .
Αλλά η πρώτη απονομή είχε λησμονηθεί, μη τηρουμένων καταλόγων, ως φαίνεται.
Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρο και με αναφορά, παρεκάλεσε το υπουργείο να τον προβιβάσει, αν ευαρεστείται, στον χρυσούν σταυρόν.
Αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Τότε ο Νιαουστεύς, αναγκάστηκε να αρκεσθεί στους δύο αργυρούς και σε κάθε εορτή, βασιλική ή και θρησκευτική, τους κρεμούσε στο στήθος και τους δύο, σήμερα δε, ημέρα εκλογής, αφού μάλιστα ήταν και πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής, θέση η οποία δεν του φαινόταν μικρότερη από την του προέδρου του συμβουλίου της επικρατείας, καθήκον του νόμισε να εμφανισθεί στον τόπο της εκλογής φορώντας τα παράσημά του.
***
Κατά την τοποθέτηση των καλπών, προκειμένου περί της αλφαβητικής τάξεως, ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης, μέλος της εφορευτικής επιτροπής, όχι γιατί μεροληπτούσε υπέρ του ενός κόμματος είτε υπέρ του άλλου, αλλά από ευσυνειδησία διδασκαλική, απαιτούσε να τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδη και δεύτερη η του Αβαρίδη, λόγω του ότι η ορθή γραφή του ονόματος είναι Αυαρίδης διά διφθόγγου, το δε αλ προηγείται του αυ.
Ισχυριζόταν δε, ότι η παραγωγή της λέξεως δεν είναι εκ του αβαρία, καθόσον τότε θα ήτο Αβαριάδης, ούτε εκ του αβαρής δύναται να είναι, διότι δεν δύναται να φαντασθεί κανείς υποψήφιο βουλευτή, ο οποίος να μην έχει την απαιτουμένη βαρύτητα.
Ο κ. Αβαρίδης μάλιστα, δεν παρουσιαζόταν πρώτη φορά τώρα ως υποψήφιος, όπου δεν φαινόταν να έχει και πολλές πιθανότητες επιτυχίας, αλλά είχε εκλεχτεί άλλοτε και διατελέσει δύο φορές βουλευτής.
Την τελευταία φορά μάλιστα, κάποιος στην Αθήνα βλέποντας αυτόν μια των ημερών να διαβάζει στο καφενείο τα πρακτικά της συνεδριάσεως της προηγούμενης μέρας στη «Νέα Εφημερίδα», τον ρώτησε αν δεν ήταν παρών στη συνεδρίαση.
«Όχι, ήμουν, απάντησε ο κ. Αβαρίδης, αλλά καλύτερα τα γράφει εδώ».
Είναι αλήθεια ότι κατά τη σύνοδο εκείνη, όπως και καθ' όλη την περίοδο δεν είχε καλοχορτάσει τον ύπνο στα εδώλια της αίθουσας των συνεδριάσεων.
Μόλις έκλεινε τα μάτια και γειτονικός συνάδελφος, πολύ υποχρεωτικός, πολιτικός φίλος, τον ξυπνούσε απότομα σείοντάς του το βραχίονα και του σύριζε στο αυτί μία λέξη πάντοτε: Ναι ή όχι. Σχεδόν κάθε δέκα λεπτά εγίνετο ψηφοφορία.
Κοπιωδέστατη υπήρξε η σύνοδος εκείνη.
Τα νομοσχέδια έπεφταν σωρηδόν, σαν βροχή, σαν χαλάζι και τάρασσαν τον ύπνο του αγαθού επαρχιώτη.
Μόλις αποκοιμόταν και τάρασσαν τον ύπνο του, εμφανιζόμενα ως «αναβάται και τριστάται», ως άμαξες τέθριπποι, ως στρατεύματα που παρελαύνουν με θόρυβο, σάλπιγγες, βοή και αλαλαγμό.
Φοβερές αναμνήσεις του είχε αφήσει όλη η σύνοδος εκείνη.
Και τώρα, αν παρουσιαζόταν πάλι και ζητούσε τις ψήφους των συμπολιτών του, αυτός δεν καλοήθελε, άλλοι τον είχαν παρακινήσει.
Διάφορα τέτοια διηγούταν προχθές, όταν επισκέφθηκε το δήμο μαζί με τους συνυποψήφιούς του.
Για τούτο και ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης δεν νόμιζε ότι τον έβλαπτε, αν μετέθετε δεύτερη την κάλπη του.
Το όνομα είναι σύνθετο, είπε εκ του αύος (ξηρός) και αρίς (το σκέλος).
Αλλά και εκ του αμπάρι, Αμπαρίδης, αν είναι και ο κάτοχος του ονόματος θέλησε να το εξελληνίσει, κατά το έθος (καθ' όν τρόπον ο ίδιος ο ελληνοδιδάσκαλος, έλεγε, είχε ένα μαθητή Μπογιατζή καλούμενο, τον οποίο εξευγένισε εις Βοϊαζίδην), πάλι το αλ προηγείται του αμ.
Αυτά ισχυριζόταν ο διδάσκαλος.
***
Ο πρόεδρος δε, ο γέρο-Νιαουστεύς, ο οποίος γνώριζε τα των Χαλασοχώρηδων και ήταν ευνοϊκός προς τον Αλικιάδη και Καψιμαΐδη, χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά τα διδασκαλικά επιχειρήματα, έσπευσε να τον δικαιώσει και ήταν έτοιμος να διατάξει όπως τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδη, αφού μεταβληθεί η ορθογραφία του ονόματος του Αβαρίδη στην πινακίδα της κάλπης.
Ούτε συλλογίσθηκε μάλιστα, ότι η αριθμητική τάξη των καλπών και η ορθογραφία των ονομάτων ήταν έργο της διοικητικής αρχής και ότι αν έκανε κάτι αυθαίρετο η επιτροπή, λόγους μόνον ακυρότητας θα δημιουργούσε και αφορμή για ενστάσεις.
Ο γέρο-Νιαουστεύς δεν χώνευε τον Αβαρίδη, συμπαθούσε δε πολύ προς τον Αλικιάδη και Καψιμαΐδη.
Τον δεύτερο μάλιστα τον εκτιμούσε πολύ και αν ήταν στο χέρι του, θα τοποθετούσε πρώτη, όχι την κάλπη του Αλικιάδη, αλλά την του Καψιμαΐδη, τον οποίο είχε επονομάσει κάποιος «το άρτυμα της παρέας των υποψηφίων».
Βεβαίωναν, όσοι τον είχαν πλησιάσει, ότι τα ενδύματά του ή ο ιδρώτας του, απέπνεαν πολύ άρωμα αφρογάλακτος και βουτύρου.
Ήταν λίαν ευδόκιμος διοικητικός υπάλληλος και διοριζόταν κατ' εκλογήν ιδίως στις βουτυροφόρες επαρχίες.
Ίσως απέκτησε την οσμή αυτή από την πολύχρονη συναναστροφή με κτηνοτρόφους και τυροκόμους, των οποίων τα συμφέροντα με ζήλο προστάτευε.
Πριν δύο χρόνια ακόμη, όταν ήταν διορισμένος, είχε λάβει κάποτε ενός μηνός άδεια, για να μεταβεί στην πατρίδα του.
Ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, που τον παρέλαβε στο κότερο από μία παραλία της Φθιώτιδας, τον είδε να μπαρκάρει φέροντας ολόκληρη δωδεκάδα δερματοτυριών και δύο κολοσσιαία πιθάρια βουτύρου.
Ερχόταν από μία πολυθρέμμονα επαρχία και δεν είχε νομίσει αξιοπρεπές να πάει «με άδεια χέρια» στην πατρίδα του.
Ήταν πολύ καλοφορεμένος και σεβαστός κύριος και ο κυβερνήτης του κότερου τον έβλεπε για πρώτη φορά.
—Κάνεις το εμπόριο των τυριών του λόγου σου; τον ρώτησε ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι.
—Όχι, είμαι έπαρχος, απάντησε με υπεροψία ο κ.Καψιμαΐδης . . .
— Α! κατάλαβα . . .
Και δεν αντάλλαξαν πλέον λέξη σε όλο το ταξίδι.
Τούτον λοιπόν, τον Καψιμαΐδη θα επιθυμούσε να βάλει πρώτον τη τάξει ο γέρο-Νιαουστεύς - ο και πρόεδρος, - αντί του Αβαρίδη, αντί και του Αλικιάδη.
Αλλά η πλειονοψηφία της επιτροπής, που ανήκε στους Ανδρογυνοχωρίστρες και υπεστήριζε τον Γεροντιάδη και Αβαρίδη αντέδρασε και έτσι έμεινε πρώτη η Κάλπη του Αβαρίδη.
Θ'
Έξω, όχι μακριά από τον τόπο της εκλογής, τα πρακτορεία εργάζονταν δραστήρια.
Το πρακτορείο των Χαλασοχώρηδων ήταν απέναντι ακριβώς από το δημοτικό σχολείο και η μία πόρτα αντίκριζε με τη θύρα του σχολείου, η άλλη ήταν κρυφή.
Από τη δεύτερη έμπαιναν οι εκλογείς, πλησίαζαν οδηγούμενοι από το Λάμπρο σε κάποιο γραφείο με καινούργια κάγκελα αχρωμάτιστα, μέσα από τα οποία καθόταν εν μέσω κατάστιχων και πλησίον ενός μισάνοικτου συρταριού, ο κυρ- Μανουήλος ο Στεριωμένος.
Εκεί οι εκλογείς άκουαν «τον κρυφό λόγο», εφοδιάζονταν με δύο ή τρία «φυσέκια» και έβγαιναν από την άλλη πόρτα, όπου ο Λάμπρος ο Βατούλας τους προέπεμπε επιτηρώντας αυτούς, για να βλέπει αν θα πήγαιναν κατ' ευθείαν στον τόπο της εκλογής.
Οι περισσότεροι, είτε γιατί είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείο, είτε γιατί δεν τους επέτρεπε η συνείδησή τους να πάρουν και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», πήγαιναν κατ' ευθείαν, μερικοί όμως, ενώ καμώνονταν ότι περίμεναν να βρουν σειρά για να μπουν, με τρόπο «το έστριβαν».
Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας, προσποιούταν μεγαλύτερη αγανάκτηση παρ' όση πράγματι αισθανόταν. Διότι δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένος κατά την ημέρα της εκλογής.
Τούτο δε, γιατί οι ίδιοι άνθρωποι του κόμματός του, τον είχαν διαβάλει στον Αλικιάδη και Καψιμαΐδη, βρίσκοντας λαβή τη φανερή προσπάθεια και το ζήλο τον οποίο έδειχνε ο Λάμπρος προς τον Χαρτουλάριο, προτιμώντας τούτον μάλλον ως βουλευτή, παρά ενδυναμώνοντας, διά της προς αυτόν παρεχομένης ανωφελούς άλλωστε συνδρομής, τους αντιπάλους Γεροντιάδη και Αβαρίδη.
Οπότε οι δύο υποψήφιοι, οι υποστηριζόμενοι από το κόμμα των Χαλασοχώρηδων, τείνοντες το αυτί στις διαβολές αυτές, απέσυραν από το Λάμπρο μέρος της προς αυτόν παρεχόμενης εμπιστοσύνης και έδωκαν τα πιστά στον κυρ-Μανουήλο το Στεριωμένο, στα χέρια του οποίου εμπιστεύθηκαν και τα εκλογικά έξοδα.
Ήταν δε ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος «καλός νοικοκύρης», εμποροπαντοπώλης και κτηματίας και σύμβουλος του δήμου ισόβιος, τόσο, ώστε μία φορά μόνο, όταν ήλθε δέκατος τέταρτος, δηλαδή δεύτερος παραπληρωματικός, ο ίσκιος του ή η καλή του τύχη, «εψωμόφαγε» μετά λίγες εβδομάδες δύο από τους πριν απ΄ αυτόν πλειονοψηφήσαντες και έτσι εισήλθε στο δημοτικό συμβούλιο ως ενεργό μέλος.
Ήταν δε άνθρωπος με επιρροή, διότι ήξερε να κάμει «ευκολίας» στους χωρικούς.
Μία οκά άχυρο έδινε το χειμώνα από την προμήθειά του, μία οκά κριθάρι λάβαινε το θέρος από το αλώνι.
Είχε όλες τις αρετές του μύρμηγκος και υπερείχε αυτού κατά μία, ότι ήταν δανειστής.
Μία οκά ελιές έδιδε τη μεγάλη τεσσαρακοστή σε πτωχή χήρα, μία οκά λάδι λάβαινε το φθινόπωρο στην αποθήκη, όπου είχε αραδιασμένα περί τις δύο δωδεκάδες μεγάλα πιθάρια κτιστά, ασβεστωμένα και χωμένα στη γη.
Περίεργο δε ότι, ενώ τα σταθμά του μαγαζιού του ήταν όχι λιποβαρέστερα από των άλλων παντοπωλών, τα μέτρα της αποθήκης του φημίζονταν ως σωστά και μάλιστα ως πρόσβαρα.
Με όλα αυτά τα μέσα, όπως και με μερικά χρηματικά δάνεια, τα οποία δάνειζε στους χωρικούς «το διάφορο κεφάλι», είχε αποκτήσει όχι μικρή περιουσία, δημοπρατήσας τις οικίες ή τα αμπέλια χωρικών κάποιων, οι οποίοι ούτε έλειψαν έκτοτε από πλησίον του, ούτε έχθρα ή μνησικακία φαίνονταν να τρέφουν προς αυτόν, αλλά τουναντίον μάλιστα φαίνονταν σαν να του ήταν υπόχρεοι.
Τούτο δε, γιατί στα χωριά και στις μικρές πόλεις, οι πτωχοί άνθρωποι δεν έχουν κανένα μέσον πως να γλυτώσουν από τα χέρια των μικρεμπόρων, των μικροκεφαλαιούχων και των δικολάβων.
Αυτοί οι τύραννοί τους, είναι και οι προστάτες τους.
Ο ίδιος που πούλησε χθες το βόδι ή τον αγρό του δείνα γεωργού, ο ίδιος θα δανείσει αύριο τον ίδιο γεωργό ή θα τον πιστώσει, επιφυλασσόμενος μετά από λίγο να του πουλήσει το σπίτι ή το αμπέλι.
Και μετά λίγο χρόνο, όταν δεν θα έχει πλέον ούτε αγρό, ούτε βόδι, ούτε αμπέλι, ούτε σπίτι, αυτός πάλι ο τύραννος, αυτός ο προστάτης, θα τον μισθώσει για να καλλιεργεί αντί ευτελούς αμοιβής τον κατασχεμένο, τον πρώην δικό του αγρό ή το αμπέλι.
Και έτσι αληθεύει μία κοινή παροιμία που λέγεται περί της λάσπης, στην οποία όσο προσπαθεί να απαλλαγεί κανείς, τόσο βαθύτερα χώνεται ή περί της ψείρας, που όσο μοχθεί να την εξαλείψει κάποιος τόσο πληθύνεται.
Το ίδιο και χειρότερο συμβαίνει, αν ο χωρικός δοκίμαζε στα μισά του δρόμου να απαλλαχθεί από τον πρώτο καλοθελητή, ορφανεμένος από το βόδι και τον αγρό, σώζοντας το σπίτι και το αμπέλι.
Θα αντικαθιστούσε απλώς τον καλοθελητή, θα άλλαζε προστάτη και τύραννο, αλλά δεν θα γλύτωνε ούτε το αμπέλι ούτε το σπίτι.
Ο νέος καλοθελητής θα εφήρμοζε απλώς το ίδιο σύστημα, με την προς το χειρότερο διαφορά, προς ζημία του χωρικού, ότι θα αισθανόταν λιγότερο προς αυτόν οίκτο.
Τρίτος τρόπος θα ήταν να καταφύγει ο χωρικός εγκαίρως προς το δικολάβο.
Αλλά ο δικολάβος είναι το χείριστο κακό. Θα δίδασκε το χωρικό την στρεψοδικία και το ψεύδος, θα τον έπειθε να ψευδορκήσει, θα του μετέδιδε τα πρώτα σπέρματα της δικομανίας και της φυγοπονίας και θα του έτρωγε επίσης το βόδι, τον αγρό ή το σπίτι και το αμπέλι.
Σε τούτον λοιπόν, τον κυρ-Μανουήλο τον Στεριωμένο, είχαν δώσει πάσα εμπιστοσύνη ο Αλικιάδης και ο Καψιμαΐδης, παραγκωνίζοντας το Λάμπρο Βατούλα, ο οποίος, πλην του πλεονεκτήματος των πλησίον του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου εκδηλώσεών του, ζήτησε να παρηγορηθεί κατ' άλλον τρόπον και εκ του μέρους τούτου.
Την ημέρα της εκλογής, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτο, κάθε είκοσι λεπτά στο πρακτορείο, έμπαινε, έβγαινε, βιαστικός, πολύφροντις, σπογγίζοντας από το μέτωπο τον ιδρώτα με λευκό λινομέταξο μαντίλι, εισέβαλλε από πίσω από τα κάγκελα, διέκοπτε απότομα κάθε συνεννόηση ή διαπραγμάτευση του Στεριωμένου με τους ψηφοφόρους ή τους ψηφοθήρες, έσκυβε στο αυτί του, του μιλούσε και σε απάντηση ο κυρ-Μανουήλος, πότε μορφάζοντας, πότε στενάζοντας, πάντοτε σκυθρωπός, του έβαζε στην παλάμη, άλλοτε ένα, άλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ή τρία φυσέκια χάλκινων κερμάτων και ο Λάμπρος υπ΄ατμόν αμέσως έφευγε, τρεπόταν δεξιά ή αριστερά προς το δρόμο της συνοικίας, για να επανέλθει και πάλι μετά είκοσι λεπτά ή μετά μισή ώρα.
Να τι συνέβαινε.
Ο Λάμπρος την ημέρα εκείνη, είχε βάλει σε πράξη τη μέθοδο «των κρυφών εκλογέων».
Διηγείτο εκάστοτε στον κυρ-Μανουήλο τον Στεριωμένο, ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι, ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι, συστέλλονταν να παρουσιασθούν φανερά στο «πρακτορείον» για να πάρουν λεπτά.
Ο κυρ-Μανουήλος προσποιούταν ότι τον πίστευε, δεν μπορούσε να αρνηθεί απολύτως την πληρωμή, καθόσον δεν είχε οδηγίες να φθάσει έως εκεί από τον Αλικιάδη και από τον Καψιμαΐδη.
Φρόντιζε μόνο ως καλός διαχειριστής και ως καλύτερος έμπορος «να κόφτει» κάτι τι από τις απαιτήσεις του Λάμπρου.
Εάν εκείνος ζητούσε εικοσιπεντάρικο, ο κυρ-Μανουήλος έδιδε ένα δεκάρικο και δύο φυσέκια των τεσσάρων δραχμών, εάν του ζητούσε δύο δεκάρικα, έδιδε δύο πεντάρικα και ένα φυσέκιο με εξήντα πεντάρες.
Ο Λάμπρος γόγγυζε εκάστοτε, λέγοντας ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος μουρμούριζε απότομα και βιαστικά:
«Κοίταξε να τους καταφέρεις, δεν έχουμε πολλά λεπτά».
Και ο Βατούλας λάβαινε τα χρήματα και εκινείτο για να φύγει.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, τον κρατούσε τότε και απαιτούσε να του πει τουλάχιστον τα ονόματα των «κρυφών εκλογέων», για να τα σημειώσει στο κατάστιχο, αλλά ο Λάμπρος διαμαρτυρόταν με τόνους αισθηματικούς, πρόθυμος να κοκκινίσει αυτός για να παράσχει δείγμα του πως θα κοκκίνιζαν οι πελάτες του κι έλεγε: «δεν κάνει να εκθέσουμε τους ανθρώπους, τότε, καλύτερα να λείπει!»
Κι ενώ τα χέρια, που κρατούσαν τα χαρτονομίσματα και τις δεσμίδες των κερμάτων, τείνονταν μακριές προς στιγμή σαν για να επιστρέψουν τα χρήματα στο γραφείο του κυρ-Μανουήλου με βλέμμα εναγώνιας προσδοκίας παρακολουθούντος την κίνηση, αίφνης τα χέρια αυτά χύνονταν αμέσως στις τσέπες του παντελονιού του, αποθέτοντας τα χρήματα εκεί.
***
-Το πρακτορείο του άλλου κόμματος, βρισκόταν επίσης όχι μακριά από το σχολείο, αλλά πίσω, σε λιγότερο κεντρικό μέρος και η πόρτα του δεν αντίκριζε τον τόπο της εκλογής.
Οπότε, επειδή ήταν δύσκολο απ' αυτό το πρακτορείο, να επιτηρούν τους ψηφοφόρους, όσοι εξερχόμενοι μετέβαιναν στον τόπο της εκλογής να ψηφοφορήσουν, ο Μανώλης ο Πολύχρονος ένευε συνήθως σε δύο ή τρεις των στενότερων φίλων να τους συνοδεύσουν, ενίοτε δε και αυτός ο ίδιος τους προέπεμπε στις κάλπες.
Ήταν δε λεπτό και ακανθώδες το πράγμα.
Ο συνοδεύων όφειλε να μη δείχνει ότι συνοδεύει.
Όφειλε να τους πάει με τρόπο στον τόπο της εκλογής, χωρίς να κάμνει ότι αυτός τάχα τους οδήγησε και τους παρέπεμψε για να ψηφοφορήσουν.
Οι ντροπαλότεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλη τη μέθη που είχαν μερικοί απ΄αυτούς στενοχωρούνταν και διαμαρτύρονταν λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας παν έτσι;»
Κατά κάποιον τρόπο, ενομίζετο απαραίτητο να τους επιτηρούν.
Οι πονηρότεροι των ψηφοφόρων, μη απαξιώντας να λάβουν «βαμβακόσπορον» και από τα δύο κόμματα, έβαιναν με υστεροβουλία, όπως επισκεφθούν και το άλλο πρακτορείο, το οποίο βρισκόταν κατέμπροσθεν του εκλογικού τμήματος. Κάποιοι δε και αν δεν το επιθυμούσαν χάριν του διπλού χορηγήματος, αλλά φοβούνταν τα μίση και τους κατατρεγμούς και δεν ήθελαν να εκτεθούν και απέναντι του κόμματος των Χαλασοχώρηδων.
Λίγοι μόνο εκλογείς φορούσαν φανερά το σημείο του κόμματος, άσπρη κορδέλα ως Χαλασοχώρηδες ή κόκκινη ως Ανδρογυνοχωρίστρες.
Πολλοί δε, αν και πιέζονταν από τους κομματάρχες των δύο μερίδων, να φορέσουν σε εμφανές μέρος το λευκό ή ερυθρό σήμα, ευθύς ως πρόβαλλαν στην αγορά, το αποσπούσαν από την κομβιοδόχη τους και το έκρυβαν στην τσέπη.
Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίο έδιναν τα δύο κόμματα στους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινε από δύο φυσέκια έως τέσσερα και πέντε ή από μία σιχνάτσα έως τρεις ή τέσσερις.
Είχαν φέρει στο κρεβάτι και το γέρο-Κώστα το Γιούλαρη, δυστυχή παραλυτικό, για να ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων.
Αλλόκοτο δε πένθιμο ήταν το θέαμα του ταλαίπωρου γέροντα, να βαστάζεται επάνω σε φορείο από τρεις ρωμαλέους άνδρες, να μεταφέρεται στον τόπο της εκλογής, να περιφέρεται μπροστά από τις κάλπες, με κόπο να κινεί το βραχίονα και να ρίχνει στο «σκασμένον» στόμιο τα σφαιρίδια.
Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργη τον Ξοπούλη, αγροίκο, ο οποίος από τριάντα ετών δεν είχε κατεβεί είκοσι φορές στην πόλη και τούτο μόνο σε καιρό εκλογών.
Του είχαν τάξει ένα ζευγάρι τσαρούχια και μία τραγόκαπα και έτσι πείσθηκε να έλθει.
Κατέβηκε περί το μεσημέρι με όλο το κοπάδι του, μη εμπιστευόμενος να το αφήσει προς ώρα στη φροντίδα άλλου βοσκού. Έφερε τις γίδες του έως τα πρόθυρα του σχολείου, μπήκε στο πρακτορείο των Χαλασοχώρηδων, έπειτα ευθύς μετέβη στον τόπο της εκλογής, κρατώντας και το ταγάρι του ανηρτημένο υπό την αριστερή μασχάλη, με το ζόρι πείσθηκε να αφήσει τη μαγκούρα του έξω από τη θύρα. Εισήλθε, χαιρέτησε την επιτροπή και τους παρεστώτες λέγοντας «γεια σας». Ψηφοφόρησε, βγήκε αμέσως και σφυρίζοντας συγκέντρωσε το κοπάδι του και αποχώρησε με βοή και κωδωνισμό.
Οι Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος, εξώφυλλα τσιγαρόχαρτου επίχρυσα και κυανίζοντα στο Γιάννη Ψειροκόνιδα, βλάκα εκ γενετής, τον οποίο από εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκουν να μάθει να διακρίνει το λευκό και το μαύρο της κάλπης, να αποστηθίσει δε και των υποψηφίων τα ονόματα.
Έδωκαν επίσης τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά στον μαστρο-Δημητρό τον Λογαριασμόν, ο οποίος δεν είχε μάθει να αναγνωρίζει άλλο νόμισμα, για να ψηφοφορήσει υπέρ των δικών τους. Είχε οδηγηθεί το πρωί φορώντας την κόκκινη σκούφια του, αποκαής ακόμη από τη βραδινή κραιπάλη και δεν χρειάστηκε περισσότερο από δύο μαστίχες για να μεθύσει εντελώς.
Τον είχε φέρει, επιδεικνύοντας μεγάλο ζήλο, ως νεοφώτιστος υπέρ του κόμματος, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και οδηγώντας αυτόν τον παρουσίασε στο Μανώλη.
Δεν έτυχε η ευκαιρία να πούμε ότι οι δύο πιστοί φίλοι, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφους, τα είχαν γυρίσει εντωμεταξύ και οι δύο.
Τώρα ο Γιάννης ήταν υπέρ των Χαλασοχώρηδων, γιατί είχε βρει εκεί, φαίνεται, το συμφέρον του, ο δε Κωνσταντής είχε πάει με τους Ανδρογυνοχωρίστρες απλώς γιατί τα είχε γυρίσει ο Γιάννης.
Έτσι καθίστατο προβληματικό του λοιπού και το σπουδαίο στοίχημα, το οποίο τους ανάγκασε να στοιχηματίσουν ο Μανώλης ο Πολύχρονος, κατά όπως το ιστορήσαμε στην εισαγωγή της παρούσας διήγησης.
Περί το μεσημέρι δε, ήλθε ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μόσκοβος, παλαιός ναυτικός, μικρόσωμος, παχιά και δυσκολονόητα μιλώντας, ψημένος από τη θαλάσσια άλμη, μελαψοκοκκινισμένος από τις τρικυμίες του πελάγους, φέροντας δύο τουλίπες πυρρόφαια μαλλιά περί τους κροτάφους και δύο στοίβες χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τα σαγόνια.
Μόλις βγήκε από το πρακτορείο, ο Μανώλης ο Πολύχρονος έκαμε απόπειρα να τον συνοδεύσει μέχρι τον τόπο της εκλογής, προσπαθώντας να αρχίσει μαζί του συζήτηση.
—Έ! πως τα βλέπεις τα πράμματα, μπαρμπα-Στεφανή;
—Πώς θέλεις να τα βλέπω; μουρμούρισε δυσφορώντας ο παλαιός θαλασσινός.
—Απ' το άλλο κόμμα σκύλιασαν . . . . Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;
—Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξε ο μπάρμπα-Στεφανής..
—Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθώντας αυτόν βαδίζοντα ο Μανώλης.
Αίφνης στράφηκε προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής.
— Για να σου πω κυρ-Μανώλη, του είπε με τη ραγδαία και όχι πολύ καθαρή προφορά του, μη θαρρείς πως είμαι βολικό πράμμα για να με μπαρκάρεις εσύ στο σκολειό μέσα . . . Εμένα εύκολα δε με τσουρμάρεις . . . οι άνθρωποι δεν είναι μπαούλα για να τους μπατάρετε σεις όπως θέλετε, μπάττει από δω, μπάττει από κει . . . μη σας χρειάζεται ακόμα και κανένας κάβος, καμιά γούμενα για να μας δέσετε, μη μπας και σας σκαπουλάρουμε; . . . τίποτες αμπάσιες μούδες μη θέλετε για να μας αρμενίζετε πρύμα; Καλούμα από δω, όρτσα από κει, φούντα εκεί! Εμένα, για να σου πω, εύκολα-εύκολα δε μπορείς να με σκουντζάρεις με το μυαλό το δικό σου. Ίσσα τρίγκο, ίσσα παροκέττο, μάινα μπαμπαφίγκο!
Για καμιά τσομπανοφλοέρα μ' επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν' αρμενίσουμε κουσέρβα; Αβάρα! Σία! Ανοιχτά!
Ο Μανώλης δεν μπόρεσε να μη γελάσει κι έσπευσε να απαλλάξει τον μπαρμπα-Στεφανή από την ενοχλητική συνοδεία του.
Ι'
Ήταν δειλινό ήδη και οι περισσότεροι από τους εκλογείς είχαν ψηφοφορήσει από το πρωί κατά αγέλες.
Στο μεγάλο κήπο του κυρ-Χαράλαμπου του Νιανιού, κοντά στην κεντρική στέρνα και το μαγγανοπήγαδο, κάτω από τρία με συμπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερικοκιά και συκιά και απιδιά, είχε στρωθεί από το μεσημέρι ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης, ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευτέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος.
Καίτοι διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων, ήταν και οι πέντε μερακλήδες και το είχαν στρώσει εκεί, ούτε είχαν σκοπό να πάνε να ψηφοφορήσουν.
Ήθελαν να επιβάλουν τους όρους τους και στα δύο διαμαχόμενα μέρη.
Ο κήπος ήταν σαν αδέσποτος την ημέρα εκείνη, η δε γριά Νιανίτσα, η σύζυγος του ιδιοκτήτη, περιφερόμενη από αυλακιά σε αυλακιά, όπως ήταν μύωψ, έκοβε κολοκύθι αντί σύκου και μελιτζάνα αντί τομάτας.
Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλωρής, εδώ και σαράντα χρόνια δεν είχε πάψει να καλλιεργεί τον κήπο, αλλά ενώ όλο τον άλλο καιρό τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτη, τον κυρ-Χαράλαμπο, στις παραμονές κάθε εκλογής μάλωναν και γίνονταν από δύο χωριά.
Στα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος χυνόταν έως τις μασχάλες, ο μπαρμπα-Νικόλας έως το λαιμό.
Αλλά από σαράντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είναι οι δύο με το ίδιο κόμμα.
Για τον κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε παλαιό δημώδες δίστιχο το εξής:
«Σκόρδα πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι
ο Νιανιός θα θυσιάσει για να βγάλει βουλευτή.»
Στις παραμονές δε κάθε εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ρωτούσε απλώς το μπαρμπα-Νικόλα, αν τη φορά αυτή θα είναι με το ίδιο κόμμα, ο γέροντας κηπουρός φουρκιζόταν τόσο, ώστε άφηνε τον κήπο έρημο και έφευγε, εωσότου μετά τις εκλογές επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος στον κήπο.
Δύο ή τρεις φορές ο κυρ-Χαράλαμπος είχε αποπειραθεί να αντικαταστήσει τον κηπουρό, αλλά μόνο για να αποδειχθεί, ότι ούτε αυτός, ούτε ο κήπος του μπορούσαν να κάμουν χωρίς τον μπάρμπα-Νικολό, ούτε αυτός χωρίς τον κυρ-Χαράλαμπο και τον κήπο του.
Την εξαιρετική αυτή κατάσταση επωφελούμενοι οι πέντε γκαρδιακοί φίλοι, έκοβαν μόνοι τους, χωρίς να κρατούν λογαριασμό, όσα αγγούρια ήθελαν, είχαν δε αδειάσει ήδη ολόκληρη νταμιτζάνα του αντικρινού καπηλειού, ως μόνο πρόγευμα έχοντες χλωρές πιπεριές και τομάτες με αλάτι.
Λίγο μετά το μεσημέρι, έφθασε μεγάλο πήλινο γιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές, με παχιά σάλτσα.
Εκ της αφορμής αυτής απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος, που φρόντισε να γεμίσει εκ νέου την αδειασμένη νταμιτζάνα.
Ο γέρο-Λευθέρης ο Κουσερής ήταν εν ευθυμία και μετά από λίγο άρχισε να τραγουδάει τα οικεία σ΄αυτόν παλαιά μερακλίδικα τραγούδια:
«Απ' τα πολλά μου βάσανα, κι' απ' τα πολλά μου πάθη,
σ΄ ένα δενδρί ακούμβησα, κ' εκείνο εμαράθη.»
Και πάλι:
«Όλοι κακό μου θέλουνε, οι πέτρες και τα ξύλα,
σαν ακουμπήσω σε δενδρί μαραίνονται τα φύλλα.»
Οι άλλοι, συνομιλούσαν με σχήματα και μεταφορές, όπως συνήθιζαν, με κολοβές φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Στη συζήτησή τους διακρίνονταν λίγες κατά κάποιον τρόπο συνθηματικές λέξεις, με εκφραστικές χειρονομίες συνοδευόμενες, πάντοτε ποικίλλουσες και πάντοτε οι ίδιες:
— Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
— Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε.
— Χωρίς σεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
— Ας φέξει!
— Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
— Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
— Τι λες και συ, Άγγουρε;….. που να ρημάξει το κεφάλι σου!
— Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
— Θέλουμε και προικιό.
— ……Το τράχωμα, που λένε.
— Εμείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ . . . .
Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες.
— Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση, ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε κι ο Αλικιάδης τους.
— Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;
***
Έως εδώ ήταν η συνομιλία των πέντε γκαρδιακών φίλων, όταν ήλθε, για τρίτη φορά ήδη ο Μανώλης ο Πολύχρονος.
Χαιρέτησε την παρέα, στάθηκε λίγο παράμερα, υπό την σκιά ενός δένδρου και αφού κάλεσε με νεύματα τον μπάρμπα-Γιώργη τον Απίκραντο και τον Γιαννιό τον Κάβουρα, άρχισε να ομιλεί για πολύ ώρα, ζωηρά και με πολλές χειρονομίες, προς αυτούς.
Εκείνοι επανειλημμένα ανένευαν.
Ο Μανώλης έσεισε το κεφάλι και απομακρύνθηκε αργά-αργά, υποσχόμενος ότι θα επανέλθει.
Μόλις είχε φύγει αυτός και παρουσιάστηκε ο Λάμπρος ο Βατούλας.
Κάλεσε και αυτός το μπάρμπα-Γιώργη τον Απίκραντο και το Δημήτρη το Ζάβαλο και άρχισε να τους ομιλεί.
Αλλά μετά πολλές προσπάθειες έφυγε άπρακτος.
Ο μπαρμπα-Γιώργης, επιστρέφοντας προς τους δικούς του, ανακοίνωσε σ΄αυτούς τις προτάσεις και των δύο ψηφοκάπηλων.
Εκείνοι επιδοκίμασαν την απάντηση, που είχε δώσει ο γέρο- Απίκραντος.
— Ότ' κάμ' ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλά καμωμένα, είπε και ο Κώστας ο Άγγουρος.
Όσο για το γέρο-Λευθέρη τον Κουσερή, αυτός δεν έπαψε να τραγουδά τα παλαιά μερακλήδικα τραγούδια του.
Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο.
Η πεντακέφαλος εύθυμη παρέα, είχε αποφασίσει να ψηφοφορήσει μονοκούκι υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου, αντί προκαταβολής 210 δραχμών σε μετρητά, ενός γιουβετσιού, δύο γαλονιών οίνου και ενός παγουριού ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχιών περιπλέον για τον Κώστα τον Άγγουρο, που είχε λειώσει πολλά ζευγάρια τσαρούχια να τρέχει πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς καυχιόταν ο ίδιος.
Τις 210 αυτές δραχμές θα τις μοιράζονταν ως εξής: θα λάβαιναν ανά 50 δραχμές οι τέσσερις και θα έδιναν τις λοιπές δέκα ως και τα τσαρούχια στον Κώστα τον Άγγουρο. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», βεβαίωνε ο μπαρμπα- Γιώργης.
Την απαίτηση αυτή, διαβίβασε από το πρωί ο γερο-Απίκραντος και στα δύο κόμματα.
Κατόπιν όμως, μέχρι το μεσημέρι, μετά πολλές διαπραγματεύσεις, είχαν κατεβεί σε δραχμές 170 μετρητές, ένα γιουβέτσι, δύο γαλόνια κρασί και ένα ζευγάρι τσαρούχια για τον Άγγουρο, παραιτήθηκαν από το παγούρι της ρακής.
Αργότερα περί το δειλινό, κατέβηκαν ακόμη σε δραχμές 150 και ζευγάρι τσαρουχιών και παραιτήθηκαν από το γιουβέτσι και το κρασί.
Θα έπαιρναν ανά 35 δραχμές οι τέσσερις και δέκα δραχμές πάντοτε ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος, επιπλέον του ζευγαριού των τσαρουχιών.
Επί παρουσία του Κώστα, οι τέσσερις εταίροι φυλάσσονταν καλά να αναφέρουν το ποσόν.
Αυτός, καμαρώνοντας ήδη νοερά τα καινούργια τσαρούχια του, υπέθετε ότι ζητούσαν απλώς δύο εικοσιπεντάδραχμα, για να πεισθούν να δώσουν ψήφο.
Εκατόν δέκα δραχμές τους είχε προτείνει ο Μανώλης ο Πολύχρονος, εκατόν είκοσι ο Λάμπρος ο Βατούλας.
Αλλά δεν εννοούσαν να κατεβούν παρακάτω από τις 150.
Εντούτοις η ώρα περνούσε, ήταν ήδη εσπερινή ώρα, δειλινό.
Ο ήλιος χαμήλωνε.
***
Εδώ και μια ώρα δεν είχε παρουσιασθεί στην πόρτα του περίβολου κανείς απεσταλμένος, ούτε του ενός ούτε του άλλου κόμματος.
Κατά κάποιον τρόπο, διά σιωπηλής συμφωνίας τους άφησαν να παραδοθούν διά της ολιγωρίας και της αναγκαστικής απραξίας.
Τέλος, περί της έξι η ώρα, όταν ο ήλιος έκλινε προς τη δύση, φάνηκε να έρχεται με γρήγορο βήμα προς τη στέρνα, πλησίον της οποίας το είχαν στρωμένο οι πέντε φίλοι, εκ των οποίων ο γέρο-Λευτέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Άγγουρος είχαν αποκοιμηθεί επάνω στην παχιά φυλλωσιά, η οποία τους είχε χρησιμεύσει ως τάπητας και ως τράπεζα, ενώ οι λοιποί τρεις ασχολούνταν να τρώνε τα τελευταία λείψανα του συμποσίου και παρηγορούμενοι με τη φλάσκα, που είχε γεμισθεί ήδη επτά φορές από τη νταμιτζάνα του γείτονα κάπηλου, φάνηκε, λέγω, πηγαίνοντας προς τη στέρνα ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, αυτοπροσώπως.
Φαίνεται, ότι μετά πολλές ανωφελείς απόπειρες, που έγιναν από το Λάμπρο το Βατούλα, θέλησε ο ίδιος να πραγματευθεί προς τους πέντε συνωμότες.
Πλησίασε.
Ο μπάρμπα-Γιώργης και ο Δημήτρης ο Ζάβαλος σηκώθηκαν και πήγαν πίσω από το μαγγανοπήγαδο, όπου τους ένευσε να τον ακολουθήσουν.
Κατόπιν τούτων, απρόσκλητος, ακολούθησε και ο Γιαννιός ο Κάβουρας.
Όσο για το γέρο-Κουσερή και τον Άγγουρο, αυτοί εξακολούθησαν να κοιμούνται πλησίον αλλήλων, αμιλλώμενοι στο ροχαλητό.
Την ιδία στιγμή, σε εκατόν πενήντα βήματα απόσταση, έξω από τον κήπο, πίσω από την πέτρινη αιμασιά και του επιστέφοντος αυτήν φράκτη, φάνηκε η κεφαλή του Μανώλη του Πολύχρονου.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, μιλούσε με χαμηλή φωνή και με χειρονομίες προς τους τρεις φίλους.
Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, με μεγάλη προσοχή κατασκοπεύοντας πίσω από τον φράκτη, αδύνατον ήταν να ακούσει λέξη, αλλά καταλάβαινε πολύ καλά τι λεγόταν εκεί, πλάι στο μαγγανοπήγαδο.
Ο γέρο-Απίκραντος απαντούσε εκάστοτε στις προτάσεις του κυρ -Μανουήλου, τείνοντας εκφραστικά τα χέρια.
Οι δύο άλλοι έσειαν τους ώμους.
Ο κυρ-Μανουήλος φαινόταν ανυπόμονος και μιλώντας, συγχρόνως έκαμνε σύντομους περιπάτους γύρω από το μαγγανοπήγαδο.
Δύο ή τρεις φορές έβγαλε από την τσέπη του γελέκου το ωρολόγιό του, το κοίταξε και φαινόταν λέγοντας προς τους τρεις εταίρους ότι η ώρα περνά και ότι πρέπει να σπεύσουν.
Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα στους τέσσερις φράκτες και στις τέσσερις γωνίες του κήπου, στράφηκε προς το μαγγανοπήγαδο, έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του επενδύτη μικρό φάκελο και τον έδωσε στον μπαρμπα-Γιώργη τον Απίκραντο.
Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, έλαβε το μικρό φάκελο και στραφείς προς τους δύο συντρόφους του, άρχισε να διερευνά το περιεχόμενο.
Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπε λίγες τελευταίες λέξεις, στάθηκε λίγο παράμερα και φαινόταν να περιμένει.
Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας, αφού έλεγξαν το περιεχόμενο του φακέλου, έτρεξαν προς τη στέρνα, κάτω από τα μεγάλα δένδρα, όπου κοιμόνταν οι δύο σύντροφοί τους.
Έσκυψαν, έσεισαν τους ώμους τους και τους ξύπνησαν.
Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις ξύπνησε, έτριψε τα μάτια του και δεν ανασηκώθηκε, αλλά σήκωσε το πόδι για να δει αν φορούσε τα τσαρούχια τα οποία ονειρευόταν.
Ο γέρο-Λευθέρης ο Κουσερής ξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης και άρχισε να τραγουδά το προσφιλές σ΄αυτόν άσμα :
«Σ' ένα δενδρί ακούμβησα, κι' εκείνο εμαράθη . . .»
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος εξακολουθούσε να περιμένει λίγα βήματα πιο πέρα.
Οι κοιμισμένοι σηκώθηκαν, τινάχθηκαν και οι σύντροφοί τους τους έβρεξαν τα πρόσωπα με νερό από τη στέρνα.
Οι πέντε άνδρες ετοιμάσθηκαν, τίναξαν τα ενδύματά τους, φόρεσαν έκαστος το ένα μανίκι της τσάκας του ή της σουρτούκας του.
Ο κυρ-Μανουήλος είπε: Πάμε! και στράφηκε προς την πόρτα.
Οι πέντε φίλοι τον ακολούθησαν.
Συγχρόνως, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, που δεν έπαψε να κατασκοπεύει με μεγάλη προσοχή τα συμβαίνοντα πίσω από το φράκτη, στράφηκε τρέχοντας προς την πρώτη καμπή του δρόμου κι έγινε άφαντος.
ΙΑ'
. . . Τώρα δεν τους βλέπεις και τα δύο τα κόμματα, με ποια μέσα προσπαθούν να κερδίσουν την εκλογή;
Δεν βλέπεις τα δύο πρακτορεία τους ανοικτά, να ενεργούν φανερά, δεν ακούς κρυφομιλήματα πίσω από κάθε πόρτα και κάθε γωνία του δρόμου, δεν βλέπεις τα τρεξίματα και τους ιδρώτες των οργάνων τους, δεν ακούς τον κρότο των χάλκινων κερμάτων πίσω από το λογιστήριο;
Δεν βλέπεις απλοϊκούς εκλογείς να βαδίζουν και να κοντοστέκονται, να βγάζουν το χέρι από την τσέπη και να μετρούν δεκάρες;
Και ο ομιλών έδειξε στον ακροατή το γέροντα χωρικό, ο οποίος βγαίνοντας από το πρακτορείο των Χαλασοχώρηδων είχε σταθεί μπροστά τους κρατώντας φυσέκιο τεσσάρων δραχμών, το οποίο άρχισε και μετρούσε για να δει αν ήταν σωστές οι δεκάρες.
Φαινόταν οινοβαρής και ακουγόταν ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του:
«Τέσσερις δραχμές βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσερις, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, εξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . .
Έχουμε και λέμε . . . »
Κι επειδή εύκολα έχανε το λογαριασμό, άρχιζε απ΄την αρχή πάλι.
— Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβε ο ομιλών.
— Τους βλέπω, απάντησε ο συνομιλητής του.
— Λοιπόν, αύριο, να έχεις όρεξη να ακούς τα παράπονα των ηττημένων.
Όσοι θα αποτύχουν, θα χαλάσουν τον κόσμο με τις φωνές, θα κατηγορούν τους νικητές για χρήση αισχρών μέσων, θα υποβάλλουν φοβερές ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος της εκλογής λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας.
Ούτε θα τους τύπτει η συνείδηση για το ότι και αυτοί χρησιμοποίησαν το ίδιο μέσον.
Ούτε φοβούνται το Θεό ότι «εν τω αυτώ κρίματί εισί.»
— Γι’ αυτό λοιπόν συ δεν πηγαίνεις να ψηφοφορήσεις; ρώτησε ο άλλος.
Αυτός που ρώτησε ήταν ξένος παρεπιδημών προς καιρόν στο νησί.
Αυτός που μιλούσε εξ αρχής, λεγόταν Λέανδρος Παπαδημούλης και καταγόταν από τον τόπο εκεί.
Είχε έλθει μετά πολλά χρόνια, νοσταλγός από Αθήνα, όπου συνήθως διέμενε ασχολούμενος σε έργα όχι παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Ήταν ψηλός, πάνω από τριάντα ετών, με μαύρη κόμη και γένι, μελαμψός, με αδρούς χαρακτήρες, πενιχρός, τρέφοντας αλλόκοτες ιδέες.
Περί το δειλινό, ο ξένος φίλος του, περίεργος όπως κάθε άνθρωπος, τον είχε παρακαλέσει και πήγαν μαζί αντίκρυ από το σχολείο, όπου αφού στάθηκαν σε κάποια γωνία έβλεπαν την εκλογική κίνηση.
— Όχι γι' αυτό, ανένευσε έντονα ο Λέανδρος Παπαδημούλης.
Οι ατομικές ιδέες μου φίλε, δε φαίνονται να έχουν τίποτε το πρακτικό και για τούτο δεν αγαπώ να τις εκθέτω. Σέβομαι άλλωστε τους νόμους και το πολίτευμα της πατρίδας μου και δε θέλω να ομολογήσω ότι είμαι απολυταρχικός και ότι δεν πρεσβεύω την καθολική ψηφοφορία.
Αλλά και αν σου έλεγα αυτό, τι θα χρειαζόταν να σου αναπτύξω διά μακρών το θέμα, να δαπανήσω μάταια πολλές λέξεις, να σου κλέψω τον πολύτιμο καιρό σου, χωρίς ελπίδα, όχι να πεισθείς, αλλά ούτε να με εννοήσεις και να μου αποδώσεις εν μέρει δίκαιο, τουλάχιστον. Απλώς σου λέγω, ότι παραιτούμαι δικαιώματος, το οποίο δεν με ωφελεί, ούτε εμένα ούτε τους φίλους.
Όσον αφορά τη δωροδοκία, μη πιστεύεις ότι την βδελύττομαι τόσο, όσο φαίνομαι. Είναι άλλες πολύ χειρότερες εκλογικές διαφθορές.
Το κατ' εμέ φρονώ ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερο κακό.
— Το μικρότερο; επανέλαβε έκπληκτος ο ξένος.
Ναι, πιστεύω, είπε, ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερο κακό.
Μην ακούς μερικούς φαρισαίους, που σχίζουν για κάθε τι τα ιμάτιά τους, μήτε μερικούς άλλους ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων, που ρίχνουν υπερβολικές φωνές με τόση αφέλεια και αγαθοπιστία για όλα τα πράγματα.
Οι πρώτοι μοιάζουν στους ηττημένους της αύριο, οι οποίοι θα ζητήσουν την ακύρωση της παρούσης εκλογής, διότι διεξήχθη με τη βοήθεια της δωροδοκίας. Οι δεύτεροι ουδόλως εμβάθυναν στα πράγματα και δεν αντελήφθησαν την έννοια, που είναι παντός ζητήματος ο πυρήνας. Πετώντας από γενικότητα σε γενικότητα, περιέδρεψαν κάποια συλλογή ηθικών αξιωμάτων, την οποία νομίζουν αλάνθαστη πανάκεια προς θεραπεία πάσης πολιτικής και κοινωνικής νόσου.
Όπου γενικότητα, εκεί και επιπολαιότητα.
Για να είναι κάποιος εμβριθής πρέπει να εγκύπτει σε βαθιά των πραγμάτων μελέτη.
Διότι δε και μερικοί των νεαρών πολιτευόμενων εν Ελλάδι, για τους οποίους φαίνεται ότι πληρούται, δευτέρα φορά, εις βάρος μας η κατάρα, την οποία ο θεός καταταράσθηκε διά του προφήτου Ησαΐου, λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμών, Διατί, λέγω, τόσο κακόζηλα, αν όχι και κακόπιστα, κραυγάζουν κατά της πλουτοκρατίας;
Τι τους κακοφαίνεται; qui veut la fin veut les moyens.
Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όποιος ως επάγγελμα θέλει να την χρησιμοποιήσει, πλανάται οικτρά και γίνεται γελοίος. Όποιος πράγματι φιλοσοφεί και αληθινά πονεί τον τόπο του και έχει την ηθική όχι στην άκρη της γλώσσας ή στη μύτη της γραφίδας, αλλά στα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθεί.
— Κυάμων απέχεσθε.
Ο Χριστός είπε: «Ου δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμωνά».
Γιατί δεν έλαβε ως όρο αντιθέσεως κάποιο άλλο βαρβαρικό είδωλο;
Γιατί δεν είπε Θεώ και Μολώχ ή Θεώ και Ασταρώθ ή Θεώ και Βάαλ;
Γιατί ο Μαμωνάς είναι ισχυρός, ο κραταιότερος, ο οποίος υποτάσσει κάθε άλλο είδωλο και τον Μολώχ και τον Ασταρώθ και τον Βάαλ.
Η Πλουτοκρατία ήταν, είναι και θα είναι, ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος.
Αυτή γεννά την αδικία, αυτή τρέφει την κακουργία, αυτή φθείρει σώματα και ψυχές. Αυτή παράγει την κοινωνική σαπίλα.
Αυτή καταστρέφει κοινωνίες νεοπαγείς.
— Και ύστερα λες ότι η δωροδοκία στις εκλογές είναι μικρό κακό; παρατήρησε ο ξένος.
— Ναι, διότι κινδυνεύω να πάθω το ίδιο πάθημα για το οποίο κατέκρινα τους φθηνούς ηθικολόγους των ημερών μας, απάντησε ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Να πέσω δηλαδή στο σπαρμένο σκοπέλους πέλαγος των γενικοτήτων. Αλλά ιδού, επανέρχομαι στο προκείμενο.
Ο λόγος για τον οποίο θεωρώ τη δωροδοκία ως το μικρότερο κακό είναι ότι, ως είδος εκλογικής διαφθοράς, την κατατάσσω στο γένος της συναλλαγής. Συναλλαγή είναι η εν πρυτανεία σίτιση, οι εκ του δημοσίου ταμείου παροχές, τα ρουσφέτια. Συναλλαγή είναι και η σε παράνομες δίκες προστασία. Συναλλαγή είναι και η προς παραγραφή οφειλόμενων φόρων συνδρομή και η παράνομη εξαίρεση κληρωτών. Συναλλαγή είναι και η δωροδοκία.
Τώρα, ποιος προστάτης, ποιος πολιτευόμενος, ποιος βουλευτής είναι ιπποτικότερος; Εκείνος ο οποίος απ΄το δικό του ταμείο αγοράζει τις ψήφους των εκλογέων ή εκείνος ο οποίος τις αγοράζει από τον δημόσιο θησαυρό;
Εκείνος ο οποίος πληρώνει από την τσέπη του ή εκείνος που πληρώνει από τα χρήματα του έθνους, χρήματα ξένα, τα οποία στην Ελλάδα μάλιστα συνηθίσαμε όλοι να θεωρούμε έρμα και σκοτεινά; ποιος είναι πλέον γαλαντόμος;
— Βεβαίως, εκείνος που πληρώνει από την τσέπη του, απάντησε αδίστακτα ο ξένος.
***
— Βλέπεις; Να γιατί μισώ τις γενικότητες και επιθυμώ να ειδικεύω.
Μιλώ σχετικά και όχι απόλυτα.
Δεν λέγω ότι η δωροδοκία είναι καλό, λέγω ότι είναι το λιγότερο κακό.
Και σημείωσε, ότι ουδείς ποτέ εκλέγεται βουλευτής διά της δωροδοκίας.
Ο απάνθρωπος τοκογλύφος, όσες και αν αγοράσει ψήφους, ποτέ δεν θα εκλεχτεί.
Πριν κατέλθει στον αγώνα, θα υποδυθεί τη φιλανθρωπία ως προσωπείο, θα φορέσει τη δημοτικότητα ως κόθορνο. Θα φροντίσει να αποδώσει μέρος των όσα άρπαξε στους εκλογείς. Και μεταξύ δύο αντιπάλων, που χρησιμοποιούν την ίδια διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος ο οποίος ευπρεπέστερα φορεί το προσωπείο κι επιδεξιότερα τον κόθορνο (παπούτσι με υψηλό πέλμα).
Ας εξετάσουμε τώρα, εξακολούθησε ο Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν και πώς, αφού η πλουτοκρατία είναι κάτι δεδομένο και αναπόδραστο κακό, ας εξετάσουμε πώς γεννήθηκε, πώς γεννάται φυσικώς η δωροδοκία.
Υπόθεσε φίλε, ότι σε κυρίευσε και εσένα έξαφνα η φιλοδοξία του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου, ότι επιθύμησες να γίνεις βουλευτής, για να υπηρετήσεις το έθνος.
Για να επιθυμήσεις τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος.
Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα.
Εξέρχεσαι στην αγορά, βγάζεις λόγο και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτες να σε τιμήσουν με την ψήφο τους.
Αλλά είσαι άραγε σε θέση να ξέρεις πόσοι από τους προσφιλείς συμπολίτες σου είναι χορτάτοι και πόσοι δεν είναι; Μην αμφιβάλλεις ότι οι περισσότεροι είναι πεινασμένοι, διότι αν δεν ήταν, όλοι θα έβγαζαν κάλπες, για να γίνουν βουλευταί.
Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα, ότι ευρίσκονται μερικοί, ένας, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι.
Τώρα, την ημέρα της εκλογής, πώς απαιτείς να πάει άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος που θα ψαχουλέψει την κοιλιά του ως έγχορδο όργανο, άνθρωπος που δεν θα έχει τη δύναμη να στέκεται ή να βαδίζει, πώς απαιτείς τέτοιος άνθρωπος να πάει να ψηφοφορήσει στην κάλπη σου και να σου δώσει μάλιστα λευκή ψήφο;
Φυσικό είναι, αφού θα λάβει τον κόπο προς χάριν σου, να του δώσεις τουλάχιστον να φάγει για εκείνη την ημέρα.
Εάν δεν του δώσεις χρήματα, θα του προσφέρεις γεύμα.
Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του στείλεις κατ' οίκον μπακαλιάρο και σαρδέλες και οίνο. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα σε προλάβει ο αντίπαλός σου, ο οποίος θα φορεί τον κόθορνο της φιλανθρωπίας επιδεξιότερα.
Να πως γεννήθηκε η δωροδοκία.
Πώς θέλεις να ενδιαφέρεται ο αγρότης, ο βοσκός, ο πορθμέας, ο ναύτης, ο εργάτης, ο αχθοφόρος, πώς θέλεις να ενδιαφέρονται για τον Καψιμαΐδη και τον Γεροντιάδη, αν θα γίνουν βουλευταί ή όχι;
Εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουν όνειρα, φιλοδοξίες, αυτοί πεινούν και θέλουν να φάγουν. Δεν έχουν οι πτωχοί μεγάλες αξιώσεις. Δεν περιμένουν διορισμούς και παχιά ρουσφέτια από την Κυβέρνηση. Αλλά αφού εργάζονται σκληρά και δεν επαρκούν να τραφούν απ΄τον ιδρώτα τους, αφού οι λεγόμενοι αντιπρόσωποί τους δεν παύουν να ψηφίζουν ελαφρά τη καρδία φόρους και φόρους και πάλι φόρους, ας τους θρέψουν για μία μέρα απ΄το βαλάντιό τους.
Ανέκαθεν τα αξιώματα ήταν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτο κακό, κατά ποιον άλλον τρόπον θα αποκτώνται τα αξιώματα; Πράγμα, το οποίον έχασε προ πολλού κάθε ηθική αξία, μόνο με χρήματα μπορείς να το αποκτήσεις.
Και έτσι επόμενο ήταν να καταντήσουν τα πράγματα. Ουδέν κακόν άμεικτο καλού.
Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν αναφάνηκε κάποιος επιφανής πολιτικός στα μέρη αυτά.
— Πώς είπες; ρώτησε απορημένος ο ξένος.
— Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα, το ότι δεν αναφάνηκε κάποιος απ΄τους λεγόμενους επιφανείς πολιτευτές στα νησιά αυτά.
Θυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει κάποιος υπουργός, βουλευτής γειτονικής επαρχίας.
Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία τους, οι καφεπώλες τα καφενεία τους, οι υποδηματοποιοί πούλησαν τα καλαπόδια τους. Δεν υπήρξε βοσκός που να μη διοριστεί τελωνοφύλακας, ούτε αγρότης που να μη γίνει υγειονομοσταθμάρχης.
Τότε είδαμε πρώτη φορά κι εδώ στο νησί λιμενάρχη φουστανελά.
Ο απ΄τη γειτονική επαρχία υπουργός, μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργου υπαλλήλου.
Ο Θεός μας λυπήθηκε και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί κάποιος επιφανής εδώ, σκλήρυνε δε την καρδιά μας και δεν δεχθήκαμε εισβολή ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα γινόταν. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπαν τις λέμβους τους, οι κυβερνήτες θα έριχναν έξω τα πλοία τους, οι ναυπηγοί θα πετούσαν τα εργαλεία τους και θα ζητούσαν δημόσιες θέσεις.
Γιατί μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννιέται μόνη της.
Τα δύο κακά αλληλεπιδρούν. Η ακαθαρσία παράγει την ψείρα και ο ψειριάρης παράγει την ακαθαρσία. Το τέρας το καλούμενο επιφανής τρέφει τη φυγοπονία, τη θεσιθηρία, τον τραμπουκισμό, τον κουτσαβακισμό, την απείθεια στους νόμους.
Δημιουργεί «αυλή» από άχρηστους ανθρώπους, στοιχεία φθοροποιά, τα οποία τον περιστοιχίζουν, παράσιτων, τα οποία αποζούν εξ αυτού παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, που παράγουν αναθυμιάσεις νοσηρές, πληθύνοντας την ακαθαρσία.
Ευτυχώς δεν υπήρξε εδώ έδαφος κατάλληλο διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενο επιφανής και έτσι απαλλαγήκαμε μιας τέτοιας αθλιότητας μέχρι της ώρας.
Η δωροδοκία δε την οποία βλέπεις γενικευμένη ως εκλογικό όπλο, είναι για μένα το μικρότερο κακό. Όποιος όμως δυσφορεί για αυτή, ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνα, μήτε ως εκλογεύς, μήτε ως εκλέξιμος. "Κυάμων απέχεσθε . . ."
ΙΒ'
Οι πέντε γκαρδιακοί φίλοι, ο γέρο-Λευθέρης ο Κουσερής, ο μπάρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο Γιαννιός ο Κάβουρας και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος, είχαν ξεκινήσει, όπως είπαμε, από τον κήπο, όπου είχαν συμποσιάσει και ευθυμήσει επί πολλές ώρες και κατέρχονταν εν πομπή στον τόπο της εκλογής, για να ψηφοφορήσουν, προηγούμενου του κυρ-Μανουήλου του Στεριωμένου, ο οποίος καίτοι μη βλέποντας αυτούς πίσω του να ακολουθούν, έβλεπε όμως τους ίσκιους τους μηκυνόμενους από τις τελευταίες ακτίνες του δύοντος ήλιου, προς ανατολάς, όπου βάδιζαν και τους μετρούσε επιμελώς και τους εύρισκε πέντε.
Ενίοτε όμως, προχωρώντας ο ένας της συντροφιάς πίσω από τον άλλον, οι ίσκιοι τους συγχωνεύονταν σε δύο ή τρεις και τότε ανησυχούσε και στρεφόταν απότομα να δει.
Αλλά ο Μανώλης ο Πολύχρονος, τον οποίο κανείς απ΄όλους δεν είχε δει να κατασκοπεύει πίσω από το φράκτη, είχε προπορευθεί από αυτούς κατά πολύ κι είχε φθάσει έξω από το δημοτικό Σχολείο.
Εκεί κάλεσε στη θύρα τον κυρ-Ανδρέα τον Απίκο, ένα των μελών της επιτροπής και του σφύριξε λίγες λέξεις στο αυτί.
Ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος και δύο άλλα μέλη, αποτελούσαν την πλειοψηφία της επιτροπής και ήταν αφοσιωμένοι στους Ανδρογυνοχωρίστρες.
Ευθύς μόλις άκουσε την ανακοίνωση του Μανώλη, ο κυρ-Ανδρέας έβγαλε το ωρολόγιο από τη μικρή τσέπη του περιστηθίου του και κρατώντας αυτό στην παλάμη, επανήλθε στους συναδέλφους του που κάθονταν περί την τράπεζα, με τον κυρ-Αγγελή το Μαλλίνη στη μέση, ο οποίος με την πέννα στο χέρι, σημείωνε ένα όνομα εκλογέως κάθε τέταρτο της ώρας και εντωμεταξύ φλυαρούσε και κάπνιζε ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία λάβαινε αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτές των υποψηφίων.
***
— Κύριοι, είπε ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, η ώρα είναι επτά και πέντε, καιρός να κηρύξουμε τη λήξη της ψηφοφορίας, να κλείσουμε το κιβώτιο των καλπών, να συντάξουμε το πρακτικό και να ετοιμασθούμε διά την διαλογή.
Έσυραν όλοι τα ρολόγια τους.
Τα ρολόγια των δύο άλλων μελών της πλειοψηφίας έδειχναν, του ενός επτά παρά τρία, του άλλου επτά παρά εννέα. Το ωρολόγιο του προέδρου, κυρίου Νιαουστέως, έδειχνε επτά παρά είκοσι. Τέλος το ωρολόγιο του ελληνοδιδάσκαλου έδειχνε έξι και δέκα οκτώ λεπτά.
Προ τριών ετών, το δημοτικό συμβούλιο είχε φιλοτίμως ψηφίσει και ο κ. Νομάρχης είχε ευαρεστηθεί να εγκρίνει και ο κ. Δήμαρχος είχε επιμεληθεί δραστηρίως να κατασκευαστεί, μαρμάρινο ηλιακό ωρολόγιο ψηλά επί του τοίχου του Ελληνικού Σχολείου που έβλεπε προς νότια ακριβώς.
Με τη βοήθεια του ρολογιού εκείνου κανόνιζε έκτοτε ο ελληνοδιδάσκαλος το ωρολόγιό του.
Αλλά οι μάγκες του σχολείου, πριν αρχίσει το μάθημα ή ευθύς όταν ήταν να σχολάσουν, είχαν βρει ευχάριστη ενασχόληση, το να ρίχνουν πέτρες εκεί ψηλά στο λευκό και χαρακωμένο με πολλές μαύρες γραμμές μάρμαρο και είχαν καταστήσει σκοπό των πετροβολημάτων τους το λεπτό σιδερένιο πέταλο, που χρησίμευε ως δείκτης του ρολογιού. Οπότε δεν είχαν περάσει λίγες εβδομάδες και το λεπτό σιδερένιο πέταλο στράβωσε ελεεινά και αντί να δείχνει μεσημβρία έδειχνε μία και μισή ώρα, κανείς δε δεν είχε φροντίσει εντωμεταξύ να το διορθώσει ή να το αντικαταστήσει.
Ο ελληνοδιδάσκαλος εντούτοις, προσπαθούσε του λοιπού να κανονίζει το ωρολόγιό του μάλλον κατά συμπερασμό και δεν βασιζόταν πολύ σε αυτό το ωρολόγιο, που στεκόταν εκεί ψηλά, αρχίζοντας να μαυρίζει εν μέρει από τη βροχή και την υγρασία, πολύ δε περισσότερο από τις κηλίδες των βωλοκοπημάτων των μαθητών, όμοια με εκλογικό πρόγραμμα το οποίο κόλλησαν ψηλά για να το σώσουν από τα λασποβολήματα των διαβατών.
Για να μη μας κατηγορήσουν δε ότι κάμνομε κατάχρηση της ελευθερίας των παρομοιώσεων, θα προσθέσουμε, ότι λιγότερο τολμηρό θα ήταν να παραβάλει κανείς το άτυχο εκείνο ηλιακό ωρολόγιο με πρόσωπο υποψηφίου βουλευτού, ωχρό κι ελεεινό απ΄την αϋπνία ή από το φόβο της αποτυχίας, υποψηφίου κολλημένου σύρριζα στον τοίχο, στριμωγμένου πίσω από το ανοικτό κάλυμμα του κιβωτίου των καλπών, επαιτώντας με συντριβή καρδίας τις ψήφους των εκλογέων, με ορθή ή λοξή τη μύτη και με χάσκον το στόμα δεικνύοντος, κατά το τραϊάνειον επίγραμμα, τις ώρες στους μπροστά από τις κάλπες διαβαίνοντες ψηφοφόρους.
***
Αλλά να, πλησίαζε ήδη το τέλος της αγωνίας των υποψηφίων, της ανησυχίας των κομματαρχών και ψηφοθηρών και της ενοχλήσεως τόσου κόσμου και ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος φιλάνθρωπος πολύ, απαιτούσε να προβούν στη διαλογή μία ώρα αρχύτερα.
Το πράγμα δεν άρεσε στον πρόεδρο το γέρο-Νιαουστέα, ο οποίος λίγη ευχαρίστηση είχε αισθανθεί από την προεδρία του καθ' όλη την ημέρα. Διότι δεν ήταν πράγματι πρόεδρος παρά μόνο της μειοψηφίας της επιτροπής, δηλαδή του ελληνοδιδάσκαλου κυρίου Μυροκλείδη.
Η πλειονοψηφία, απειθής, αχαλίνωτη, του εναντιωνόταν, έκαμνε «του κεφαλιού της», σαν να μην ήταν αυτός πρόεδρος.
— Δεν είναι ακόμα ώρα, κυρ-Ανδρέα, είπε ο κ. Νιαουστεύς.
Από τώρα να κλείσουμε;
— Είναι επτά και πέντε, απάντησε ο Απίκος.
— Είναι επτά παρά είκοσι, επέμεινε ο πρόεδρος.
— Κι εγώ έχω επτά παρά τρία, είπε το άλλο μέλος της επιτροπής.
— Κι εγώ επτά παρά δέκα.
— Κι εγώ έχω έξι και δεκαοκτώ, είπε ο ελληνοδιδάσκαλος.
— Είναι επτά η ώρα, επέμεινε ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος.
Δεν βλέπετε που ο ήλιος βασίλεψε! στις επτά γράφει και το πρόγραμμα.
— Γράφει εις τας επτά και είκοσι δύο λεπτά, είπε ο ελληνοδιδάσκαλος.
— Ως που να κλείσουμε τις κάλπες και να υπογράψουμε το πρακτικό, θα πάει εφτάμιση.
— Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπε αγέρωχα ο κ. Νιαουστεύς.
— Εμείς είμαστε η πλειοψηφία.
Ο κυρ-Ανδρέας έσπευδε και δεν ήθελε πολλά λόγια.
Έστρεφε από καιρό σε καιρό βλέμμα προς την θύρα, σαν να περίμενε κάτι δυσάρεστο από εκεί.
Φαίνεται ότι η ανακοίνωση του Μανώλη του Πολύχρονου απέβλεπε τους πέντε εμπιστευμένους φίλους, τους οποίους οδηγούσε για να ψηφίσουν υπέρ του αντίθετου κόμματος ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
— Δε με μέλει τόσο για τη διαλογή αν θ' αργήσει, είπε με τόνο ειλικρίνειας ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, αρκεί να κλείσουν οι κάλπες για να ησυχάσουμε.
— Είναι και άλλοι να ψηφοφορήσουν, είπε ο ελληνοδιδάσκαλος, ο οποίος ενώ το πρωί επεδείκνυε αμεροληψία, έως την εσπέρα είχε καταντήσει βαθμηδόν να φανατισθεί υπέρ των Χαλασοχώρηδων.
— Δεν είναι άλλοι, είπε ο κυρ-Ανδρέας. Αλλά και αν είναι, ο κύριος πρόεδρος ας κάμει το χρέος του και ας διατάξει τον τελάλη να φωνάξει τρεις φορές, πριν κλείσουμε τις κασέλες.
Ορίστε, κύριε πρόεδρε. Αλλιώς, θα διατάξει η πλειοψηφία.
— Θα διατάξετε τον πρόεδρο;
— Θα διατάξουμε τον τελάλη.
— Και πού ακούστηκε αυτό, να προστάζει η πλειονοψηφία τον πρόεδρο; άρχισε να απαγγέλλει εν είδη λογυδρίου ο ελληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε αλλότρια δικαιώματα.
Φατριάζετε. Δεν σέβεστε τους γεροντότερούς σας. Ο κύριος πρόεδρος . . . . ο κύριος πρόεδρος, κύριοι, είναι . . .
— Κήρυξ, φώναξε στραφείς προς την θύρα ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, βλέποντας ότι η ώρα περνούσε.
Ο κήρυξ που ανήκε φαίνεται στους Ανδρογυνοχωρίστρες, είχε μυρισθεί ότι κάτι τον ήθελαν και είχε πλησιάσει προς τη θύρα.
— Κήρυξ, επανέλαβε ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φορές, όποιος είναι για να ψηφίσει να ΄ρθεί, γιατί θα κλείσουμε τις κάλπες.
Ο κήρυξ επανέλαβε διά τον τύπον τρεις φορές, αργά και με νυσταγμένη φωνή:
«Όποιος δεν εψηφοφόρησε να τρέξει αμέσως γιατί θα κλείσουν οι κάλπες».
Συγχρόνως, τα τρία μέλη της πλειονοψηφίας, χωρίς να περιμένουν να περάσουν λίγα λεπτά, άνευ των οποίων ουδεμία είχε έννοια η κλήση του κήρυκα, προέβησαν βιαστικά, παρά τις διαμαρτυρίες του προέδρου και του ελληνοδιδασκάλου, στο κλείσιμο των δύο κιβωτίων.
— Κήρυξ, έκραξε ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε ότι η ψηφοφορία τέλειωσε και ότι αρχίζει η διαλογή.
Ο κήρυξ άνοιξε το στόμα για να εκτελέσει τη διαταγή αυτή, όταν στη θύρα του σχολείου φάνηκε ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, ακολουθούμενος από τους πέντε αχώριστους φίλους, τους περί τον Κουσερή και Απίκραντο.
— Πώς αρχίζει η διαλογή; ψέλλισε με αλλοιωμένο το πρόσωπο ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
— Φώναξε, σιγομούγκρισε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς όταν είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.
Ο κήρυξ φώναξε: «Η ψηφοφορία ετελείωσε, κύριοι! Άρχεται η διαλογή. . . »
Εντωμεταξύ εστάλη έγγραφο προς τον Ειρηνοδίκη, αντιπρόσωπο του Έπαρχου, όπως ευαρεστηθεί να προσέλθει, διά να πρωτοστατήσει στη διαλογή.
Ο πρόεδρος και ο ελληνοδιδάσκαλος, θέλοντας και μη, υπέγραψαν το έγγραφο τούτο, καθώς και το πρακτικό της λήξεως της ψηφοφορίας.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, διαμαρτυρόταν από τη θύρα κι έστελνε απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκο.
Ο κυρ-Ανδρέας του απαντούσε με περιφρονητικό χαμόγελο.
— Τώρα; είπε ο Μπάρμπα Γιώργης ο Απίκραντος.
— Τώρα. . . δεν θα ψηφοφορήσετε πλέον. . . αργήσατε πολύ να το αποφασίσετε. . . ποιος σας φταίει; . . σας παρακαλώ πολύ να μου δώσετε πίσω κείνα που σας έδωσα . . . τραύλισε ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
— Και τι φταίμε εμείς; . . τα δοσμένα είναι καλώς δοσμένα . . . απάντησε ο Γιαννιός ο Κάβουρας.
— Και ότι πάρουμε δεν τα ξαναδίνουμε πίσω, πρόσθεσε ο Δημήτρης ο Ζάβαλος.
— Και δε μου δώσατε εκείνα-δα τα τσαρούχια που μού ΄πατε, παρατήρησε ο Κώστας ο Άγγουρος.
— Κοίταξε, μπάρμπα-Γιώργη, πράγγα το χέρι σου, μη σε καταφέρει και του τα δώσεις πίσω, είπε ο Κάβουρας περισφίγγοντας εκείθεν τον Απίκραντο, με το φόβο μήπως αυτός από ευσυνειδησία επιστρέψει το γνωστό φάκελο πίσω.
Ο γέρο-Κουσερής είχε πέσει σε σκέψεις και ήρεμα ανένευε με την κεφαλή του. Φαινόταν της γνώμης ότι έπρεπε να επιστραφεί ο φάκελος.
Όταν ήλθε ο αντιπρόσωπος της διοικητικής αρχής και άρχισε η διαλογή, ακουγόταν ακόμη η λογομαχία των έξι ανθρώπων έξω από το σχολείο.
Ύστερα έγινε γνωστό ότι βρέθηκε μέσος όρος και επήλθε συμβιβασμός, τον οποίο για να μη δημιουργηθεί σκάνδαλο αναγκάστηκε να παραδεχθεί ο κυρ Μανουήλος ο Στεριωμένος.
***
Εξήχθη το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης, ψηφοφορησάντων 498 (ο κατάλογος είχε διπλάσιους, αλλά οι μισοί των εκλογέων ήταν εν διαρκεί αποδημία), ο Αβαρίδης ο Δημήτριος έλαβε εις το ναι ψήφους 289 και εις το όχι 209.
Δεύτερον εξήχθη το αποτέλεσμα της κάλπης του Αλικιάδου Παναγιώτου (συγγραφεύς όστις στοχάστηκε να γράψει ηθογραφική μελέτη εκλογικού θέματος, οφείλει να είναι ο αυτός και υποψήφιος και κομματάρχης και ψηφοφόρος και διαλογεύς και κήρυξ του εξαγομένου της ψηφοφορίας), ο οποίος έλαβε εις το ναι ψήφους 263 και εις το όχι ψήφους 237, ευρεθέντων και δύο πλεοναζόντων σφαιριδίων, τα οποία αφαιρέθηκαν εκ του ναι, ενώ καταλογίστηκαν ψήφοι 261.
Τρίτη ανοίχτηκε η κάλπη του Γεροντιάδου Κωνσταντίνου, λαβόντος εις το ναι ψήφους 317 και εις το όχι ψήφους 182, ευρέθη δε ένα πλεονάζον σφαιρίδιο, αφαιρεθέν εκ του ναι =316).
Τέταρτο αποτέλεσμα εγνώσθη το της κάλπης του Καψιμαΐδου Θεοδώρου, λαβόντος ψήφους 243 εις το ναι και 245 εις το όχι.
Πέμπτη τέλος ανοίχτηκε η κάλπη του Χαρτουλαρίου Ιωάννου, τιμηθέντος διά ψήφων 104 εις το ναι και 344 εις το όχι.
Την αγγελία ενός εκάστου των αποτελεσμάτων υποδεχόταν έξω ο λαός με επευφημίες, με αλαλαγμούς και καγχασμούς ευθυμότατους.
Την ίδια στιγμή, ο Λάμπρος ο Βατούλας, έσπευσε να τηλεγραφήσει στον Γιαννάκο το Χαρτουλάριο πολλά συγχαρητήρια και πολλά εγκώμια για τον εαυτό του, λόγω ότι, καίτοι μόνος υπηρετών αυτόν, πρώτη φορά εκτεθέντα ως υποψήφιο, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδώς από δύο ισχυρότατα κόμματα, κατόρθωσε να του δώσει τόσες ψήφους.
Μετά λίγες ώρες ήλθε τηλεγραφικά το γενικό της επαρχίας αποτέλεσμα και πολλοί τενεκέδες βρόντησαν ως συνήθως, εις βάρος των αποτυχόντων Καψιμαΐδου, Αβαρίδου και Χαρτουλαρίου.
Εξελέγχθηκαν δε ευτυχώς βουλευταί της επαρχίας ο κ. Γεροντιάδης, διά ψήφων 1239, και ο κ. Αλικιάδης, διά ψήφων 1158, απέναντι 1644 ψηφοφορησάντων στους τέσσερις δήμους.
Και έτσι διπλό επήλθε κέρδος.
Πρώτον ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος και δεύτερον, δεν κλείσθηκε το στάδιο των δύο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οι οποίοι έμελλαν να συνεχίσουν επί μία εισέτι περίοδο τις διακεκριμένες υπηρεσίες τους, ο ένας διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης