Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί.
Όμοιοι με το μονότονο βήμα του άγρυπνου ναύτη, φρουρού στην κουβέρτα, που πλέει σε μαύρα πέλαγα και βλέπει ουρανό και θάλασσα να χορεύει άγρια και τυλιγμένος στην καπότα του, διασχίζει ακαριαία το σκοτάδι με την εξανάπτουσα και υποσβήνουσα λαμπυρίδα του τσιγάρου του.
Οι πετεινοί δεν είχαν λαλήσει το τρίτο λάλημα.
Ίσως είχαν τρομάξει από τη βαθιά, θρηνώδη φωνή του σαλεπιτζή, που είχε αρχίσει το φθινόπωρο, νύκτα βαθιά, να κράζει.
Ήταν σαν κρωγμός άγνωστου όρνιου, το οποίο είχε χάσει τον αέρα του και είχε ενσκήψει μέσα στην πόλη και ζητούσε αρπάγματα να σπαράξει.
— Ζεστό ! Βράζει ! …
Έβραζε, έβραζε, η νύκτα βαθιά. Ζεστό το σαλέπι, πολύ ζεστότερο το στρώμα.
Μόνο η φωνή του σαλεπιτζή τρόμαζε τους πετεινούς.
Είχε βρέξει λίγο, έπειτα αιθρίασε.
Σταλαγμοί, σταλαγμοί έπεφταν αργά-αργά, από την υδρορροή μέσα στην αυλή.
٭٭٭٭
— Έ ! και πού, σ’ αυτόν τον κόσμο;
Η επιφώνηση ακούσθηκε στο σκοτάδι από το στόμα του σαλεπιτζή.
Το παράθυρο έτριξε, κρακ! από το χαμηλό δωμάτιο που έβλεπε προς το δρόμο.
Άνθρωπος εμφανίστηκε τυλιγμένος με σάλι. Έτεινε μεγάλο κύπελλο προς τον σαλεπιτζή, αλλά αυτός αργοπορούσε.
Ο άνθρωπος έσκυψε να δει.
Υψηλή μορφή, με λευκό σαρίκι, με μαύρη χλαίνη και χιτώνα χρωματιστό, είχε σταθεί μπροστά στο σαλεπιτζή.
— Πού, σ’ αυτόν τον κόσμο;
— Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
— Άσκ ολσούν … σιγοψιθύρισε ο σαλεπιτζής.
Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπο, αλλά το ένδυμα.
Κάθε άλλος θα τον περνούσε για φάντασμα.
Αλλά αυτός δεν πτοήθηκε.
Ήταν από κείνα τα χώματα.
٭٭٭٭
Είχε εμφανισθεί. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων.
Από που; Από τη Ρούμελη, από την Ανατολή, από τη Σταμπούλ.
Πώς; Από ποια αφορμή; Ποιος;
Ήταν Δερβίσης; Ήταν βεκτασής, χόντζας, ιμάμης; Ήταν ουλεμάς, διαβασμένος; Ψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος.
Με το σαρίκι του, με τον τσουμπέ του, με το δουλαμά του.
Ήταν σε εύνοια, σε δυσμένεια; Είχε ακμάσει, είχε εκπέσει, είχε εξορισθεί;
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
Εκείνη τη βραδιά, τον είχε προσκαλέσει μία παρέα.
Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν τη ζωή, τα νιάτα.
Ο ένας απ’ αυτούς έβαζε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν.
Ήταν λοταρτζής και κέρδιζε δέκα ή δεκαπέντε δραχμές την ημέρα.
Τι να τις κάμει; Τους έβαλλε γιουβέτσι και τους φίλευε.
Ήταν λοτοφάγοι, με όμικρον και με ωμέγα.
Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα.
Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχα.
Δερβισάδες ήταν κι αυτοί. Του είπαν να τραγουδήσει. Τραγούδησε.
Του είπαν να παίξει το «νάι». Έπαιξε.
Δεν τους άρεσε. Ω, αυτός δεν ήταν αμανές.
Δεν ήταν, όπως τον ήξεραν αυτοί.
Αλλά ο Δερβίσης τους έλεγε τον καθ’ αυτό αμανέ.
٭٭٭٭
Επανήλθε στο καφενείο. Το καφενείο ήταν αντίκρυ από το Θησείο. Η ταβέρνα δίπλα στο καφενείο. Και τα δύο αντίκρυ από τον παλαιό σταθμού Α. Π.
Παραπέρα από το καφενείο, η σήραγγα σκαβόταν, είχε σκαφτεί.
Φθινόπωρο της χρονιάς εκείνης.
Ο Δερβίσης καθόταν εκεί κι έπινε μαστίχα, όποιος τον κερνούσε.
Με το σαρίκι του, με τα κατσαρά ψαρά γένια του, με το τσιμπούκι του.
Άνω των 50 ετών ηλικίας.
٭٭٭٭
Εκεί διανυκτέρευε από ημερών. Άστεγος, ανέστιος, φερέοικος.
Το μικρό καφενείο είχε την άδεια να μένει ανοικτό όλη τη νύκτα.
Έρχονταν θαμώνες από τους τζόγους και από τα θέατρα.
Έρχονταν από το λαχανοπάζαρο. Έπιναν ρούμι και φασκόμηλο.
Ο Δερβίσης έπαιζε κάποτε το «νάι».
Ο κλήτωρ ο αστυνομικός διασκέδαζε. Αγαπούσε ν’ ακούει.
Καλός άνθρωπος.
Προ ετών, όταν πρωτοδιορίστηκε, ήταν γεμάτος ζήλο.
Άμα είδε καυγά, έτρεξε αμέσως να τους χωρίσει.
Ένας παλαιός συνάδελφός του τον συμβούλευε.
— Όταν βλέπεις καυγά, να τρέχεις από το πλαγινό σοκάκι, να αργοπορείς, ως που να περάσει η φούρια και τότε να παρουσιάζεσαι.
Και άλλη συμβουλή του έδωκε:
— Στον καυγά, πάντοτε να βλέπεις ποιος είναι δυνατότερος και να φυλάγεσαι. Να μαλώνεις τον πιο αδύνατο, να του τραβάς κι ένα χαστούκι και να επαναφέρεις την τάξη. Έτσι θα βγαίνεις λάδι.
Και ακόμη:
— Κάθε καινούργιος ανώτερος που διορίζεται, την πρώτη μέρα, είναι γεμάτος αυστηρότητα.
Το κάνει για να τους πάρει τον αέρα.
Τη δεύτερη μέρα κρυώνει και την τρίτη μέρα παραδίνεται.
Εσύ να συμμορφώνεσαι σύμφωνα με τον προϊστάμενο και να παραπανίζεις μάλιστα αυτές τις τρεις μέρες.
Πολύτιμες υποθήκες.
٭٭٭٭
Τις μέρες εκείνες, είχε διορισθεί νέος αστυνόμος.
Για να δείξει το ζήλο του, διέταξε να κλείσει το καφενείο, τη νύκτα εκείνη.
Αύριο ή μεθαύριο, θα επέτρεπε πάλι να μένει ανοικτό.
Αλλά η νύχτα εκείνη είχε πέσει στο λαχνό, ήταν πεπρωμένη νύχτα.
Ο καλός κλήτωρ, θυμόταν τις συμβουλές του συναδέλφου του.
Ανάγκη να βιάσει τον καφετζή να κλείσει.
Δεν επετράπη στον βοηθό να μείνει μέσα, για να μη σηκωθεί και ανοίξει σε όσους ήταν πιθανό να έλθουν να χτυπήσουν την πόρτα.
Δεν επετράπη στο Δερβίση, τον ανέστιο, τον περιπλανώμενο να μείνει, με την πρόφαση ότι έπαιζε το «νάι» και μάζωνε κόσμο και δεν θα άφηνε τους γείτονες να κοιμηθούν.
Ο Δερβίσης με το σαρίκι του, με τον τσουμπέ του, με το δουλαμά του, πήρε το τσιμπούκι του, το «νάι» του κι έφυγε.
Πού να πάει;
Έκαμε λίγα βήματα άσκοπα, γύρω από το καφενείο.
Παρέκει ήταν η σήραγγα. Σκαβόταν, ήταν σκαμμένη.
Έκανε ψύχρα, νυκτερινό απόγειο. Μία μετά τα μεσάνυκτα.
Ο κλήτωρ ο σκοπός, περιφερόταν από κάτω στο κιόσκι, το τσιγκοσκεπές, των εκεί μαγαζιών.
Ο Δερβίσης ο περιπλανώμενος, κατέβηκε στο βάθος της σήραγγας.
Ίσως ήλπιζε να βρει περισσότερο απάγκιο εκεί.
Κάθισε, ακούμπησε.
Σκεπτόταν το άστατο των ανθρώπινων πραγμάτων.
Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ.
Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει τον κόσμο αυτό.
٭٭٭٭
Πέρασε ώρα. Ο κλήτωρ, που περπατούσε εκεί τριγύρω, σκεπτόταν τι να είχε γίνει ο Δερβίσης, τον οποίο είχε δει να κατεβαίνει στη σήραγγα. Πού να είναι;
Στην ερώτηση αυτή την άφωνη, απάντησε φωνή, ένας ήχος, μια μελωδία γλυκιά.
Ο ξένος μουσουλμάνος είχε παγώσει εκεί όπου καθόταν και νύσταζε.
Για να ζεσταθεί, έβγαλε το «νάι» του και άρχισε να παίζει τυχαία έναν ήχο, που του ήλθε στη μνήμη.
Νάι, νάι, γλυκύ.
Νάζι – ελαττούμενο κατά ένα ζήτα.
Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερό, μελιχρό, αβρό, μεθυστικό.
Νάι, νάι.
Κατά δύο κοκκίδες, διαφέρει για να είναι το Ναι, οπού είπε ο Χριστός.
Το Ναι το ήμερο, το ταπεινό, το πράο, το Ναι το φιλάνθρωπο.
Κάτω στο βάθος, στο λάκκο, στο βάραθρο, σαν κελάρυσμα ρυακιού στο ρέμα, φωνή από βαθιά ανέβαινε, σαν μύρο, σαν άχνη, σαν ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχόμενη πάνω στα πτερά της νυκτερινής αύρας, ανέβαινε αιωρούμενη, πραεία, μειλίχια, άδολη, ψιθυριστή, λιγεία, αναρριχώμενη στις ριπές, χορδίζοντας τους αέρες, χαιρετίζοντας το αχανές, ικετεύοντας το άπειρο, παιδική, άκακη, ελισσόμενη φωνή παρθένου που μοιρολογούσε, μινύρισμα πτηνού που χειμάζεται, που λαχταρά την επάνοδο της άνοιξης.
Τα βαριά τείχη και οι ογκώδεις κολώνες του Θησείου, η στέγη η μεγαλοβριθής, δεν εξεπλάγησαν από τη φωνή, από τη μελωδία εκείνη. Την θυμούνταν, την αναγνώριζαν. Και άλλοτε την είχαν ακούσει.
Και στους αιώνες της δουλείας και στους χρόνους της ακμής.
Η μουσική εκείνη δεν ήταν τόσο βάρβαρη, όσο υποτίθεται ότι είναι τα ασιατικά φύλα.
Είχε στενή συγγένεια με τις αρχαίες αρμονίες, της Φρυγίας και Λυδίας.
٭٭٭٭
Έφυγαν οι βαθιές ώρες και νύχτα ήταν ακόμη, πεπρωμένη νύχτα.
Ακόμη άπλωνε αυτή τα σκοτάδια της και ο σαλεπιτζής έκραζε για να πουλήσει το εμπόρευμά του και οι πετεινοί ζάρωναν στον ορνιθώνα.
Το μικρό παράθυρο έτριζε και ο σαλεπιτζής εξακολουθούσε στα τουρκικά το διάλογό του με το Δερβίση, τον άστεγο, τον από ξένη χώρα.
Πριν από ώρα ήδη είχε σιγήσει το άσμα το μυστηριώδες και μελιχρό, το «νάι» είχε πέσει από το χέρι.
Ο ουρανός, συννεφιασμένος, είχε αρχίσει να βρέχει, έβρεξε για λίγα λεπτά, έπειτα έπαψε.
Ο κλήτωρ είχε γίνει άφαντος. Μουδιασμένος, βρεγμένος, κρυωμένος, ο Δερβίσης ανέβηκε στον επάνω κόσμο.
Πήρε ένα δρομίσκο, μπροστά από το ιερό βήμα των Αγίων Ασωμάτων. Δρομίσκο τον οποίο η σεβαστή επιτροπή είχε ονοματίσει, δηλαδή είχε γράψει σε πινακίδα ότι είναι οδός Λεπενιώτου.
Ο ίδιος ο Λεπενιώτης ο λεοντόκαρδος, όσον και αν έτρεφε εκδικητικό πάθος για το φόνο του μεγάλου ήρωα, του αδελφού του, ανίσως το πνεύμα του περιφερόταν εκεί και μπορούσε να δει τον άμοιρο Δερβίση, διωγμένο, εξορισμένο, ανέστιο, ριγούντα ανά την στενωπό, έρποντα ανάμεσα σε δύο σειρές παλαιών σπιτιών, θα τον σπλαχνιζόταν.
Και ο σαλεπιτζής τον λυπήθηκε και αντί πεντάλεπτου του έδωκε να πιει σαλέπι διπλό, μισό κουλούρι να βουτήξει και άφησε το γείτονα με το σάλι, που είχε σηκωθεί προ ολίγου από το ζεστό κρεβάτι του, να κρυώνει περιμένοντας στο μικρό παράθυρο.
— Έλα, σαλεπιτζή, που να πάρει …
— Μπου ντουνιά …
٭٭٭٭
Το πρωί εκείνο, ήπιε ο Δερβίσης σαλέπι, έφαγε και κουλούρι.
Όλη την ημέρα τον έπαιρνε ο ύπνος όπου τύχαινε να καθίσει.
Τις άλλες ημέρες, ξενυχτούσε ακόμη στο ολονύκτιο καφενείο, για το οποίο είχε περάσει η πεπρωμένη νύχτα. Έπινε μαστίχα και κάπνιζε το τσιμπούκι του. Πότε-πότε έπαιζε ακόμη το «νάι». Ύστερα, μετά λίγες μέρες, έγινε άφαντος και δεν τον είδε πλέον κανείς. Ζει, πέθανε, περιπλανιέται σε άλλα μέρη, ανακλήθηκε από την εξορία, επανέκαμψε στον τόπο του; Κανείς δεν ξέρει. Ίσως την ώρα τούτη να ανέκτησε την εύνοια του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των Ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης σε κανένα ξακουστό τζαμί. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης