Φλώρα ή Λαύρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ω πόσο μακριά, ατελείωτη αυτή η αμμουδιά! Όταν αναλογίζομαι την πορεία μου, αλίμονο, ας πω τη σταδιοδρομία μου στη ζωή, πάντοτε την αμμουδιά αυτή θυμούμαι.
Περπατούσα την άμμο-άμμο, ένα καλοκαιρινό πρωί, προς τα δυτικά, εκεί που είναι σκιές ακόμη. Ω, τι αύρα δροσερή! Βουλιούσα με τα πόδια, αργοπορούσα, σκόνταφτα στην άμμο τη μαλακή. Πότε στην υγρή, λεπτή άμμο, ω, τι δροσιά! ω, τι γλύκα! εκεί που παίζει με τις συχνές εφόδους το κύμα, παιδί του γαλανού πόντου, νήπιο, χαϊδεμένο της θάλασσας μωρό, παίζει το τόμολο ή το σκλαβάκι. Να, τώρα θα σε πιάσω! Να, σ’ έπιασα! Έβρεχε μόλις τα πόδια σου κι έφευγε. Δεν ήταν ικανό να σε πιάσει, να σε σύρει στα άντρα της Γοργόνας, να σε λικνίσει και να σε αποκοιμίσει μαλακά, να σε παραπέμψει μαγεμένο στα αιώνια βασίλεια της Αμφιτρίτης. Ω, ποια θαλάσσια αηδών, ψυχή πολύπαθη και πολύτροπη, ακούγεται να κελαηδεί εκεί στα βάθη του πόντου!
Πότε απέφευγα να είμαι κοντά στο άτακτο παιδί (στο κύμα) ή ζητούσα στερεότερο μέρος στην άμμο τη χονδρή, στο μεσαίο στρώμα όλου του πλάτους της αμμουδιάς.
Εκεί υπήρχαν χαλίκια και όστρακα και φύκια ξηρά, και γιαλόξυλα θαλασσοποτισμένα, εκβρασμένα από τις τρικυμίες.
Και ανάμεσα στα φύκια και τα ξύλα και τα όστρακα, ράκη από δίκτυα και φελλοί και σκασμένα λάμποντα, σαν απολιθωμένα, μικρά ψαράκια. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, τόπια και πανάκια λευκά, πεταμένα και μάγια…
Πήρα ένα απ΄αυτά - και μετέπειτα ένιψα επτά φορές το χέρι στο κύμα - και το έσκισα, να δω τι είχε μέσα.
Ήταν είδος τόπι, σφαίρα από ύφασμα πυκνό και σφιχτό.
Περιείχε πανί και κλωστή και πάλι πανί και παραμέσα πάλι άλλο πανί και κλωστή, όμοια με τα κουτιά εκείνα τα οποία παρουσιάζει στους χάσκοντες θεατές ο θαυματοποιός, κουτιά μικρά και κουτιά μικρότερα αλλεπάλληλα επ᾿ άπειρον. Τι είδους φίλτρα να σήμαινε αρά τούτο;
Ίσως τα φυλλοκάρδια, τα μύχια του εραστή, εννοούσε να τα δέσει η κόρη, ως με πανί και κλωστή, με μόνο το όνομα και την ενθύμησή της επ᾿ άπειρον. Και η κόρη, η οποία κατοικούσε βέβαια στο ύψος του βράχου εκείνου προς ανατολάς, στην άκρη της πολίχνης, είχε ρίξει το «περίαπτον» στη θάλασσα για να την μαγέψει ή μάλλον με την εντολή όπως το μεταβιβάσει αυτή στον νέο των ονείρων της, θαλασσινό, αρμενίζοντα στα πικρά κύματα. Και η θάλασσα, άτρωτη στα μάγια και μη θέλουσα να επαγγέλλεται την προξενήτρα, το ξέρασε μαζί με τόσα άλλα περιττά πράγματα και το έριξε στην χονδρή άμμο.
Πότε ανέβαινα στην πάνω γραμμή της αμμουδιάς, στο ακρινό στρώμα. Εκεί, πέρα και πέρα, σε όλο το μήκος της παραθαλάσσιας, φραγμοί από βάτους και θάμνους αγκαθωτούς και αιγοκλήματα, εδώ κι εκεί δίοδοι, όχι αναίμακτοι, ανάμεσα στα αγκάθια και πιο μέσα αμπέλια, που έχυναν άρωμα μεθυστικό με το ηδυπαθές φύλλωμά τους και σπαρτά ωχρά και ξανθά στον άνεμο και ελαιώνες με το φαιό αειθαλές κράτος του στολισμού τους.
Και στην άκρη προς δυσμάς, το ρίζωμα του λόφου και έπειτα βουνά και άλλα βουνά ποιο πέρα.
Και η αμμουδιά, ατελείωτη, εξακολουθούσε ακόμη.
***
Έξω από τους μακρινούς κάμπους με τους όψιμους καρπούς, όπου βρίσκονται συνοικισμοί ζευγολατών και γαιοκτημόνων, κατά διαστήματα επὶ της άμμου, έρχονται ομάδες, κατά το πλείστον γυναικών και παιδιών, με υποζύγια φορτωμένα.
Ανάγκη να συμμορφώσει κανείς το βήμα του και τον τρόπον του προς τις έξεις και τις προλήψεις των αγροδίαιτων τούτων πλασμάτων.
Ευτυχώς είναι ανοικτό το μέρος και δεν απειλείται κάποιο δυσάρεστο ξάφνιασμα ή σκιάξιμο, όπως πιθανόν να συμβεί μέσα σε σύδενδρο ή ελικοειδή δρόμο.
Από μακριά άμα δει κανείς τις ομάδες αυτές να βαδίζουν, οφείλει να δείξει ότι δεν έρχεται κατεπάνω τους, αλλά με άνετο και αργό μάλλον βήμα, να τηρεί απόσταση και κατεύθυνση άλλη, «εν παρόδω» στέλνοντας από μακριά χαιρετισμό, εάν αντιληφθεί κανείς και καταλάβει ότι οι χωρικές είναι γριές ή μητέρες τέκνων, εάν όμως είναι δειλές παρθένες, το ασφαλέστερο είναι να απέχει κανείς.
***
Εκεί, στο ανώτερο στρώμα της αμμουδιάς, δεν υπήρχε πλέον άμμος, αλλά χώμα, καθώς και ίχνη παλαιών ρεμάτων αποξηραμένων.
Άλλοτε, στην άνοιξη του βίου μου, ερχόμουν πολλές φορές το δειλινό στη Μεγάλη Αμμουδιά. Κι εδώ ρέματα και χείμαρροι και φλέβες νερού και ρυάκια διέσχιζαν την άμμο.
Τώρα, μετά τόσων χρόνων μακρά ξενιτειά, στο φθινόπωρο αυτό της ζωής μου, έρχομαι εδώ το πρωί.
Τι έγιναν τα ρέματα, τα ρυάκια, τα νάματα τα δροσερά, όσα κατέβαιναν από τους λόφους και διέσχιζαν την άμμο;
Τι έγιναν οι πηγές και τα νάματα της νεότητας, τα όποια ανάβλυζαν κάποτε και δρόσιζαν την ψυχή μου;
Εκεί, στην άκρη, η μεγάλη αμμουδιά, κόβεται από μία προβλήτα απόκρημνη ακτή προς το γιαλό. Πέρα απ΄ αυτή αρχίζει άλλη αμμουδιά, έπειτα νέα ακτή προβάλλει στο κύμα, έπειτα πάλι αμμουδιά, μαλακή αγκάλη και τέλος ακρωτήρια και βράχοι απόκρημνοι.
Εκεί στο ρίζωμα του λόφου, πριν φθάσουμε στην πρώτη μικρή προβλήτα, δρομίσκος ευχάριστος, πλάγιος, ανεβαίνει ανάμεσα στους θάμνους, ο τόπος όλος μοσχοβολά από μυρσίνη και ηχολογεί από τους αναβάτες των δένδρων τα τζιτζίκια και το άσμα των σπίνων και των κοτσυφιών μαγεύει και ζωντανεύει όλο το δάσος.
Πρέπει να ανεβούμε το δρομίσκο αυτό.
Η πόλη δεν μας καλεί.
Η ερημιά δεν μας διώκει.
Ας ανεβούμε. Ανάμεσα στο άλσος των σκίνων και των μυρσινών, στα εκτυλισσόμενα αλλεπάλληλα τοπία, στα πλάγια και τις πλαγιές των κοιλάδων, παντού βλέπω και ακούω χωρικούς να εργάζονται.
Μοναχικός, αλίμονο! άεργος περιπατητής, με αληθινή συστολή και ταπείνωση αισθάνεται τον εαυτό του εκτοπισμένο στην ερημιά, όπως και στην πόλη. Γιατί να μην είναι κανείς ζευγολάτης, γεωργός, μεροδουλευτής; Αλίμονο, πολύ αργά!
Ήρεμα και αργά ανεβαίνω. Βρίσκομαι έξαφνα μετέωρος σε ύψος, από όπου βλέπω το μακρό γιαλό όλον και τον έρημο από πλοία νότιο κόλπο και τα νησιά κατά μπροστά τα φαιοπράσινα και τα νώτα της πόλης να στηρίζονται σε ψηλό βράχο και το κοιμητήριο στην από δω απόκρημνη ακτή, πίσω από το δυτικό άκρο της.
Ω κοιμητήριον! Από όλες τις τόσες σκοπιές και περιωπές που κείνται πάνω από τη θάλασσα, συ μόνο βλέπεις με απτόητο διαυγές μάτι τα παρελθόντα και τα μέλλοντα και δεν τα λέγεις!
Τέλος, αφού κατέβηκα στο βάθος της κοιλάδας, έφτασα στην αρχή της δεύτερης αμμουδιάς.
Στάθηκα στο βάθος, όπου κατέβαινε ρέμα. Να τέλος ένα ρέμα! Ανάμεσα στη μελωδία των κλώνων των πεύκων, σειομένων στην πρωινή αύρα και στον ψίθυρο του νερού στην κοίτη του, μουρμούριζε βαθύ μυστήριο.
Ήταν άκρα ερημιά. Βαθιά σκιά απλωνόταν. Μία σκαπάνη γεωργού ακουόταν, μελαγχολικά ηχούσε μακριά και αντηχούσε στο στήθος μου ο κτύπος.
***
- Εκεί από την άμμο, ένα δράμα ανέβηκε. Μέσα από ερείπιο αγροτικού σπιτιού εμφανίστηκε μία όψη γριάς.
Κυρτή, με μαύρη μαντήλα, κρατούσε δέσμη λεπτών ξερόκλαδων στον ώμο τον αριστερό.
Με ανασηκωμένα τα κράσπεδα της φτωχικής ποδιάς της, ξυπόλητη, μία φτωχή γριά κουβαλούσε ξύλα στον ώμο...
Δεν την είχα ιδεί από τριάντα ετών, όταν ήμουν παιδί.
Εντούτοις την ανεγνώρισα.
—Βρίσκεσαι ακόμη γριά Φλώρα, της είπα σαν σε έκσταση.
—Δε με λένε ακόμη Φλώρα, παιδάκι μου, απάντησε, με λένε Λαύρα.
Λαύρα; έλεγε τάχα, το όνομα της Δάφνης το λατινικό, το όνομα σεμνού ενδιαιτήματος μοναχού, ή το όνομα της ερωμένης του Πετράρχη;
Αλλά εκείνη έλεγε Λάβρα κι εννοούσε βέβαια τη φλόγα της καρδιάς της.
Χωρίς να το καταλάβω, το μάτι μου αποσπάστηκε προς στιγμήν από τη γριά κι έπεσε επάνω στο ερείπιο εκείνο του παλαιού σπιτιού. Φαίνεται ότι είχα μία ανάμνηση, μακρινό όραμα της παιδικής ηλικίας, ένα όνειρο ή ένα όνομα.
— Αυτό το χάλασμα που βλέπεις, παιδί μου, είπε η γριά, σαν να μάντευσε την απορία μου, είναι «του βασιλιά το σπίτι».
Α, ναι! τώρα θυμούμαι. Όταν ήμασταν παιδιά, μας οδηγούσε συχνά ο δάσκαλος για να κολυμπάμε στην πρώτη από κει άκρη του γιαλού, στην αρχή της αμμουδιάς της μεγάλης.
Από εκεί αγναντεύαμε μακριά, προς την αγκάλη αυτή του μικρού γιαλού, από δω από την πρώτη ακτή, ένα λευκό όνειρο, ένα ωραίο σπιτάκι, γλυκιά και ποθεινή αγκαλιά μέσα σε παραδείσια πρασινάδα, στο χείλος της άμμου, του γιαλού, στο φίλημα του κύματος.
Το λευκό σπιτάκι και η εξοχή εκείνη λεγόταν «στου βασιλιά».
Γιατί άραγε; Ο γέροντας φουστανελοφόρος, ο ιδιοκτήτης του μικρού τοπίου, λεγόταν και αυτός γέρο-βασιλιάς! Αλλά αγνοώ αν το κτήμα ονομάσθηκε από τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος από το κτήμα.
Λαχταρούσαμε τότε σαν παιδιά, να εκτείνουμε έως το μέρος αυτό τους περιπάτους μας, για να απολαύσουμε το όνειρο, τη μαγεία.
Αλλά ο δάσκαλος δεν μας το επέτρεπε.
Τώρα, όταν μετά τόσα πολλά χρόνια άσκοπα και αμνήμομας ήλθα έως εδώ, τώρα εξέλιπε πλέον το λευκό, το περιπόθητο όνειρο, το οποίο σάλευε κάποτε μεταξύ φανταστικού και υπαρκτού, μεταξύ άμμου και θάλασσας. Και βλέπω αυτό το μαυρισμένο ερείπιο, το χάλασμα, το κατάλυμα του χρόνου και των ανέμων, μέσα από το οποίο είχε φανεί ότι βγήκε η γριά αυτή, άλλο ερείπιο ζωντανό και κινούμενο, για να μου θυμίσει το όνομα του παλαιού ονείρου, για να το μνημονεύσει, αυτό το θαμμένο όνειρο.
Α! θυμούμαι, έμαθα. Η γριά αυτή ήταν «χαροκαμένη» και δυστυχής.
Είχε θάψει όλα τα τέκνα της και αυτή ζούσε ακόμη...
Και δεν την αποκαλούσαν πλέον Φλώρα, αλλά Λάβρα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης