10. Μάης
Ο Μάης μπορεί να είναι ο μήνας της ανθοφορίας και της ευφορίας της φύσης, αλλά παράλληλα είναι και ο μήνας των νεκρών. Από την μια μεριά ηλιόλουστος και μυρωδάτος, από την άλλη όμως είναι ο μήνας της μεγάλης αγωνίας για τη σοδειά. Μια βροχή ή ένα χαλάζι μπορεί να καταστρέψει όλο το μόχθο της χρονιάς. «Στον καταραμένο τόπο, μήνα Μάη βρέχ'», έλεγαν και πάντα φοβόντουσαν την κακιά ώρα του Μάη.
Είναι η εποχή που οι νεκροί βρίσκονται στη γη, οπότε οι ζωντανοί έπρεπε να μην τους προκαλέσουν. Απέφευγαν να κάνουν γάμους και σημαντικές δουλειές. Βέβαια κάποιοι προσπαθώντας να κοροϊδέψουν αυτές τις προλήψεις έλεγαν ότι γάμοι δεν γίνονταν τον Μάη επειδή «καβαλιούνται τα γαϊδούρια». Φοβόντουσαν επίσης και τα μάγια, γιατί όπως πίστευαν ο Μάης μαγεύει.
Πρωτομαγιά μου τα ΄ριξες
Τα μάγια και με μάγεψες
Η ΠΙΠΕΡΙΑ
Την 1η του Μάη του 1934 η θεία Λένη Κυράνα (Στρουμπούλα), πήγε στον Αι Λιά μαζί με τις λίγο μεγαλύτερες Δημητρούλα του Γκρά, την Γιαννού του Σιμιτζή και κάποιες άλλες κοπέλες που δεν θυμάται, την έντυσαν πιπεριά με τα γκιργκιφίσα την παραδοσιακή φορεσιά και ξεκίνησαν χορεύοντας για το χωριό. Στο δρόμο μάζευαν λουλούδια και πρασινάδα, έντυναν το καλάθι τους και την πιπεριά. Μόλις έφταναν στο χωριό έπαιρναν με την σειρά όλα τα σπίτια. Στο κάθε σπίτι χόρευαν και τραγούδαγαν.
Πιπεριά, γλυκιά ροδιά,
γρήγορα στον Αι Λιά
κι ο Αι Λιάς στους ουρανούς
να βρέξει για τους γεωργούς
για τα στάρια, τα κριθάρια
του φτωχού τα παρασπόρια
Οι νοικοκυρές τις φίλευαν με αυγά, τυρί κλπ.
Αυτό βέβαια σύμφωνα με τις μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε, ήταν όταν το έθιμο είχε φθάσει στην παρακμή του και ήταν τη χρονιά που σταμάτησε. Αρκετά παλαιότερα ήταν τελείως διαφορετικό. Σε περιόδους ξηρασίας, όλο το χωριό μαζευόταν στου Νασάκη το μύλο στην καμάρα στην Κάτω Στενή. Η πιπεριά φόραγε την παραδοσιακή φορεσιά. Την γέμιζαν πρασινάδα και την κατάβρεχαν με το νερό που έπεφτε στο μύλο. Όλοι μαζί ξεκίναγαν τραγουδώντας για τον Αι Λιά. Χόρευαν γύρω γύρω από την εκκλησία κατάβρεχαν την πιπεριά με νερό, ούτως ώστε να βρέξει και την έραναν με άνθη.
Σύμφωνα με τις ίδιες μαρτυρίες μετά από λίγο καιρό πάντα έβρεχε.
Το έθιμο της πιπεριάς έτσι όπως το ακούσαμε έχει πολλές ομοιότητες με το αναβιωμένο έθιμο της πιπεριάς στην Κερασιά.
Στον Αι Λιά πήγαιναν γιατί είναι ο Άγιος που είχε δώσει εντολή να κλείσουν οι ουρανοί για τρία χρόνια και έξι μήνες όταν είχε οργιστεί από τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Το καλαμπόκι το σκάλιζαν το Μάη. Το Μάη επίσης βοτάνιζαν τα ρεβύθια (αποξήλωναν δηλαδή τα άλλα αγριόχορτα που τύλιγαν τα ρεβύθια).
---------------------------------------------
Ο Μπαραλής, ο Καραλής
κι ο Βάιας ο σημάδης
Αλαταρές χαίρονται
Κι η Ξούστη θα γελάσει
Άγρια Τούρλα έκλαιγε
Κι απόψε θα γελάσει
Μέσα στις ευωδιές και στην ολάνθιστη ανοιξιάτικη φύση γύριζαν οι τσοπαναραίοι από τα χειμαδιά τους.
Κοπάδια κοπάδια με διαφορετικούς ήχους τροκανιών το καθένα, πέρναγαν μέσα από το χωριό ενώ οι τσοπάνηδες τραγούδαγαν και έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο χτυπώντας τα τούμπανα και τις καρδάρες με τις γκλίτσες. Πόσες φορές δεν είχε γεμίσει η πλατεία πρόβατα όπως θυμόνταν οι παλαιότεροι, χιλιάδες πρόβατα τα οποία τρόμαζαν μετά να τα ξεχωρίσουν. Φίλοι και συγγενείς τους περίμεναν με συγκίνηση στο δρόμο για να τους καλωσορίσουν.
Γύριζαν στα σπίτια τους από τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης που είχαν στα κονάκια. Τα κονάκια ήταν απλές κατασκευές, πολύ πρόχειρες, πολλές φορές η πόρτα ήταν δέμα από σκοίνα. Γύρω γύρω άνοιγαν αυλάκι για να φεύγει το νερό. Τα κρεβάτια ήταν θυμάρια τα οποία έμπαιναν το ένα πάνω στο άλλο και τα έκαναν στρώμα. Τη φωτιά για να μαγειρέψουν ή να ζεσταθούν την άναβαν μέσα στην καλύβα και φυσικά είχε πολύ κάπνα. Θα γιόρταζαν το Πάσχα σπίτι τους με τους δικούς τους ανθρώπους. Φιλεύουν γιαούρτι όλη τη γειτονιά, ενώ το αρνί τους οι ίδιοι το σφάζουν ανήμερα το Πάσχα πρωί πρωί, γιατί το έχουν σε κακό να χύσουν αίμα πριν αναστηθεί ο Χριστός.
Αλλά και στο άλλο μεγάλο πανηγύρι που έχει στο χωριό στον Πύργο, της Αναστασάς. Εκεί έχουν την τιμητική τους οι άλλοι τσοπαναραίοι αυτοί που δεν φεύγουν αλλά ξεχειμωνιάζουν στο Σκουντέρι.
Αυτή την επιστροφή οι τσοπάνηδες τη γιόρταζαν με λαμπρό τρόπο. Το πρωί 2 Μαΐου λειτουργούσαν όλοι μαζί την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου μνήμη κοιμήσεως στην Κάτω Στενή και από το απόγευμα ξεκίναγε το γλέντι στην πλατεία της Πάνω Στενής.
Της Αναλήψεως
Είναι η μέρα που οι νεκροί τελειώνουν την επίσκεψη στη γη από την Ανάσταση και γυρνάνε στη θέση τους. Εκείνη την ημέρα όσοι είχαν νεκρούς έπρεπε κάτι να πάνε στην εκκλησία, ένα πρόσφορο, ένα κερί, για να μην γυρίσουν πίσω οι νεκροί με άδεια χέρια. Αν δεν πήγαιναν τίποτα οι νεκροί έφευγαν παραπονεμένοι παίρνοντας μαζί τους λίγο χώμα.
Εκείνη την ημέρα πήγαιναν στα πηγάδια σκέπαζαν το κεφάλι με ένα μαύρο μαντήλι, κάτω από ένα μαντήλι έβαζαν ένα καθρέφτη έκαναν τρεις μετάνοιες κι έλεγαν ποιόν πεθαμένο ήθελαν να δουν.
Γιάννης Μητάκης