Ο Χορός εις του κυρίου Περίανδρου
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πώς γελάστηκα εγώ - τι ήθελα, τι γύρευα να ξαναπώ στο φίλο μου, Νικολάκη τον Β… νυν δικαστή εν Μ… - τα όσα μου είχε διηγηθεί εκείνο το πρωί στο καφενείο ο κ. Πανάγος Περίανδρος, σεβάσμιος συνταξιούχος και καλός νοικοκύρης;
Συχνάζαμε μαζὶ στο ίδιο καφενεδάκι, παρά την οδό Α…, σε μία συνοικία πολύ λαϊκή.
Ο γηραιός Περίανδρος ουδέποτε έπινε καφέ, ούτε ναργιλὲ κάπνιζε, ούτε ξόδευε λεπτό, μόνο διάβαζε όλες τις εφημερίδες. Κρατώντας ανά τρεις στα χέρια, τη μία εν ενεργεία, την άλλη εν εφεδρεία και την άλλην ως εθνοφρουρά, τη μία τελείωνε ήδη, τις άλλες δύο τις έκρυβε κάτω από την πρώτη.
Κάθε ζητιάνο που έμπαινε στο καφενείο, τον παρέπεμπε στον συγγενή του τον παπά-Νικόστρατο, που καθόταν εκεί, καπνίζοντας τσιγάρο και διαβάζοντας τον «Παλιάνθρωπον».
Ο παπα-Νικόστρατος, είχε ανοικτό πάντοτε το χέρι και σε κεράσματα και σε ελεημοσύνη.
Ο εξάδελφός του κύριος Περίανδρος, αμφίβολο αν είχε ποτὲ λεπτό επάνω του.
Είχε δύο ή τρία σπίτια, πολλές χιλιάδες στην Εθνική Τράπεζα, καλή σύνταξη απὸ το δημόσιο και μερικά οικόπεδα, τα οποία είχε αποκτήσει όταν εργαζόταν σε οικονομική υπηρεσία, περιουσία άνω των 300 χιλιάδων.
Ο φρόνιμος γέροντας συνήθιζε να λέγει:
― Αν εγὼ δε δίδω, τουλάχιστον παρακινώ άλλους. Τους στέλνω στον παπα-Νικόστρατον. Το ίδιο είναι. Και για μένα ψυχικό πιάνεται.
Ηλικιωμένος ήδη, είχε μπει στον κόσμο, παίρνοντας γυναίκα σχεδόν σαραντάρα.
Είχε γεννήσει ένα κορίτσι.
Περὶ το 188…, όταν επρόκειτο και πάλι περὶ Μακεδονίας, όπως πάντοτε, ο κυρ Πανάγος συνήθιζε να λέει:
― Για μένα Μακεδονία είναι το παιδί μου, αυτήν έχω και Κρήτη και Μακεδονία εγώ.
Έκτοτε δύο ή τρεις φίλοι μας, συνήθισαν να ονομάζουν «Μακεδονίαν» την κόρη του κ. Περίανδρου, καθ᾿ όσον αυτή μεγάλωνε.
Είχε αυτός στο σπίτι δύο μικρές θεραπαινίδες, συνομήλικες, 12 ή 13 ετών.
Τη μία απ΄αυτές την έλεγαν Ειρήνη. Της άλλης, η οποία ήταν παιδίσκη ροδοκόκκινη, ζωηρότατη και πρώιμη στην ανάπτυξη, δεν συνέπεσε να μάθουμε το όνομα. Οπότε, μεταξύ μας, την βαπτίσαμε «Πόλεμον».
Έτσι, τη μία ονομάζαμε Ειρήνη, την άλλη Πόλεμο, οι δύο μαζί αντιπροσώπευαν το πνεύμα της εποχής.
― Να, η Ειρήνη!
― Να, ο Πόλεμος! έρχεται στο καφενεδάκι να ζητήσει τον αφεντικό της.
Τις βλέπαμε πράγματι συχνά ή στο δρόμο έξω ή στην αυλή του σπιτιού του κυρ Πανάγου.
* * *
Πέρασαν από τότε χρόνια και η «Μακεδονία» μεγάλωσε.
Ο πατέρας της, της είχε δώσει αυστηρή ανατροφή.
Ήταν μοναχοκόρη και καλή κληρονόμος.
Ένας καλοκαμωμένος κάπως νέος, πανούργος και κομψευόμενος, κατόρθωσε να ελκύσει σοβαρά την προσοχή της.
Ο γέρος ήθελε να την ανεβάσει πολὺ ψηλότερα.
Εκείνη επέμενε. Ο κ. Περίανδρος ενέδωσε και ο γάμος τελέσθηκε.
Αλλά πήγα πολὺ μακριά.
Ας επανέλθουμε πίσω.
- Την Καθαρή Τρίτη του 188… το πρωί, συνομιλούσα, όπως συχνά συνέβαινε, με τον κ. Περίανδρο.
Ήμασταν οι δυο μας.
Μου διηγήθηκε τη συνήθεια την οποία είχε, να δίδει κάθε χρόνο χορό στο σπίτι του την τελευταία Κυριακή, της Τυρινής και μου περιέγραψε τα κατὰ τον φετινό χορό, που έγινε προχθές την Κυριακή.
― Πρέπει να συμμορφώνεται κανείς με το πνεύμα της εποχής…
Δίδω ένα χορό αυτήν την Κυριακή, κάθε χρόνο, στο σπίτι.
Οφείλει κανείς να κρατεί τη θέση του. Έρχονται πέντε έξι φιλικές οικογένειες, καθώς και μερικοί νεαροί κύριοι, άγαμοι. Χορεύουμε διαφόρους Ευρωπαϊκούς χορούς…
Αυτοί οι χοροί οι ντόπιοι, φίλτατέ μου, είναι μία μονοτονία αφόρητος. Μία αρμάθα απὸ ανθρώπους, εκεί, σαν κρομμύδια ή σκόρδα, που κάνουν ένα κύκλο αργά, πολὺ νωθρά, χωρὶς έννοια. Ο Ευρωπαϊκός χορός έχει ζωηρότητα φίλτατε, έχει χάρη, έχει σικ… Οφείλει κανείς να βαδίζει με το πνεύμα της εποχής… Κρατούμε τη θέση μας…
Ο Ευρωπαϊκός χορός είναι μία απόλαυση… Περισσότερο ζαλίζεσαι να τον βλέπεις… αλλά μία ζάλη ευάρεστη… Λαβαίνουν αφορμή τα ζευγάρια να γνωρίζονται, να παίρνουν θάρρος…
Δίδεται αφορμή να αναπτυχθούν σχέσεις, πολλές φορές συνάπτονται και συνοικέσια.
Στο σπίτι μου γνώρισε ο κ. Πατρακίδης, πρόπερσι, την κόρη της κυρίας Τριπόντε, τη νύκτα της τελευταίας αυτής Κυριακής… της Τυρινής, όπως την λέτε σεις. Τη δεύτερη εβδομάδα της Σαρακοστής έκαμαν αρραβώνα και του Αγίου Γεωργίου πανδρεύτηκαν…
Στο σπίτι μου είχαν γνωρισθεί προ ετών ο κύριος και η κυρία Πραματοπούλου.
Στο σπίτι μου έκαμαν γνωριμία προ χρόνων πολλών ο κ. Μαϊμόπουλος με την κυρία Παϊδάκη, πανδρεμένη ήδη…
Μετά λίγο καιρό, η κυρία Παϊδάκη χωρίζει τον άνδρα της και παντρεύεται τον κύριο Μαϊμόπουλο…
Φέτος είχαμε ένα επεισόδιο στο χορό.
― Το ποιο;
― Μία κυρία, η… (έσκυψε πλησιέστερά μου και ψιθύρισε ένα όνομα, αλλά αυτή που έφερε αυτό το όνομα ήταν άγνωστη σε μένα, όπως και όσα πρόσωπα είχε μνημονεύσει νωρίτερα) επάνω στο χορό, λιποθύμησε στην αγκαλιά ενός κυρίου… (και ψιθύρισε ένα άλλο όνομα).
― Θα είχε σφιχθεί πολύ, είπα εγώ… αυτός ο κορσές!…
Ίσως κι η ζέστη του σαλονιού σας…
Ο κυρ-Πανάγος ένευσε με τρόπο διφορούμενο, έπειτα επανέλαβε:
― Τι τα θέλετε, συμβαίνουν και μερικά… Πλην για μένα είναι αδιάφορα αυτά όλα…
Το περιεργότερο είναι, ότι ο σύζυγος της κυρίας, άφησε τον καβαλιέρο της να τη συνοδεύσει με άμαξα στο σπίτι της, ο ίδιος έμεινε μαζί μου ως τις τρεις και παίζαμε…
―Α! τα κόβετε λοιπόν, κιόλας;
― Ενίοτε.
* * *
Δυστυχώς δεν κράτησα τη γλώσσα μου.
Όταν συνάντησα την ίδια μέρα το φίλο μου Νικολάκη Β… του διηγήθηκα όλα τα ανωτέρω.
Αισθανόμουν την ανάγκη να μεταδώσω και σε άλλον την απόλαυση, για να γελάσουμε διακριτικά μεταξύ μας.
Ο Νικολάκης ήταν χαριέστατος σύντροφος.
Ήξερα ότι συνήθιζε κάποτε να παίζει φάρσες.
Αλλά ποτέ δεν θα φανταζόμουν, ότι θα προέβαινε μέχρι του βαθμού στον οποίο έφθασε τη φορά εκείνη.
Το πρωί της επομένης, συναντηθήκαμε στο μικρό καφενείο, ο κύριος Περίανδρος, ο Νικολάκης κι εγώ.
Μόλις είχαμε αρχίσει συζήτηση και ο Νικολάκης άρχισε - φαντασθείτε! - να λέει στον κύριο Περίανδρο, κατά λέξη, όσα του είχα πει την προηγούμενη μέρα εγώ.
―Α! λοιπόν ωραία επήγε ο χορός στο σπίτι σας φέτος, κύριε Περίανδρε, σας συγχαίρω!
Εγὼ ανατινάχθηκα όλος κι έκαμα νεύμα αυστηρό να σταματήσει.
―Τι; Σας είπαν τίποτε;
―Όχι, το διάβασα.
Εγὼ εξεπλάγην, όπως και ο κύριος Περίανδρος.
― Το διαβάσατε; Που;
― Στην εφημερίδα.
― Ποιαν;
― Νομίζω, στην «Εφημερίδα», του Κορομηλά.
Ο Περίανδρος το πίστεψε και κόντευα να το πιστέψω κι εγώ.
― Α! αλήθεια; Δεν την είδα σήμερα… Και τι λέγει;
― Περιγράφει το χορό σας… την ωραία οικογενειακή διασκέδαση… τη φιλοξενία του σπιτιού σας… τις σχέσεις που συνάπτονται… τα συνοικέσια.
Εγὼ έκανα νόημα απελπιστικά στο Νικολάκη να πάψει. Αλλά αυτός εξακολουθούσε απτόητος.
― Λέει κάτι τι και διὰ μίαν κυρίαν Φ… δεν την ονομάζει… η οποία συνέβη να λιποθυμήσει ενώ εχόρευε.
Ήταν φοβερή δοκιμασία για εμένα, που βρισκόμουν εκεί. Έτριζα τα δόντια κατὰ του φίλου μου.
Εκείνος ακόμη εξακολουθούσε:
― Φαντασθείτε, ποια συγκίνηση θα υποστήκατε όλοι!…
Ευτυχώς ο καβαλιέρος, συνόδευσε την κυρία στο σπίτι της κι έτσι γλυτώσατε…
Ο κ. Περίανδρος φώναξε ήδη τον καφετζή, παρακαλώντας να του φέρει την «Εφημερίδα».
Αλλά ο Νικολάκης είπε:
―Όχι στο σημερινό φύλλο.
―Αλλά;
―Νομίζω, στο χθεσινό.
Τότε εγώ, για να προλάβω τον κίνδυνο, προχώρησα σε μικρό τόλμημα.
Αποφάσισα να διαψεύσω τον ακριτόμυθο φίλο.
―Εγὼ την εδιάβασα την «Εφημερίδα», είπα και σήμερα και χθες…
Δεν είδα να λέγει τίποτε περὶ χορού εις του κυρίου Περίανδρου.
―Α! στάσου… τώρα θυμούμαι… δεν θα ήταν στην «Εφημερίδα» που το διάβασα… εις άλλην… σταθείτε!
Νομίζω εις την «Αυγήν»…
Η «Αυγή» είχε πάψει προ χρόνων να εκδίδεται.
― Και βγαίνει τώρα η «Αυγή»; είπε ο κύριος Πανάγος.
― Νομίζω, ξανάρχισε να βγαίνει… στην «Αυγὴ» ή στην «Παλιγγενεσίαν», αδιάφορον, το διάβασα.
Και με φυσικότατο τόνο:
―Α, ναι, τώρα ενθυμούμαι, ήταν στον «Χρόνον Αθηνών».
Εις το χθεσινὸν φύλλον ή εις το προχθεσινόν.
Ο κ. Περίανδρος, δεν γνώριζε πολὺ τον «Χρόνον Αθηνών», επειδή αυτός ήταν πολύ ειρηνικός άνθρωπος, η δε εφημερίδα εκείνη εκδιδόταν καθημερινά με προμετωπίδα από χονδρά κεφαλαία γράμματα «Κηρύξατε τον πόλεμον!» ή «Ζήτω, τέλος πάντων, ο πόλεμος!»
Παρόλα αυτά, επὶ ημέρες εξακολουθούσε να ζητεί να βρει τα περασμένα φύλλα και του «Χρόνου» και άλλων εφημερίδων, υπαρκτών η ανύπαρκτων, όπως είχε μνημονεύσει ο Νικολάκης Β…
Τέλος φαίνεται, πείσθηκε ότι όλα τα αντίτυπα όλων των εφημερίδων των ημερών εκείνων είχαν εξαντληθεί, λόγω της μεγάλης ζήτησης, ένεκα της φιλοπόλεμης ζέσεως της εποχής εκείνης και λυπήθηκε πολὺ, ότι δεν κατόρθωσε να βρει το φύλλο για να απολαύσει την περιγραφή του χορού του, στην οικία του.
Σε εμένα και στο Νικολάκη, ουδέποτε ούτε σκυθρώπασε ούτε μορφασμό έδειξε για όλα όσα ελέχθησαν.
Εγὼ παραπονέθηκα κάπως στο φίλο μου.
― Με πέρασες, του είπα, από το στόμα του λύκου.
― Ευτυχώς, δεν είχε δόντια, ήταν λύκος χωρίς δόντια, απάντησε ο Νικολάκης.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης