Της Κοκκώνας το σπίτι
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1893
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Δεν ήταν δρόμος περισσότερο περαστικός σε όλο το χωριό.
Αδύνατον να μην περνούσε κανείς από κει, ο οποίος θα ανέβαινε στην πάνω ενορία ή όποιος θα κατέβαινε στην κάτω.
Λιθόστρωτο ανηφορικό, από κάτω απ' της Σταματρίζαινας το σπίτι, μέχρι επάνω στο ναό της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Φούσκωνε, κοντανάσαινε κανείς για ν’ ανεβεί, γλιστρούσε για να κατεβεί. Άμα πατούσε κάποιος στο λιθόστρωτο, αφού άφηνε πίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτο του γέρο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένη αυλή, βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρο σύρριζα στο βράχο. Κάτω έχασκε μεγάλος γκρεμός, μονότονος, προκαλώντας σκοτοδίνη, στον οποίο υπήρχαν λίγοι θάμνοι έρποντες εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα φαίνονταν στο σκοτάδι της νύκτας εκείνης, σαν να ήταν κακοποιοί που ψηλαφούσαν και αναρριχούνταν ή και καλικάντζαροι που κρύβονταν και παραμόνευαν μέχρι να έλθει η ώρα να εισβάλουν στα σπίτια από τους καπνοδόχους.
Το κύμα, υπόκωφα φλοίσβιζε στα κράσπεδα του γκρεμού και ακούραστος βοριάς, που φυσούσε από προχθές και που μαλάκωσε το βράδυ αυτό, εξάπλωνε τις αποθαλασσιές του έως το νότιο τούτο μικρό λιμάνι.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά όπως ανεβαίνουμε, δίπλα στο σπίτι του γέρο-Παγούρη και αντίκρυ με το του Χατζή Παντελή, υψωνόταν ατελείωτη οικοδομή, με τέσσερις τοίχους όρθιους μέχρι του πατώματος, με τις ξυλώσεις να χάσκουν ως την οροφή, με τη στέγη ετοιμόρροπη, με σκουρόχρωμους και φθειρόμενους τους τοίχους, την οποία η εγκατάλειψη, ο άνεμος και η βροχή είχαν καταστήσει ερείπιο και χάλασμα.
Τα παιδιά, όσα κατέβαιναν το μεσημέρι από το ένα σχολείο και όσα ανέβαιναν το απόγευμα από το άλλο, για να αφήσουν τα βιβλία στο σπίτι τους, να κλέψουν ένα κομμάτι ψωμί από το ερμάρι και να τρέξουν ακράτητα για να παίξουν στο γιαλό, της έριχναν πέτρες, για να την εκδικηθούν την ημέρα για όσο τρόμο τους προξενούσε τη νύκτα, όταν τύχαινε να περάσουν από κει.
Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονή των Φώτων εν σώματι από το σπίτι του δημάρχου, με τους σταυρούς, τους βασιλικούς και τους αγιασμούς, αγιάζοντας σπίτια, δρόμους και μαγαζιά και διώχνοντας τους καλικάντζαρους, λησμονούσαν να ρίξουν μικρή σταγόνα αγιασμού και στην άτυχη εγκαταλειμμένη οικία, την οποία δεν είχε χαρεί ο νοικοκύρης που την έκτισε και η οποία δεν είχε αξιωθεί να απολαύσει τη νοικοκυρά της.
Τέτοιο σπίτι, επόμενο ήταν να γίνει κατοικητήριο των φαντασμάτων, άσυλο των βρικολάκων και ίσως ορμητήριο και τόπος συγκέντρωσης των τυράννων της ώρας αυτής, των καλικάντζαρων.
***
Το σπίτι αυτό, δεν είχε αξιωθεί να απολαύσει τη νοικοκυρά του.
Ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαής, άνδρας αισθηματικός και γενναίος, «μερακλής» όσο κανείς άλλος απ’ τους συνομηλίκους του, είχε ερωτευθεί την Κοκκώνα-Αννίκα, ωραία, ψηλή, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκή και με χαρακτήρες λεπτότατους, με βλέμμα το οποίο κάτι έλεγε στην καρδιά.
Ο πλοίαρχος αρραβωνιάστηκε στη Βασιλεύουσα και ήρθε με το καράβι στην πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιο κομψό και ασυνήθιστο έως τότε στην πολίχνη, το μικρό ωραίο σπίτι, σκοπεύοντας με το πρώτο ταξίδι να φέρει έπιπλα από τη Βενετία, για να ευπρεπίσει, να στολίσει τη νεόκτιστη οικία και να την κάμει άξια της αβρής Κοκκώνας, την οποία θα έφερνε από την Πόλη.
Αλλά η οικία δεν έμελλε να τελειώσει και η Κοκκώνα δεν έμελλε να έλθει.
Η Κοκκώνα, οκτώ μήνες μετά τη μνηστεία, πέθανε φθισική και η οικία έμεινε ατελείωτη, έρημη και άχαρη, στο λιθόστρωτο ανηφορικό δρόμο, κοντά στον κρημνώδη βράχο.
Σαν αόρατη δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρέουσας οικίας, σαν αόριστη τραγική ειρωνεία της τύχης της, έμεινε το όνομα «της Κοκκώνας το Σπίτι».
«Μνημούρια του Φερίκ-κι οΐ κι ολόρθα κυπαρίσσα...
Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.»
***
Το βράδυ εκείνο, παραμονή των Χριστουγέννων του έτους 1859, δύο παιδιά κατέβαιναν με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτο και τα πόδια τους ασυνήθιστα στα πέδιλα τα οποία είχαν φορέσει εκτάκτως το βράδυ εκείνο, έκαναν μεγάλο κρότο πάνω στις πλάκες του δρόμου.
Και οι δύο κρατούσαν ελαφρούς ράβδους.
Ο ένας κρατούσε φανάρι με το άλλο χέρι.
Ήταν επτά η ώρα. Νύχτα αστροφεγγής και ψυχρή.
Σφοδρός άνεμος ερχόταν παγωμένος από τα χιονισμένα βουνά.
Ο άνεμος έκανε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τις κλειδομανταλωμένες πόρτες να στενάζουν από την ψυχρή πνοή του.
Τα παιδιά μάλωναν σαν δύο γνήσιοι φίλοι.
- Εγώ είδα π΄σόδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το ένα.
- Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο, μια πεντάρα μό΄δωκε. Νά τηνε.
Και έδειχνε μεταξύ των δακτύλων του μία πεντάρα.
- Όχι, επέμενε το άλλο, το οποίο κρατούσε το φανάρι.
Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι, δε με γελάς.
- Όχι, μα την παναγίδα, βρε Νάσο. Μιά πεντάρα, σου λέω.
- Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;
- Θα σ’ πέσει το φανάρι.
Αμέσως ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ετοιμαζόταν να ψάξει τον Αγγελή.
Είχαν πάρει το μέτρο αυτό, επειδή δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον (ήταν δέκα ετών στην ηλικία), αμέσως άμα κατέβαιναν από κάθε σπίτι, που ανέβαιναν και τραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάνουν αμέσως μοιρασιά πεντάρα και πεντάρα και κανείς από τους δύο να μην είναι «κάσσα» μέχρι τέλους της επιχείρησης.
Αλλά την τελευταία φορά, ο Νάσος είχε υποπτευθεί τον Αγγελή.
Πάνω στη λογομαχία τους, είχαν ξεχάσει ότι έφθασαν ήδη στο στενό του λιθόστρωτου, που οδηγούσε στην επάνω συνοικία και βρίσκονταν κάτω από το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα.
Εκεί είχαν σταματήσει και ο Νάσος άρχισε να ψάχνει τον Αγγελή.
Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ερευνούσε τις τσέπες του παντελονιού του, στεκόταν αδιάφορος, αλλά άμα το χέρι ανέβηκε και άρχισε να ψάχνει τον κόρφο του, έπιασε ο ίδιος το γιλέκο του αριστερά προς τη μέση και το έσφιγγε με όλη τη δύναμή του, εμποδίζοντας το χέρι του φίλου του να φθάσει έως εκεί.
- Δεν μ’ αφήνεις να σε ψάξω!
- Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.
- Είσαι ψεύτης!
Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικά το χέρι.
- Είσαι ψεύτης και κλέφτης!
***
Ελαφρός θόρυβος ακούσθηκε και συγχρόνως φωνή παράδοξου όντος μαύρου στην όψη, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα παλιόρουχα ως ενδυμασία, αντήχησε.
- Τι μαλώνετε, βρε;
Τα δύο παιδιά άφησαν συγχρόνως διπλή πνιγμένη κραυγή και δοκίμασαν να τραπούν σε φυγή, αφήνοντας το φανάρι καταγής. Αλλά το παράδοξο αυτό ον, με το πόδι του ανέτρεψε το φανάρι, το οποίο έσβησε αμέσως και με τα δύο χέρια έπιασε από τους βραχίονες τα δύο παιδιά, που έτρεμαν από το φόβο τους. Ποιος είναι κάσσα, βρε; Τα δύο παιδιά αντιστέκονταν και προσπαθούσαν να φύγουν. Μη φοβάστε, δεν σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλώσετε και σκοτωθείτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα. Έψαξε τις τσέπες των δύο παιδιών και συγχρόνως τα έσυρε προς την πόρτα του ισογείου του κατερειπωμένου σπιτιού, απ’ όπου είχε βγει ως φαίνεται, το παράδοξο αυτό ον. Εκεί έβαλε το Νάσο υπό κράτηση πίσω από την πόρτα, οχύρωσε το άνοιγμα με το σώμα του και έψαξε με άνεση τον Αγγελή. Βρήκε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες στις τσέπες. Έπειτα έψαξε το Νάσο και βρήκε άλλα τόσα και σ΄ αυτού την τσέπη.
Έπειτα άφησε τα δυο παιδιά να φύγουν.
-Πηγαίνετε τώρα και μη φοβάστε. Άλλη φορά να μη μαλώνετε.
***
Ο Γιάννης ο Παλούκας, δεν είχε πως να μεθύσει και πως να γιορτάσει τα Χριστούγεννα, εκείνη τη χρονιά.
Ήταν συνήθως άεργος και οι τεμπέλικες μικροδουλειές, τις οποίες εκτελούσε κάπου-κάπου, πότε κουβαλώντας νερό με τη στάμνα στα σπίτια, πότε υπηρετώντας τους κηπουρούς, τους αλωνιστές και τους εργάτες των ελαιοτριβείων, πότε βοηθώντας τους ψαράδες στην ανέλκυση των μακριών ατελείωτων διχτυών στη μεγάλη άμμο στο γιαλό, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο.
Τι να κάμει; Πώς να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα;
Τι σοφίσθηκε;
Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίο φοβούνταν τα παιδιά της πολίχνης και το οποίο δεν αγίαζαν οι παπάδες όταν κατέβαιναν από την πάνω συνοικία με τους σταυρούς, ήταν κατάλληλος σταθμός για να κρυφτεί κανείς και να περάσει ως καλικάντζαρος, επειδή το καλούσαν οι μέρες, αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας.
Από εκεί θα περνούσαν όλα τα παιδιά της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, στο γύρισμα τους από την επάνω ενορία και θα είχαν αρκετά κέρματα στις τσέπες τους.
Ο Παλούκας δε σκέφθηκε περισσότερο.
Πήρε ένα παλιό σιδερένιο τηγάνι, μουντζουρώθηκε σε όλο του το πρόσωπο και μεταθέτοντας, δύο μήνες πρωιμώτερα την Αποκριά, φόρεσε παλιά κουρέλια, τα οποία προμηθεύθηκε από κάπου και άμα νύχτωσε, πήγε στο ερημόσπιτο, ξεκάρφωσε αθόρυβα τις παλιές σανίδες, που σχημάτιζαν χιαστί πρόχειρο φράχτη στο ισόγειο της έρημης κατοικίας της Κοκκώνας και χώθηκε μέσα.
Μία ώρα αργότερα, κατέβηκε από το λιθόστρωτο το πρώτο ζευγάρι των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα, ο Νάσος και ο Αγγελής.
Είδαμε πως ήλθαν βολικά τα πράγματα και πως ο Παλούκας, κατόρθωσε μάλιστα να περάσει ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδιών που μάλωναν.
***
Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής τράπηκαν σε φυγή, αισθανόμενοι να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, κατέβηκαν άλλα παιδιά και μετά άλλα.
Ο Παλούκας άκουγε από μακριά τον κρότο των βημάτων τους, τις εύθυμες φωνές τους και ψιθύριζε:
- Μας έρχεται άλλη ζυγιά.
Η τελευταία ζυγιά η οποία κατέβαινε, αποτελείταν από το Στάμο και από τον Αργύρη, δύο φρόνιμα παιδιά.
Αυτοί δε μάλωναν, αλλά σχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνη τη βραδιά.
- Να φτιάσομε κι ένα σκεπαρνάκι, βρε.
- Να κόψουμε μια λεύκα.
- Να πάρουμε φλαμούρι, να κάμουμε καράβι.
- Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
- Εσύ θα είσαι μαραγκός κι εγώ πρωτομάστορας.
- Βρε! καλώς τους μαστόρους, ακούσθηκε έξαφνα μια φωνή.
Ο Παλούκας είχε εξορμήσει, τρίτη ή τέταρτη φορά από την κρύπτη του.
Ο Στάμος και ο Αργύρης, άφησαν πνιγμένη κραυγή και θέλησαν να φύγουν.
Αλλά ο Παλούκας εφάρμοσε τη μέθοδό του και τους λήστεψε.
- Είναι άλλη ζυγιά; ρώτησε έπειτα.
Τα παιδιά τον κοίταζαν με απλανή βλέμματα, απολιθωμένα από το φόβο.
Αλλά ο Στάμος, ο οποίος ήταν δώδεκα ετών και έξυπνος, κατάλαβε εντωμεταξύ, ότι δεν ήταν φάντασμα.
Ο φόβος του μετριάσθηκε και μετέδωσε θάρρος και στον Αργύρη.
- Είναι κι άλλη ζυγιά; επανέλαβε ακατάληπτα ο παράδοξος άνθρωπος.
- Τι ζυγιά; μπόρεσε ν' αρθρώσει ο Στάμος.
- Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν, απ’ τον απάνω μαχαλά;
- Δεν ξέρω, είπε ο Στάμος.
Τη φορά αυτή, ο Παλούκας είχε αμελήσει να σβήσει το φανάρι, γιατί απ’ τη μέχρι τώρα πείρα του, πείσθηκε ότι δε θα τον αναγνώριζαν τα παιδιά.
Αλλά ο Στάμος τον κοίταξε τόσο καλά, ώστε «εγύριζε μες στο νου του» ότι κάποιος ήταν και δεν απείχε πολύ απ’ το να τον αναγνωρίσει.
- Πέστε μου βρε, αν είναι κι άλλη ζυγιά, επέμεινε ο Παλούκας.
- Δεν ξέρουμε, επανέλαβε ο Στάμος.
Τέλος ο Παλούκας άφησε τα παιδιά ελεύθερα.
- Πέρασαν δέκα λεπτά της ώρας και γενναίο πετροβόλημα άρχισε να δέρνει τη στέγη, τις ξυλώσεις και τις δοκούς του ασκεπούς πατώματος της έρημης κατοικίας.
Πολλές πέτρες, με υπόκωφο γδούπο, διερχόμενες ανάμεσα από τα δοκάρια και άλλες από την πόρτα έπεφταν στο έδαφος του ισογείου.
Στράτευμα παιδιών, είχε εξορμήσει από το προαύλιο του ναού των Τριών Ιεραρχών, που απείχε τριακόσια ή τετρακόσια βήματα και εκτελούσε φοβερή έφοδο κατά του ασύλου του Καλικάντζαρου.
***
Τα πρώτα παιδιά που ληστεύτηκαν, ο Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφθασαν ασθμαίνοντα στη μικρή πλατεία μπροστά απ’ το ναό, μη έχοντας πλέον για τι πράγμα να μαλώσουν, έκαμαν αγάπη.
Μετά φιλικότατη δε συζήτηση, ομόφωνα αποφάνθηκαν, ότι το παράδοξο ον, το οποίο τους πήρε τα λεπτά, αφού δεν τους πήρε ούτε τη φωνή ούτε το νου τους, θα πει ότι δεν ήταν φάντασμα, ούτε βρικόλακας και αφού δεν δοκίμασε να τους φάγει, θα πει ότι δεν ήταν ούτε καλικάντζαρος.
Τι άλλο θα ήταν λοιπόν;
Θα ήταν άνθρωπος, χωρίς άλλο.
Η δεύτερη ζυγιά των παιδιών έφθασε μετά από λίγο, έπειτα η τρίτη και η τέταρτη.
Τέλος ο Στάμος, που ήλθε τελευταίος μαζί με τον Αργύρη, πρότεινε και όλοι ψήφισαν να εκτελέσουν τακτική νυκτερινή έφοδο κατά της οικίας.
Ο Παλούκας, τη στιγμή εκείνη, δίσταζε και είχε αποφασίσει πλέον να αποσυρθεί, αφού είχε κάμει αρκετή λεία, όση θα αρκούσε για να μεθύσει την ημέρα των Χριστουγέννων, ως και τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και την του αγίου Στεφάνου ακόμη.
***
Ενώ δε ήταν έτοιμος να φύγει και πάλι έμενε, επήλθε η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων.
- Να μια ζυγιά! φώναξε εκδικητικά ο Στάμος.
- Να μια ζυγιά! επανέλαβαν όλα μαζί τα παιδιά.
Πέντε δευτερόλεπτα νωρίτερα αν αποφάσιζε ο Παλούκας να φύγει, θα ήταν ήδη εκτός βολής.
Δυστυχώς ήταν αργά τώρα.
Αποφάσισε ν’ αρπάξει μία σανίδα και μεταχειριζόμενος αυτήν σαν σπαθί αλλά και σαν ασπίδα, να εκτελέσει έξοδο διασχίζοντας τις τάξεις του εχθρού. Αλλά δεύτερη ραγδαιότερη χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήσει με δύο πληγές στην κνήμη και στον βραχίονα.
- Να κι άλλη ζυγιά! φώναξε αδιάλλακτος ο Στάμος.
- Να κι άλλη ζυγιά! αλάλαξαν τα παιδιά.
Ο Παλούκας κόλλησε στην εσωτερική γωνία του ισογείου, στήριξε τα νώτα στον τοίχο, ζαρωμένος κάτω από ένα δοκάρι του πατώματος, σύρριζα στον τοίχο βαλμένο.
Αλλά κι εκεί, μεγάλη πέτρα, αφού χτύπησε στον τοίχο, λόξεψε και τον κτύπησε στον ώμο.
- Βρε! α π ό σ π ό ν τα, μουρμούρισε γελώντας ο Παλούκας.
Ευτυχώς γι’ αυτόν, οι εχθροί δεν αποφάσισαν να έλθουν ως την πόρτα του ισογείου.
Λείψανο φόβου υπήρχε ακόμη, φαίνεται, στο βάθος του παιδικού θράσους.
Τέλος, επειδή η μάχη παρετείνετο, ο Παλούκας, μετά από φρόνιμη σκέψη, αποφάσισε να σκαρφαλώσει στον τοίχο (γνώριζε που υπήρχαν τρύπες από τις σκαλωσιές και τις ξυλωσιές της οικοδομής) πατώντας από τρύπα σε τρύπα. Το έκαμε γρήγορα και με επιτυχία και αφού έφτασε στο πάτωμα, αόρατος στον εχθρό πίσω από ένα μισοπεσμένο ξυλότοιχο, αποφασιστικά πήδησε από το άλλο μέρος, μέσα στην αυλή του γέρο-Παγούρη.
Ήταν ως δύο μπόγια ψηλά, όχι περισσότερο. Διότι το έδαφος ήταν ψηλότερο κατά τρεις ή τέσσερις σπιθαμές μέσα στον αυλόγυρο.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, κτύπησε στο γόνατο, έπεσε, σηκώθηκε, έψαξε τα μέλη του και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν του είχε σπάσει κανένα κόκκαλο, τράπηκε σε φυγή, τρέχοντας από το άλλο μέρος του αυλόγυρου, όπου ήξερε ότι ο περίβολος κλεινόταν από απλό φράχτη και συγκοινωνούσε προς την αυλή συγγενικού σπιτιού.
Ο γδούπος της πτώσης του, ακούσθηκε πέρα από τον τοίχο της αυλής.
Ο Στάμος εφώναξε «εμπρός!» και δοκιμάζοντας το μάνταλο της θύρας του αυλόγυρου, είδε ότι η θύρα ήταν ανοικτή.
Εισόρμησε πρώτος και τα άλλα παιδιά τον ακολούθησαν.
Η φωνή του Παλούκα συνοδεύτηκε, εκτός από το γδούπο της πτώσεώς του και από άλλο κρότο, κρότο μεταλλικό.
Λεπτά του είχαν πέσει από την τσέπη.
Ο Παλούκας δεν γύρισε πίσω να τα μαζέψει.
Ο Αγγελής, ένα απ’ τα παιδιά, άκουσε ζωηρότατα το μεταλλικό κρότο, εντόπισε πολύ καλά το μέρος στο οποίο είχαν πέσει τα κέρματα και σκύβοντας και ψηλαφώντας, άρχισε να τα μαζεύει με τη χούφτα, ενώ τα άλλα παιδιά έτρεχαν πίσω από τον Παλούκα, ρίχνοντας πέτρες και φωνάζοντας:
- Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
Κρότος παραθύρου που άνοιξε ακούστηκε στο σπίτι του γέρο-Παγούρη, ο οποίος ακούγοντας την ακατανόητη έφοδο, που έγινε τη νύχτα εκείνη στον αυλόγυρό του, άνοιξε το παράθυρο και ρωτούσε έκπληκτος:
- Τι είναι; τι τρέχει;… ποιος είναι;... ποιοι είστε;... ε! δεν ακούτε!
Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά, όσα βρήκε και έφευγε από τη νότια πόρτα, τα άλλα παιδιά πέρα από το βορεινό φράχτη, καταδίωκαν στο βρόντο τον Παλούκα, ο οποίος είχε γίνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντας.
- Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης