Το δρακοφύσιμα
«Άμα ξαπλώθηκε στη γης και το τελευταίο δένδρο με τα ασυλλόγιστα χτυπήματα των τσεκουριών, σύρθηκε ως την πλαγιά απειλητικό το πρώτο σύγνεφο.
Ακολούθησαν άλλα κι άλλα. Σύγνεφα μαύρα και βαριά. Είχανε ανέβει από τη θάλασσα και κρεμόντανε μεσοπέλαγα. Τότε σηκώθηκε ο άνεμος και τάσπρωξε στη στεριά. Τυλίξανε ράχες και κορφές και κρεμάσανε ξεφτίδια κατά τις πλαγιές.
Ο ήλιος πάλευε να τα αναριέψει, να τα αλαφρώσει, να σηκωθούνε πιο ψηλά από τις κορφές. Θα τα ζέστανε ύστερα πιο πολύ, να διαλυθούνε, να σκορπιστούν αχνός στην ατμόσφαιρα, να ξαστερώσει ο ουρανός.
Ήτανε όμως χινόπωρο. Είχε ξεμακρύνη κατά τα νότια μέρη ο ήλιος κι οι αχτίδες του πέφτανε πλάγια στα σύγνεφα. Από τόσο μακριά δεν το ζεσταίναν αρκετά.
Φυσούσε έπειτα βοριάς. Κατέβαινε από τον πόλο. Η παγωμένη πνοή του ανάγκαζε τα σύγνεφα, να συμμαζεύονται. Κι όταν νύχτωσε, δεν μπορέσανε να κρατηθούνε πιο πολύ στον αέρα. Χοντρές σταλαματιές στην αρχή, νερό με το δερμάτι κατόπι.
Που φυλλωσιά να κόψει τη φόρα της βροχής! Το νερό λοιπόν θέλει να εργαστεί, όπως τον παλιό καιρό στα πλάγια της Κλεισούρας. Εδώ όμως βρήκε έδαφος διαφορετικό. Οι πλαγιές είναι καμωμένες από ασβεστόλιθο. Δεν είναι εύκολο, να τις αυλακώσεις. Περιορίζετε για αυτό στο χούμο. Σκάβει το δασικό έδαφος, που σκεπάζει τις ρίζες των δένδρων, το παίρνει μαζί του και τις αφήνει ξέχαστες, να κρατούνε τα πρέμνα στον αέρα. Είναι αρκετή αυτή η εργασία για τον πρώτο χρόνο. Το δεύτερο, τον τρίτο, όταν θα έχουνε σαπίσει οι ρίζες, θα αρχίσει, να παίρνει και τις κουτσούρες.
Κατεβαίνοντας ο χείμαρρος στην κοιλάδα, έφτασε εκεί που ήτανε μια φορά το πιο πυκνό και το πιο ψηλό δάσος. Καθόλου δεν δυσκολεύτηκε, να χαράξει την κοίτη του. Διάλεξε τα πιο χαμηλά σημεία και τα ένωσε, τραβώντας αυλακωσιά, που κατέβηκε δυο μέτρα βαθιά.
Δεν ήταν όμως αρκετή. Είχε να κουβαλήσει χώματα, που σωριάστηκαν από τα δάση στις πλαγιές μέσα σε χιλιάδες χρόνια. Χρειαζότανε λοιπόν να γίνει πιο βαθιά.
Αλλά βρέθηκε εμπόδιο πέρωμα. Κάτω από το φυτόχωμα είχε απλωθεί ένα στρώμα κοκκινόχωμα ανακατεμένο με κροκάλες. Είχε πήξει και είχε σκληρύνει αυτό το μείγμα, όπως οι πλάκες από τσιμέντο,-χαλίκι και σίδερο- που μπαίνουνε για πατώματα ή στέγες των σπιτιών.
Χρειάζεται καιρός για να αυλακωθεί. Ποιός ξέρει τι πάχος έχει το στρώμα; Κι όμως η κοίτη είναι ανάγκη της στιγμής. Σήμερα κιόλας. Αλλά δεν δυσκολεύεται ο χείμαρρος. Παίρνει στην κατοχή του όλο το άνοιγμα, από ριζό σε ριζό. Έχει έτσι δρόμο, να περνάει άνετα τις κατεβασιές. Στο μεταξύ θα αυλακώσει το σκληρό που απάντησε.
Τα χρόνια περνούν. Και το νερό τρώει το πέτρωμα και βαθαίνει το αυλάκι. Έχει κατεβεί μισό μέτρο. Κι ύστερα κατεβαίνει κι άλλο μισό. Φαγώθηκε όλο το πάχος. Από κάτω είχε απλωθεί άργιλο καθαρή. Αυτή την έφαγε ο χείμαρρος τον πρώτο χρόνο και χαμήλωσε πέντε μέτρα βαθιά, ώσπου συνάντησε ασβεστολιθικό πέτρωμα.
Έπειτα το νερό δούλεψε πλάγια τις όχτες, τις έφαγε, τις κούφωσε δεξιά αριστερά. Έκοψε τα στηρίγματα του πετρώματος και το σώριασε, το γκρέμισε πλαγιαστά κατά την κοίτη. Μεριές μεριές το πέτρωμα εξέχει ακόμη οριζόντια. Στέκεται θαρρείς στον αέρα.
Στην αυλή της εκκλησίας, που βγήκανε μετά τη Θεία Λειτουργία οι χωριανοί και χαιρετηθήκανε–γιατί είχανε περάσει ημέρες χωρίς να ανταμωθούνε, να ιδούν ο ένας τον άλλον-και καθίσανε στο πεζούλι να μάθουνε και να πούνε τα νέα, ένας είπε στους διπλανούς του: «Περάσατε από το Καμπί; Εγώ χτές, που γύριζα από τα μελίσσια, πήρα το δρόμο χαμηλά και με έβγαλε εκεί. Αγνώριστος έγινε αυτός ο τόπος. Πάνε τα καλύτερα χωράφια. Τέσσερα πέντε μπόια κατέβηκε το ρέμα. Χοντρό ζωντανό δεν ξαναπερνάει από εκεί. Πεζός δε βρίσκεις από πού να κατέβεις και να ανέβεις για να περάσεις. Οι πέτρες στέκονται ξεκάμνανα, θαρρείς θα σου έρθουνε στο κεφάλι. «Τι οργή ήταν» είπαν οι άλλοι. Να γίνει «δρακοφύσημα!»
«Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα»
Τα βραχύκορμα, που έχουνε μείνει στα χειμαδιά, δώσανε χέρι από την πρώτη στιγμή της καταστροφής, να αναδασωθεί ο τόπος. Αέρας και πουλιά ήρθανε κι αυτά από κοντά, να βοηθήσουνε, να ξαπλωθεί το πράσινο στις πλαγιές.
Έργο δικό τους είναι τα χαμόκλαρα, που ανηφορίζουν από πέρα κι από δώθε ρεματιά.
Αλλά πενήντα χρόνια τώρα δεν μπορούνε να ξεπεταχτούν. Δεν έχουν απολύσει ούτε μια σπιθαμή ύψος.
Τα τυφλώνει ο δαίμονας: η γίδα.
Έναν Αλωνάρη, μέσα στο λιοπύρι, δυο κοπάδια βόσκανε γύρω στις σπηλιές, εκεί στη ρεματιά. Όταν μεσημέριασε, πέσανε και τα δυο μέσα στη ρεματιά και τρυπώσανε στις σπηλιές, να σταλίσουν. Αλλού δε βρήκαν ήσκιο. Πουθενά!
Το κοπάδι του Μανίκα στάλιζε πιο ψηλά. Η Μαρία, η δωδεκάχρονη παιδούλα του, το φύλαε αυτό το κοπάδι. Ακολούθησε κι αυτή στη σπηλιά να ανασάνει στον ήσκιο. Κάθησε κι έβγανε από μια πάνινη σακουλίτσα-που κρατούσε-το κέντημά της. Ως τώρα φορούσε «άσπρο» πουκάμισο, αλλά η μάνα της είπε: «Τώρα μεγαλώνεις, θέλεις κεντητό. Να μάθεις μόνη σου να κεντάς». Και της έδειξε να αρχίσει το γύρο. Ύστερα θα κεντούσε την τραχηλιά. Τα μανίκια θα τα άφηνε τελευταία.
Πιο κάτω έπιασε στάλο το κοπάδι του Σαμιώτη. Από κοντά και το τσοπανόπουλο με τα σκυλιά. Το αγόρι στρώθηκε στη γης σταυροπόδι και πελεκούσε με το μαχαιράκι του, να φτιάξει μια αγκλίτσα. Τα σκυλιά πιστομήθηκαν. Κρατούσαν ανασηκωτά τα κεφάλια τους και κοιτάζανε κατάματα το αγόρι, έχοντας κρεμασμένες τις γλώσσες των μια πιθαμή έξω από το στόμα.
Τα γίδια είχανε βολευτεί και δεν άκουες κουδούνι. Θυμίζανε στόλισμα του παλιού καιρού .Τότε, που τα κοπάδια ησυχάζανε, για να μην ταράζουνε το μεσημεριάτικο ύπνο του Πάνα.
Μέσα σε αυτή τη σιγαλιά, σαν κάποιος μακρινός αχός, μια βουή μουγγή, συρτή, φτάνει ως τα τσοπανόπουλα. Αυτιάζονται στη στιγμή. Πετιούνται απάνω, να ιδούν, τι είναι, από πούθε έρχεται. Δεν προφταίνουν όμως, να γυρίσουνε να ιδούν.
Ο αχητός κατέβηκε τον κατήφορο, τη ρεματιά, σέρνοντας αεροφύσημα από κοντά. Τα ζωντανά αναταράζονται στη στιγμή. Το ένστιχτο τα σπρώχνει στα μονοπάτια, να σκαρφαλώσουνε, να βγούν, απάνω. Αλλά που καιρός και που τόπος! Ο χείμαρρος έφτασε παντοδύναμος. Είχε βρέξει ψηλά στα βουνά. Βήμα δεν προλαβαίνουνε τα γίδια να κάμουν. Τα παίρνει σύξυλα το ποτάμι. Μαζί και την άμοιρη Μαρία, προτού προλάβει, να νιώσει, τι ήτανε το κακό.
Πιο κάτω σαρώνει το άλλο κοπάδι, και το αγόρι και τα σκυλιά.
Γίδια, παιδιά, σκυλιά ανάκατα τον κατήφορο!
Τους μπάζει νερό από ρουθούνια και στόμα. Τα γκρεμίζει από καταρράχτες σε λάκους βαθείς. Τα ανεβάζει στον αφρό και τα στριφογυρίζει. Ώς να γεμίσει το λάκκο. Τα παίρνει κατόπι τον κατήφορο, να τα πνίξει, να τα σκοτώσει, να τα αποτελειώσει, να τα πετάξει από πέρα κι αποδώθε, να σπείρει κουφάρια την ακροποταμιά και του γιαλού την άμμο.
Η μαυρόμοιρη η παιδούλα βρέθηκε πνιγμένη διακόσα-τρακόσα μέτρα πιο κάτω, στην ακροποταμιά.
Το αγόρι όμως άντεξε, πάλεψε με το ρέμα. Ήταν ωστόσο βαθιά η κοίτη και δεν έφτανε να αρπαχτεί από δένδρο. Ο χείμαρρος το είχε κατεβάσει χαμηλά και το είχε μισοσκοτώσει κιόλας, όταν η τύχη το θέλησε καταμεσής στην κοίτη, να εξέχει ένα ριζιμιό, σα σαμάρι στη ράχη μουλαριού. Από το βράχο αρπάχτηκε το αγόρι, σκαρφάλωσε στην κορυφή κι έμεινε αυτού συμμαζεμένο ως το δειλινό, που χαμήλωσε το νερό και μπόρεσε, να πηδήσει στην όχτη. Και βράδυ βράδυ σύρθηκε ως το πεζοστάνι μισοπεθαμένο.
Πένθιμες συνοδείες ξεκινήσανε τη νύχτα για το χωριό. Πηγαίνουνε το μισοσκοτωμένο αγόρι και την πνιγμένη παιδούλα. Πως να το ακούσει, πώς να το μάθει η μάννα της!...»Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».
---
-Ο Γιώργος Ντεγιάννης ήρθε δάσκαλος στη Στενή το 1905 και έμεινε έως το 1921.Απο το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα αυτό.