Η Ντελησυφέρω
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πώς βιάστηκε και σήμανε τόσο νωρίς, ο παπά-Mανόλης ο Σιρέτης, την ακολουθία των Χριστουγέννων; 'Η ύπνο δε θα είχε ή το ρολόι του είχε σταματήσει ή το ξυπνητήρι του τον γέλασε. Άλλες χρονιές, η καμπάνα βαρούσε τέσσερις ώρες πριν να φέξει, τώρα χτύπησε βαθιά τα μεσάνυχτα. Κι η θεια-Μαριώ η Χρήσταινα, η κοινώς λεγόμενη Ντελησυφέρω, μόλις είχε κλείσει τα μάτια σε ελαφρό ύπνο και αμέσως την ξύπνησε η χαρμόσυνη κλαγγή των καμπάνων.
Κι αυτή, που τις άλλες χρονιές ήταν επί ποδός μία ώρα νωρίτερα, πριν σημάνει η καμπάνα, στολισμένη κι έτοιμη, για να πάει με την ώρα της να πιάσει και το στασίδι της, στο διαμέρισμα των ηλικιωμένων γυναικών, το οποίο βρισκόταν χωριστά από τον ανώγειο γυναικωνίτη, στο επίπεδο του ναού, κατά τη βορειοδυτική γωνία, τώρα μόλις θα πρόφθανε να ντυθεί και να ετοιμασθεί και θα έτρεχε με βία, μήπως προλάβει καμία άλλη, από εκείνες που πηγαίνουν στην εκκλησία δύο φορές το χρόνο, για να δείξουν τα στολίδια τους και της πάρει με αδιακρισία το στασίδι της.
Σηκώθηκε, ντύθηκε, στολίστηκε και φόρεσε τη μακριά μεταξωτή μαντήλα της. Σήκωσε τον μικρό εγγονό της, τον ένιψε, τον στόλισε, άφησε τη νύφη της, τη χήρα, να κοιμάται μαζί με το μικρό κοριτσάκι της, άναψε το φαναράκι της και βγήκε, συνοδευόμενη από τον εγγονό της. Κι είχε δίκιο να ανησυχεί για το στασίδι, γιατί οι περισσότερες, οι τωρινές, είναι βιλάνες, ξούρες-μαρούσες, αναφάνταλες, αστάνευτες. Δεν ξέρει καθεμιά την αράδα της. Αυτή, για να ξέρει καλά τη δική της και να προσπαθεί με κάθε τρόπο να τη φυλάξει, της έβγαλαν κι αυτό το παρατσούκλι και την είπαν Ντελησυφέρω. Οι τωρινές, νόμιζαν τάχα πως ήταν «ντελήδισα για το συμφέρο της» και δε θυμούνταν πλέον τα παραμύθια της κυρούλας τους. «Κίνησ' ο βασιλιάς να πάει στο σεφέρι», οπού θα πει εκστρατεία, πόλεμος. Και πραγματικά, με το να αγαπά τον πόλεμο η θεια-Μαριώ η Χρήσταινα, αποδεικνυόταν, χωρίς να το ξέρει, συμφωνότατη με τον αρχαίο, ο οποίος είπε. «Πόλεμος πάντων πατήρ».
Πόλεμο σε όλη τη γυναικεία σφαίρα της, πόλεμο και στη δικαιοδοσία την ανδρική ακόμη, όπου χρειάστηκε να έχει μεγάλο φρόνημα και θάρρος η Χρήσταινα, που είχε χηρεύσει νέα, αναγκασμένη να είναι και πατέρας και μάνα για τα ορφανά της. Έπειτα, όταν ο γιος της πέθανε και της άφησε δεύτερη ορφάνια, έγινε και παππούς και γιαγιά για τα εγγόνια της.
Πόλεμο στο σπίτι για να επιβάλλει την πειθαρχία στα παιδιά της ή στη νύφη της ή στα παιδιά των παιδιών της, πόλεμο στην αυλή και στο δρόμο για να σωφρονίσει τη γειτόνισσα η οποία την ενοχλούσε, πόλεμο στο φούρνο για τα ψωμιά, πόλεμο στον ελαιώνα, με τους κακούς γείτονες, πόλεμο στην αγορά με τους αισχροκερδείς κάπηλους και τοκογλύφους, πόλεμο στα δημόσια γραφεία και τα αρχεία με τους καταπιεστές υπαλλήλους και εισπράκτορες, πόλεμο στην εκκλησία για το στασίδι και για την «αράδα της».
Ήταν ψηλή, ισχνή, μελαψή και ρωμαλέα. Άνδρες στη ζωή της θα είχε δείρει κατά καιρούς, πέντε ή έξι.
Ένα πλεονέκτη γείτονα στα κτήματά της, ένα μικρέμπορο που της «πανώγραφε» τα λίγα βερεσέδια της, ένα νέο χωροφύλακα κι έναν εισπράκτορα του δημοσίου, που της ζητούσε, καθώς ισχυριζόταν αυτή, δύο φορές τον ίδιο φόρο.
Γυναίκες είχε δείρει πάρα πολλές, στο φούρνο και σε ένα αυλόγυρο, όπου άπλωναν τα πλυμένα ρούχα και στην εξοχή κι αλλού και μία στην εκκλησία.
***
Ευτυχώς, αυτή τη φορά, εκείνη η οποία είχε τολμήσει να της πάρει το στασίδι της, πρέπει να ήταν πολύ άπειρη, γιατί αλλιώς δε θα τολμούσε να τα βάλει με τη Ντελησυφέρω. Ίσως γιατί το έκανε από άγνοια, φάνηκε πολύ ενδοτική, άμα είδε τη γριά, με τη μακριά μεταξωτή μαντήλα και το βλοσυρό βλέμμα, να επέρχεται, σαν θύελλα, κατ' ευθείαν προς αυτήν (μία γειτόνισσα κάτι της ψιθύρισε στο αυτί), βγήκε και παραχώρησε τη θέση.
- Έλα, θεια-Μαργώ, είπε, εγώ δεν τόξευρα πλιο, πως ήταν δικό σου το στασίδι. Και το επεισόδιο έληξε με λίγους ψιθυρισμούς.
Δεν συνέβη τη χρονιά εκείνη, ούτε δάρσιμο, ούτε μαλλιοτράβηγμα στο διαμέρισμα των γηραιών γυναικών.
***
Στην αντικρινή, τη νοτιοδυτική γωνία του ναού, φαίνονταν μερικά πρόσωπα ανδρών να χαμογελούν και άλλοι να μορφάζουν.
Κάτι άλλο συνέβαινε.
Δύο παράξενοι γέροι, ο Νταραδήμος και ο καπετάν Γιώργος ο Κονόμος, είχαν τη μανία, ο μεν πρώτος να απαγγέλλει, με φωνή αρκούντως ακουστή, πριν να τα πει ακόμη ο παπάς ή ο ψάλτης ή ο διαβαστής, πότε σαν να βοηθούσε τον ψάλτη από μακριά, όλα τα μέρη της ακολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αιτήσεις, εκφωνήσεις, ο δε δεύτερος να δείχνει, ότι δεν ανέχεται τη μανiα αυτή και να τον περιπαίζει και να τον χλευάζει. Ο Νταραδήμος, στο γωνιακό ακριβώς στασίδι έλεγε σαν να ήταν υποβολέας.
- «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω, εδίψησέ σε η ψυχή μου».
Και αυτός που προΐστατο του χορού, στο γιουδέκι πάνω από το δεσποτικό, επαναλάμβανε·
- «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω».
Και ο Κονόμος, ο οποίος βρισκόταν δύο ή τρία στασίδια πιο μπροστά, στρεφόμενος προς τους γύρω του.
- Τ' ακούτε, χριστιανοί;... τ' ακούσατε; και δεν ξέραμε να τον παίρναμε αποβραδίς στα σπίτια μας, να μας τα πει όλα!... θα γλυτώναμε απ' τον κόπο να ΄ρθούμε στην εκκλησιά.
Και οι χριστιανοί, με δυσκολία έπνιγαν τα γέλια τους.
Μετά πάλι, όταν ο ψάλτης άρχισε.
- «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Xριστός...»
Ο Νταραδήμος συνέψαλλε μαζί του και ο γέρο-Κονόμος έλεγε.
- Τον ακούτε, βρε παιδιά... ανόητοι που πάνε και κοπιάζουν για να μάθουν ψαλτικά... δεν τον παίρνουν δάσκαλο, να τους μάθει τζάμπα!
Και οι παριστάμενοι ακούσια χαμογελούσαν.
Ακολούθως, μία στιγμή πριν ο παπα-Mανόλης να εκφωνήσει:
«Συ γαρ ει ο Bασιλεύς της ειρήνης...», ο Νταραδήμος απήγγελλε:
«Συ γαρ ει ο Bασιλεύς...»
Και ο γέρο-Κονόμος:
- Τ' ακούσατε, χριστιανοί; δύο λειτουργίες κάνουμε τώρα... Πάνε και σκοτίζονται και πληρώνουν για να γίνουν παπάδες... δε βάζουν το Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και ψάλτης.
***
Μετά πέντε λεπτά, κάποια μικρή αναταραχή έγινε δίπλα στο ψαλτήρι, μεταξύ ενός κύκλου λίγων μαγκών και μαθητών του Ελληνικού Σχολείου, οι οποίοι ήταν γύρω από τα αναλόγια. Επρόκειτο να κανοναρχήσουν τις «προαιρέσεις». Τον ειρμό της θ΄ωδής, ο οποίος τελειώνει με τις λέξεις «όση πέφυκεν η προαίρεσις, δίδου», άγνωστο αν ο κυρ-Αναγνώστης της Ευγενίτσας ή ο μπάρμπα Αναγνώστης ο Παρθένης ή άλλος προγενέστερος αυτού, τον ερμήνευσε ότι σήμαινε να δίνονται, χάριν της ημέρας, προαιρετικά φιλοδωρήματα στον κανόναρχο και είχε καθιερωθεί έθιμο, όταν το παιδί το κανοναρχούν τελείωνε το στίχο εκείνο, να περιέρχεται τείνοντας ανοικτό το Μηναίον, προς τους προεστούς και άλλους κατόχους των στασιδιών, οι οποίοι φιλοτιμούνταν να ρίχνουν εντός του βιβλίου αργυρά κέρματα, τουρκικά, σπανίως κανένα σβάντζικο, για να «ασημώσουν» τον κανόναρχο.
Αυτή τη νύχτα, θέλησε επιμόνως να «πει τις προαιρέσεις», ο γιος του παπά-Μανόλη, ο Αλέκος και άρπαξε αυθαίρετα το Μηναίον από τα χέρια του άλλου Αλέκου, ο οποίος ήταν ανιψιός του προεστού και γιος του ψάλτη. Έπειτα, όταν ο Αλέκος κανονάρχησε έως το «δεινόν παιδοκτόνον εγκατέλιπον παιζόμενον» πριν αρχίσει το «Στέργειν μεν ημάς» μεταμελήθηκε και φώναξε το συνονόματό του.
- Τι Θέλεις;
- Δε λέω εγώ τις «προαιρέσεις» ντρέπουμαι, πες τις εσύ.
Ο άλλος Αλέκος άρπαξε άπληστα το Μηναίον κι εκανονάρχησε τις «προαιρέσεις». Αμέσως τότε έτρεξε γύρω-γύρω τείνοντας το βιβλίο για να τον ασημώσουν. Εκεί κάτω από το Δεσποτικό, ένα αλάνι ξάμωσε το χέρι για να του αρπάξει ένα πενηνταράκι. Ο Αλέκος έκαμε να κλείσει το Μηναίον. Άλλος μάγκας, ο Αλλοιβαβαίος καλούμενος, κατάφερε ένα χτύπο στο βιβλίο και το ανέτρεψε.
Τα αργυρά κέρματα χύθηκαν με κρότο κάτω στις πλάκες.
Δύο ή τρία παιδιά έσκυψαν με θόρυβο κάτω, αναζητώντας να βρουν τα αργυρά νομίσματα.
Ο πλέον κερδισμένος απ' όλους βγήκε ο Νικολός του Διανέλου, ο οποίος χωρίς να λάβει τον κόπο να σκύψει κάτω, είδε ένα σβάντζικο και δύο άλλα μικρότερα κέρματα και πρόφτασε να τα πλακώσει με το πέλμα των ποδιών του. Έπειτα, κοιτάζοντας και βλέποντας τους γέρους να σταυροκοπιούνται -επειδή τη στιγμή εκείνη ψαλλόταν το ακροτελεύτιο «την χάριν δε, Παρθένε, νέμοις άχραντε, προσκυνήσαι το κλέος»,- τους μιμήθηκε κι αυτός, με πολλή ευλάβεια.
Τέλος, μπήκαν στην καθ' αυτό λειτουργία, η οποία διεξήχθη πολύ σύντομα. Περί το τέλος ακριβώς, πριν ο παπάς πει το «Μετά φόβου Θεού», κάτω από το τελευταίο στασίδι, ακούστηκε και πάλι η φωνή του γέρο Νταραδήμου·
- Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν... «Μετά φόβου Θεού, πίστεως!... Ευλογημένος ο ερχόμενος...».
Ο γέρο-Κονόμος, αφού στράφηκε με τη μία πλάτη προς αυτόν, έκαμε μισό σταυρό.
- Κύριε ελέησον! .... προσκυνάτε, χριστιανοί!... καταδώ, κατά τον Νταραδήμο, γυρίστε!
Και πήγε να ασπασθεί και να πάρει το αντίδωρο.
***
Έξω, στα στενά σοκάκια του βόρειου υψηλού χωριού, λίγο είχε πιάσει το χιόνι και εμαίνετο ο βοριάς.
Ο Νταραδήμος είχε ανάψει το φαναράκι του, ο καπετάν Κονόμος τον ακολουθάει από μακριά.
- Καρτέρει κι εμένα, Δήμο, να μ’ φέξεις λιγάκι.
Πίσω από το γέρο-Κονόμο ερχόταν η Χρήσταινα η Ντελησυφέρω με τον εγγονό της.
- Καλή χρονιά γείτονα, βοήθειά μας ο Xριστός!
- Καλή ψυχή, γειτόνισσα!
Προχώρησαν μαζί λίγα βήματα.
Έφθασαν στην αυλή του σπιτιού του γέρο-Κονόμου.
- Έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά, Δήμο; λέει αυτός.
Εσένα η γριά σ’ βαριέται, δεν θα σώχει ζεστασιά.
Εμένα η Κονόμισσα θα μώχει κάτι τι. Aνεβαίνεις; Εγώ δεν έχω ύπνο.
- Καλά, θα σας στείλω κι εγώ τηγανίτες αλειψές, είπε η Ντελησυφέρω.
- Μετά χαράς θα τις δεχτούμε, γειτόνισσα.
Ανέβηκαν οι δύο στο αρχοντικό του γέρο-Κονόμου. Στρώθηκαν στα πλούσια μεντέρια, κοντά στη δυνατή φωτιά του τζακιού.
Τα φουσκάκια (ή τους λουκουμάδες) τα είχε έτοιμα η γερόντισσα.
Το φαγί το είχε κατεβασμένο και δεν είχε ρίξει το ρύζι για τη σούπα, πριν έλθει ο γέρος να της πει.
Μετά δέκα λεπτά έφθασε η Ντελησυφέρω, φέρνοντας και τηγανίτες. Φαίνεται θα τις είχε έτοιμες η χήρα, η νύφη της.
Μετά από λίγο ήλθε και ο παπα-Μανόλης, ο οποίος τώρα μόλις τελείωσε από την εκκλησία, ακολουθούμενος από το γιο του Αλέκο, τον οποίο συνόδευε και ο άλλος Αλέκος.
Ρίχτηκαν στα φουσκάκια. Ο Αλέκος του παπά δάγκανε ένα, καιγόταν και το φυσούσε. Ο άλλος ο συνονόματός του, έτρωγε ανά δύο-δύο, χωρίς να καίγεται.
Η φιάλη με τη μαστίχα έκαμε δύο-τρεις γύρους.
Τέλος ο γέρο-Κονόμος, λέει στον Νταραδήμο.
- Θα μας πεις τώρα και κανένα τροπαράκι για την καλή χρονιά;
Μην εξέχασαν κανένα οι ψάλτηδες και δεν το είπαν;
- Αληθινά, είπε ο Νταραδήμος, απαράτησαν ένα μεγαλυνάριο, δεν ξέρω πως τους ήρθε.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την Αγνήν Παρθένον, την γεννησαμένην Xριστόν τον Βασιλέα».
Μυστήριον ξένον...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης