Άγια και πεθαμένα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896.
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Σαν ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, που πλένει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της, σιμά στο πηγάδι, ανέρχεται και αναρριχάται και βαίνει προς τα πάνω η λευκή εσχατιά της πολίχνης, στο βράχο τον ανατολικό, τα Κοτρόνια, τον πετρώδη τριπλό λόφο με τις τρεις κορυφές, όπου το βράδυ, ενώ η δύση χρυσά και πορφυρά βάφει τα σύννεφα αντίκρυ, ανεβαίνει αμιγής ο βόμβος και ο ψίθυρος και το σιγοτραγούδισμα μυριάδων φωνών, φωνών γυναικείων, φωνών παιδικών, με ήχο μελωδικό, ρεμβώδη, μυστηριώδη.
Και οι γυναίκες, φορτωμένες τη στάμνα τους, ανά δύο ή τρεις, επιστρέφουν φλυαρώντας από τη βρύση και τα παιδιά με τα τόπια τους κυνηγιούνται γύρω στα Λιβάδια ή τρέχουν και παίζουν το σκλαβάκι στα Αλώνια.
Σιμά στην τρίτη, τη χαμηλότερη κορυφή, την παραθαλάσσια, αναρριχώνται στο βραχώδη λόφο τα λευκά σπίτια. Και το σπίτι του μακαρίτη του Μπονά, οπού το είχε αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Γιωργής ο Παμφώτης και το είχε επισκευάσει και καλλωπίσει, ήταν κτισμένο πάνω σε πέτρα ριζιμιά, σύρριζα στο βράχο και προς τα κάτω εκτεινόταν αυλή με σαράντα σκαλοπάτια, το κάθε σκαλοπάτι, πλατύ όσο για να πατήσει κανείς δύο βήματα και ψηλό, όσο για να χρειασθεί κάποιος πήδημα για να το ανεβεί. Δύο χαμηλά ισόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιά και αριστερά της αυλόπορτας.
Το ένα ήταν πατητήρι ελαιών, το άλλο πλυσταριό.
Μία απλωταριά και λιακωτό από το ένα μέρος της ανηφορικής αυλής, τεράστια αμυγδαλιά ανθισμένη ήδη, από το άλλο μέρος στέρνα και πηγάδι και μικρός κήπος με γλάστρες ανθέων και ροδιές και λεμονιές, με κάγκελα φραγμένο. Και πάνω, ο πάλλευκος άσπιλος οικίσκος, αρχαϊκό κτίριο, που εμπνέει σεβασμό, έστεφε την ανηφορική ακτινοβολούσα αυλή.
Το έβλεπες από μακριά και το χαιρόσουν και ζήλευες κι έπεφτες σε ρεμβασμό κι έλεγες:
Ας κατοικούσα εκεί!
Χειμερινό δωμάτιο με την εστία του, τους καναπέδες του και τα ράφια του, αρματωμένος με παλαιά ωραία πιάτα, δύο μικρά δωμάτια, όλα γεμάτα κουρτίνες και έπιπλα, το μαγειρείο, ο διάδρομος, όλα άστραφταν και ήταν πλούσια ευπρεπισμένα.
Η «καλή κάμαρη» προς το νότιο μέρος, με ωραία στιλβωμένα έπιπλα, με κουρτίνες λινομέταξες και τάπητες πολύχρωμους.
-Βλέποντας στο λιμάνι, κοιτάζοντας όλη τη λευκή πολίχνη κάτω και αντίκρυ, αγναντεύοντας τη θάλασσα, μετρώντας τα κατάρτια των καραβιών και μετρώντας τις λέμβους των αλιέων, καθόταν η κόρη του σπιτιού, η Σειραϊνώ, λευκή και ασθενής σαν το κρίνο, λεπτοφυής, πραεία και ήρεμη σαν την περιστερά.
Είχε το κέντημά της στα γόνατα. Εργαζόταν συνέχεια, νυχθημερόν, κεντούσε τα προικιά της.
Ταξίδευε ο πατέρας της με το καράβι, έπλεε σε μακρινά, βαθιά μαύρα πέλαγα.
Πρώιμα απέπλευσε φέτος, μόλις είχαν φωτισθεί τα νερά.
Άμα θα επέστρεφε με το καλό «να δέσει» (δηλαδή να δέσει το καράβι για όλο το χειμώνα), θα αποφάσιζε τέλος να αρραβωνιάσει την κόρη του. Τέτοια υπόσχεση έδωκε «εξωδίκως», καθώς λέγουν οι δικολάβοι, πριν αναχωρήσει.
Γαμπροί υποψήφιοι υπήρχαν, όχι δύο ή τρεις, αλλά δωδεκάδα ολόκληρη.
Η κόρη είχε καλό όνομα, ήταν μεγαλοπροικούσα, ήταν λευκή και ήρεμη σαν περιστερά, ήταν προκομμένη και «ομορφοδούλα».
Κεντούσε τα προικιά της μόνη της, χωρίς καμία ανάγκη, μόνο για να ακολουθήσει το έθιμο του χωριού.
Ποιον από τους τόσους γαμπρούς να διαλέξει ο πατέρας της;
Πάνω στην αμηχανία του το ανέβαλλε.
Τέλος υποσχέθηκε ότι θα αποφάσιζε να διαλέξει έναν, άμα θα γύριζε, «συν Θεώ,» από το ταξίδι.
Δεν ήταν πλέον οι μυθολογικοί χρόνοι.
Αγώνα και άθλο δεν μπορούσε να προβάλει στους μνηστήρες και να δώσει την κόρη τρόπαιο στο νικητή.
Αλλά υπήρχαν αγώνες και άθλοι βιοτικοί και ο πλέον προκομμένος, ο οποίος θα νικούσε τους άλλους στο στάδιο του βίου, εκείνος θα ήταν ο εκλεκτός γαμπρός.
Καθόταν η κόρη και ευχόταν να γυρίσει γρήγορα ο πατέρας της και είχε πίστη και ελπίδα στην καρδιά της και κοπίαζε και κεντούσε τα προικιά της.
Αντίκρυ, σε ένα σπίτι, μακριά, σε απόσταση μιλίου ίσως, ήταν ένα μπαλκόνι. Υπήρχαν πολλά μπαλκόνια εδώ κι εκεί, τριγύρω και παντού, αλλά το μπαλκονάκι εκείνο τραβούσε της Σειραϊνώς το βλέμμα.
Είχε προσηλωμένο η κόρη το βλέμμα εκεί, επίμονα και αποκλειστικά.
Ήταν περί τα τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευή ημέρα της Καθαρής Εβδομάδας, παραμονή του Αγίου Θεοδώρου.
Αρχές της άνοιξης, ήλιος, Θεού χαρά. Έξω στο μπαλκονάκι εκείνο, καθόταν ένα πρόσωπο και έσκυβε προς τα γόνατά του, όπως έσκυβε η Σειραϊνώ και κάτι είχε στην ποδιά του, όπως αυτή, είχε το κέντημά της. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε. Ήταν τόσο μακριά! Αλλά φαινόταν να έχει πολύ ενδιαφέρον, μεγάλη επιθυμία. Ας είχε μάτια αετίνας, ας μπορούσε να δει καθαρά σε τόση απόσταση! Αλλά δεν ήταν αετίνα. Ήταν λευκή περιστερά, ήρεμη… και όμως, είχε και αυτή τους πόθους, τις αδυναμίες και την περιέργεια της Εύας. Κοίταζε, κοίταζε, αλλά δεν διέκρινε τίποτε. Έτεινε τις κόρες των ματιών. Μάταια, δεν μπορούσε να δει. Μία, όχι πικρία, αλλά ξινίλα, φάνηκε στα χείλη της. Πώς να κάμει για να μπορέσει να δει! Έξαφνα σηκώθηκε, άφησε το κέντημά της στον καναπέ. Έτρεξε σε ένα έπιπλο, το άνοιξε, έψαξε στο βάθος και έβγαλε ένα πράγμα μακριό, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίο φαινόταν να είναι από μαύρο χαρτόνι.
Αφαίρεσε το κάλυμμα και ανέσυρε από μέσα δεύτερο κύλινδρο, μετάλλινο. Τον πήρε, διευθέτησε όλον τον σκελετό, τον ξέσυρε και πλησίασε το άκρο του στο μάτι της και γύρισε το στόμιο, το άλλο άκρο κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινό εκείνο. Ήταν το παλιό κιάλι, το ναυτικό τηλεσκόπιο του πατέρα. Το είχε αντικαταστήσει φαίνεται, με καινούριο ο καπετάν Γιωργής και γι’ αυτό το παλιό το είχε αφήσει στο σπίτι.
Η νέα το κράτησε σιμά στο μάτι της για πολύ ώρα και έβλεπε, έβλεπε αχόρταγα.
Δεν ήταν άνδρας, όχι, το υποκείμενο της τόσης μέριμνάς της.
Ήταν γυναίκα ή μάλλον κόρη, όπως αυτή.
Ήταν το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη. Η αντίζηλός της στο χωριό.
Αντίζηλός της στα κεντήματα, στα προικιά, στην αρχοντιά.
Φημιζόταν ως πολύ ευφυής και εφευρετική στα κεντήματα.
Σε ώρα γάμου κι εκείνη, καθώς αυτή, δεν έπαυε καθημερινά να ετοιμάζει τα προικιά της.
Έως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα για τις κόρες όλου του χωριού ήταν οι κλάρες, τα λουλούδια, τα πουλάκια, τα ρόιδα, τ’ αστεράκια, το φεγγάρι και ο ήλιος.
Αλλά πώς να φθάσει κανείς να ανέλθει στο ιδεώδες των παραμυθιών; Πώς να ζωγραφίσει κεντητά «τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γης με τα λουλούδια, τη θάλασσα με τα καράβια»;
Τελευταία είχε διαδοθεί, ότι το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη, έβαινε προς το ιδεώδες τούτο και αν δεν μπορούσε να κεντά όλο τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, με όλα τα άστρα, τα λούλουδα και τα καράβια, κατόρθωσε τουλάχιστον να κεντήσει γωνία ουρανού με άστρα, γωνία γης με λουλούδια και γωνία θάλασσας με λίγα καράβια.
Ας ήταν και τόση μόνο γωνία ουρανού, όσην ανατείνοντας αυτή το μάτι έβλεπε από το μπαλκονάκι της, τόση γωνία γης, όση κατέβαινε στον κρημνό κάτω από το σπιτάκι της και τόση γωνία θάλασσας, όσην περιέκλειε το μικρό λιμανάκι, με τα δύο ή τρία καραβάκια του, με τις τέσσερις βρατσέρες, τα τρία κότερα και την εικοσάδα των λέμβων των αλιευτικών.
Το κατόρθωμα ήταν μεγάλο.
Και το Σειραϊνώ, η λευκή άσπιλη περιστερά, έτεινε το μάτι, έτεινε το οπτικό όργανο του θαλασσινού πατέρα της για να δει, όπως φανταζόταν, τι κεντούσε η Μαλαμώ και δεν ησύχαζε εάν δεν εύρισκε τρόπο να αντιγράψει ή να κλέψει το κέντημα της αντιζήλου της.
Ξαφνικά άφησε σύντομη κραυγή χαράς.
Ήταν και αυτή Εύα.
Δε μπορούσε να διακρίνει με το παλαιό κιάλι του πατέρα της, τίποτε ευκρινές από το κέντημα το οποίο υπέθεσε ή μάλλον ήταν βέβαιη ότι είχε το Μαλαμώ στην ποδιά της, αλλά μπόρεσε να διακρίνει, καίτοι αμυδρά και συγκεχυμένα, το πρόσωπο και τους χαρακτήρες της Μαλαμώς.
Δεν την είχε δει από οκταετίας, όταν ήταν ακόμη μαθήτριες και μάλωναν στο σχολείο.
Και μάλωναν καθημερινά, όπως ήταν επόμενο.
Αντίζηλοι εξ αντιζήλων, όχι μόνον κατά τις αξιώσεις της ευγενείας και αρχοντιάς, αλλά και λόγω συνοικίας και ενορίας αντίζηλους.
Ήταν τότε και οι δύο ασχημοκόριτσα, ισχνά και αναιμικά και δεν μπορούσε κοινό βλέμμα να διακρίνει κατά πόσον έμελλε να ξεστρίψει ύστερα το Μαλαμώ και κατά πόσον έμελλε να ξασπρίσει το Σειραϊνώ.
Έκτοτε μεγάλωσαν. Κλείσθηκαν. Μανταλώθηκαν, κατά το έθιμο του τόπου.
Δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι, παρά πέντε φορές το χρόνο:
Τη Μεγάλη Παρασκευή, άμα νύχτωνε, για να ασπασθούν τον Επιτάφιο κρυφά στη μοναξιά του ναού και στο λυκόφως των κανδηλιών και κεριών, ένα Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής και τρεις καθημερινές εκάστης των άλλων Σαρακοστών, για να πάνε να μεταλάβουν κρυφά σε εξωκλήσι.
Και τώρα, για πρώτη φορά, μετά οκτώ χρόνια, την έβλεπε αμυδρά με το κιάλι του πατέρα της.
Και είδε ότι δεν ήταν ωραία. Και αισθάνθηκε ακουσίως χαρά.
Έπειτα αμέσως, την έτυψε η συνείδηση, γιατί να χαίρεται και μέσα της βαθιά λυπήθηκε για τη χαρά που αισθάνθηκε. Και πάλι ευθύς, μέσα, βαθύτερα στην συνείδησή της, χάρηκε για τη λύπη πού αισθανόταν.
«Και εκκάλεσε Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων».
Αυτή είναι η αληθινή ζωή.
Κρατούσε ακόμη το κιάλι στα χέρια το Σειραϊνώ, όταν έξαφνα, σιγά-σιγά πατώντας, ξυπόλυτη, αφήνοντας τα παπούτσια της στο έμπα της οικίας, μπήκε στην κάμαρα την καλή, η θεια-Ζήσαινα.
-Πήγα πλιο, παιδάκι μ’ … τι κόσμους, τι κουσμάκης, μαθές… Πήρα δυο κόλλυβα… Παπα-Νικόλας μ’ τα ’δωσε πλιο… Κείνους Δημητρός!… Τι καυγάς, τι πόλεμους, παιδάκι μ’, πλιο. Τα, τι λογάτε;
Να και του λόου σ’ δυο, Σειραϊνάκι μ’, πλιο. Τα πήρα για τ’ Γιαννούλα μ’, για να διει, πλιο, του σαστικό τς (αρραβωνιαστικό της) στουν ύπνου τς, πότε θα ’ρθεί… Παπανικόλας μ’ τα ’δωσε. Τούνε βλέπ’νε στουν ύπνου τς, ακούς κι του Γηρακώ του Μπαλάκι κι του Μιλαχρώ του Σακαράκι, τουν είδιαν, ακούς… ουλουφάνερα, τ’ ακούς. Άις-Θόδωρας κάνει του θάμα…
«Άι μ’ Θόδωρε καλέ, κι καλέ κι ταπεινέ».
Θα μπορούσε να εξακολουθήσει έτσι επ’ άπειρον η θεια-Ζήσαινα, χωρίς να μπορεί κάθε άλλος να την εννοήσει. Ευτυχώς η Σειραϊνώ γνώριζε πολύ καλά τη γλώσσα της και μάντεψε αμέσως περί τίνος επρόκειτο.
***
Ήταν Παρασκευή της Α΄εβδομάδας των Νηστειών, η παραμονή του Αγίου Θεοδώρου.
Το πρωί εκείνο, στη λειτουργία των Προηγιασμένων, προσφερόταν αφθονία κολλύβων στους ναούς.
Τα προσφερόμενα κόλλυβα, ήταν όχι μόνο «πεθαμένα κόλλυβα», εις μνήμην των νεκρών, αλλά και εορτάσιμα κόλλυβα, προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου.
Ψυχοσάββατο δεν είναι η ημέρα, αλλά μόνο Σάββατο σαρακοστιανό, καθ’ όλα δε τα Σάββατα εν γένει, γίνονται μνείες των νεκρών μετά κολλύβων.
Επίσης, δεν είναι μνήμη «των Αγίων Θεοδώρων», αλλά μόνον του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος και όχι πάλι η μνήμη αυτού, η οποία τελείται κατά την 17η Φεβρουαρίου, όπως η του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου την 8η του ίδιου μήνα, αλλά μόνον «Ανάμνησις του διά κολλύβων γενομένου θαύματος παρά του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος», όταν ο ασεβής τύραννος Ιουλιανός ο Παραβάτης, θέλησε να μολύνει τους χριστιανούς, κατά την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών, με τα κρέατα που μένουν από τις θυσίες, εμφανισθείς δε ο Άγιος στον επίσκοπο παρήγγειλε να δώσει κόλλυβα στους πιστούς να φάνε, εξηγώντας συγχρόνως τι είναι τα κόλλυβα.
Στις μνήμες όλων των Αγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, εορτάσιμα, εξαιρετικά δε κατά την εορτή του Αγίου Θεοδώρου, σε ανάμνηση του θαύματος.
Τα κόλλυβα δε αυτά του Αγίου Θεοδώρου είχαν και θαυματουργή ιδιότητα για τις κόρες του λαού.
Εάν είχε πίστη στο Θεό και ευλάβεια στον Άγιο, αρκούσε κάθε κόρη να πάρει μία χούφτα απ΄αυτά τα άγια κόλλυβα και τη νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατο, να τα βάλει κάτω απ΄το προσκέφαλό της, για να δει στον ύπνο της ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγό της.
Βασιζόταν η δοξασία στην παράδοση…
Ο άγιος Μάρτυς Θεόδωρος θεωρούταν ανέκαθεν ως ο ευρετής των χαμένων και ο αποκαλυπτής των κρυφών. Διηγούνται τα συναξάρια, πως ένας άρχοντας είχε χάσει το δούλο του, πως προσήλθε ικετεύοντας στο ναό του Μάρτυρος, ο δε Άγιος συνέβη να λείπει τη νύκτα εκείνη, γιατί είχε πάει, με όλα τα τάγματα των Αθλοφόρων, σε προϋπάντηση της ψυχής του οσίου Ιωσήφ του υμνογράφου (αυτός είναι ο ποιητής, του κατά τις ημέρες τούτες ηχούντος στους ναούς «Χριστού βίβλον έμψυχον»), από ευγνωμοσύνη, γιατί είχε τιμήσει με ύμνους και εγκώμια όλους τους Μάρτυρες, πως την άλλη ημέρα επέστρεψε ο Άγιος Θεόδωρος και αφού εξήγησε το λόγο της απουσίας του και της βραδύτητάς του, αποκάλυψε στον αιτούντα που βρισκόταν ο δούλος που είχε εξαφανιστεί.
Η θεια-Ζήσαινα είχε πάει το πρωί εκείνο, πολύ νωρίς, στο ναό των Τριών Ιεραρχών.
Μετά τον Όρθρο και τας Ώρας, άρχισε η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων.
Στην απόλυση ψάλθηκε το τροπάριο και το κοντάκιο του Αγίου Θεοδώρου και το «Τη πρεσβεία Κύριε», ο δε ιερέας ερχόμενος στο προσκυνητάριο με το θυμιατό άρχισε να απαγγέλλει την ωραία και μεγαλοπρεπή ευχή των εορτάσιμων κολλύβων:
«Ο πάντα τελεσφορήσας τω λόγω σου, Κύριε, και κελεύσας τη γη παντοδαπούς εκφύειν καρπούς εις απόλαυσιν και τροφήν ημετέραν, ο τοις σπέρμασι τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας, αυτός, πανάγαθε Βασιλεύ, και τα σπέρματα ταύτα συν τοις διαφόροις καρποίς ευλόγησον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους σου αγίασον, ότι εις δόξαν σην, Κύριε, και εις τιμήν και μνήμην του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, ταύτα προετέθησαν παρά των σων δούλων και εις μνημόσυνον των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων».
Απήγγελλε ακόμη ο παπα-Ζαχαρίας την ευχή και δεν είχε αρχίσει ακόμη το «Μετά πνευμάτων δικαίων», για να διαβασθούν και τα άλλα κόλλυβα, τα νεκρώσιμα, τα οποία βρίσκονταν ολόγυρα, κάτω από την εικόνα του Χριστού, δεξιά, στα σκαλοπάτια του τέμπλου και τα ξυπόλυτα παιδιά του δρόμου και τα αχτένιστα και άνιφτα φτωχοκόριτσα της ενορίας, είχαν συσπειρωθεί τριγύρω στις βαθμίδες και θορυβούν και αισθάνονταν ακάθεκτη ορμή ν΄αρπάξουν κόλλυβα.
Μία ζεμπίλα αρκετά μεγάλη κρατούσε στα χέρια ο κυρ-Προκόπης, ο επίτροπος και την άλλη τεράστια ζεμπίλα ο μπαρμπα-Δημητρός, πρώην επίτροπος, τώρα νεωκόρος, ο οποίος φώναζε και χειρονομούσε, προσπαθώντας να κατασιγάσει το απειθάρχητο και αχαλίνωτο στίφος των παιδιών.
-Ήσυχα, βρε παιδιά, ψιθύριζε μαλακά ο κυρ Προκόπης.
Όλοι θα πάρετε.
-Θα ησυχάσετε, βρε σεις, κλήρες; έκραζε ο μπαρμπα-Δημητρός.
Θα σπάσετε τα ξένα πιάτα, κακό χρόνο νά ’χετε! Μη χύνετε τα κόλλυβα κάτω, φωτιά να σας κάψει!… Ήσυχα… σταθείτε… δε θα πάρει κανένας εδώ… Θα κάμετε τις πλάκες της εκκλησιάς σαν τα μούτρα σας… βρε, πανούκλες! όξου! όξου!
-Όξου! έκραξε κι ο κυρ-Προκόπης ο επίτροπος, όξου θα μοιρασθούν.
Ο μπαρμπα-Δημητρός έσκυβε με αγωνία και πάσχιζε να αδειάσει τα πιάτα δυο-δυο στη ζεμπίλα και οι πανούκλες έπεφταν με τα μούτρα κι άρπαζαν με τις φούχτες τους και γέμιζαν τους κόρφους των πουκαμίσων τους, που προείχαν σαν πανιά τα οποία ο άνεμος φουσκώνει.
-Κακό μπουρίνι αυτό, μπαρμπα-Δημητρό, είπε ο Γιάννης ο Ντάτσος, σκύβοντας και αυτός ν’ αρπάξει μία φούχτα κόλλυβα από τη μεγάλη ζεμπίλα.
-Μπουρίνι, καλά λες Γιάννη, είπε ο γέρο-Δημητρός, πιάνοντας το χέρι του Γιάννη και πιέζοντας το σφιχτά μέσα στη ζεμπίλα, για να αφήσει τα κόλλυβα. Καλά το παρομοίασες. Σαν τη βάρκα που θα πέσει μέσα αέρας δυνατός και σαστίζει κανείς, τη σκότα να μαζέψει, το τιμόνι να χειριστεί ή το κουπί να δουλέψει.
Κι ενώ αγωνιζόταν να αποκρούσει την έφοδο του Γιάννη, από το άλλο μέρος τα παλιόπαιδα και τα φτωχοκόριτσα, άρπαζαν ολόκληρα πιάτα και γέμιζαν τους κόρφους τους ή τις ποδιές τους.
-Όξου! όξου! φώναξε πάλι ο κυρ-Προκόπης, συλλαμβάνοντας δύο μάγκες από το αυτί.
Ωφεληθείς από τον αντιπερισπασμό, ο Αποστόλης ο Κακόμης, του άρπαξε από το χέρι το δεύτερο ζεμπίλι, το μικρότερο, τάχα για να τον ξελαφρώσει.
-Εγώ τα μοιράζω, κυρ-Προκόπη, έκραξε, εγώ, ησύχασε του λόγου σου.
Τριγύρω στο προσκυνητάρι, αφού τελείωσε η ευχή των κολλύβων, των προς τιμήν του Αγίου, οι παπάδες έδωκαν από μία φούχτα κόλλυβα σε πολλές ενορίτισσες, που έκαναν καρτέρι εκεί, θέλοντας να πάρουν κόλλυβα, κατ’ απαίτηση των θυγατέρων τους ή των νεανίδων αδελφών τους, όσες επιθυμούσαν να δουν τη μοίρα τους διά της θαυματουργού δυνάμεως των κολλύβων. Έτρεξαν εκεί και μάγκες και παλιοκόριτσα, αλλά ο παπα-Νικόλας, αφού έδωκε ανά ένα απλόχερα σε όσες πρόφτασαν και άδειασε η μία σουπιέρα, πήρε την άλλη σουπιέρα και την μετέφερε στο ιερό βήμα, με σκοπό να στείλει κατ’ οίκους και σε άλλες ενορίτισσες.
Εντωμεταξύ, η τεράστια ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά από πολλές σπρωξιές και ταλαιπωρίες, έφθασε αισίως έξω στην ψηλή πεζούλα του νάρθηκα, όπου ο ορμαθός των παιδιών κρεμάσθηκε τριγύρω στη βράκα του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει στο μισό δρόμο και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί, στα μάρμαρα και στο έδαφος της γης κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά με αλαλαγμούς και τα άρπαζαν.
Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλες παχιές όρνιθες, μισή δωδεκάδα (όλες οι όρνιθες της γειτονιάς ήταν παχιές, χάρις στα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν στα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβο και με αποκοτιά και γύριζαν κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δύσπιστους.
Και το σμήνος των παιδιών γύρω στη βράκα του Δημητρού βομβούσε κι έκανε φοβερό θόρυβο και δεν έπαυε ν’ ακούγεται η κραυγή:
-Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα!
-Κι εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κι εγώ δεν επήρα!
Το παιδί έδειχνε αφελώς τα χέρια του άδεια, πλην ο κόρφος φούσκωνε και το άλλο παιδί, με το στόμα γεμάτο, έκανε όρκο ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, βγαίνοντας από τα μαγαζιά, φτωχές γυναίκες, βαστώντας νήπια στα χέρια, ήλθαν κι έτειναν τα χέρια για τα κόλλυβα.
Κι έλεγαν:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!
-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μα το ναι και μα το ο.
-Μα το ψέμα π’ σε γελώ.
Το νέφος των παιδιών θορυβούσε ακόμη γύρω απ΄τη ζεμπίλα του μπαρμπα-Δημητρού, όταν βγήκε από το ναό η θεια-Ζήσαινα, για να ζητήσει και αυτή λίγα κόλλυβα πεθαμένα, για να σχωρέσει.
Εκείνα τα οποία της είχε δώσει από τα κόλλυβα τα πανηγυρικά, ο παπα-Νικόλας, τα είχε δέσει καλά στη μία άκρη της μεγάλης μαντήλας της.
Έπειτα είχε πάει προς το μέρος του τέμπλου κι εκεί βρέθηκε μία φίλη της κρατώντας ένα πιάτο μισογεμάτο κόλλυβα.
Της έδωκε κι εκείνη μία χούφτα.
Τα κόλλυβα αυτά η θεια-Ζήσαινα τα εξέλαβε επίσης ως άγια, όχι ως νεκρώσιμα και θέλησε να τα δέσει στην ίδια άκρη της μαντήλας της, μαζί με τα άλλα. Τότε η γυναίκα της λέγει, ότι ήταν πεθαμένα τα κόλλυβα αυτά και δεν έπρεπε να βάλει μαζί άγια και πεθαμένα, γιατί τότε εκείνη η κόρη, οπού θα τα έβαζε στο προσκέφαλό της, για να δει τη μοίρα της, θα έβλεπε στο όνειρό της μόνον αποθαμένα πρόσωπα, αντί να δει τον πολυπόθητο μέλλοντα αρραβωνιαστικό.
Η θεια-Ζήσαινα νόμιζε ότι ήταν άγια, γιατί ήταν με αρτυμή παρασκευασμένα, δηλαδή με μείγμα μελιού και σιμιγδαλιού. Γιατί μόνο τα εορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατά τον τρόπο τούτο. Τα νεκρώσιμα είναι καθαρό βρασμένο σιτάρι, στολισμένα μόνο με λίγους σταυρούς από σταφίδες, με κουφέτα ή με λοβιά από ρόδι, στην επιφάνεια. Κάποια όμως ξένη, λιμενάρχαινα ίσως ή ειρηνοδίκαινα, μη γνωρίζοντας το γνήσιο έθιμο του τόπου, είχε κατασκευάσει με τέτοιο άρτυμα τα νεκρώσιμα κόλλυβα, τα οποία είχε στείλει στην εκκλησία.
Και απ΄τα κόλλυβα εκείνα, της έδωκε της θεια-Ζήσαινας η πτωχή γυναίκα, η οποία είχε επιφορτισθεί από την ξένη αρχόντισσα, το κουβάλημα της προσφοράς και των κολλύβων και την επιστροφή του πιάτου και του προσόψιου στην οικία.
Λοιπόν, η Ζήσαινα τα έδεσε χωριστά τα κόλλυβα αυτά, σε άλλη άκρη της μαντήλας της, λέγοντας ότι θα φίλευε τα πτωχά εγγονάκια της και αυτή βγήκε στον πρόναο για να πάρει και λίγα άλλα απλά νεκρώσιμα κόλλυβα, για να φάει και να πει Θε-σχωρές και αυτή.
Όταν όμως έφθασε στην οικία της και θέλησε να δώσει τα άγια κόλλυβα στην ανύπανδρη κόρη, για να δει τη μοίρα της, αυτή, είχε μπερδέψει τους δύο κόμπους και δεν γνώριζε πλέον ποιο κομπόδεμα περιείχε τα άγια και χαρμόσυνα κόλλυβα και ποιο τα πένθιμα και πεθαμένα.
Γιατί και τα δύο ήταν παρασκευασμένα με αρτυμή.
Και μισή ώρα ύστερα, όταν ήλθε προς τη Σειραϊνώ (η οποία ήταν όχι απλώς γειτονοπούλα αλλά αρχοντοπούλα και προστάτιδα γι’ αυτήν), φέρνοντας και γι’ αυτήν λίγους κόκκους, αυθόρμητα, χωρίς να παρακληθεί προς τούτο, αλλά απλώς για να φανεί υποχρεωτική, δεν ήταν πλέον βέβαιη αν τα κόλλυβα τα οποία έδινε ήταν πράγματι άγια ή ήταν πεθαμένα.
Το Σειραϊνώ δεν είχε φροντίσει για κόλλυβα. Δεν είχε την τόλμη των πολλών κορασίδων, για να περιεργάζεται και να πολυπραγμονεί στα τοιαύτα, αλλά, αφού αυθορμήτως της έφεραν κόλλυβα, τα δέχθηκε και αυτή.
Δεν ήταν ικανή να κάμει εκείνο το οποίο άκουγε ότι έκαναν άλλες ομήλικές της και το οποίο πολύ έμοιαζε με μάγια, ας είχε και ευλαβείας επίχρισμα. Να βγει τη νύχτα στην αυλή, κρατώντας μαυρομάνικο μαχαίρι, να αυλακώσει με αυτό τη γη, να σπείρει τα κόλλυβα και να τα περιέλθει τρεις γύρες ψιθυρίζοντας:
«Άι μ’ Θόδωρε καλέ,
κι καλέ κι ταπεινέ,
απ’ την έρημο περνάς,
κι τις μοίρες χαιρετάς.
Αν βρεις κι εμέ τη μοίρα μου,
να μου την χαιρετίσεις.»
Αλλά θα εφάρμοζε την απλούστερη μέθοδο. Θα έβαζε τα κόλλυβα κάτω από το προσκέφαλό της και ίσως έβλεπε κανένα όνειρο.
Είδε όνειρα.
Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, με σφαλιστά μάτια. Είδε κοράσια μικρά, αδελφές της, εξαδέλφες της, θυγάτρια γειτονισσών, όλες αποθαμένες. Είδε στεφάνια από νεκρολούλουδα, στεφάνια παρθενικά, με θυμιάματα και με ακτίνες. Και ένα στεφάνι, το στεφάνι το δικό της, της έφευγε από την κόμη την καστανή και ανέβαινε προς τον ουρανό, εν μέσω αίγλης και λάμψης και δόξας ανείπωτης.
Τα κόλλυβα, τα οποία της είχε δώσει η Ζήσαινα, μην ήταν πεθαμένα;
Τέλος, είδε και ένα πρόσωπο ζωντανό, ένα νέο, περί του οποίου είχε εκφρασθεί άλλοτε ότι θα τον προτιμούσε ως γαμπρό ο πατέρας της. Είδε το πρόσωπο τούτο, αλλά σαν σε ταξίδι και σαν να ήταν έτοιμοι προς χωρισμό.
Αυτή τάχα ήταν έτοιμη να φύγει κι εκείνος έμενε. Έλεγε ότι ήθελε να μείνει για λίγο καιρό. Και της έδινε μαζί της σαν εφόδιο ένα μαραμένο και φυλλοροούν γαρύφαλλο, από την ίδια γλάστρα της. Και αυτή έγινε περίεργη να μετρήσει τα μαραμένα φύλλα του και τα βρήκε σαράντα.
- Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, ετελείτο ο γάμος της Σειραϊνώς με το νέο τον οποίο είχε δει στον ύπνο της.
Τον επόμενο Ιούλιο, μετά σαράντα ακριβώς ημέρες, η Σειραϊνώ, η λευκή και ήρεμη περιστερά, έφευγε από τον κόσμο τούτο φθισική και μαραμένη.
Τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου της είχαν αποκαλύψει τη μοίρα της.
Μακάρι ο νυφικός στέφανος, τον οποίον δεν πρόφτασε να χαρεί, μακάρι ο στέφανος ο παρθενικός, τον οποίον της αρνήθηκαν επί της νεκρικής κλίνης οι άνθρωποι, να την στέφει διπλός και αμάραντος στον άλλο κόσμο.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης