Καλικάντζαροι (Καλκατζούρια), στη Στενή Ευβοίας
Είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια.
Οι καλικαντζαραίοι, έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρια και πριόνια, να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε «χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του». Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή.
Καθένας από τους καλικαντζαραίους, έχει κι απ' ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι. Κοντολογίς, όλα τα κουσούρια τα βρίσκεις πάνω τους.
Επίσης, μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι' αυτό δε μπορούν να κάνουν κακό και στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Οι καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο τους το σώμα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται απ' έξω απ' το χωριό και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι αυτό και οι γυναίκες ακόμα τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κ.λ.π.
Έρχονται τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γι αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά τα σκαρκατσούλια τη φοβούνται πολύ. Αν καμιά φορά μπει κάποιο σκαρκατζούλι στο σπίτι, οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά. Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους, έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ' αυτήν βάνουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν απ' τ 'αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα τους. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα.
Αλλοίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά, κυρίως έξω απ' το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές, για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν παντοιοτρόπως. Όταν έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι (πλαστά), οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν, ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.
Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους καλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπεφτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη κνίσα.
Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι εδώ στο χωριό, σκέπαζαν το χοιρινό με σπαράγγια. Το σπαράγγι όταν είναι βλαρό, είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως παλιουρώσει, γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι' αυτό σκέπαζαν μ' αυτά το χοιρινό, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει, που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.
Του "Σταυρού" που περνούσε ο Παπάς και Αγίαζε τα σπίτια, οι καλικάντζαροι, όπου φύγει-φύγει.
Φεύγετε να φεύγουμε
έφτασ' ό τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
Ο παπάς με αγιασμό
οι χωριανοί με το "θερμό"
Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλισίβα, λίπασμα κ.λ.π.).
Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται. Το εικονοστάσι καθαρίζεται και αλλάζει το νερό στο καντήλι, γιατί οι σταχτοπάτηδες πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους, έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους, γι' αυτό τους λέμε και κατουρλήδες.
Γιάννης Γιαννούκος