Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Υπηρέτρα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1888

➖ ➖ ➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων, του έτους…... η δεκαοκταετής κόρη, το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαχρινή νοστιμούλα, κλείστηκε στο σπίτι της νωρίς, γιατί ήταν μόνη.

Ο πατέρας της, ο άτυχος μπαρμπα-Διόμας, παλιός εμποροπλοίαρχος, που πτώχευσε και κατάντησε να γίνει πορθμέας στα γεράματά του, είχε επιβιβαστεί στη λέμβο του, κατά το μεσημέρι, για να πάει στο νησί Τσουγκριά, που απείχε τρία μίλια και να μεταφέρει από κει στην πολίχνη, μερικές εορτάσιμες προμήθειες.

Υποσχέθηκε ότι θα γυρνούσε το βράδυ, αλλά νύχτωσε και ακόμη δε φάνηκε.

Η νέα ήταν ορφανή από μητέρα.

Η μόνη από τη μητέρα θεία της, η οποία της κρατούσε άλλοτε συντροφιά, γιατί τα σπίτια τους χωρίζονταν με έναν τοίχο, μάλωσε και αυτή μαζί της, για δύο στρέμματα αγρού και δε μιλιούνταν πλέον.

Η νέα κάθισε κοντά στη φωτιά, που είχε ανάψει στο τζάκι, περιμένοντας τον πατέρα της και κρατούσε το αυτί τεντωμένο σε κάθε θόρυβο, στα χαρούμενα τραγούδια των παιδιών στο δρόμο, ανυπόμονη και ανήσυχη για το πότε θα έρθει ο πατέρας της.

Οι ώρες περνούσαν και ο φτωχός γέροντας δε φαινόταν.

Το Ουρανιώ είχε αποφασίσει να μην κοιμηθεί και έμεινε μισοκοιμισμένη κοντά στο τζάκι.

Πέρασαν τα μεσάνυχτα και άρχισαν να αντηχούν οι καμπάνες των εκκλησιών, που καλούσαν τους Χριστιανούς στην ευφρόσυνη ακολουθία της εορτής.

Η καρδιά της νέας κόπηκε μέσα της.

― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι ο πατέρας μου!...

***

Συγχρόνως τότε, άκουσε θόρυβο και φωνές απ’ έξω.

Η γειτονιά είχε ξυπνήσει και όλοι ετοιμάζονταν για την εκκλησία.

Η δύστυχη Ουρανιώ δεν άντεχε, αλλά πήρε το θάρρος να βγει στον σκεπαστό και περιφραγμένο από σανίδες εξώστη του σπιτιού, όπου, κρυμμένη στο σκοτάδι, πρόβαλε από την πορτούλα το κεφάλι της.

Μία γειτόνισσα, φλύαρη και φωνακλού, είχε σηκωθεί πρώτη και ξυπνούσε με τις φωνές της τους γείτονες όλους, όσων ο ύπνος αντιστεκόταν στον κρότο της καμπάνας, προσπαθώντας να ξυπνήσει τον άνδρα και τα παιδιά της.

Ο σύζυγός της, ο Νταραδήμος, είχε ανάγκη από μοχλό για να σταθεί στα πόδια του.

Η πόρτα του σπιτιού τους, ήταν αντίκρυ απ’ την πόρτα του μπαρμπα-Διόμα.

Το Ουρανιώ, έβλεπε καθαρά απέναντί της τη γυναίκα εκείνη, να κρατάει φανάρι και να φωτίζει σπλαχνικά τα σκοτάδια του δρόμου, για τους διαβάτες και τους γείτονες.

Γιατί το σκοτάδι ήταν βαθύ και ελαφρός άνεμος έπνεε, όσος αρκούσε για να μεταφέρει απ’ τα χιονοσκέπαστα βουνά το ψύχος και τον παγετό στις φλέβες των ανθρώπων.  

Κατ’ εκείνη τη στιγμή, πέρασε ένας άνθρωπος, τον οποίο βλέποντάς και αναγνωρίζοντάς τον η Ουρανιώ, δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει.

― Πώς! κι ο Αργυράκης πάει στην Εκκλησιά;… ψιθύρισε.

*** 

Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, ο οποίος είχε το προνόμιο να προσωνυμιέται από το όνομα της συζύγου του, είχε πει άλλοτε και το οποίο έμεινε παροιμιώδες: «όποτε πάω στην εκκλησιά, βάια μοιράζουνε».

Αλλά τη φορά αυτή, τον ξύπνησε βίαια η Γαροφαλιά και τον πίεσε να πάει στην εκκλησία, γιατί είδε κακό όνειρο, είπε.

Φοβόταν μήπως οι γύφτισσες (υπήρχαν αντίκρυ από το σπίτι τους πέντε ή έξι καλύβες γύφτων νεοφώτιστων), έκαμαν μαγείες εναντίον της.

Και αν αυτή πάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάει! ποια άλλη θα κολλούσε το φούρνο, οι μέρες που έρχονται, τώρα τον Αη-Βασίλη κ.τ.λ., σε όλη τη γειτονιά;

Όλο δε το παρουσιαστικό της, θύμιζε τη μητέρα εκείνη των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, η οποία φούρνιζε με τις παλάμες και πάνιζε με τους μαστούς.

Ο υπάκουος Αργυράκης, ο οποίος μόλις την έφθανε στο ανάστημα μέχρι τους ώμους, σηκώθηκε, φόρεσε στο κεφάλι του τον γιοργούλη του, ζώστηκε το κόκκινο ζωνάρι του, τρεις σπιθαμές πλατύ, φόρεσε στα πόδια του τα παπούτσια του και βγήκε στο δρόμο.

Ταυτόχρονα είχε βγει και ο Νταραδήμος, ο οποίος άρχισε να συνομιλεί με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.

― Τώρα μ’ αρέσεις γείτονα, του λέει... μην είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κ α τ ά τ α σ κ ο ί ν ι α (καταισχύνη).

Το φεγγάρι δεν είναι τώρα π α ν’ τ σ’ Έ λ λ η ν ε ς (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου τη νύχτα...

Τέτοια ελληνικά μιλούσε ο Νταραδήμος.

― Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα;

Απάντησε ταπεινόφρονα ο Αργυράκης.

Και ο Νταραδήμος προχώρησε στο δρόμο, πηγαίνοντας μπροστά η σύζυγός του, που κρατούσε πάντοτε το φανάρι.

― Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε τη στιγμή εκείνη η σύζυγος του Νταραδήμου, ρίχνοντας εκφραστικό βλέμμα προς το σπίτι του μπάρμπα-Διόμα.

― Σωπάτε, είπε, φέροντας το δάκτυλο στο στόμα ο Αργυράκης, είπαν πως βούλιαξε...

― Τι; είπε η σύζυγος του Νταραδήμου. 42 Ο Αργυράκης ετοιμαζόταν να διηγηθεί, πως και που τα άκουσε, αλλά την ίδια στιγμή, γοερή και σπαρακτική κραυγή ακούσθηκε από το σπίτι, προς το οποίο έβλεπαν οι τρείς συνομιλητές. Από το σκεπαστό του περίφρακτου εξώστη, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχε ακούσει τη λέξη του Αργυράκη και άφησε την κραυγή εκείνη. Η άστοργη θεία, η οποία από ένα χρόνο και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανιψιά της, άκουσε τη γοερή κραυγή και λησμονώντας τότε τα δύο στρέμματα του αγρού, έτρεξε για να βοηθήσει την πονεμένη κόρη.

*** 

Περί το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, είχε φορέσει μέχρι τα αυτιά του το παμπάλαιο φέσι του, είχε φορέσει την τσάκα του και το αμπαδίτικο βρακί του και κατέβηκε στο γιαλό, έλυσε τη μικρή, ελαφρότατη και μισοσάπια λέμβο του και παίρνοντας τα κουπιά, έπλεε προς τη νοτιότερα βρισκόμενη μικρή νήσο Τσουγκριά.

Μόνη έμεινε η Ουρανιώ στο σπίτι και μόνος ο μπάρμπα-Διόμας επέβαινε στη λέμβο του, ναύτης ο ίδιος και κυβερνήτης και λοστρόμος.

Ναυτικός από δώδεκα ετών, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησε διαδοχικά σκούνες, γολέτες και βρίκια, ύστερα υποβιβάσθηκε σε βρατσέρα και τέλος έμεινε κύριος της μικρής αυτής λέμβου, με την οποία εκτελούσε μικρές αλιευτικές ή πορθμειακές εκδρομές.

Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλι φίλοι, που είχαν ατυχήσει και αυτοί στις θαλάσσιες επιχειρήσεις τους.

Στα γεράματά του δεν του έμεινε άλλο, εκτός από σιδερένια υγεία, με την οποία μπορούσε ακόμη ν’ αντέχει τους θαλάσσιους κόπους, εργαζόμενος για τον επιούσιο άρτο του.

Ενίοτε, ελλείψει συνομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του στους ανέμους και τα κύματα:

― Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ι π π ο μ α χ ι κ ό και μώ ’δωκαν, λέει, δύο σ φ ά κ ε λ λ α, να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιαστώ στην Πιτροπή, πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη κι αυτοί δεν ήξεραν… ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, «σύρε στο σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου».

Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δω, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναδούν...

Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σιτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε και θα βγει η απόφαση».

Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ...

Είδες εσύ σύνταξη; (απευθυνόταν προς υποτιθέμενο ακροατή), άλλο τόσο κι εγώ.

Επήρα κι εγώ την πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.

Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήταν το όνομα της λέμβου, που αυτός της το έδωσε.

Και παύοντας να μονολογεί, άρχιζε να τραγουδάει με την τραχιά και μονότονη φωνή του:

«Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα!...»

και δεν έλεγε άλλο στίχο.

***

Αφού έφτασε στο όμορφο νησί Τσουγκριά, ο μπαρμπα-Διόμας, φόρτωσε στην «Υπηρέτρα» πέντε ή έξι ζευγάρια όρνιθες, μερικά κοφίνια αυγά και τυρί, δύο ή τρείς γαλοπούλες και άλλα διάφορα πράγματα και ετοιμαζόταν να λύσει τα σκοινιά της λέμβου και να αποπλεύσει.

Αλλά τη στιγμή εκείνη, ήλθε ο κουμπάρος του ο Σταθαρός, ο τσοπάνης της Τσουγκριάς και τον παρακάλεσε να του κάμει τη χάρη να παραλάβει έναν ενοχλητικό συνεπιβάτη... «υιόν υποζυγίου», ώριμο για σαμάρωμα… για να τον μεταφέρει προς έναν απ’ τους πολλούς κουμπάρους του στην πολίχνη.

Ο μπαρμπα-Διόμας, συλλογίσθηκε το βάρος και έριξε αμήχανο βλέμμα στο στενό χώρο και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλά όμως σκέφθηκε ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήταν κάτι γι’ αυτόν, ήταν ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολάσιμων ημερών των Χριστουγέννων και αποφάσισε να παραλάβει το γαϊδουράκι.

Ο κουμπάρος ο Σταθαρός, ευχαριστήθηκε και τον φίλεψε λίγα αυγά και μία μυζήθρα και ο μπαρμπα-Διόμας, αφού επιβίβασε το γαϊδουράκι, πήρε τα κουπιά και έστρεψε την πρώρα προς το λιμάνι.

Απομακρύνθηκε, έκαμε πανιά και αφού έπλευσε πάνω από ένα μίλι, απείχε εξ ίσου σχεδόν της Τσουγκριάς και της πολίχνης.

Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίγος, υποβοηθούσε απ’ τα πλάγια το ιστίο, γιατί ο μπαρμπα-Διόμας έδινε βορειοδυτική διεύθυνση στη λέμβο.

***

Αλλά το γαϊδουράκι, το οποίο έβοσκε ήσυχα το χόρτο του και δεν φαινόταν να ανησυχεί πολύ για το θαλασσινό αυτό ταξίδι, αίφνης σήκωσε το πόδι, έδωκε άτακτη κλωτσιά στη σανίδα... και το μαδέρι της εύθραυστης και μισοσάπιας λέμβου έσπασε και νερό άρχισε να εισρέει στη λέμβο.

Η λέμβος άρχισε να βυθίζεται.

Ταχύς σαν αστραπή ο μπαρμπα-Διόμας, έβγαλε το βαρύτερο ρούχο του, τον αμπά του, τον οποίο είχε φορέσει μόνον ενόσω καθόταν στο πηδάλιο, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανιού αριστερά, κρεμάσθηκε στην πλευρά του σκάφους και κατόρθωσε να μπατάρει τη λέμβο.

Μεγάλος έγινε ο θρήνος υπό την ανατραπείσα τρόπιδα.

Όρνιθες, ινδιάνοι, κοφίνια και ο αίτιος της συμφοράς το γαϊδουράκι, όλα βυθίστηκαν στον πυθμένα.

Ο μπαρμπα-Διόμας, ο οποίος κολυμπούσε σαν χέλι, είχε και στήριγμα την ανατραπείσα «Υπηρέτρα», την οποίαν εμπόδισε του να βυθισθεί.

Περί τις δύο ώρες έμεινε έτσι ο μπάρμπα-Διόμας, επίστομα στα πλευρά του σκάφους, κρατούμενος με τα χέρια από την τρόπιδα και μη τολμώντας να στηριχθεί όλος από τις σανίδες, γιατί η λέμβος θα βυθιζόταν.

Τέλος, περί τα χαράματα, ενόσω υπήρχε ακόμη αρκετό φως, όσο έριχνε η ανταύγεια των χιονοσκεπών γύρω βουνών, φάνηκε από μακριά ένα ιστίο.

Ο μπαρμπα-Διόμας, άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη του έμεινε ακόμη.

Ο άνεμος ήταν βοηθητικός για το ερχόμενο πλοίο, το οποίο έπλεε από ανατολάς προς δυσμάς.

Ήταν μεγάλο τρεχαντήρι φορτωμένο.

Οι φωνές του μπαρμπα-Διόμα δεν ακούγονταν, ο άνεμος τις σπρώχνει μακριά προς το λίβα.

Αλλά το τρεχαντήρι πλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διακρίνετε σαν φωλιά αλκυόνος πάνω στα κύματα.

Καθ’ όσον όμως πλησίαζε, μπορούσαν ν’ ακουσθούν και οι φωνές.

Γιατί το σκάφος που ανατράπηκε, σπρωχνόμενο από τα κύματα, είχε μετατοπισθεί πολλές δεκάδας οργιές προς τα νοτιοδυτικά και ο γέρος ναυαγός βοήθησε και αυτός σε τούτο με τα χέρια και τα πόδια.

Τέλος, το τρεχαντήρι προσέγγισε στη λέμβο και κατέβασαν μια βάρκα με δύο κωπηλάτες.

Ο μπαρμπα-Διόμας άκουσε κουπιά να πλαταγούν πλησίον του, αλλά τόσο μόνο άκουσε.

Αμέσως κατόπιν λιποθύμησε.

Οι δύο κωπηλάτες ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμα, παγωμένο και μισοπεθαμένο και τον ανέβασαν στο τρεχαντήρι.

Αφού του άλλαξαν τα ενδύματα, με εμπνοές και προστρίψεις προσπάθησαν να τον επαναφέρουν στη ζωή.

Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψουν πρώρα προς το λιμάνι, για να τον αποδώσουν νεκρό ή ζωντανό, στους οικείους του.

Τέλος ο πτωχός ναυαγός άνοιξε τα μάτια του.

Οι καλοί ναύτες θέλησαν να του προσφέρουν πούντς και άλλα θερμά ποτά.  

Αλλά άμα άνοιξε τα μάτια του ο μπαρμπα-Διόμας, με το πρώτο βλέμμα είδε βαρέλια.

Το πλοίο ήταν φορτωμένο κρασιά.

― Όχι πούντς, όχι, είπε με πνιγμένη φωνή, κρασί δώστε μου!

Οι ναύτες του έφεραν φιάλη γεμάτη με γλυκόπιοτο μαύρο κρασί και ο μπαρμπα-Διόμας το ρούφηξε απνευστί.

*** 

Ξημέρωνε ήδη η μέρα των Χριστουγέννων και η θεία μάταια προσπαθούσε να παρηγορήσει την Ουρανιώ που σφάδαζε από τον πόνο της.

Αλλά η σύζυγος του Νταραδήμου ήρθε και, ανήγγειλε, ότι ο μπαρμπα-Διόμας ναυάγησε μεν, αλλά σώθηκε, και ότι έφθασε υγιής.

Ο Αργυράκης και κάποιοι άλλοι αγρότες, είχαν δει, φαίνεται, από μακριά την ανατροπή της λέμβου και έτσι διαδόθηκε ότι ο γέρος πνίγηκε.

Αλλά επειδή νύχτωσε, δεν είδαν και το σωστικό οινοφόρο τρεχαντήρι.

Ο μπαρμπα-Διόμας, ερχόμενος μετά από λίγο και ο ίδιος, αγκάλιασε την κόρη του.

Ω, πενιχρή, αλλά υπέρτατη ευτυχία του πτωχού!

Το Ουρανιώ έχυνε ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς.

Ο πατέρας της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένο και θαλασσόδαρτο άτομό του και τα δύο στιβαρά και χελωνόδερμα χέρια του, με τα οποία μπορούσε για ακόμη μερικά χρόνια να εργάζεται για τον εαυτό του και γι’ αυτήν.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου