Νεκρός ταξιδιώτης
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1910
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όταν βρέθηκε ο πνιγμένος, ακριβώς κάτω από το βράχο του Κοιμητηρίου, ανάμεσα στη Μεγάλη Άμμο και στον Ταρσανά, λίγο ακόμη ήθελε να βασιλέψει ο ήλιος ή μάλλον να κρυφθεί πίσω από το γειτονικό βουνό αντίκρυ.
Τότε οι αρχές του τόπου, ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου κι ο Νωματάρχης ο αστυνομεύων, αποφάνθηκαν, ότι έπρεπε να μείνει ολονυχτίς άταφος, επειδή ήταν ανάγκη να τον σχίσουν οι γιατροί, για να βεβαιωθεί αν ήταν πνιγμένος ή δεν ήταν.
Κι ήταν καλής ψυχής άνθρωπος ο συχωρεμένος, ο Κώστας του Σταματάκη.
Φαίνεται, είχε τάξει στην Παναγία την Κ᾿νιστριώτισσα, να τον αξιώσει να ταφεί στο χώμα της μικρής νήσου του, εκεί επάνω στον θαλασσόπληκτο βράχο, όπου τα κύματα φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα στους νεκρούς κι η Παναγία η Κ᾿νιστριώτισσα του παραχώρησε το ταπεινό αίτημα, αφού από τη στιγμή που έπλευσε ναυαγός στο κύμα και απέδωσε την απλοϊκή ψυχή του, πελαγωμένος στην πάλη με το Χάρο το θαλάσσιο, δεν έπαψε να αντικρίζει τον έρημο ναΐσκο τον πέρα, στο δυτικό πλάγι του χαριτωμένου νησιού.
Εκεί λοιπόν αγνάντευε κι εκεί ήταν προσκολλημένος ο πόθος του, μέχρι την τελευταία στιγμή του.
Κι εκεί άσπριζε ακόμη το παλαιό έρημο μοναστηράκι, που φαινόταν μέσα από βαθιά χλόη, ανάμεσα στα πεύκα και τις καστανιές, λίγο ψηλότερα από την ωραία θαλάσσια αγκάλη του Ασέληνου, όπου βασίλευε γλυκά, σιγά ο ήλιος, σαν να έκρυβε ολίγον κατ᾿ ολίγον τα χρυσά και στίλβοντα στολίδια του μέσα στο θησαυρό του.
Κι όταν η μικρή καμπάνα, καλούσε τους αγροίκους βοσκούς του βουνού στην προσευχή - οι οποίοι δεν πήγαιναν, αλλά ίσως να έκαναν από μακριά ένα σταυρό, αν ήξεραν ακόμη να κάμουν τον σταυρό τους - και διάβαζε ο πάτερ Εφραίμ ο πνευματικός τον Εσπερινό, μαζί με τον Μιχαία τον υποτακτικό του, κατέβαινε τα σκαλοπάτια ο γέρων έως τη βρύση, για να απολαύσει και μια φορά ακόμη τη γλυκιά μελαγχολία της μοναξιάς μέσα στην περιοχή εκείνη, την οποία αυτός είχε ονομάσει «γωνίαν του Παραδείσου».
Και της βρύσης το μάρμαρο, τον κρουνό και τη λεκάνη, τα είχε φάει το νερό. Και μόλις μπορούσε να διαβάσει κανείς, μισοσβησμένους, τους ιαμβικούς στίχους, τους οποίους είχε γράψει κάποτε επί του μετώπου της πηγής, ο διάσημος ασκητής, ο αβάς Διονύσιος:
«Χείρας, πρόσωπα και πόδας νίπτων αβρώς, ομού δε και διαυγές νυν ύδωρ πίνων, της καλλιρρείθρου τήσδε της κρήνης, ξένε, ψυχής τότε μνήσθητι Διονυσίου».
Και ψηλά στο πλάι, σιμά στην κορυφή του βουνού, στεκόταν ακόμη ορθός ο χιλιετής πεύκος, οπού στους κλάδους επάνω, ανάμεσα στους κλώνους του, είχε βρεθεί έναν καιρό αιωρούμενη η λαμπρά Εικόνα της Παναγίας.
Ο πεύκος μοιάζει με άνθρωπο, που δεν χτένισε την κόμη του σε όλη τη ζωή του.
Από τριακοσίων χρόνων και πλέον, κανείς δεν ξάμωσε να κόψει φύλλο από το γιγαντιαίο δένδρο.
Όλοι οι κωνίσκοι, οι καρποί του πεύκου, μυριάδες, αναρίθμητοι, εξ αμνημονεύτων χρόνων κρέμονταν ανάμεσα στους κλώνους του.
Είναι βέβαιο, ότι εκεί επάνω βρέθηκε ένα πρωί, στα χίλια εξακόσια τόσα, η Εικόνα της Παναγίας. Ήταν ζωγραφισμένη σαν προτομή παιδίσκης, χωρίς να έχει τον Χριστόν βρέφος στις αγκάλες της και για τούτο σχετίστηκε με τα Εισόδια, όταν προσεφέρθη «ως τριετίζουσα δάμαλις» στο ναό του Θεού.
Και ο ναΐσκος του μικρού ασκητηρίου, όπως ήταν τότε το αργότερα χτισθέν μοναστήριο, ετιμάτο επ᾿ ονόματι των Εισοδίων.
Η ευρεθείσα παραδόξως τότε εικόνα, φάνηκε στους Χριστιανούς τους τότε, σαν να ήταν αθώα κόρη ευαίσθητη, η οποία ενέδωσε στην επιθυμία να κάμει κούνια, να λικνισθεί αιωρούμενη επί των κλάδων του δένδρου και για τούτο επονομάστηκε Παναγία η Κουνίστρα ή Κ᾿νιστριώτισσα.
* * *
Εκείνο το παλαιό ασκητήριο, το οποίο ασπροβολά ανάμεσα στη βαθιά πρασινάδα της κοιλάδας, σε όλη την παραθαλάσσια φάραγγα την πολυσχιδή από τις ράχες και τις ρεματιές, αντίκριζε ο πνιγμένος νεκρός, όταν αρμένιζε επί ημέρες για να πλεύσει από τους κρημνώδεις αιγιαλούς των υπωρειών της Όσσας και του Πηλίου στη βάση του θαλάσσιου λόφου, όπου λευκάζουν τα Μνημούρια της μικρής πατρίδας του, εκεί όπου προσκυνεί τους βράχους το μόλις δαμασθέν μετά γογγυσμών και υλακτούν κύμα.
Και το μικρό πλοίο του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, έπλεε από Σαλονίκη σε Ζαγορά και αντίθετα, φορτωμένο και ξαναφορτωμένο.
Ήταν οι δύο αδελφοί, ο Γιάννης κι ο Κωσταντής του Σταματάκη και μαζί τους επέβαινε ο έμπορός τους.
Μήλα και πατάτες και κάστανα μετέφεραν προς τους Εβραίους της Σαλονίκης, για να τους ξαναφορτώσουν οι Εβραίοι από κει άλλα είδη, λ.χ. όσπρια ανακατωμένα, λίγα πρόσφατα της χρονιάς, όσο για δείγμα και πολλά περυσινά ή προπέρσινα σαπρακωμένα.
Η βάρκα ήταν ιδιοκτησία του Γιάννη, του νεότερου αδελφού, ο οποίος και πλοιαρχούσε.
Αυτή ήταν η περιουσία του στον κόσμο. Όσο για τον Κώστα, αυτός δεν είχε αποκτήσει ποτέ τίποτε.
Είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει ένα παιδί.
Έπειτα το παιδί πέθανε στον μαστό της μητέρας του, η δε γυναίκα φονεύθηκε, νομίζω, πέφτοντας από τον εξώστη, σε κατάσταση νευρικής έξαρσης.
Έκτοτε έμεινε ελεύθερος, όσο ήταν σε θέση να εκτιμήσει την ελευθερία του και να μην την απεμπολήσει πλέον.
Έσκυβε το κεφάλι, κάπνιζε, έπινε καφέ και δε μιλούσε. Ποτέ δεν έβγαζε λόγο από το στόμα του.
Ήταν πάνω από πενήντα ετών και συντρόφευε το νεότερο αδελφό του και θαλασσοπνιγόταν πρόθυμα μαζί του, με μεγάλη υπακοή.
Ο Γιάννης, ήταν λιγότερο των πενήντα ετών την ηλικία, είχε δε οικογένεια, σχεδόν μισή ντουζίνα παιδιά.
Ήταν και αυτοί θύματα της τοκογλυφίας των 36 τοις εκατό και «το διάφορο κεφάλι», όπως και τόσοι άλλοι. (Το ομοιοτέλευτο δεν το έκαμα εκ προθέσεως.)
Ο τοκογλύφος, βίαιος επαίτης, (και ενίοτε ο επαίτης, ύπουλος τοκογλύφος - ποιο απ τα δύο θηρία είναι το χαλεπότερο! - ) με τα «θαλασσοδάνεια» και με το 36 τοις %, είχε καταστρέψει προ πολλού το ναυτικό του τόπου τους και είχε εξανδραποδίσει όλο το λαό.
Κλήρος και μοίρα και προορισμός των δύο αδελφών, όπως και τόσων άλλων, ήταν να θαλασσώνουν, να παραδέρνουν, να βασανίζονται χειμώνα καιρό με την ψυχή στα δόντια, να «θανατούνται όλη την ημέρα, ως πρόβατα σφαγής». Τέλος… σώθηκαν τα βάσανά του. Μία νύκτα, την προτελευταία του Νοεμβρίου, ημέρα του φεγγαριού, οπού ήταν φοβερή ταραχή και τρικυμία… και το μεν πρώτο κύμα σάλευε εκ βάθρων, δηλαδή απ΄την τρόπιδα τη βάρκα, το δεύτερο κύμα τη γέμισε νερά, για να πλέει ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας, το δε τρίτο κύμα, το σφοδρότερο, την σπλαχνίσθηκε και της έδωκε το τελειωτικό κτύπημα, την καταπόντισε.
* * *
Δεν απείχε μίλια από τη στεριά το μέρος όπου καταποντίστηκαν.
Ο Γιάννης ήταν δεινός κολυμβητής.
Με το πουκάμισο και με τη «σκελέα» έπλευσε, έπλευσε κι έφθασε στους βράχους του γιαλού, σε μία απότομη ακτή της Αγυιάς.
Κτύπησε, μωλωπίσθηκε, πρήσθηκε και μισοπνιγμένος, παγωμένος, πάτησε στην ξηρά. Ήταν χαράματα ήδη.
Αφού βυθίστηκε η βάρκα, ύστερα άρχισε να γλυκοχαράζει ο ουρανός, για να «μετανοήσει όποιος επνίγη», ή ίσως, για να φωτισθούν τα ναυάγια.
Ο Γιάννης κοίταξε παντού, δεξιά, αριστερά, προς τα πάνω, προς τα κάτω, δεν είδε πουθενά καλύβα, ούτε άνθρωπο.
Μισοπαγωμένος, ζαλισμένος όπως ήταν, σαν αλλόκοτο όνειρο αισθανόμενος τη ζωή, μη βλέποντας αλλού πουθενά δρόμο ούτε μονοπάτι, άρχισε να αναρριχάται την κρημνώδη ακτή. Γλιστρούσε, πιανόταν μανιωδώς από τους θάμνους, έπεφτε, σηκωνόταν.
Τέλος έφθασε στην κορυφή της ακτής.
Οι άνθρωποι, όσοι είδαν ύστερα τα ίχνη του, για να πιστέψουν οφθαλμοφανώς στην απεγνωσμένη αναρρίχησή του, έκαμναν το σταυρό τους. Ένας δε νεαρός διδάσκαλος του γειτονικού χωριού, συγκινήθηκε κι έκλαιγε με λυγμούς. Ο ίδιος ο σωθείς ναυτίλος έβλεπε τα ίχνη του ίδιου εαυτού του και δεν πίστευε.
Βρήκε φιλάνθρωπους βοσκούς και φιλοξενία πρόθυμη στην καλύβα τους. Τον έθαλψαν, τον αναζωογόνησαν, του έδωκαν μία κάπα και βλαχόκαλτσες και τσαρούχια.
Οι καλοί άνθρωποι, έψαξαν σε όλους τους γειτονικούς γιαλούς, μήπως βρουν πτώμα ναυαγού ή ναυάγιο ή άνθρωπο ζώντα ακόμη. Πουθενά τίποτε.
Ο έμπορος του φορτίου, ο κυρ Στάθης ο πραματευτής, «ούτε ήτον, ούτ᾿ εφάνη».
Ο αδελφός του Γιάννη, ο Κώστας, ήταν καλός ναύτης, σχεδόν όσο και ο αδελφός του και κολυμπούσε εξ ίσου καλά. Πώς δε φάνηκε; Κατά πού έβαλε πλώρη τάχα;
Όπως και αν έχει, αν τυχόν πνίγηκε και σώθηκε αυτός (διαλογιζόταν ακουσίως, θρηνώντας μέσα του, ο Γιάννης ο διασωθείς) η θάλασσα φαίνεται να έκαμε επιεικώς καλή κρίση τη φορά αυτή, διότι αυτός είχε γυναίκα και πέντε ή εξ παιδιά κι εκείνος δεν είχε «κανένα στον κόσμο!»
Το συλλογισμό δε τούτο, έκαμαν μεγαλοφώνως πλέον από χίλιοι άνθρωποι ύστερα, όσοι άκουσαν το δράμα και γνώριζαν τις περιστάσεις των προσώπων.
* * *
Όταν, μετά εννέα ή δέκα ημέρες, επέστρεψε ο ναυαγός στην πατρίδα του και απήλαυσε, ως σαν θεωρημένος νεκρός, κατά κάποιον τρόπο από τον άλλο κόσμο ερχόμενος, το θάλπος της πτωχικής του εστίας, την ίδια ημέρα προς το βράδυ, πράγμα κάπως παράδοξο συνέβη.
Οδοιπόροι διαβάτες, που επανέρχονταν από τους αγρούς, περνώντας την μακρά άμμο, πέρα από το δυτικό ναυπηγείο και κάτω από τον περίβολο του Κοιμητηρίου της πολίχνης, είδαν ένα νεκρό πνιγμένο πτώμα, φουσκωμένο, συσφιγμένο από την άλμη και όχι σε πολύ προχωρημένη αποσύνθεση.
Ποιος ήταν; Κάποιος ξένος άγνωστος; Όχι. Ήταν πατριώτης, γνωστός, όλοι όσοι τον είδαν τον αναγνώρισαν.
Ήταν ο Κωσταντής, γιος του Σταματάκη, από τον Επάνω Μαχαλά.
Πήγαν και είπαν την είδηση στους αδελφούς του, στο Γιάννη, τον μόλις διασωθέντα ναυαγό και στον νεότερο το Γιώργη τον εσχάτως παλιννοστήσαντα απ΄ την Αμερική.
Οι άνθρωποι έτρεξαν, τον αναγνώρισαν, τον έκλαψαν.
Ο νεκρός βρισκόταν στο ρηχό γιαλό, σιμά στους χαμηλούς βράχους της ακτής, τα πόδια του είχαν αναπαυθεί επί της άμμου, το κεφάλι και το στήθος του λικνίζονταν ακόμη στο κύμα.
Έστειλαν είδηση στις αρχές, πριν τον αγγίξουν, παρήγγειλαν στους οικείους του, να φέρουν σεντόνια και φορέματα για να σκεπάσουν το νεκρό.
Τέλος ήλθαν, ο Νωματάρχης της αστυνομίας κι ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου. Και πλήθος περιέργων ή και ενδιαφερομένων τους ακολούθησε.
Τότε άρχισε ο καθένας να εκφέρει τις εικασίες του.
Μήπως ο Γιάννης ο αδελφός του, είχε φέρει το νεκρό μαζί του, όταν έφθασε χθες πρωί, με το βαποράκι τον «Καφηρέα» και τον είχε ρίξει λάθρα εκεί στο γιαλό;
Πρώτη άτοπη υπόθεση. ιΔεύτερη πιθανή υποψία, κάποιος ναυβάτης, αλιέας ή πορθμέας, με πέραμα ή με βάρκα, κάποια ψαροπούλα ή τράτα, θα βρήκε ίσως τον πνιγμένο πλέοντα στο πέλαγος, μίλια μακριά, τον λυπήθηκε και θέλησε να τον φέρει έως εδώ, για να τύχη χριστιανικής ταφής ο άτυχος ποντοπόρος. Και αφού τον έφερε έως εδώ, τον άφησε σιμά στο γιαλό, έκθετο. Ιδού και νεκρός έκθετος, σαν να έλεγε κανείς, βρέφος νόθο για τον άλλο κόσμο.
Και γιατί να κάνει τον κόπο να τον φέρει έως εδώ κι ύστερα να τον αφήσει λαθραία και να φύγει; Τι είδους λαθρεμπόριο ήταν αυτό;
Προφανώς, κατά την συλλογιστική μέθοδο των έτσι σκεπτόμενων, διότι φοβόταν μην βρει ο άνθρωπος τον μπελά του με τις αρχές και εξουσίες που έχουμε στον τόπο αυτόν.
«Έλα δω, βρε. Και πού τον ηύρες αυτόν; Και πώς τον έφερες εδώ; Και τι ξέρεις να μας πεις; Και από τι θάνατον πάει; Και εις ποιο μέρος τον είδες ακριβώς; Δεν ηύρες άλλο τίποτε; Και μην τον έψαξες;
Τι ηύρες επάνω του; Δεν είδες άλλον άνθρωπο εκεί κοντά;
Μήπως τον σκότωσε κανείς; Άλλο τίποτε ξέρεις;… Μα πώς τον έφερες εδώ, επιτέλους;»
Όλες οι αλλεπάλληλες ερωτήσεις θα φαίνονταν να κρύβουν περίπου την ενδόμυχη σκέψη, «Μην τον σκότωσες ή μην τον έπνιξες;… και τώρα μας τον κουβάλησες εδώ για να βγεις λάδι;… Κοίταξε καλά. Μη θαρρείς πως θα μας γελάσεις. Όλοι Ρωμιοί είμαστε», κτλ.
* * *
Η απορία δεν λύθηκε. Όλοι οι πονηρευόμενοι δεν πείσθηκαν.
Το γνησιότερο μέρος του απλού λαού πίστεψε στο θαύμα.
«Καλός άνθρωπος ήταν. Μεγάλο πράγμα δε ζήτησε.
Καθώς πνιγόταν, παρακάλεσε μόνο τη Μητέρα του Θεού, να τον αξιώσει να ταφεί στο χώμα της πατρίδας του και να μην επιτρέψει να τον φάνε τα ψάρια.
Κι η Παναγία, η θαματουργιά, οπού αντίκριζε ο πνιγμένος το παλαιό μοναστηράκι της και τον βαθυπράσινο λόφο με τα πεύκα τα γιγαντιαία, όπου τη βρήκαν κάποτε σε αιώρα, να λικνίζεται σαν αθώα παιδίσκη, του παρεχώρησε το ταπεινό αίτημά του».
Ο άνθρωπος άφησε την τελευταία πνοή κάτω από το κύμα, όπου βυθίστηκε κατ᾿ αρχάς, έπειτα το νεκρό σώμα αναδύθηκε στην επιφάνεια κι έβαλε πλώρη, όπως ο αδελφός του, φερόμενο από τα κύματα, κατά τη νοτιά και αρμένισε, αρμένισε πολλά μίλια εωσότου έφθασε στο θαλάσσιο τρίστρατο, τον πλατύ πορθμό, τον μεταξύ του Αρτεμισίου, της Σηπιάδος άκρας του Παγασαίου κόλπου και των Σποράδων.
Εκεί ταλαντεύθηκε πολύ, συρόμενο πότε από τα ρεύματα, πότε ωθούμενο από τα απόγεια της ξηράς και από τις θαλάσσιες αύρες. Τέλος έβαλε πλώρη κατά το λεβάντη και το σορόκο.
Διαπόντιος νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνει υποβρύχιος.
Τα κύματα σαν να λυπήθηκαν το ναύτη, μαλακά-μαλακά τον προέπεμπαν στον πένθιμο δρόμο του.
Τα ψάρια του αφρού πηδώντας τριγύρω του, δοκίμαζαν να τον πλησιάσουν και πάλι, σαν να σπρώχνονταν από αόρατη δύναμη, έφευγαν μακριά του.
Τα δελφίνια τον παράκαμπταν με ευλάβεια, οι φώκιες κρύβονταν στα υποβρύχια άντρα τους, τα σκυλόψαρα υποχωρούσαν στη διάβασή του.
Ο θαλασσοπόρος νεκρός, σαν να είχε ακόμη πυξίδα και πηδάλιο σε αυτό το σκέλεθρό του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσή του.
Διέπλευσε ακόμη οκτώ ή δέκα μίλια, όλο το νότιο πλάτος της μικρής νήσου του και έπειτα στράφηκε πάλι. Έβαλε πλώρη κατά το βορρά και άρχισε να εισπλέει στο λιμάνι της πατρίδας του…
Είχε διανύσει περί τα σαράντα μίλια, σε τόσες πολλές ημέρες.
Δεν ήταν ταχύς, αλλά βραδύς στον πλουν του. Δε βάδιζε στη χαρά του, έβαινε στην κηδεία του. Και δεν δυνήθηκε να προσεγγίσει σε καμία μακρινή θαλάσσια αγκάλη, δεν πήγε να σταματήσει σε κανένα απόκεντρο όρμο, σε κανένα έρημο γιαλό της νήσου του.
Δεν στάθηκε ν᾿ αναπαυθεί σε καμία ύφαλο, σε καμία σύρτη ή άμμο.
Πήγε κατ᾿ ευθείαν προς τον θαλάσσιο λόφο του κοιμητηρίου, στα δυτικά της πολίχνης και προσορμίστηκε στη μικρή ακτή κι εκεί έμεινε.
Η ζωή του αθόρυβη, ταπεινή και μετριόφρων. Στο θάνατό του δεν ήθελε να δώσει κόπο στους ανθρώπους.
Προς τι να τον κουβαλούν σε οικία, σε εκκλησία και να τον πομπεύουν διά της αγοράς;
Αγοραία κηδεία δεν ήθελε.
Αρκούσε να βρεθούν δύο χριστιανοί να τον ανεβάσουν λίγα βήματα παραπάνω, αρκούσε να σκάψουν δυο τρεις σπιθαμές στο χώμα να τον καλύψουν και θα εύρισκαν το έλεος στην ψυχή τους.
Αν ο παπα-Στάμος ή ο παπα-Γληόρης ή και ο πάτερ Ιωακείμ ακόμη, ο μοναχός ο περιπλανώμενος, ερχόταν να πει το «Μετά Πνευμάτων», καλώς θα είχε, άλλως ο Θεός τα ήξερε.
* * *
Εντούτοις, αφού μεταφέρθηκε ο νεκρός μέσα στον περίβολο των μνημάτων, οι αρχές αποφάνθηκαν ότι, επειδή ήταν περί δύση ηλίου, δεν ήταν καιρός να γίνει νεκροψία, για να βεβαιωθεί αν ήταν πράγματι πνιγμένος ο νεκρός. Οπότε έπρεπε να μείνει όλη τη νύκτα άταφος μέχρι το πρωί.
Την νύκτα, στο καφενεδάκι του Αλέξη του Μπαρμπαδήμου μία παρέα εύθυμη, συζητούσε περί τάφων και νεκρών. Ο Ντάκης του Αγγούδη έβαλε στοίχημα με τον Τάκη του Πατάκη, αν ο πρώτος ήταν ικανός να πάει περί τα μεσάνυκτα στο Νεκροταφείο, να εισέλθει ολομόναχος και να μείνει επί μία ώρα στο ύπαιθρο, πλησίον του πνιγμένου, του άταφου νεκρού.
Διότι ο άτυχος είχε βλέπετε μετά θάνατον, τη μοίρα του Αίαντος του Μαστιγοφόρου.
Μετά το δράμα του θανάτου, νέο δράμα επλέκετο περί της ταφής.
Ευτυχώς η παρέα ήταν από εκείνες οπού μέχρι λόγων φθάνουν, αλλά και δεν καταλαβαίνουν πόση ασέβεια ενυπάρχει στους λόγους.
Τέλος ήρθε το πρωί και πήγαν οι γιατροί… «Μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, και εξομολογήσονταί σοι;»
Μάταια διαμαρτύρονταν οι οικείοι του νεκρού, ότι η αιτία του θανάτου ήταν εδώ φανερή, αυταπόδεικτη και μεμαρτυρημένη.
Μετά δύο ώρες, έλαβε τέλος το ανώφελο βάσανο και ο νεκρός αποδόθηκε στη γη.
Ετάφη στην εσχάτη γωνία του περιβόλου, την πλησιέστερη προς τη θάλασσα.
«Μή μ' άκλαυτον, άθαπτον ιών όπιθεν καταλείπειν… σήμα τε μοι χεύαι πολιής επί θινί θαλάσσης.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης