Γεωργοί
Η σπορά
Τον Οκτώβριο (Αγιοδημητρήτης) αρχίζουν τα πρωτοβρόχια. Μαλακώνει η γης και γίνεται έτοιμη για όργωμα. Το φθινόπωρο έχουμε την πρώιμη σπορά. Σιτάρι, κριθάρι, ρόβη, σίκαλη, βρωμάρι, φακή, φάβα. Σε μια άκρη του χωραφιού έσπερναν τη βρίζα για να κάνουν τα δεμάτια. Το Γενάρη-Φλεβάρη, είχαμε τα "ψιμοκρίθια". Δηλαδή τη σπορά κριθαριού και βρόμης για την τροφή των ζώων. Την άνοιξη είχαμε την όψιμη σπορά. Καλαμπόκι, ρεβίθια. Έως και την δεκαετία του 1960 πολλοί, ζευγάριζαν ακόμα με τα βόδια και τον παλιό τρόπο. Από βραδύς ο γεωργός ετοίμαζε το σπόρο και τα εργαλεία του. Πριν το χάραμα ξεκίναγαν για το χωράφι που ήταν για όργωμα.
Τα βόδια που όργωναν ήταν τις περισσότερες φορές δυο, γι αυτό και το όργωμα λεγόταν και ζευγάρι (Έις ζιβγάρισμα αύριου;) και ο γεωργός και ζευγάς. Συνήθως αν είχε μόνο ένα έκανε κολιγιά με κάποιον άλλον και ζευγάριζαν μαζί αλλά υπήρχαν και οι περιπτώσεις που ο γεωργός όργωνε και με ένα βόδι.
Πρώτη δουλειά του ζευγολάτη ήταν να ζέψει τα βόδια του στο ζυγό.
Ο ζυγός ήταν ένα μια κατασκευή από δυο ξύλα τα οποία εφάρμοζαν στο λαιμό των ζώων. Το πάνω ξύλο είναι οριζόντιο και το κάτω με δυο καμπύλες για να εφαρμόζουν. Δεξιά και αριστερά από το λαιμό κάθε ζώου ήταν σφηνωμένες δυο βέργες, οι ζεύλες, οι οποίες ήταν δεμένες στο κάτω μέρος με σχοινί για να κρατάει τα ζώα στο ζυγό. Με το ένα χέρι κρατούσε τα γκέμια και με το άλλο το αλέτρι.
Το ξύλινο αλέτρι αποτελείται από πολλά κομμάτια που το καθένα έχει το όνομα του. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λέγεται "κουντούρι". Μπροστά του στηρίζεται το "υνί". Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα".
Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι". Μακρύ ξύλο καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί ν' ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο "κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή). Κατόπιν σκορπούσε το σπόρο. Ο σπόρος ήταν μέσα στην σποροποδιά και ο γεωργός πέταγε το σπόρο με το χέρι δεξιά-αριστερά. Μετά άρχιζε το όργωμα για να καλυφθεί ο σπόρος. Πέταγε σπόρο όσο έφτανε το χέρι του και αυτό λεγόταν μια σποριά. Όργωνε αυτό και στη συνέχεια ξανάσπερνε, από φόβο μήπως πιάσει κακοκαιρία, αναγκαστεί να τα παρατήσει και ο σπόρος μείνει εκτεθειμένος στα πουλιά. Το όργωμα γινόταν σε ευθεία γραμμή κάνοντας όλο το μήκος του χωραφιού και μόλις έφταναν στην άκρη γύριζαν τα ζωντανά παράλληλα και στην αντίθετη διεύθυνση. Εκεί ο γεωργός έπαιρνε μια ανάσα, καθάριζε με το ξύστρο το αλέτρι αλλά και τα τσαρούχια του από τις λάσπες. Η γυναίκα ακολουθούσε και με την τσάπα έσπαζε τα σβόλια και ισωμάτιζε τα αυλάκια καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο καλύτερα το σπόρο. Η εργασία αυτή λεγόταν σκάλος (σκάλισμα) Η σπορά κρατούσε από έναν έως και δυο μήνες. Η νέα τεχνολογία, το σιδερένιο αλέτρι άλλαξε τελείως τον τρόπο οργώματος. Το βαρύ σιδερένιο αλέτρι έμπαινε πιο βαθιά στη γη μόνο του και δεν απαιτούσε τη μεγάλη δύναμη των βοδιών για να το σύρουν, τα οποία αντικαταστάθηκαν από πιο ευκολοσυντήρητα υποζύγια, άλογα και μουλάρια
Πρώτη δουλειά του γεωργού να βάλει στο άλογο τη λαιμαριά. Ένα δερμάτινο κολάρο γεμισμένο με μαλλί . Εξωτερικά ήταν ραμμένες δυο μεταλλικοί ράβδοι και στη μέση ένας κρίκος. Στον κρίκο έμπαινε ένας γάντζος με δυο αλυσίδες, το τραφτό, οι οποίες κατέληγαν στο ξύλο που ήταν στο αλέτρι ή στη σβάρνα. Οι πολλοί σβώλοι απαιτούσαν πέρασμα με τη σβάρνα, φτιαγμένη από ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που προσδεμένη πίσω από το υποζύγιο, που οδηγείτο από το γεωργό ο οποίος ήταν πάνω στη σβάρνα, έστρωνε το χώμα μετά από το όργωμα.
Ο σκάλος: Πίσω από το αλέτρι ακολουθούσε συνήθως η γυναίκα του ζευγολάτη με ένα τσαπί και ισωμάτιζε τα αυλάκια που άνοιγε το αλέτρι.
«Σαββάτου κίνα, Σαββάτου μη πουσώνεις»
Μετά του Αγίου Κωνσταντίνου ξεκινάει η συγκομιδή των σπαρτών. Δυο μήνες με την πιο σκληρή δουλειά του χρόνου, που θα τελειώσει μόλις μπουν στο πλέχτη (πλέχτ) ο σανός (ζωοτροφή), και στα αμπάρια τα δημητριακά για την οικογένεια. Πρώτα θερίσματα οι ζωοτροφές.
Ο σανός. Πρώιμα πριν ψωμώσουν, για να τα τρώνε τα ζώα. Η τροφή για τα ζώα που θα μπει στον πλέχτη για τον χειμώνα που λόγω καιρού δεν θα μπορούν να βοσκήσουν. Πρώτο θέρισμα ο βίκος. Με τα χέρια ή το δρεπάνι παλαιότερα, με την κόσα αργότερα. Τον έκοβαν τον έκαναν αγκαλιές, τον γύριζαν κι από τις δυο μεριές για να στεγνώσει καλά, τον έδεναν με σπάρτο και τον κουβάλαγαν στον πλέχτη. Άφηναν μικρή ποσότητα για να γίνει, τον θέριζαν αργότερα έπαιρναν τον καρπό και τον κράταγαν για σπόρο. Το ίδιο γινόταν και για το κριθάρι και το βρωμάρι. Αμέσως μετά, τέλη Μαΐου αρχίζει η πρώτη συγκομιδή των σπαρτών που προορίζονται για τη διατροφή της οικογένειας.
Η φάβα. Την εποχή του θερισμού των καρπών (οσπρίων) τις αποκαλούσαν "καρποθέρια". Την έβγαζαν με τα χέρια, την έκαναν αγκαλιές, φόρτωναν τα υποζύγια, και τα πήγαιναν στα αλώνια. Το αλώνισμα της φάβας το έκανε μόνη της η κάθε οικογένεια μιας και η ποσότητα ήταν μόνο για τις ανάγκες της. Αν και εφόσον η ποσότητα που έβγαινε ήταν περισσότερη την πούλαγαν ή την άλλαζαν με κάποιο άλλο τρόφιμο που δεν είχαν όπως πχ το ρύζι. Την έβαζαν στο αμπάρι και όποτε χρειαζόταν την πέρναγαν στο χειρόμυλο. Συνηθισμένη διαδικασία να μαγειρεύουν μεγάλη ποσότητα να την βάζουν στον τάλαρο και να παίρνουν όποτε ήθελαν μιας και είναι ένα φαγητό το οποίο διατηρείται μαγειρεμένο αρκετά. Το Μάη μάζευαν επίσης τις φακές και τη ρόβη. Πρώτη δουλειά στις αρχές Ιουνίου ή Θεριστή, το θέρισμα της βρίζας, για να χρησιμοποιηθεί για το δέσιμο των δεματιών. Έκοβαν τη βρίζα της οποίας η καλαμιά είναι μακριά και ανθεκτική, τη μούσκευαν, την πατούσαν για να μαλακώσει, την έστριβαν και ήταν έτοιμη για δέσιμο. Το σπόρο της βρίζας τον κράταγαν για να τον χρησιμοποιήσουν την επόμενη χρονιά. Όσοι δεν είχαν βρίζα χρησιμοποιούσαν σπάρτα τα οποία είναι πιο δύσκολα στο δέσιμο. Μετά άρχιζε η σημαντικότερη δουλειά του χρόνου.
Το θέρισμα του σιταριού. Το ψωμί του σπιτιού για όλο το χρόνο. Κοπιαστική δουλειά, η οποία γινόταν όλη την ημέρα και κάποιες φορές και νύχτα αν είχε φεγγάρι. Για να κοιμηθούν έφτιαχναν στην άκρη το απάγκιο όπως το έλεγαν, και λαγοκοιμόντουσαν ίσα για να ξεκουραστούν. Έτρωγαν το γάλα από τη γίδα που είχαν δέσει στο χωράφι, ελιές, ψωμί, και κάποιες λίγες φορές η γυναίκα πήγαινε σπίτι και έφτιαχνε φαΐ, μαζί με κάποιες άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω. Το ψωμί το μετέφεραν με το ψωμοσάκλο, το φαί με το παγκράκ’. Νερό στο χωράφι μετέφεραν με τον ματαρά και τη βτσέλα. Το χωράφι το θέριζαν τμηματικά όλοι μαζί στη σειρά. Το κάθε κομμάτι το έλεγαν έργος και για αυτό τους θεριστάδες αργάτες. Μεγάλο φόβο οι θεριστάδες είχαν για τα φίδια που μπορεί να κρύβονταν στο σπαρτό μιας και είναι η εποχή τους. Συνήθως θέριζαν οι γυναίκες ενώ οι άνδρες αναλάμβαναν το δέσιμο των δεματιών και το κουβάλημά τους στα αλώνια. Για να προφυλαχτούν από τον ήλιο οι γυναίκες φόραγαν μαντήλια. Για τις παλαμονίδες (αγριόχορτα με φαρμακερά αγκάθια) και τα τριβόλια (αγκαθωτοί σπόροι αγριόχορτου), φορούν κάλτσες στα πόδια και στα χέρια. Άλλα ενοχλητικά αγριόχορτα, είναι οι μητρούσες, οι γκουρλομάτες, οι γαλανές, οι παπαδίτσες, η κολιτσίδα, και άλλα αγκαθωτά. Μικρή μονάδα μέτρησης του θεριστή η «χεριά» δηλαδή όσα στάχια χώραγαν μέσα σε μια χούφτα. Έξι χεριές ένα λιμάρη. Τρία λημάρια ένα από την μία πλευρά, ένα από την άλλη κι ένα όπως να είναι, αλλά με τον καρπό πάντα προς τα έξω, έκαναν ένα δεμάτι. Τα δεμάτια τα φόρτωναν ανά δυο στα μικρά ζώα και ανά τέσσερα στα μεγάλα, και τα πήγαινα στα αλώνια και έκαναν θημωνιές. Ο κάθε ένας είχε το χώρο του στα αλώνια, «τα αλώνια μας» όπως τα έλεγαν, τα οποία βέβαια δεν έγιναν ποτέ ιδιοκτησία κανενός ανήκαν πάντα στην κοινότητα.
Γιάννης Μητάκης