Τα νυχτέρια στη Στενή
Η ανάγκη για κοινωνική συναναστροφή των γυναικών και η έλλειψη χρόνου την ημέρα λόγω των αγροτικών εργασιών δημιούργησαν τα νυχτέρια. Απαραίτητα ειδικά τον χειμώνα που οι νύχτες είναι ατέλειωτες. Στα νυχτέρια φτιάχνονταν οι προίκες.
Με τα πρώτα κρύα του χειμώνα, άλλαζε και η κοινωνική ζωή των γυναικών. Το χειμώνα μαζεύονταν στα σπίτια δίπλα στο τζάκι. Οι γυναίκες έκαναν παρέα, μάθαιναν τα νέα και συγχρόνως κουβάλαγαν μαζί και τη ρόκα ή το κέντημά τους. Δύο βραδιές την εβδομάδα ήταν αυτές που οι γυναίκες δεν έκαναν καμιά δουλειά παρά μόνο παρέα. Η Τετραδοσχολούσα και η Παρασκευοσχολούσα. Μετά το δείλι της Τρίτης και της Πέμπτης σταμάταγε κάθε δουλειά. Οι γυναίκες άφηναν στην άκρη το πλεχτό τους, το αδράχτι κ.λ.π. Η πιο ισχυρή ίσως πρόληψη της Στενής. Κάποτε ο Μπεληγιάννης (Κούτσουνος) ήταν στο λόγγο. Ξαφνικά ξεκινάει μια απότομη κακοκαιρία. Ο Κούτσουνος πρόλαβε να κρυφτεί σε μια κουφάλα καστανιάς. Έξαφνα παρουσιάζεται μπροστά του μια μαυροφόρα που παρά την κακοκαιρία ήταν πολύ ήρεμη: «Ξέρεις γιατί την γλίτωσες»; του είπε, και απάντησε μόνη της, «επειδή δεν έχεις πάνω σου ούτε μια κλωστή Τετραδοσχολούσα και Παρασκευοσχολούσα».
Πολλές φορές σε αυτήν την παρέα συμμετείχαν και οι άνδρες οι οποίοι τις περισσότερες φορές πήγαιναν στο καφενείο.
Οι οικοδέσποινες έβγαζαν και κέρναγαν τις μουσαφίρισσες, αλλά το ωραιότερο έδεσμα της βραδιάς ήταν το σταχτοκούλουρο. Ζυμάρι το οποίο ψηνόταν μέσα στη στάχτη.
Πιο ενδιαφέρον μέρος της βραδιάς εκτός από τα νέα ήταν κι η διήγηση των παραμυθιών. Τέρατα, μάγισσες, ξωτικά, σκαρκατζούλια, βασιλόπουλα και ότι άλλο σκαρφίζονταν οι παραμυθούδες και άφηναν τις υπόλοιπες άφωνες. Τα παραμύθια της Στενής έχουν τη βάση τους σε βιβλικές αναφορές αλλά και στην αρχαία Ελληνική μυθολογία. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ήρωες είναι «κατακαλοί» και συνήθως πρωταγωνιστές οι «καταμικροί».
Η καλοκαιρινή παρέα γινόταν σε κάθε γειτονιά σε εξωτερικό χώρο, συνήθως στις «σανίδες», συνήθεια που διατηρείται ακόμα και σήμερα (μόνο που οι σανίδες έγιναν παγκάκια). Το καλοκαίρι άναβαν δαδιά για να φωτίζεται καλά. Το δαδί το έπαιρναν από το εξωτερικό μέρος του πεύκου που ήταν όλο ρετσίνα για να κρατάει. Στην Πάνω Στενή το μεγαλύτερο νυχτέρι γινόταν στου Μπερμπέση την αυλή (εκεί που είναι σήμερα ο φούρνος του Σιμιτζή), στην Κάτω Στενή «στου κονάκ' τ' Παρέα».
Γιάννης Μυτάκης