Τα αγοραστά μακαρόνια
Έξω από μπακάλικο του Γιώργου Μαστρογιάννη (Φούτρα), προς τη βορεινή πλευρά, υπήρχε ένα πεζούλι πέτρινο.
Τέτοια πεζούλια υπήρχαν πολλά στη Στενή, όπου μαζεύονταν οι γυναίκες της γειτονιάς και συζητούσαν τα απογεύματα, μιας και οι άνδρες πήγαιναν στο καφενείο.
Εκείνη τη μέρα ήταν εκεί, η γριά Γούλα,(πεθερά του Φούτρα) η Τασά η τζουρίαινα, η Παρσσού του Κωντή, η Κατερίνα του Τσουτσαίου, οι Χορμόβαινες, Παναγιού και Γιαννού, η Μάτω του Γιωργούλα η Πάτρα του Μπαρμπούρα, η Βαγγελιώ του Καλιάφα, η γριά Σταμούλα η Κατερίνα Γαλάνη (Μπιλιούρα) και άλλες.
Η Αργύρω του Κουτσούκου μόλις είχε γυρίσει από μια δουλειά, φαγητό δεν είχε και έστειλε το μικρό γιο της Σπύρο, να αγοράσει μακαρόνια από το Φούτρα.
Πήγε ο Σπύρος αγόρασε τα μακαρόνια και επιστρέφοντας πέρασε μπροστά από τη γυναικοπαρέα.
Εννοείται πως ήταν αδιανόητο στη συντροφιά, να μη μάθει τι ψώνισε η Αργύρω.
Παίρνει λοιπόν την πρωτοβουλία η Τασά και ρωτά.
Τι ψώνσις, Σπυράκ΄πουλάκιμ;
Μακαρούνια. Απαντά ο Σπύρος, και απομακρύνεται.
Οπότε γυρνά η Τασά προς τις άλλες γυναίκες και λέει.
Σαν πολύ μιγαλουπιάνιτι η Αργύρου κι θέλ΄ κι αγουραστά μακαρούνια.
Οι άλλες κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
-.-
Το περιστατικό είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας της εποχής, αλλά και των οικονομικών δυσχερειών.
Κανείς δεν αγόραζε κάτι αν το είχε στο σπίτι του.
Και στην προκειμένη περίπτωση ήταν αδιανόητο να αγοράζεις μακαρόνια, αφού στο σπίτι σου έχεις χυλοπίτες, τραχανάδες κλπ.
Όπως επίσης γιατί να αγοράσεις σαπούνι, όταν έχεις το δικό σου που έφτιαξες με τη μούργκα του λαδιού. Ή να αγοράσεις τυρί αφού έχεις το γάλα της κατσίκας για να το πήξεις;
-.-
Σήμερα δεν βρίσκεται κανείς τους στη ζωή. Έχει αποβιώσει και ο Σπύρος, ο οποίος σπούδασε, πέτυχε στη Νομική και άσκησε τη δικηγορία για πολλά χρόνια.
Γιάννης Γιαννούκος