Η Συντέκνισσα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
- Γεννήσατε;
- Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.
Ήταν γυναίκα απ’ τα βουνά, σύζυγος ποιμένα, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνες τις αρχαϊκές, τις πρωτινές ή παλαιικές, καθώς τις έλεγαν.
Είχε ζήσει στα ήμερα βουνά τα κοντινά στην πολίχνη, όπου ο παρείσακτος νεωτερισμός ακόμη δεν είχε ποδάρια για να αναρριχηθεί, ονόμαζε το πιάτο πινάκι, τη σουπιέρα λοπάδα, το μπαρμπούνι τριγλί, το τσεκούρι αξινάρι, την πουλάδα νοσσίδα, και την κουμπάρα, στην οποία μιλούσε, την αποκαλούσε «συντέκνισσα».
Πλην τούτων, είχε και άλλες μερικές αφελείς λεπτότητες και ευφημισμούς στη γλώσσα και τον τοκετό τον αποκαλούσε «σπαργάνισμα».
Είχε κατέβει στην πολίχνη πολύ πρωί, με το βαρύ, άγριο χειμώνα του Δεκεμβρίου.
Το χιόνι έπεφτε όλη τη νύκτα και μέχρι το πρωί.
* * *
Το είχε «πασπαλώσει» στα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και στον κάμπο, στα λιβάδια, επάνω στις στέγες και τα δώματα των σπιτιών και κάτω στους δρομίσκους της μικρής πόλης.
Η γριά είχε διευθυνθεί στου παπά το σπίτι.
Ο παπα-Βαγγέλης ήταν ακόμα στην εκκλησιά, δεν είχε απολύσει η λειτουργία.
Ήταν σαρανταήμερο, παραμονές των Χριστουγέννων και, κατά το έθος, η μυσταγωγία ετελείτο καθημερινά στους ναούς.
Όλες οι ενορίτισσες του παπα-Βαγγέλη, του κουβαλούσαν στο σπίτι τα συνήθη «βλογούδια».
Ήταν δε αυτά, ψωμάκια ενσφράγιστα με το σημείο του Σταυρού, προσφερόμενα κατ’ οίκον στους ιερείς για τις ψυχές των τεθνεώτων, κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής.
Πολλές ενορίτισσες, αντί να φέρουν ψωμάκια, έφεραν ένα σακούλι αλεύρι και τούτο το προτιμούσαν εν γένει οι παπαδιές. Όχι γιατί θα επιθυμούσαν να «μπαίνουν σε κόπο» να ζυμώνουν, αλλά γιατί τα βλογούδια, ποτέ δε φτουρούσαν και μοιράζονταν συνήθως στα πτωχά και τα ξυπόλυτα της γειτονιάς, όπως και τα κόλλυβα.
* * *
Η περί ης ο λόγος γριά τσομπάνισσα, η Τσολοβίκαινα, ήταν από τις καλές ενορίτισσες.
Προ ολίγων ημερών είχε φέρει στο σπίτι του παπά, όπως κάθε χρόνο συνήθιζε, ογκώδη κάπως σάκο με αλεύρι από ντόπιο σιτάρι, παραγωγή από τους κόπους των παιδιών της και για το λόγο τούτο, όπως και γιατί ήταν συντέκνισσά της, απολάμβανε της εύνοιας της παπαδιάς.
- Θ’ αργήσ’ ου παπάς, συντέκνισσα;
- Όπου είναι, έρχεται, κουμπάρα.
Η συντέκνισσα είχε φέρει από το καλύβι, μέσα σε καλάθι, μία φιάλη γεμάτη… όχι γάλα, αλλά καθαρό νερό, από το αγίασμα των Ταξιαρχών, που αναβλύζει απ’ αυτό το ιερό βήμα του εξοχικού ναΐσκου.
Διηγήθηκε εν ολίγοις στην πρεσβυτέρα, ότι η κόρη της, η Κρατήρα, που είχε πανδρευτεί προ τριών ετών, γέννησε τη νύκτα αυτή το δεύτερο παιδί της, αγόρι. Στην πρώτη γέννα, πριν δύο χρόνια, είχε κάμει κορίτσι, το οποίο είχε ζήσει λίγες ημέρες και είχε πεθάνει.
Τώρα πλέον, ας ήταν στερεωμένο και καλορίζικο, να της ζήσει αυτό, αφού μάλιστα ήταν και αγοράκι.
Η παπαδιά της είπε τις εγκάρδιες ευχές της και ούτε τη ρώτησε τι περιείχε η φιάλη ή τι είχε μέσα στο καλάθι, ήξερε καλά περί τίνος επρόκειτο.
Συνήθεια είχαν οι γερόντισσες ποιμενίδες του βουνού, όταν κάποια νεότερη μεταξύ τους γεννούσε βρέφος σε καιρό χειμώνα, στο καλύβι, στα βουνά επάνω και ο χειμώνας ήταν σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήταν μεγάλος κόπος για τον παπά να ανέβει να δώσει τη συνήθη ευχή στη λεχώνα, να γεμίζουν ένα αγγείο νερό ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιο νάμα του Προφήτου Ηλιού, αναλόγως το κατάμερο στο οποίο έβοσκαν ή κατοικούσαν οι οικογένειες των αγροδίαιτων και να το πηγαίνουν στον παπά, κάτω στη χώρα.
Ο παπάς φορούσε τότε το πετραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιο και διάβαζε επάνω στη φιάλη του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα, έπαιρνε τη φιάλη του νερού του διαβασμένου, επέστρεφε εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη στο βουνό, στο καλύβι και ράντιζε με το αγιασμένο νερό τη λεχώνα, το βρέφος, την κλίνη, το λίκνο, τη γυναίκα που είχε εκτελέσει χρέη μαίας, αν τέτοια υπήρχε και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν στον τοκετό, ως και όλο το θάλαμο.
Έτσι ήταν ήσυχη ότι είχε την ευχή της Εκκλησίας και, με τη βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας, παν κακόν έφευγε τότε μακριά.
Υπήρχε ευσέβεια και στα βουνά.
Μετά από λίγο, ήλθε ο παπάς από την εκκλησία, άκουσε την ιστορία από τη συντέκνισσα, ήπιε τη φασκομηλιά του με ένα μικρό παξιμάδι, έπειτα έβαλε το πετραχήλι και διάβασε τις ευχές.
Η γυναίκα πήρε τη φιάλη του νερού και αναχώρησε.
***
Μετά δύο ημέρες, το δειλινό του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία.
Είχε πάψει να χιονίζει, αλλά ψυχρός βοριάς φυσούσε πάνω στα χιονισμένα μέρη.
Το χιόνι ήταν, όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στη χώρα.
Αλλά για την ακρίβεια, επάνω στα βουνά θα ήταν ως ένα γόνα και ως μία πιθαμή κάτω.
Η συντέκνισσα είχε έλθει ασθμαίνουσα, σχεδόν «ξεγλωσσασμένη», την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να πάει στον εσπερινό.
Άρχισε να διηγείται:
- Την άλλη φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου να ’φχαριστώ, με μάλωσες, μου ’πες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου στον αέρα κι είπα «στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό… και μου ’πες πως το παιδί σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφεί σ’ άγια χώματα και δεν μπορούσες η αγιοσύνη σου, να ’ρθείς να το διαβάσεις.
Τώρα, το παιδί αυτό κινδυνεύει, δεν είναι καλά…
Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα να πω του παπά αν θέλει να ’ρθεί και σεις σαν ιδείτε πως δεν πάει το παιδί καλά κι αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιό νερό τρεις φορές και να πείτε «στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος»...
Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά και να στο φέρω να το βαφτίσεις, παπά μου… μόνε φοβήθηκα μην τελειώσει στο δρόμο το παιδί και πάει αβάφτιστο και τότε θα το είχα στο λαιμό μου…
Έτσι αποφάσισα νά ’ρθω να σου ’πώ κι όπως πεις η αγιοσύνη σου έτσι να γίνει… Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλεις για τα ιερά σου και για καβάλα.
Άμα άκουσε την εξήγηση της συντέκνισσας, η παπαδιά ακουσίως συνήψε τα χέρια και σιγομουρμούρισε:
- Πω, πω! θα κρυώσεις, παπά μου!
Ο παπάς σκέφτηκε προς στιγμήν, έπειτα είπε:
- Ας είναι, θα έλθω να το βαφτίσω.
Στράφηκε προς την πρεσβυτέρα και είπε:
- Στείλε παπαδιά, το κλειδί του παπά-Γιάννη, να πάει να διαβάσει εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ.. Φώναξε το παιδί… να πάει ως την εκκλησιά, να του δώσει ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ΄ Άγιο Μύρο… Έπειτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολή του γιου του: Όχι, μην τον στέλνεις, παπαδιά… μην του λες χαμπάρι... θα γυρεύει να μας ακολουθήσει, να ’ρθεί μαζί μας… Θα πάω μοναχός μου καλύτερα… για να πάρω και τ’ Αρτοφόριο… για να το κοινωνήσουμε κιόλα κατά τη βάφτιση το παιδί.
Έβαλε σε μικρό δισάκι μία δεσμίδα με τα παλαιά του άμφια, το Ευαγγέλιο, το μικρό Ευχολόγιο και το θυμιατό.
-Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δεύτερη φορά η συντέκνισσα. Φέρε να το φορτώσω, παπά. Καβαλικεύεις κι η αγιοσύνη σου.
-Βλέπουμε κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά κι έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι.
Η παπαδιά ανήσυχη τους έβλεπε να αναχωρούν, αλλά δεν τολμούσε να εκφωνήσει παράπονο ή κάποια αντίρρηση, έκαμε την ανάγκη φιλοτιμία και είπε:
- Του λόου σ’ θα το βαφτίσεις, κουμπάρα;…
Τι κρίμα, που δεν μπορώ κι εγώ νά ’ρθω, να γίνω νουνά.
- Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπε η γριά. Μου έχεις βαφτίσει δύο παιδιά απ’ το λαιμό σου και τα δυο ζούνε..
Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά.
Πήγαν μέχρι τον ενοριακό ναό, έπειτα ξεκίνησαν.
Ο μικρός δεκαετής του παπά ευτυχώς δεν τους είχε μυρισθεί, επειδή έπαιζε εκείνη τη στιγμή τις χιονιές μαζί με άλλα παιδιά. Αλλιώς θα έτρεχε κατόπιν τους και θα ήθελε να τους συνοδεύσει στην εκδρομή, με όλο το ψύχος και τα χιόνια.
Όταν βγήκαν στα Λιβάδια, έξω απ΄το χωριό, ο ήλιος έκλινε ταχύς, ανάμεσα από τα λευκά σύννεφα, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, σφύριζε ο άνεμος ανάμεσα στις κουμαριές και τα σκίνια, όλα βαρυφορτωμένα από χιόνια, δέντρα και θάμνους και χαμόκλαδα.
Ακουγόταν ελαφρύς θρους χιονιού να πέφτει εδώ κι εκεί.
Το γαϊδουράκι πατούσε σαν επάνω σε βαμβάκια στρωμένα, έτρεχε, έτρεχε κι ο παπάς καβάλα…
Έτρεχε κι η συντέκνισσα από πίσω απ’ την ουρά, που γνώριζε με κάποια ελαφρά επιφωνήματα και με μία βέργα την οποίαν κρατούσε, να κάνει το υποζύγιο να τρέχει.
Έτριζε το χιόνι κάτω απ΄τα βήματα.
Πήγαν από τον κάτω δρόμο, το ρέμα-ρέμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι.
Πλησίον στο ρέμα του μικρού χειμάρρου, στο αμμόχωμα, το χιόνι καθώς έπεφτε, έλιωνε.
Η συντέκνισσα έλεγε:
- Ο Χριστός μαζί μας!
Εννοούσε το Άγιο Αρτοφόριο, το οποίο ο παπάς είχε βάλει στον κόλπο του, έπειτα το Άγιο Μύρο και τα ιερά σύμβολα, Ευαγγέλιο και Σταυρό.
Σαν ανηφόρισαν από το ρέμα, πήραν τον πλαγινό δρόμο, στο υπήνεμο, όπου περισσότερο έτριζε κάτω από τα πόδια τους το χιόνι.
Πουλί δεν κελαηδούσε, μόνο κρωγμός κόρακα ακούσθηκε κάπου, σιμά σε ένα βράχο που προέκυπτε στο φρύδι του βουνού, με μία σπηλιά από κάτω.
Η συντέκνισσα επανέλαβε «Χριστός και Παναγιά!»
Και η φωνή του κόρακα σίγησε.
Έφθασαν στην κορυφή του μικρού βουνού, νύχτωνε. Χάσιμο φεγγαριού. Λίγα άστρα έλαμπαν πάνω, μέσα σε άχνη, σαν κοσμήματα σε πέπλο χηρείας και τα χιόνια κάτω αντέλαμπαν στην αστροφεγγιά.
Ακούσθηκε μία φωνή αγριόγατου θρηνώδους.
Η συντέκνισσα είπε πάλι:
- Χριστός!
Και ο αγριόγατος έπαψε να ουρλιάζει.
Η μικρή συνοδεία βάδισε ακόμα λίγο και τέλος έφθασαν στο καλύβι.
* * *
Δύο ανθρώπινες φωνές ακούστηκαν στα πρόθυρα της αγροικίας.
Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχώνας και ο σύντροφός του, ο αδελφός εκείνης - οι οποίοι τώρα μόλις είχαν έλθει με το κοπάδι από το πέρα Μέγα Ρέμα, όπου είχαν οδηγήσει στο υπήνεμο τα πρόβατα - τους περίμεναν.
-Έρχονται, έρχονται!
-Είναι κι ο παπάς μαζί!
Οι δύο βοσκοί, βοήθησαν τον παπά να πεζέψει, ξεφόρτωσαν το δισάκι με τα ιερά, μπήκαν όλοι στην καλοκτισμένη καλύβα, όπου υπήρχε θάλπος εστίας και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης.
Η λεχώνα άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανασηκώθηκε επί της κλίνης.
-Ας γίνει χριστιανός, ψιθύρισε.
-Ας μπει στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συμπλήρωσε η μητέρα της.
Μεγάλη χύτρα με νερό θερμαινόταν στην εστία. Ετοιμάσθηκε καθαρή λεκάνη. Ο παπάς φόρεσε τα άμφια και άρχισε τις ευχές των κατηχουμένων.
Η συντέκνισσα πήρε στους βραχίονές της το νεογνό, ανίδεο, μελαψό και θλιβερώς ασθμαίνον και στάθηκε πλησίον του παπά.
Μετά από λίγο εκείνος της είπε να στραφεί προς δυσμάς.
- «Απετάξω τω Σατανά;»
Η γερόντισσα είχε βαπτίσει και άλλα βοσκόπουλα στη ζωή της. Αποκρίθηκε πάραυτα:
- Απεταξάμενος
- «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ»
Η ανάδοχος έκαμε φφ! πφ!
Ο ιερεύς της είπε να στραφεί προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλη φλόγα της θρυαλλίδας.
- «Συντάσσει τω Χριστώ;… Και πιστεύεις Αυτώ;»
Είπε λίγα λόγια από το Πιστεύω, άλλα πλειότερα ο γιος της, όσα ήξεραν. Τα υπόλοιπα συμπλήρωσε ο ιερέας.
- «Συνετάξω τω Χριστώ;»
- «Συνεταξάμενος….»
Έπειτα, πάνω στην πρόχειρη κολυμβήθρα, ανεγνώσθησαν οι ευχές.
Ευθύς ύστερα, «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού…».
Το βρέφος έκλεγε λίγο, αλλά ανέπνεε ελεύθερα.
Έπειτα «Σφραγίς δωρεάς», ακολούθως «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε» και οι τρεις γύροι περί την κολυμβήθρα. Και τελευταίο.
«Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν …έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν».
Τέλος ο παπάς, πήρε το Αρτοφόριο, από τη σανίδα του εικονοστασίου, όπου το είχε αποθέσει και μετέδωσε στο νήπιο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Έπειτα απενδύθηκε τα ιερά άμφια, συσκεύασε όλα τα ιερά του, κάθισε, είπε τις ιδιαίτερες ευχές του, έφαγε δύο ή τρία ξηρά σύκα, τα οποία του προσφέρθηκαν, ήπιε λίγο ρακί από στέμφυλα, έργο των χειρών της συντέκνισσας και έφυγε, δύο ώρες νύκτα, καβάλα πάλι στο γαϊδουράκι, συνοδευόμενος τη φορά αυτή από το νεαρό βοσκό, το γιο της γριάς.
* * *
Τρεις μέρες ύστερα, την Τρίτη το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατέβηκε και πάλι, με πρόσωπο κατηφές.
Το παιδί είχε πεθάνει.
-Όπως πεις η αγιοσύνη σου, είπε, να το βάλουμε σ’ άγιο χώμα;
-Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου κι αν το βάλουμε, είπε ο παπάς.
-Με τα τσαρουχάκια του, συμπλήρωσε την παροιμιώδη έκφραση η παπαδιά.
-Δεν είχε μεγαλώσει ακόμα για να φορέσει τσαρουχάκια, είπε ο παπά-Βαγγέλης.
Στον κήπο της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάει και ξυπόλυτος.
Έπειτα ξανάπε:
-Ας είναι, συντέκνισσα. Θα ’ρθώ να το θάψω.
Ο παπάς καβαλίκεψε και πάλι το γαϊδουράκι. Ήταν μέρα τη φορά αυτή. Τα χιόνια δεν είχαν λιώσει, αλλά ήταν νηνεμία και μάλλον γλύκα.
Τη φορά όμως αυτή, ακολούθησε και ο μικρός γιος του παπά.
Δε μπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλη φορά. Άμα είδε τη συντέκνισσα να έρχεται, κατάλαβε πως κάτι τρέχει και κόλλησε εκεί, στην πόρτα του σπιτιού, στη σκάλα, όπου άκουσε την είδηση της γριάς.
Το παπαδόπαιδο, μικρό μαθητάριο δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήταν πολύ περίεργο και επίμονο πλάσμα. Επέμενε να ακολουθεί «τον παπά του» παντού, στην πόλη και την εξοχή, σε χαρά και σε λύπη, σε ζωντανά κι αποθαμένα. Ανέβηκαν τον ανήφορο.
Ο ήλιος άρχιζε να λιώνει τα χιόνια. Μικρός πολύροχθος χείμαρρος σχηματιζόταν παντού, όπου χαράδρα και μικρή κοιλάδα. Μετά από λίγο έφθασαν στο καλύβι, όπου μία λεχώνα, μητέρα ποιμενίδα έκλαιε το αγοράκι της, το οποίο δεν είχε προφθάσει να θηλάσει.
Το μικρό νήπιο είχε ζήσει πέντε ημέρες στον κόσμο, εν μέσω χιόνων και παγετών.
Ο παπάς φόρεσε το πετραχήλι και άρχισε την ακολουθία των νηπίων.
«Των του κόσμου ηδέων, αναρπασθέν άγευστον… Εβόας τοις Αποστόλοις άφετε τα παιδία ίνα έρχονται προς με…»
«Ουδέν εστί πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστί μητρός αθλιώτερον…»
Όπου ο μικρός γιος του παπά, που κοίταζε ανάλγητος το μικρό νεκρό σώμα, ρώτησε άκαιρα τον πατέρα του:
-Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον» και δεν λες «συμπαθέστερον» όπως και για τον πατέρα;
Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια του Ασπασμού.
«Ω! Τις μη θρηνήσει τέκνον μου… ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας… Ω τέκνον, τις ποτέ μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!…»
Και πάλι το παπαδόπαιδο, καθώς κρατούσε το Αγιασματάριο και μουρμούριζε τις λέξεις μαζί με τον πατέρα του, δεν κρατήθηκε να ρωτήσει:
-Γιατί παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια;
Ως απάντηση στην ερώτησή του, επήλθε το τελευταίο τροπάριο, το «Δόξα».
«Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ… δι’ αυτού γαρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον…»
Έπειτα η εκφορά έγινε έξω από το ναΐσκο των Ταξιαρχών.
Η γριά, η συντέκνισσα, κρατούσε το μικρό πρόχειρο φέρετρο, εν είδη λίκνου.
Ο ιερέας με μαχαιρίδιο χάραξε επάνω σε ένα κεραμίδι σταυροειδώς ΙΣ/ΧΣ ΝΙ/ΚΑ.
Έπειτα «Γη ει και εις γην απελεύσει» και τα λοιπά.
Το μικρό πλάσμα κατήλθε να κοιμηθεί τον χρόνιο ύπνο κάτω από τα χιόνια.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης