Ο Ανάκατος
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1910
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Κάθε Κυριακή, έσμιγαν πάντοτε, ο καπετὰν Πέρρος της Κωσταντούς κι ο Μήτρος ο Σπανός. Τρίτος ερχόταν συχνά και τους έκανε συντροφιά ο γέρο-Μπουλατζάνας.
Ανταμώνονταν συνήθως στην ταβέρνα του Σμυρνιού του Κορδωμένου, όπου άρχιζαν τις συνηθισμένες σπονδές, αμέσως μετά την απόλυση της λειτουργίας. Κατόπιν συνέχιζαν τις διαχύσεις στο διπλανό μαγαζί του Αλέξη του Κρητικού, ακολούθως στου Νικολού του Κουρκούμπα. Τέλος, λίγο πριν το μεσημέρι, επέστρεφαν πάλι στου Σμυρνιού, για να τελειώσουν από κει που άρχισαν.
Ο Πέρρος της Κωσταντούς, που το παρατσούκλι του ήταν Τουρκανάκατος, τον παλαιό καιρό είχε αποκτήσει μία γολέτα, κατόπιν ξέπεσε σε βρατσέρα.
Ήταν πολὺ δραστήριος και επίμονος άνθρωπος.
Όλα τα πράγματα έπρεπε να γίνονται όπως τα ήθελε αυτός.
Μία φορά που είχε ξενυχτίσει πίνοντας, το χειμώνα στο ύπαιθρο, μπήκε στο νάρθηκα της εκκλησίας τον άφρακτο και, ίσως γιατί νύσταξε, του ήλθε να μπει μέσα στο ξυλοκρέβατο, το οποίο είχε αφιερώσει ο γέρο-Πανάς, για να εκφέρονται οι αποθνήσκοντες από το σπίτι τους μέχρι το ναό και τον τάφο, όπου είχε κατατεθεί η σορός του νεκρού, μάλλον γιατί ήθελε να σκιάξει τον παπά, που θα ερχόταν νύκτα - ξημέρωνε Δευτέρα - να σημάνει την καμπάνα και να ανοίξει την εκκλησία, για να ψάλει τον όρθρο.
Σκαρφάλωσε λοιπόν ενάμιση μπόι ψηλά στον τοίχο, που βρισκόταν επάνω σε εξέχοντες από τον τοίχο πασσάλους το μεγάλο φέρετρο, ξάπλωσε μέσα σ΄ αυτό κι έκαμε τον πεθαμένο.
Ο παπάς έφθασε, αλλά δεν τρόμαξε και πολύ, όταν είδε το αλλόκοτο θέαμα, έκαμε το σταυρό του και κοίταξε με μικρό φόβο και με πολλή απορία.
Τότε αμέσως έτυχε και ο Πέρρος ανέπνευσε δυνατά, φταρνίσθηκε, στέναξε. Ο παπάς τον αναγνώρισε, έκαμε και πάλι το σημείο του σταυρού, και είπε:
«Τι; Ζωντανός βρικολάκιασες; Σε καλό σου, καπετὰν Πέρρο».
Ο Πέρρος, καθ᾿ όλα τα φαινόμενα, ήταν φίλος του παπά, γιατί αυτός, όταν ο πρώτος ήθελε να παντρέψει την κόρη του με ένα χηρευόμενο, ο οποίος ήταν συγχρόνως τρίτος θείος της νύφης (απείχε επτά βαθμούς εξ αίματος) και επίσης η μακαρίτισσα η συμβία του ήταν δεύτερη εξαδέλφη της μελλόνυμφης (έξι βαθμούς εξ αγχιστείας), τότε ο ιερέας αυτός, ως ενορίτης της οικογένειας έδωκε «εγγυητικόν», ότι ο γάμος δεν κωλύεται.
Ο επισκοπικός επίτροπος, γελάστηκε και εξέδωκε άδεια γάμου.
Αλλά ήταν απλοϊκός και δεν ήξερε καλά αν επιτρεπόταν ή κωλυόταν το συνοικέσιο.
Η νέα «οικονομία», την οποίαν είχε κάμει διὰ τοπικής Συνόδου, περὶ τα τέλη του ΙΗ´ αιώνος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σαμουήλ ο Χαντζερής, επέτρεπε το γάμο στο βαθμό τούτο, οι παλαιές διατάξεις τον απαγόρευαν.
Άλλοι είπαν, ότι ο αείμνηστος εκείνος, επειδή ίσως ήταν Φαναριώτης αυτός και καθότι οι Φαναριώτες, φιλοτιμούμενοι να μιμούνται τους «πρίγκιπας» της Δυτικής Ευρώπης, συνήθιζαν τέτοιες αιμομιξίες μεταξύ τους, για τούτο, έλεγαν, έκαμε τη Σύνοδο εκείνη ο Σαμουήλ, για ευκολία και κάλυψη και χάρη των Φαναριωτών.
Ας με συγχωρήσουν οι σκιές, διότι μνημόνευσα όλα τούτα.
- Ο παπ᾿ Αλέξανδρος λοιπόν, αφού βρέθηκε στο δίλημμα τούτο, διαβάζοντας το Πηδάλιον και μην εννοώντας αυτό, επιθυμούσε να φυλάξει τα παλαιά και ήθελε να αποφύγει τις καινοτομίες.
«Πάντα τα καινοτομηθέντα και τα μετά ταύτα πραχθησόμενα, ανάθεμα τρις», είχε θεσπίσει η Ζ´Οικουμενική.
Άκουγε λόγια, εισηγήσεις από δω κι από κει και καταρχάς έδωκε άδεια, έπειτα μεταμελήθηκε κι έστειλε έγγραφο και την ανακαλούσε, απαγόρευε δηλαδή το γάμο. Με δύο αστακοουρές και με μία νταμιτζάνα μοσχάτου, το ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί ευνοϊκά στην έδρα της επισκοπής (επειδή τότε ακόμη δεν είχε ακριβύνει, συν τοις άλλοις και η σιμωνία και δεν είχαν διορίσει οι «δεσποτάδες», ανά το θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσύγκελους εργολάβους, οι οποίοι να απαιτούν εκατοστάρικα σε κάθε τέτοια περίπτωση). Αλλά, απείχε πολὺ η πρωτεύουσα από το νομό και τα συμπεθερικά ήταν έτοιμα, ο μπακλαβάς είχε ψηθεί και η νύφη ήταν στολισμένη. Ο εφημέριος λοιπόν χαριζόμενος ή πιεζόμενος, δεν άνοιξε το δεύτερο έγγραφο και προέβη τολμηρά στην τελετή του γάμου. Την επομένη, βρίσκει ο καπετὰν Πέρρος τον επίτροπο του Δεσπότη και του λέγει με υπερφίαλο θράσος: «Κόπιασε, δέσποτα, να εκτιμήσεις…»
* * *
Είχε περάσει χρόνος κι ενώ ο Πέρρος δεν έπαψε να μνησικακεί κατά του επιτρόπου, παράδοξα και απίστευτα όμως, είχε αρχίσει να μη χωνεύει πολὺ και τον άλλον, τον παπά-Σταμέλο, ο οποίος τέλεσε με δική του ευθύνη το γάμο.
Γιατί αργά του ήλθε η γνώση κι έλεγε, καθώς είχε ακούσει, ότι «τέτοια ανδρόγυνα δεν προκόβουν».
Το βέβαιο είναι ότι τα προικιά του φάνηκαν πολλά κι ένα μαγαζί, κτήμα του, το οποίο είχε υποσχεθεί προφορικά, προσπαθούσε, αθετώντας το λόγο του, να το πουλήσει, για να οικονομηθεί ο ίδιος.
Οπότε υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ του γαμπρού, του πεθερού και της κόρης του. Για τούτο και ο παπάς εκείνος του φαινόταν ως εχθρός. Και άρα μπήκε στο ξυλοκρέβατο των νεκρών για να τον τρομάξει.
Αλλά και με το συμπέθερο, το γέρο-Καλοειδή, δεν τα είχε καλά.
Αυτός ήταν από πατέρα θείος του γαμπρού και νόμιζε ότι είχε δικαίωμα να είναι στο «ποδάρι του πατέρα», του πεθαμένου αδελφού του.
Ο γέρο-Καλοειδὴς ήταν επίσημο πρόσωπο. Είχε πάει σε πρεσβεία εκ μέρους των κατοίκων του νησιού, κατά τα έτη του Αγώνος και πλησίον του Καπετὰν Πασά και στην Ύδρα και στο Ναύπλιο.
Είχε μιλήσει με το Λάζαρο Κουντουριώτη, ο οποίος του είπε:
«Εσὺ είσαι νοικοκύρης». Αυτόν λοιπόν, τον τόσο σεβάσμιο προεστό του τόπου, όταν λογομάχησαν μία των ημερών, έξω από το μαγαζί του Κρητικού, ο Πέρρος, πολὺ νεότερος και εύρωστος, τον άρπαξε από τα γόνατα, τον έριξε στο έδαφος και τον έσυρε εκατό και πλέον βήματα τον κατήφορο, προς την παραλία, μέχρι την αποβάθρα, για να τον ρίξει στη θάλασσα.
Και μόλις παρενέβησαν οι παρευρεθέντες και απάλλαξαν τον άνθρωπο απ΄το παράκαιρο βάπτισμα. Ευτυχώς, όταν συνέβη τούτο, είχε γίνει ο γάμος προ πολλού και το ανδρόγυνο ήταν «στερεωμένον» πλέον, όσον και αν του κακοφάνηκε του γαμπρού για το πάθημα του θείου του.
* * *
Ο μόνος με τον οποίο τα ταίριαζε ο καπετὰν Πέρρος, ήταν ο Μήτρος ο Σπανός και κατά δεύτερο λόγο ο γέρο Μπουλατζάνας.
Είχαν τόσες αγάπες, ώστε ενώ σχεδόν κάθε Κυριακή μάλωναν μεταξύ τους, την άλλη Κυριακή ανελλιπώς έσμιγαν.
Αφού έφερναν τη συνηθισμένη βόλτα στα άλλα καπηλειά, επέστρεφαν τελειωτικά στου Σμυρνιού, για να επισφραγίσουν τις ρευστές θυσίες.
Εκεί λοιπόν ο Πέρρος, άρχιζε πολλά λόγια, τόσα πολλά, ώστε δεν είχε τελειωμό πλέον και δεν άφηνε υπόθεση που να μην τη θίξει, πηδώντας άτακτα απὸ θέμα σε θέμα, αλλά και δεν επέτρεπε την ελάχιστη διακοπή, όπως όλοι οι ρήτορες. Τότε ο Σπανός, ο οποίος ήθελε και αυτός να πει σχεδόν άλλα τόσα, έχανε την υπομονή του.
― Μα όλα εσύ τα ξέρεις, διάολε!…
― Σώπα! σκάσε! έκραζε με έξαψη ο Πέρρος. Σου είπα, δεν θέλω να μιλείς.
― Μπράβο! στοιχειό είσαι να μου πάρεις τη μιλιά μου; Το λοιπόν, όπως θέλεις εσύ θα γίνεται;
― Αμμὴ πως; Όπως σ᾿ αρέσει εσένα; Και τι ξέρεις εσύ, βρε Σπανέ;
― Α, εσύ τα ξέρεις όλα; Μπα, είσαι ζόρικος, δεν υποφέρεσαι πλια.
― Αν δεν σ᾿ αρέσω, δείξε μου την πλάτη σου, βρε Σπανέ.
― Μωρὲ σκάσε, βρωμόσκυλο! αγαρηνὸ σκυλί, που μυρίζεις χασανιές.
Σε τέτοιες περιφράσεις κατέφευγε ο Σπανὸς επάνω στην αγανάκτησή του, μη θέλοντας να πει το καθαυτό επίθετο, το «Τουρκανάκατε», με το οποίο αποκαλούσαν συνήθως τον Πέρρο, επειδή και του Σπανού άναβε το αίμα του με το ρευστό πυρ, το οποίο άφθονα έπινε, όπως άναβε και του φίλου του.
Τότε ο Πέρρος, μη βρίσκοντας πλέον επίθετο για να στολίσει το Σπανό, εύρισκε πρόχειρο το ρακοπότηρο μπροστά του, πάνω στο τραπέζι, το άρπαζε και το έριχνε κατὰ της κεφαλής του Μήτρου. Συγχρόνως ο Σπανὸς σήκωνε ένα σκαμνί ή καρέκλα για να αμυνθεί και αν δεν απέτρεπε το κτύπημα, το έκοβε όμως και το μετρίαζε κάπως. Άλλωστε το κρανίο του φαινόταν να είναι πολὺ παχύδερμο και σχεδόν δεν αισθανόταν τον κτύπο.
Κατόπιν ο Πέρρος, άρπαζε τη ράβδο του γέρο-Μπουλατζάνα και την κατάφερνε κατά της κεφαλής του Σπανού.
Τότε ο γέρος σηκωνόταν με τραγική στάση και άπλωνε τα χέρια προς τους μαχόμενους.
― Για όνομα Θεού, τ᾿ αδέρφια!… Πώς κάνετ᾿ έτσι, βρε παιδιά;
Σας πρέπει εσάς να δέρνεστε μες στο καπηλειό, σαν νά ᾽στε χαλκοδέρες, τσουπλακιές… κουλελέδες;
―Εσύ είσαι τσουπλακιά, χαλκοδέρα, βρε παλιάνθρωπε, του απαντούσε ο Πέρρος. Σε ποιον μιλείς έτσι και μου κορδώνεσαι… θα ντραπώ τα μούτρα σου γλέπεις!
― Πώς με προσβλήνεις έτσι, καπετὰν Πέρρο; έλεγε ικετευτικά ο Μπουλατζάνας. Εγὼ δεν σας είπα λόγο βαρύ… Πολεμώ να σας ειρηνέψω.
― Καλύτερα ειρήνευε κι άφησέ τους να πολεμούν, είπε μία φορά ο οινοπώλης.
― Καλά σου τα λέει γέροντα ο καπετὰν Πέρρος, έκραζε ο Σπανός. Αφού εμάς μας αρέσει να μαλώνουμε, τι ανακατώνεσαι συ;
Ενώ έλεγε αυτά ο Μήτρος, συγχρόνως έτρωγε δύο ή τρεις ραβδισμούς στο κρανίο και άλλους τόσους στους ώμους και τα πλευρά.
Αλλά όμως γελώντας και πολύ επιδέξια, του στραμπούλιζε το χέρι και του αποσπούσε τη ράβδο και την ύψωνε κατὰ του Πέρρου.
Αυτός οπισθοχωρούσε λίγα βήματα και άρπαζε μία φιάλη γεμάτη οινόπνευμα απὸ το κυλικείο. Αλλά τότε έσπευδε να επέμβει ο οινοπώλης.
―Ε! γέρο-Πέρρο, τις μποτίλιες δεν τις έχω για τους παλαβούς, τις έχω για τους γνωστικούς.
Ο Σμυρνιὸς έπαιρνε τη φιάλη απὸ τα τρέμοντα χέρια του Πέρρου.
― Και μας έχεις για παλαβούς εμάς; έκραζε ο Σπανός.
― Βρίσε μας και συ βρε Σμυρνιέ, φώναζε ο Πέρρος, που ήρθες να χορτάσεις και συ ψωμί στο στραβό το χωριό μας! θα πω το καϊκάκι που σ᾿ έφερε και σένα.
Ο Πέρρος έλεγε αυτά για να πει κάτι και να μην υποχωρήσει απότομα, σαν θρασύδειλος σκύλος που εξακολουθεί, ακόμη και μετά το ξύλο, να γαυγίζει. Ο Σπανὸς έτριβε τα χέρια του και έξυνε το κεφάλι του.
Ο Μπουλατζάνας έφερνε βόλτα κοντά στην πόρτα και ήταν έτοιμος να δώσει το σημείο της φυγής.
Από την πόρτα αυτή, όπως και από τα δύο παράθυρα της προσόψεως, εμφανίζονταν κεφάλια παιδιών.
Όλα τ᾿ αγυιόπαιδα της αγοράς, είχαν συγκεντρωθεί για να δουν και να απολαύσουν τον καυγά. Στην επάνω πόρτα, την προς τον δρόμο της αγοράς, φαίνονταν μανδηλωμένα κεφάλια και λεία άτριχα μούτρα που κοίταζαν κρυφά. Ήταν γυναίκες, που είχαν ακούσει το θόρυβο και κατέβηκαν απὸ τ᾿ ανώγεια ή βγήκαν από τα χαμόγια για να δουν τι συμβαίνει πάλι.
Ο Σμυρνιὸς ο κάπηλος, αφού έριξε μία κανάτα νερό και περιέλουσε τους μικρούς μάγκες, για να τους τρέψει σε φυγή, ερχόταν επίκουρος στον γέρο Μπουλατζάνα.
― Δεν θά ᾽χουμε σαματά και μαζώματα κάθε λίγο δω μέσα. Πηγαίνετε στα σπίτια σας να μαζωχτείτε, είναι μεσημέρι καπετὰν Πέρρο.
Ο Πέρρος, καθώς απομακρυνόταν, έριχνε την αποστροφή αυτήν προς το Μήτρο, που έφευγε προς άλλη διεύθυνση:
― Να φχαριστάς που είσαι σπανός βρε παλιάνθρωπε, γιατὶ αν είχες μουστάκια, θα σου τα μαδούσα, καημένε, τρίχα, τρίχα.
* * *
Αλλά η γριά Βαρσάμω, μία πολύπαθη γειτόνισσα, διατύπωσε τον επίλογο ως εξής:
―Αχ, τι λογάτε, τι θάμα! Κάθε Κυριακή να δέρνονται και κάθε Κυριακή νά ᾽ναι πάλι αγαπημένοι!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης