Η Πεποικιλμένη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Είχα τάξιμο να πάω στην Κεχριά, να ψάλω το «Πεποικιλμένη», στα Εννιάμερα, στις 23 Αυγούστου.
Απὸ δέκα χρόνων δεν είχα επισκεφθεί την Παναγία την Κεχριά.
Δέκα χρόνια είχα να ασπασθώ τη σεβάσμια παλαιὰ εικόνα της Κοιμήσεως, όπου είναι ζωγραφισμένοι, επάνω σε δύο υπερώα, ένθεν και ένθεν, ο ιερός Κοσμάς (αυτός ο θεσπέσιος ποιητής της Πεποικιλμένης) και ο θείος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω προς τη σύνθεση της εικόνας, επί των οποίων είναι γραμμένα δύο τροπάρια, το «Γυναίκα σε θνητήν, αλλ’ υπερφυώς και Μητέρα Θεού» και το «Αξίως ως έμψυχόν σε ουρανὸν υπεδέξαντο…»
Και δεν είχα αγναντέψει, ούτε από μακριά τον περικαλλή θόλο του σεμνού ναΐσκου, όπου αστράπτει στον ήλιο, όλος ποικιλμένος απὸ τα ωραία παλαιὰ πινάκια, τα εγκολλημένα στο κτίριο σαν όστρακα μαργαριτοφόρα.
Και παραμέλησα το τάξιμό μου και δεν αποφάσιζα να πάω.
Νύχτωνε και καθόμουν έξω από το μαγαζί του αγαπητού νεαρού φίλου μου, του Κωστή του Τσαμασφύρου, ρεμβάζοντας και χωρίς να σκέπτομαι.
Ο Κωστάκης μου έφερε ποτήρι ρακιού να με κεράσει και μου είπε:
― Δεν πήγες, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε, στην Παναγιά την Κεχριά;
Εγὼ θα πάω.
― Τώρα που νύχτωσε; Τι λες!
― Έχει φεγγαράκι.
Ήπια κι επανήλθε στο μαγαζί του κρατώντας το δίσκο.
Μόλις αυτός εισήλθε και αμέσως εισόρμησα μέχρι το κυλικείο, όπου απέθετε το δίσκο με τα ποτά.
― Θα πας σίγουρα, Κωνσταντή;… Πως σου ήρθε;…
Έχεις συντροφιά;
―Έχω, αν δεν με γελάσει.
― Ποιόν;
― Τον Αργύρη τον Τσαλαβούτη.
Έτρεξα έξω, πήγα σε ένα υποδηματοποιείο, δύο ή τρεις πόρτες παρέκει, για να βρω το μικρό ανεψιό μου το Διαμαντή, που εργαζόταν ως κάλφας στην τέχνη αυτή.
Δυστυχώς το υποδηματοποιείο είχε κλείσει.
Πλησίαζε οκτώ η ώρα, δύο ώρες νύκτα.
Επέστρεψα προς του Τσαμασφύρου.
― Κωσταντή, δεν βρήκα τον ανιψιό μου.
Ο μάστορής του έκλεισε απὸ νωρίς.
Ήθελα να του πω, να πει χαμπάρι στο σπίτι.
Δε συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. Θα φωνάζουν οι αδελφές μου. «Πού θα πας τέτοιαν ώρα;» και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών…
Ακούς να σου πω;
― Λέγε.
―Αναλαμβάνεις να στείλεις είδηση στο σπίτι μου, για να μη με γυρεύουν και ανησυχούν όλη νύχτα;
Στείλε έναν, όποιον βρεις, ή ένα παιδί… ή ένα πουλί.
― Καλά.
― Μην ξεχάσεις.
― Όχι.
―Εγὼ θα πάω πεζός και μοναχός μου. Εσὺ έλα με το άλογό σου και με την παρέα σου. Θα πάρεις και κουμπάνια;
― Θα πάρω.
― Σε περιμένω στον Αι-Λιά. Εκεί θα σμίξουμε.
― Καλά.
* * *
Ο Κωστής, ο νεαρός φίλος μου, μου είχε κάμει αληθινή υποβολή, αν όχι υπόμνηση του ταξίματός μου.
Δεν κρατιόμουν και κίνησα αμέσως. Το φεγγάρι ήταν εννέα ή δέκα ημερών.
Λογάριαζα, μιας ώρας ανήφορο ως τον Άγιο Ηλία, μιας ώρας συνάντηση και διαμονή με πρόχειρο δείπνο στην τοποθεσία αυτή και τριών τετάρτων περίπου κατήφορο ως την Παναγία.
Η σελήνη θα μας έφεγγε ακριβώς ως να φτάσουμε στο τέρμα.
Πήρα τον ανήφορο, βαδίζοντας φράχτη-φράχτη, ανάμεσα από αμπέλια και ελαιώνες, ανέβηκα στο Κοτρονάκι, στους «Σακαλάρους», έφθασα στου Βαραντά το ρέμα, όπου «κρότιζε» ο τόπος, αλλά εγὼ δεν κροτιζόμουν, δεν είχα στο νου μου στοιχειά και φαντάσματα, αλλά προαπολάμβανα το «Πεποικιλμένη».
Διέσχισα πέρα-πέρα το ρέμα, μπήκα στο Μεγάλο Ανήφορο, στο Μεροβίλι και τέλος, με πολὺ άσθμα και ιδρώτα, έφθασα στον Αι-Λιά.
Αντίκρυ στο πελώριο κτίριο, το κελί του παπα-Ιερεμία, δύο ή τρία σκυλιά με γαύγισαν, αλλά όταν πάτησα επί του οροπεδίου, όπου είναι ο ναΐσκος του Προφήτου, παραδόξως σιώπησαν και κρύφτηκαν σε δύο ή τρεις καλύβες, που φαίνονταν ανάμεσα στους κήπους.
Ψυχή δεν είχα συναντήσει. Γλυκός ζέφυρος φυσούσε στους πελώριους πλατάνους, τριγύρω στη μεγάλη δίκρουνη βρύση, όπου κελάρυζε τα νερά της στ᾿ αυλάκια, το ρέμα-ρέμα, τον κατήφορο.
Έκαμα το σταυρό μου, έξω απ΄το παράθυρο, στο γλυκό φως των κανδηλιών, που έφεγγαν μπρος στο Χριστό και την Παναγία και τον Πρόδρομο και τον Προφήτη Ηλία με τη μάχαιρα και με τη μηλωτή.
Έψαλα «ο ένσαρκος άγγελος».
Κάθισα στην πεζούλα. Αγνάντευα, στο μελαγχολικό φως της σελήνης το χωριό μας, κάτασπρο, κτισμένο σε δύο λόφους με κοιλάδα στη μέση, παραθαλάσσιο και το λιμάνι το τρίκολπο με τα τρυφερά νησάκια, που φαίνονται σαν να πρωτοεμφανίζονταν στα φωσφορίζοντα νερά.
Μετά ένα τέταρτο της ώρας, άκουσα κρότο και βάδισμα αλόγου. Σηκώθηκα. Ερχόταν ο Κωνσταντής.
―Εδώ είσαι, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε;
―Εδώ. Μοναχός σου ήρθες; Που είναι η παρέα σου;
―Με γέλασε… Μην τα ρωτάς, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε. Όσα τροπάρια ήξερα… και ξέρω πολύ λίγα… όλα τα είπα στο δρόμο.
― Γιατί; Φοβήθηκες;
― Κρότιζε ο τόπος. Εσένα δε σ᾿ έμελλε;
― Όχι τόσο. Απ᾿ του Βαραντά ήρθες;
― Απ᾿ το Πετράλωνο. Εσύ, απ᾿ του Βαραντά;
― Ναι.
― Δεν φοβήθηκες εκεί, στο ρέμα;
― Δεν έβαλα στο νου μου… τίποτε.
* * *
Πέζεψε. Ξεφόρτωσε το ζεμπίλι με τα τρόφιμα και τη φλάσκα με το κρασί. Έβγαλε απὸ το ζεμπίλι ένα κερί σπαρματσέτο, έτριψε πυρείο και το άναψε.
Έως να καθίσουμε μπροστά στο κατώφλι της μικρής εκκλησίας και να στρώσουμε το τραπέζι, αισθανθήκαμε ότι ο Μπαλής, το άλογο, που το είχε αφήσει λυτό ο Κωσταντής, μας έφυγε.
Πριν κάνουμε το σταυρό μας, σηκώθηκε ο Κωστής.
Αλλά το υποζύγιο θα πήγε εκεί, προς ανατολάς, στο σύσκιο μέρος, ανάμεσα σε λόχμες και φράκτες και δεν το βλέπαμε.
Ανάγκη να τρέξει ο Κωστής, για να το ανακαλύψει κάπου.
Αλλά θα ήταν μεγαλύτερη ευκολία, ένας να κρατεί το κερί και άλλος να έχει τα χέρια ελεύθερα, για να συλλάβει το ζώο, άμα θα το εύρισκε. Ο Κωσταντὴς ήταν ο μόνος αρμόδιος προς το τελευταίο τούτο, εγὼ σε τι άλλο θα χρησίμευα, παρά μόνο για να κρατώ το κερί.
Δυστυχώς, είχα βγάλει το παπούτσι μου το αριστερό, πριν καθίσουμε στο δείπνο, επειδή με ενοχλούσε ο κάλος μετά την οδοιπορία και βρέθηκα μονοπέδιλος, την ώρα που είχε γίνει άφαντο το ζώο.
Και όμως ανάγκη ήταν να συμμορφωθώ.
Επήγα μαζὶ μὲ τον Κωσταντή πολλά βήματα, πέραν του ιερού της εκκλησίας, με ένα παπούτσι, χωλαίνοντας και πατώντας στα αγκάθια.
Ευτυχώς, ο Μπαλής δεν είχε πάει μακριά, ήταν διακριτικό άλογο.
Είχε απομακρυνθεί απλώς για να βοσκήσει και δεν είχε βάλει κακό με την κεφαλή του.
Όταν γυρίσαμε πίσω, εγὼ κρατώντας το κερί, ο Κωσταντὴς σύροντας τον Μπαλή, τον οποίον και έδεσε πρόχειρα στη ρίζα θάμνου αντίκρυ μας, ο Κωστής ξέχασε που είχε βάλει το μαχαίρι, καθώς το είχε βγάλει απὸ το ζεμπίλι, για να κόψει ψωμί και ψωμί δεν έκοψε, αλλά τρέξαμε αποτόμως προς ανεύρεση του Μπαλή.
Ο Κωστής το αναζητούσε τώρα στο ζεμπίλι, αλλά στο ζεμπίλι δεν ήταν, ούτε πήδησε μοναχό του πίσω, αφού το είχε βγάλει από κει. Ψάξαμε πολλή ώρα με το κερί, τέλος το βρήκαμε σιμά στη βορειοδυτική γωνία του εκκλησιδίου, κοντά στις ανθοδόχες, όπου ευωδίαζαν εκεί βασιλικὰ και ροσμαρὶ και δενδρολίβανα.
Φάγαμε το λιτό δείπνο μας, ήπιαμε, εδευτερώσαμε και ετριτώσαμε με τη φλάσκα.
―Όλα καλά, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε, μα έλα που ξέχασα να στείλω χαμπάρι στο σπίτι σας…
―Αλήθεια;… Επόμενο ήταν. Δεν πειράζει, Κωσταντή.
Την επόμενη μέρα έμαθα, ότι η αδελφή μου η νεότερη πήγε μεσάνυχτα, μαζὶ με τον ανεψιό μου, μ᾿ ένα φανάρι και ξύπνησε τη νεαρή γυναίκα του Κωσταντή, που ήταν έγκυος στο μήνα της, για να πληροφορηθεί.
Τέλος έμαθαν ότι είχα πάει στο πανηγύρι και ησύχασαν.
― Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είναι παραπάνω απὸ δέκα η ώρα… Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω και θα τα βρούμε σκούρα τον κατήφορο, ανάμεσα στα ρέματα και στον ελαιώνα.
― Πάμε, μπαρμπ᾿ Αλέξανδρε.
Σηκώθηκε και φόρτωσε τα πράγματα στο ζώο. Αλλά την τελευταία στιγμή, αναζητούσε το ψάθινο καπέλο του και δε θυμόταν που το είχε πετάξει. Τέλος το βρήκαμε, με τη βοήθεια του κεριού.
Εγὼ είχα φορέσει το παπούτσι μου.
Σβήσαμε το κερί και το έβαλα εγὼ στην τσέπη μου.
Ανεβήκαμε τη μικρή ανηφόρα, έως το ζυγό των δύο βουνών, μεταξὺ των δύο υψωμάτων του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί κατηφορίσαμε, για να φθάσουμε στην Κεχριά.
Το φεγγάρι, μισό και κάτι, έγερνε προς τον Αραδιά, το δρυμώνα και χαμήλωνε, χαμήλωνε.
Αντίκρυ στο Πήλιο, έμελλε να κρυφτεί μετά μία ώρα το πολύ, αλλά πριν να κρυφτεί, θα έχανε σχεδόν το φέγγος του, όσο θα κοντοζύγωνε στο μεγάλο βουνό.
Οι δρύες του Αραδιά φαίνονταν, σαν να έριχναν τη σκιά τους προς τον ουρανό και το φεγγάρι θόλωνε, θόλωνε.
Εγὼ είχα την ιδέα, ότι ο Κωστὴς θα ήξερε καλύτερα απὸ μὲνα το δρόμο, ως νέος που κατοικούσε διαρκώς στον τόπο.
Εκείνος νόμιζε, ότι εγὼ θα θυμόμουν καλύτερα τα κατατόπια, σαν παλιός που αγαπούσε τα εξωκλήσια.
Αλλά είχα δέκα χρόνια να πάω στην Κεχριά, ο δε Κωστής, αν και κτηματίας, δεν είχε ελαιώνα προς αυτό το μέρος και δε σύχναζε εκεί.
Οι δρομίσκοι της εξοχής, είναι δύστροποι και άτακτοι. Άλλος καταπατεί του γείτονα το κτήμα ή το δημοτικό, ή το μοναστηριακό και σπρώχνει το δρόμο πάρα έξω, άλλος ανοίγει μονοπάτι όπου φθάσει, μέσα στους αγρούς και συντομεύει το δρόμο, άλλος κτίζει καλύβα, στρώνει αλώνια και κατασκευάζει φράκτη προς το συμφέρον του.
Και το φεγγάρι χαμήλωνε.
Τέλος χάσαμε, όπως ήταν φυσικό, το δρόμο. Έβγαλα το σπαρματσέτο και το άναψα. Στρίβαμε δεξιά και αριστερά, γυρίζαμε από δω κι από κει, εκείνος καβάλα, εγὼ πεζός. (Ο Κωστὴς μου πρότεινε φιλόφρονα να κατέβει και να ιππεύσω, αλλά εγὼ δεν το συνηθίζω ποτὲ αυτό στη μικρή νήσο μου.)
Τέλος, ο Κωσταντὴς κατέβηκε απ΄ το υποζύγιό του, μου πήρε το κερί και κοίταζε να βρει το δρόμο. Ύστερα είπε ότι τον βρήκε, έσβησε το κερί, το έβαλε δεν ξέρω που και ίππευσε πάλι.
Και πάλι αποπλανηθήκαμε. Κοντεύαμε ωστόσο να φθάσουμε στην Παναγία. Μας φαινόταν ότι βλέπαμε κάτι να ασπρίζει κάτω εκεί, στο βάθος της κοιλάδας, κάτι σαν κτίριο, σαν εκκλησία, σαν μοναστηράκι, μία ακτίνα σαν απὸ φωτιά καταυλισμού ανθρώπων που αγρυπνούσαν, αλλά το δρόμο δεν τον βρίσκαμε, πώς να κατεβούμε εκεί; Αισθανθήκαμε, ότι πέσαμε δέκα πήχεις κάτω απὸ το επίπεδο, όπου ήταν το μικρό παλαιό μονύδριο.
Φθάσαμε σε άβατο. Ούτε μπρος ούτε πίσω.
Ο Κωσταντὴς πέζεψε και πάλι απὸ το ύψος του σαμαριού και μου ζητούσε το κερί, για να ανάψει να βρει το δρόμο. Αλλά εγὼ θυμόμουν ότι δεν μου είχε δώσει το κερί. Τέλος έψαξε στον κόρφο του, στις τσέπες του, στο ζεμπίλι και το βρήκε, δεν ξέρω που.
Έτριψε ένα πυρείο, δύο, τρία, πέντε, αλλά τέτοιο αεράκι, απόγειο, ερχόταν απὸ το βουνό, ώστε τα σπίρτα έσβηναν πριν να ανάψουν.
Τέλος κατόρθωσε να ανάψει το κερί, αλλά μετὰ μία στιγμή το έσβησε το αεράκι.
Τέλος, ο Παπάς - τέτοιο παρατσούκλι έφερε ένας κηπουρός, που ήταν σε εκείνο το μέρος, δεν ξέρω γιατί ο ίδιος εκκαλείτο και Σκαρλάτος, αλλά το καθ΄ αυτό όνομά του δεν κατόρθωσα να το μάθω - μας αισθάνθηκε ότι βρισκόμασταν προς εκείνο το μέρος και ήλθε σε βοήθειά μας, προτού να φωνάξουμε, γιατί ντρεπόμασταν να φωνάξουμε. Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω και μας οδήγησε στην Παναγία την Κεχριά.
* * *
Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος τον οποίο είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθεί, αφού είχε κάμει εσπερινό, που διήρκεσε ως τις δέκα η ώρα.
Ήταν παρά λίγο μεσάνυχτα, όταν φτάσαμε.
Ο Γούμενος, δε γνώριζε τα παλαιὰ έθιμά μας και δεν τα ασπαζόταν. Τα κελιά κατερειπωμένα, ένα μόνο είχε ανακαινισθεί εσχάτως, με δαπάνη ενός κοσμικού χριστιανού.
Ο λίγος κόσμος, που είχε οδοιπορήσει προς τα εκεί για να εορτάσει τα Εννιάμερα της Παναγίας - τριάντα περίπου ευλαβείς νοικοκυράδες και άνδρες δέκα ή δεκαπέντε και άλλα τόσα παιδιά, είχαν πάει για να αγρυπνήσουν - άλλωστε, ποιος θα έφερνε ρούχα για να κοιμηθεί; Και ποιος θα πήγαινε για να κοιμηθεί στο ύπαιθρο;
Ο Γούμενος είχε κοιμηθεί στο κελί.
Ο Γιώργης το Μπονακάκι, ψάλτης, που είχε πάει από το βράδυ, με πληροφόρησε, ότι ο πάτερ Γεράσιμος, είχε υποσχεθεί να σηκωθεί μετά μία ώρα και να αρχίσει τον όρθρο. Καλά. Σημείωση ότι το παλαιό μονύδριο της Κεχριάς ήταν προσκολλημένο ως Μετόχι στο πάλαι ποτὲ σεβάσμιο κοινόβιο του Ευαγγελισμού κι από εκεί είχε έλθει για να τελέσει την πανήγυρη ο παπα-Γεράσιμος.
Φωτιά ήταν αναμμένη στο προαύλιο. Γυναίκες και παιδιά θερμαίνονταν στη φωτιά. Έκανε ψύχρα.
― Πέτε μας καμιά ιστορία για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ και κάθισα κοντά στη φωτιά. Εδώ στο ρέμα, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπαν, τον παλαιό καιρό. Που κείνα τα χρόνια!
Άρχισε το Μαριὼ του Μουσκαδού κι η γριά-Αγάλλαινα κι η παππαδιά του Μπονάκη η χήρα, η μητέρα του ιεροψάλτη, να μας διηγούνται για στοιχειά. Αλλά διαφώνησε ο κυρ Μενέλαγος, που δε λείπει απ᾿ όλα τα πανηγύρια κι ο Στέργιος της Μαλαματίνας, λέγοντες ότι αυτοὶ δεν πιστεύουν τα στοιχειά.
Παντού παρουσιάζονται Ρωμιοὶ για συζήτηση, περί του αν υπάρχουν στοιχειά. Εγὼ σε αυτούς τους ανθρώπους, αν είχα εξουσία, θα έβαζα φίμωτρο.
Έγινε δύο η ώρα κι ο Ηγούμενος κοιμόταν κι ο κόσμος κρύωνε.
Ο Γιώργης τα Μπονακόπουλο, μου προσφέρθηκε να πάει να ξυπνήσει τον Ηγούμενο.
― Όχι, μην τον ξυπνάς. Δεν έχομε θάρρος στον άνθρωπο. Πάμε μέσα κι εγὼ θ᾿αρχίσω τον Πολυέλεο, για να πάρω τη μπόρα… δηλαδή, για να αναλάβω την ευθύνη. Και συ, άνοιξε το βιβλίο σου το μουσικό και κελάηδα το.
Εγὼ θ᾿ αρχίσω το «Δούλοι Κύριον». Κατόπιν εσύ αρχινάς το «Λόγον αγαθόν». Εγὼ δεν ήρθα για τον Πολυέλεο, ήρθα για το «Πεποικιλμένη».
* * *
Μπήκαμε μέσα στο σεπτό ναΐσκο. Βυζαντινό, με χιβάδες και με τοιχογραφίες και αρχίσαμε τον Πολυέλεο.
Ο κόσμος έτρεξε κατόπιν μας, άναψαν πολλά κεριά οι γυναίκες και βρήκαμε θάλπος και παραμυθία.
Μετά είκοσι λεπτά, ο Ηγούμενος παρουσιάστηκε.
Είτε η ψαλμωδία μας τον ξύπνησε, ή θέλησε να ξυπνήσει.
Πλησίασα προς την πύλη του ιερού τη βόρεια και του εξηγήθηκα:
― Πάτερ, για να μαζωχτεί ο κόσμος και να ζεσταθεί, κρίναμε καλόν να αρχίσουμε τον Πολυέλεο, χωρὶς να σας βιάσουμε σε τίποτε. Πιστεύω ότι δεν ενοχληθήκατε.
― Καλά, καλά.
Τέλος, αξιώθηκα να ψάλω το «Πεποικιλμένη» και τούτο αρκεί.
Όταν εξήλθαμε απὸ τη λειτουργία, περί το λυκαυγές, ο Ηγούμενος χαμογελώντας μας προσέφερε επί της πεζούλας έξω από το ναό, όπου καθίσαμε, ροδάκινα και ρακί, ευλογία του Μοναστηριού.
Είχα αρνηθεί να πιώ καφέ, όταν μου πρόσφεραν οι γυναίκες οι πανηγυρίστριες, αλλά όταν ο Ηγούμενος έστειλε τον πάτερ Παφνούτιον, πρώην υπενωμοτάρχη, ο οποίος είχε καλογερέψει στο κελί και μου έφερε μεγάλη κούπα καφέ, μοναστηριακό θαυμάσιο, δεν μπόρεσα να αρνηθώ.
Ύστερα έμαθα ότι, την ώρα που είχε κατεβεί «μαχμουρλής» ο Ηγούμενος απὸ το κελί, μία των γυναικών, η Μαριὼ του Μουσκαδού, τον πλησίασε και του είπε:
― Γέροντα, να μου κάμεις μια παράκληση, σαν απολύσει η λειτουργία.
― Δεν λες αυτουνού που είναι μέσα να σου την κάμει; απάντησε ο Ηγούμενος.
Εννοούσε εμένα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης