Ψ. Παλιές λέξεις της Στενής
Ψαλίδα:. α ) Ισχυρό και μεγάλο ψαλίδι. β.)Έλικας της κληματαριάς που είναι χρήσιμος για την αναρρίχηση του φυτού. γ ) Πάθηση της τρίχας του κεφαλιού η οποία σκίζεται στα δύο και δεν μεγαλώνει άλλο. δ ) Είδος ερπετού (η σκολόπεντρα).
Ψαλίδια:. Δοκάρια που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της οροφής των σπιτιών.
Ψαλιδόκωλος ή ψαλιδοκώλης:. Αυτός που φορεί επίσημο ένδυμα (κυρίως φράκο) σκιστό πίσω. Και κατ΄ επέκταση αυτός που είναι ντυμένος πολύ προσεκτικά και «κυριλέ», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ψαρή:. Η γκρίζα γίδα.
Ψαρός:. Ο γκριζομάλλης (ψαρής).
Ψαρούδα:. Την έφτιαχναν με Αλεύρι, νερό, αλάτι και την έβαζαν μέσα στη στάχτη. Σκούπιζαν καλά ένα μέρος στο τζάκι και αφού τοποθετούσαν εκεί την ψαρούδα, τη σκέπαζαν με κάρβουνα και στάχτη. Είχε το σχήμα «πταλιάς».
Ψαχνό:. Κρέας άπαχο χωρίς κόκαλα και μεταφορικά η ουσία, το βασικό μέρος μιας υπόθεσης. «έλα στο ψαχνό», προχώρησε στο ουσιαστικό μέρος και «βαράει στο ψαχνό», πυροβολεί, βαράει αλύπητα με σκοπό να σκοτώσει.
Ψείρας:. Αυτός που λεπτολογεί. Ο μικροπρεπής, ο οχληρός. Και ψειριάρης, αυτός που έχει γεμίσει ψείρες. Μεταφορικά ο βρωμιάρης, αλλά και ο φτωχός και περήφανος συγχρόνως.
Ψευδός:. Αυτός που δεν αρθρώνει καθαρά ορισμένα σύμφωνα, αυτός που ψευδίζει (τραυλός).
Ψιμοκρίθια:. Ήταν η σπορά του όψιμου κριθαριού. Η πρώτη σπορά γινόταν το Νοέμβριο-Δεκέμβριο και ή όψιμη (ψιμοκρίθια), τον Γενάρη-Φλεβάρη.
Ψιψιρίζω:. Εξετάζω κάτι, προσέχοντας υπερβολικά τις λεπτομέρειες. Ψιλοκοσκινίζω, λεπτολογώ.
Ψυχαδέρφια:. Τα παιδιά που είχαν τον ίδιο νονό. Τα πνευματικά αδέλφια, τα όποια δεν μπορούσαν να παντρευτούν μεταξύ τους.
Ψυχικό:. Πράξη που βοηθά, αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη. Αλλά και ειδική φράση ειρωνικά για γυναίκες «κάνει ψυχικά» αυτή που εύκολα ενδίδει σε ερωτικές προτάσεις.
Ψυχογιός:. Θετός γιος. Μικρός που δουλεύει σε καταστήματα και κάνει θελήματα.
Ψυχοκέρι:. Το ψυχοκέρι το έφτιαχναν για να το ανάβουν στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα, τα οποία είναι τρία. Την παραμονή της κρεατινής, των Αγίων Θεοδώρων και την παραμονή της Πεντηκοστής Έβαζαν σε μία κατσαρόλα κερί και την έβαζαν στη φωτιά για να λιώσει. Εντωμεταξύ είχαν προμηθευτεί βαμβακερό νήμα, το πιο χοντρό και το περνούσαν μέσα από το κερί, με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου που κατέληγε σε διχάλα, που είχαν βάλει μέσα στην κατσαρόλα με το κερί και μέσα από τη διχάλα του ξύλου πέρναγε η κλωστή. Όταν περνούσε η κλωστή από το κερί, την τύλιγαν γύρω από μία σήτα ή κόσκινο ή οτιδήποτε στρογγυλό. Κατόπιν έκοβαν τις κερωμένες κλωστές στο μήκος που ήθελαν, ένα ή δύο μέτρα και αφού μελετούσαν τις ψυχές που ήθελαν να μνημονεύσουν, έπαιρναν τόσες κλωστές, όσες και οι ψυχές, τις ένωναν, τις έσφιγγαν και τις έστριβαν λίγο, ώστε να γίνει ένα σώμα.
Ψυχοκόρη και ψυχοπαίδα:. Υιοθετημένη κόρη, παρακόρη, ψυχοπαίδα ή υπηρέτρια
Ψυχομάνα:. Θετή μάννα. Η γυναίκα που μας υιοθέτησε.
Ψυχοπατέρας:. Θετός πατέρας.
Ψυχοπονιάρης:. Ο λυπησιάρης, ο συμπονετικός, που συμπαραστέκεται στον πόνο των άλλων.
Ψυχοχάρτι:. Χαρτί στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών από τους συγγενείς τους και δίνεται στον παπά για να τα μνημονεύσει στη λειτουργία.
Ψωμίζω:. α ) Ταΐζω κάποιον, του δίνω ψωμί. β )διατρέφω κάποιον, του εξασφαλίζω τα απαραίτητα για να συντηρηθεί (τι καλό είδα που ψώμιζα το σόι σου τόσον καιρό;)
Ψωμώλυσας:. Ο πεινασμένος, ο φτωχός.
Ψωμώνω:. Ωριμάζω, μεστώνω (ψωμωμένο στάχυ). Αλλά και δυναμώνω (ψωμωμένος άντρας).
Γιάννης Γιαννούκος