Ο όρκος των Στενιωτών το 1821
Από το μυθιστόρημα του Νικολάου Αντωνόπουλου, που εκδόθηκε το 1886, με τίτλο «Μαρούσα η Στροπωνιάτισα» και αναφέρεται στον μεγάλο έρωτα του Γιάννου από τη Στενή και της Μαρούσας από τις Στρόπωνες, εξάγουμε από τις περιγραφές πολλά λαογραφικά στοιχεία, καθώς και ιστορικά, τα οποία πιθανόν από στόμα σε στόμα να έχουν κάπως αλλοιωθεί, αλλά πιστεύουμε ότι ο βασικός κορμός πρέπει να προσεγγίζει την αλήθεια, έτσι όπως τα άκουσε ο Αντωνόπουλος από τους κατοίκους, κατά τη διάρκεια της συλλογής στοιχείων, για να «στήσει» την ιστορία του.
Δημοσιεύουμε απόσπασμα από τον όρκο που έδωσαν οι Στενιώτες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και τα διαμειφθέντα μεταξύ των παλικαριών, πριν ξεκινήσουν για τον μεγάλο ξεσηκωμό, έτσι όπως ακριβώς αναφέρονται στο βιβλίο του Νίκου Αντωνόπουλου και τα οποία συνέβησαν κοντά στον οικισμό Άγιος Νικόλαος, «χωρίου κειμένου ανατολικομεσημβρινώς της Στενής», όπως γράφει ο Αντωνόπουλος.
Γιάννης Γιαννούκος
- Σταθήτε, βρε παιδιά, να ορκιστούμε πως θα χύσουμε και το αίμα μας για την πίστι και την 'λευτεριά της πατρίδας μας.
- Ναι, μπάρμπα Μήτρο, να ορκιστούμε. Ο μπάρμπα Μήτρος τοις υπαγόρευσε τον εξής όρκον, ον επάνελαβον πάντες αυτολεξεί. «Ορκιζόμαστε να χύσουμε το αίμα μας για την πίστι και τη λευτεριά της πατρίδος μας και να πολεμάμε τους τούρκους που μας έκαναν τόσα κακά στον τόπο».
Μετά από αυτόν τον όρκο, πάντες αφ' ου ησπάσθησαν το Ευαγγέλιον την δεξιάν του ιερέως και την παιδίσκην, ησπάσθησαν αλλήλους.
-Τώρα, βρε παιδιά, 'σαν πάμ' όξω από την 'Κλησιά θα σας πω τι γίνεται για την πατρίδα. Εξήλθον της Εκκλησίας και εξηπλώθησαν υπό γηραιάν και μεγαλοπρεπή πλάτανον επί της χλόης παρά την πηγήν του διαυγεστάτου ύδατος. Αι πρώται ακτίνες του ηλίου εχρύσιζαν τα πέριξ φυλλώματα, άτινα η δρόσος της νυκτός είχεν υγράνει. Ο Γέρο-Μήτρος, αφ' ου πρότερον έλαβεν ισχυρόν λήμμα ταμβάκου και επταρνίσθη αλλεπαλλήλως, δ' ησύχου πλην σταθεράς φωνής, είπεν, αυτοίς τα εξής: «-Αδέρφια, τώρα θα σας πω κάμποσα για την πατρίδα μας. Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότενες που η δόλια ήταν 'λεύτερη και ήτανε η πρώτη σ' ούλα τα βασίλεια του κόσμου. Αυτό το λέγουν τα βιβλία, καθώς μου είπε ένας δάσκαλος στο χωριό μας. Ύστερα, μωρέ παιδιά, οι Φράγκοι μας ζηλέψανε, ζήλεψαν τ' αγαθά μας και μαζωχτήκανε ούλοι, μαζί και ήρθανε και μας έκαναν σκλάβους, πολεμήσανε οι κακόμοιροι οι παπούλιδές μας. Εσκοτωθήκανε πολλοί και 'σκοτώσανε πολλούς, αλλά τι να 'κάναν οι δόλιοι, που 'χανε μαζευτή σαν μυρμήγκια οι σκυλόφραγκοι. Ύστερα, μωρέ παιδιά, οι γουρνομύτιδες οι Τούρκοι, έδιωξαν τους σκυλόφραγκους και πήραν την Ρωμιοσύνη. Αυτό ήτανε το θέλημα του Θεού, που 'θελησε να μας παιδέψη γιατί δεν πιστεύαμε σ' αυτόν. Μα τώρα αποφάσισε να μας λευτερώση, γιατί τόσα χρόνια πολλά τραβήξαμε οι άμοιροι, γιατί λοιπόν τώρα έδωκε φώτηση σε πολλούς γραμματιζούμενους να κάνουνε επανάστασι και να ζητήσουν τη βοήθεια της Ρουσσίας πώχει την ίδια πίστι μετά μας μας υποσχέθηκε λοιπόν η Ρουσσία πως θα στείλη χρήματα και καράβια και στρατέματα για να μας βοηθήσουν».
«-Αυτά βρε παιδιά, ήθελα να σας πω και να σας συμβουλέψω να πιάσουμε και 'μεις τ' άρματα, σαν τ' αδέρφια μας στο Γριπονήσι, στη Ρούμελη, στο Μωριά και στα νησιά, γιατί ξέρετε Ελλάδα δεν είν' μονάχα το Γριπονήσι, είναι κι άλλαις χώρες που φτάνουν ως την Πόλι που' ταν πρώτα η χώρα της Ελλάδας. Τώρα βρε παιδιά να πάμε στο χωριό μας και να μαζώξουμε όσους μπορέσουμε περισσότερους για να πάμε ν' ανταμωθούμε με τ' αδέρφια μας, που πολεμάνε με τον καπετάν Αγγελή κάτου στα Βρυσάκια. Αλλά βρε παιδιά, όπως τα πρόβατα έχουν το κριάρι μπροστά αρχηγό και οι μέλισσαις το βασιλιά τους, έτσι και 'μεις πρέπει να κάνουμε καπετάνιο δικό μας, γιατί δίχως καπετάνιο τίποτα δεν κάνουμε». - Ναι, μπάρμπα Μήτρο, ναι, μπάρμπα Μήτρο, να κάνουμε καπετάνιο. Αλλά ποιον να κάνουμε. - Κάμετε όποιον θέλετε. - Εσένα, μπάρμπα Μήτρο, είπον όλοι ομού... - Όχι μένα, βρε παιδιά, γιατί είμαι γέρος και δεν ξέρω από τουφέκι καλά, γιατί δεν έχω πολεμήσει με τους Τούρκους ακόμα. Να κάνουμε καπετάνιο τον Γιώργο, πώχει τώρα εφτά χρόνια που δεν άφησε το τουφέκι από τα χέργια, παρά πολεμάει κάθε 'μέρα με τους Τούρκους και ξέρει καλά πως πολεμάνε κι ούλα τα κατατόπια, κι έχει και μάτι αητού. - Ναι, ναι, τον Γιώργο, είπαν πάντες ομού και εγερθέντες ησπάσθησαν αυτόν. Ο Γιώργος κατασυγκινημένος εστηρίχθη επί του καριοφυλλίου του, ύψώσεων την δεξιάν προς τον ουρανόν και μετά φωνής παλλούσης είπεν. «-Ορκίζουμε, ρε παιδιά, ότι με την βοήθεια του Θεού και με την παλληκαριά σας όσο η ψυχή μου είναι μέσα στο σώμα μου, Τούρκος δε θα 'ντροπιάση τα άρματά μου, και θα φανώ άξιος καπετάνιος σας». - Ναι, ναι και 'μεις ορκιζόμαστε, ότι θα πεθάνουμε για την πατρίδα μας, είπον μετ' ενθουσιασμού όλοι. - Τώρα, βρε παιδιά, σύρτε στα χωριά σας και μάστε όσους μπορέστε πιο πολλούς και αύριο το πουρνό, πριν ο ήλιος να σας 'δη,να είσαστε απ' όξω απ' τα Ψαχνά. Συ Γιάννο έλα κοντά μου. Πάντες ανεχώρησαν πλήρεις ενθουσιασμού και ελπίδων. Ο Γιάννος μείνας μετά του Γιώργου είπε προς αυτόν: - Γιώργο, τον Μουράτη τον ξέχασες. - Όχι, Γιάννο, ούτε τον Μουράτη εξέχασα ούτε τον Μπέη, τον ένα θα στον δώσω να τον ψήσης και τ' αλλουνού θα πιω το αίμα. Η Μαρούσα η αγαπητηκιά σου και η Φρόσω η αδερφούλα μου, αν ζουν θ' αναγαλλιάση η καρδιά τους κι αν πέθαναν η ψυχή τους... Αλλά, αδελφέ μου Γιάννο, πρώτα την πατρίδα!!! - Ναι, Γιώργο μου, έχεις δίκιο πρώτα την πατρίδα.