Λοτόμοι
Οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ελατόμους. Εμείς επιμείναμε ότι δεν λέγονται έτσι αλλά υλοτόμοι ή λοτόμοι, αλλά εκείνοι υποστήριζαν το αντίθετο κι έτσι το αφήσαμε.
Με τσεκούρι ή με κόφτη έριχναν κάτω τα έλατα, τα τεμάχιζαν από ενάμιση μέτρο έως όσο ήταν απαραίτητο. Βγάζανε την έξω φλούδα, κι έφταναν στο ασπράδι του ξύλου.
Ακολούθως έβαζαν δυο ξύλα (τάκους) γύρω στους δεκαπέντε πόντους και από πάνω έβαζαν το κούτσουρο.
Τα ραμματίζανε με σχοινί και τα σημείωναν με κόκκινη μπογιά ή ώχρα (κίτρινη μπογιά), για να μη φύγουν από την ευθεία. Έδεναν το ξύλο με σκοινί, έβαζαν πέτρες από πίσω για να μην έχει μπαλάντζο και ξεκινούσαν το πριόνισμα. Το πριόνι δούλευε με δυο άτομα, ένας από πάνω και ο μάστορας από κάτω. Ένα άλλο χρήσιμο εργαλείο για τους υλοτόμους ήταν και οι σιδερένιες σφήνες. Οι υλοτόμοι παρήγαγαν τάβλες, πέταβρα, ψαλίδια ξύλα για βαρέλια, τάλαρους, κ.τ.λ. Δύσκολο πράγμα η μεταφορά ειδικά των μεγάλων ξύλων με αποτέλεσμα να μη μπορούν να φορτωθούν στα υποζύγια. Κάρφωναν μια σφήνα με γάντζο στο ξύλο και τα πήγαιναν σέρνοντας έως το χωριό. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν τα ζώα τους, εκεί που δεν υπήρχαν μονοπάτια τα έσερναν μόνοι τους. Φορούσαν χοντρό ύφασμα για να μην πληγώνεται ο ώμος, συνήθως πατατούκα και τραβούσαν. Πολλοί ήταν οι υλοτόμοι σε όλα τα χωριά και κάποιες φορές όσοι ήθελαν δικά τους ξύλα, ειδικά για το χτίσιμο των σπιτιών τους, τα «έκαμαν» μόνοι τους. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και μετά το αλώνισμα, όσον ελεύθερο χρόνο είχαν οι κάτοικοι των χωριών, τον εκμεταλλεύονταν για να κουβαλήσουν τα καυσόξυλα για το χειμώνα. Βαριοί οι χειμώνες και το τζάκι έπρεπε να καίει μέρα νύχτα. Πάνω από εξήντα φορτώματα ξύλα χρειαζόταν το κάθε νοικοκυριό για να βγάλει τα μεγάλα κρύα. Το κάθε φόρτωμα είναι ένα καλά φορτωμένο ζώο με ξύλα.
Γιάννης Μητάκης