Τ΄ Αγγέλιασμα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1912
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ανέβαινε ασθμαίνοντας τον ανήφορο ο καπετάν Γ. ο Μ., αν και ήταν καβάλα επάνω σε μεγάλο δυνατό μουλάρι, που μπορούσε να σηκώσει πάνω από 120 οκάδες. Άσθμαινε αυτός, άσθμαινε και το ζώο.
Ήταν πρωί ακόμη, αρχές Ιουνίου. Κατευθυνόταν προς τα βορειοδυτικά της εξοχής κι είχε τον ήλιο πίσω του. Και με πλατύ κόκκινο μαντήλι συνεχώς σπόγγιζε τον ιδρώτα απὸ το πρόσωπό του. Κι ήταν άρρωστος πάνω από δύο χρόνια κι είχε σωθεί και αναλύσει όλος απὸ αδυναμία και ισχνότητα κι είχε ακόμη το διπλάσιο βάρος συνηθισμένου ανθρώπου. Έφθασε στον Άι-Λια, ως δύο ώρες πριν το μεσημέρι. Τα πελώρια πλατάνια υψώνονταν και σείονταν σπαρτά στην πλατεία, σκιάζοντας όλη την έκταση, νανουρίζοντας τη μεγάλη δίκρουνη βρύση. Στο ένα απ’ αυτά σωζόταν ακόμη ένα γιγαντιαίο κλήμα, που ανέβαινε έρποντας, περιπλέκοντας και σμίγοντας τα φύλλα του σε όλους τους κλάδους και τους ακρέμονες και κρεμώντας τα προ πολλού δεμένα τσαμπιά του, ανάμεσα στους κλώνους και στο κενό. Στον μακρό τεράστιο κορμό του ανέβαιναν ακόμη οι μάγκες και τα νοικοκυρόπουλα και κουνιόνταν και λικνίζονταν, μέχρις ότου καταστρέψουν κι αυτό το σωζόμενο κλήμα, όπως είχαν καταστρέψει και τα άλλα γειτονικά αδέλφια του. Στη βρύση, ποτίζονταν ένα κοπάδι πρόβατα του Γιώργη του Πολύχρονου και ένα κοπάδι γίδια του Κώστα του Βαβύλα, γκαρδιακού αδελφού του. Πιάνονταν σχεδόν καθημερινά, όταν έρχονταν να ποτίσουν τα κοπάδια τους οι δύο γνήσιοι αδελφοί, εκ των οποίων ο νεότερος είχε χάσει το οικογενειακό όνομά και είχε αντικατασταθεί από ένα λαϊκό παρατσούκλι.
Ο Γιώργης βοσκούσε όλους τους ξένους αγρούς, όσοι γειτόνευαν με τα σύνορα της νομής του, ο Κώστας καταπατούσε τα σύνορα του αδελφού του και συγχρόνως κατηγορούσε στους ιδιοκτήτες τον αδελφό του.
Όταν ερχόταν ο νοικοκύρης να παραπονεθεί και να τον επιπλήξει, ο μπαρμπα-Γιώργης είχε τόσο γλυκιά γλώσσα, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν πίστευε, ότι ο βοσκός δεν τον είχε αδικήσει και είχε γίνει λάθος.
Άμα έστρεφε όμως εκείνος την πλάτη να φύγει, ο Πολύχρονος σήκωνε τα χέρια και τον μούντζωνε πίσω του, γογγύζοντας, βρίζοντας και βλασφημώντας.
Ο Κώστας, καθώς διηγούνταν, είχε γίνει κάποτε αράπης μελανωμένος τη νύκτα, για να ενεδρεύσει και να δείρει έναν κάποιον γούμενο, ο οποίος είχε έλθει στο μοναστήρι σταλμένος από τον Επίσκοπο, επειδή ο ξένος καλόγηρος διαμαρτυρόταν κατά του Βαβύλα, για την καταβόσκηση των κτημάτων της Μονής.
― Όταν συναντιόνταν στη βρύση του Αι-Λια:
― Τό ᾽καμες πάλι το θάμα σου, σκυλί παραδομένο, άρχιζε ο Γιώργης, πήες και μ᾿ αγκάλεσες.
― Καλά σ᾿ έκαμα, αποκρινόταν ο Κώστας, γιατί εσύ είσαι σκυλί κρυφοδάκωτο, που πρέπει να σ᾿ έχει κανεὶς έννοια.
― Τι γαυγίζεις βρε, που να λυσσάξεις; Μὲ την κακία σου θα μείνεις, κακόμοιρε.
― Τι ουρλιάσματα κι αφρούς βγάζεις απ᾿ το στόμα σου;
Να φας τα λιακά σου, γιατί δεν αφήνεις διαβάτη που να μην τον δαγκάσεις.
―Αχ! σκυλί αγαρηνό, άπιστο!
―Τρομάρα σου! Φραγκόσκυλο, κοπρόσκυλο ψωριασμένο.
Σήκωνε ο Γιώργης την στραβολέκα, ύψωνε και ο Κώστας την στραβολέκα, αντάλλασσαν δύο αδελφικές ξυλιές, εωσότου ερχόταν ένας γηραιός αγροφύλακας σοβαρός ή γείτονας κηπουρός, γελώντας και χώριζε τους δύο σκυλοαδελφούς, τα δύο σκυλαδέρφια‚.
* * *
Ο καπετάν Γεωργάκης πέζεψε, χαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι βρίσκονταν εκεί με τα ποίμνιά τους, ήπιε δροσερό νερό, άφησε βαθύ στεναγμό και στράφηκε προς ένα μακρό ανώγειο οικοδόμημα, μπροστά από την πόρτα του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών.
Ο αγωγιάτης του πήρε το ζώο και το έδεσε για να βόσκει, χωρὶς να το ελαφρώσει από το φόρτωμα.
― Μπορεί να κάμω ως μισή ώρα, του είπε ο καπετάν Γεωργάκης, περίμενέ με.
Βάδισε με κόπο, ίσως γιατί ήταν μουδιασμένος απὸ την καβάλα. Έπειτα πάλι στράφηκε προς τον αγωγιάτη:
―Αλήθεια, ξέχασα, φέρε τη λειτουργιά, το κερί και το λιβάνι, απάνω, στον πάτερ Γερεμία.
Ο άνθρωπος υπάκουσε, πήρε απὸ ένα ζεμπίλι κρεμασμένο στο πλευρό του σαμαριού προσόψιο λευκό, τυλιγμένο, όπου ήταν τα θρησκευτικά δώρα, τα οποία είχε ονομάσει ο Μ. και τον ακολούθησε.
* * *
Πήγαινε ο Γεωργάκης να εξομολογηθεί στην πνευματικό, ο οποίος μόναζε εκεί ερημικός και ανεξάρτητος (απὸ δεκαετίας, χωρὶς να κατέλθει ποτὲ στην πόλη). Είχε τόσα χρόνια που δεν είχε εξομολογηθεί.
Όλες τις αμαρτίες της νεότητάς του, τις είχε ακόμη φορτωμένες στη συνείδησή του, τα σαρκικά πάθη και όλα τα λοιπά.
Ήταν μόλις σαράντα πέντε ετών και είχε προκόψει στις επιχειρήσεις. Μεγαλοπλοίαρχος, με μπάρκα και με τρικάταρτα δύο τρία, είχε ανοίξει το δρόμο κι έγινε αφορμή να ευπορήσουν και άλλοι εμποροπλοίαρχοι και είχε φέρει δεύτερη πρόσκαιρη ακμή στη φθίνουσα ναυτιλία του ιστίου.
Εικοσαετής, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του μικρό καραβάκι χρεωμένο, πλοιαρχούσε πάνω από είκοσι χρόνια και είχε κατορθώσει εντωμεταξύ όλα τα θαύματα αυτά!
Ήταν γίγας, σωματικώς και καρδιακώς. Δούλευε για πέντε ανθρώπους κι έτρωγε κι έπινε για άλλους τόσους.
Είχε αρρωστήσει σε ένα ταξίδι πριν δύο χρόνια και πλέον κι οι γιατροί της Σμύρνης, έπειτα κι οι καθηγητές των Αθηνών, του είχαν επιβάλει δίαιτα.
Ίσως είχε ψαμμίαση ή μάλλον διαβήτη επιπλεγμένο με άσθμα.
Πώς να τρέφεται αυτός με γάλα και να πίνει αποφλοιωμένο κριθάρι ή λίγο χλιαρό νερό; Αυτός έβλεπε το μπαρμπουνοκέφαλο και του ερχόταν να το αρπάξει απὸ το χέρι του ναύτη ή του ομοτράπεζού του. Ροφούς, συναγρίδες, στρείδια, καλόγνωμες, αστακούς και χέλια, πώς να τα ξεχάσει;
Πώς να μη τρώγει κοκορέτσι, κεφτέδες, σπληνάντερο ή ροσμπὶφ με μακαρονάδα; Είναι ζωή αυτή; Ή πώς να μην πίνει το θαυμάσιο μπρούσκο μαύρο του τόπου ή και το μοσχάτο και το ροδίτη και να στερηθεί ακόμη και το τσίπουρο; Είναι ζωή αυτή;
Έβαλε ένα εξάδελφο του πλοίαρχο στο ένα μπάρκο, ο οποίος δεν βρήκε δουλειές να δουλέψει και «τον έβαλε μέσα», το άλλο το ξεχώρισε «χρεολυτικώς» σε ένα παλαιό φίλο του θαλασσινό, ο οποίος το έφαγε, σκάφη κι άρμενα και καρφιά κι αυτός έμεινε περίπου δύο χρόνια στη γενέθλια νήσο.
Αλλά φόβο για να πτωχεύσει δεν είχε, καθότι είχε αποκτήσει κτήματα στην πατρίδα αξίας 70 χιλιάδων δραχμών κι είχε βαλμένα στην Τράπεζα, στην Αθήνα, μετρητά περὶ τις πενήντα χιλιάδες.
― Για να βρουν τα κουτσουβέλια να τρώνε, αν μου συμβεί τίποτε, είχε πει σε ένα πατριώτη του στην Αθήνα.
Εννοούσε τα τρία παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που είχε.
Τον είχε βρει ο φίλος εκείνος σε ένα ξενώνα της «Πελοποννήσου» πάσχοντα ήδη, πλαγιασμένο στο κρεβάτι του και δίπλα, στο τραπέζι, ήταν ένα ρεβόλβερ ολογέμιστο και το χρηματικό ποσό, μέρος σε λίρες και μέρος σε χαρτονόμισμα, κάτω από το προσκέφαλό του, για να το καταθέσει την επομένη στην «Εθνικήν».
Έπειτα, όταν ήλθε στην πατρίδα, έτρωγε γαλατερά κι έπινε για αναψυκτικό βυσσινάδα, κατὰ συγκατάβαση, για όλο το καλοκαίρι.
Όχι σπάνια παρέβαινε τον αυστηρό ιατρικό κανόνα. Καταβρόχθιζε μπριζόλα, ψητό της σούβλας, εκείνο που τρελαίνει τους Φράγκους, «ροτὶ αλὰ παλληκάρ» κι είναι η απόλαυση και το καύχημα όλων των Ελλήνων, γενική πανήγυρη και άνοιξη και Πρωτομαγιά.
Αλλά αμέσως ύστερα, επακολουθούσε πάλι βαριά η υπόμνηση του σκυθρωπού Ασκληπιάδου - ανθρώπου ο οποίος θέλει να διδαχθεί «την κεραμείαν εν τω πίθω» ή να μάθει την κουρευτική επὶ της κεφαλής του φαλακρού - κι αναγκαζόταν να γίνει πάλι γαλακτοφάγος, όπως ήταν οι παλαιοὶ Α*** κι ο Ρότσιλδ, ο εβραίος χιλιεκατομμυριούχος στα Παρίσια και τόσοι άλλοι δυστυχείς.
* * *
Τέλος η υγεία του δεν βελτιώθηκε κι είχε απομείνει ο μισός κι άξιζε ακόμη για δύο και ήταν ασθενής και μεγαλοπρεπής, στιβαρὸς και κάτωχρος. Και το πρωί εκείνο, το Σάββατο, πριν ανεβεί στο μουλάρι για να πάει στο μεγάλο κτήμα του στην Κεχριά, όπου είχε έπαυλη και αγροτική οικία, για να αλλάξει τον αέρα κι ο δρόμος του ήταν να περάσει απὸ το ναό του Προφήτου Ηλία οπού έφθασε πολύ πρωί, είχε ανοίξει το συρτάρι και είχε βγάλει ένα πλήθος ομόλογα, άλλα συμβόλαια, άλλα με χαρτόσημο κι άλλα σε απλό χαρτί κι είχε στείλει να καλέσει πέντ΄ έξι πτωχούς γέρους, παλιούς ναύτες, που ζούσαν με 12 δραχμές σύνταξη απὸ το Απομαχικό και δέκα ή δώδεκα χήρες κι άλλα τόσα ορφανά κοράσια κι έδειξε τα ομόλογα και τα έσκισε μπροστά τους κι είπε:
― Να παρακαλείτε για την ψυχή μου, αν πεθάνω.
Οι χήρες, με δάκρυα και με σείσματα κεφαλής τον ευχαρίστησαν,
οι ορφανές ψιθυρίζοντας χαμήλωσαν τα κεφάλια και ένας απ΄τους γέροντες θαλασσινούς του ευχήθηκε:
―Ο Θεὸς να σ᾿ αξιώσει, καπετὰν Γεωργάκη, να χαρίσεις ακόμα πολλά.
―Αμήν! είπε ο Γεωργάκης, καταλαβαίνοντας ότι τούτο σήμαινε «να αποκτήσεις πολλά για να χαρίσεις αναλόγως».
Ακολούθως, καβαλίκεψε στο μεγαλόσωμο ζώο και ανέβηκε τον ανήφορο για τον Άι-Λια. Έπειτα πήγε στον πάτερ Γερεμία, εξομολογήθηκε και δεν άφησε τίποτε που να μην το πει, εκτός αν ξέχασε μερικά. Κατόπιν, ανέβηκε στο μουλάρι και ξεκίνησε για το κτήμα του.
Είχε άλλο τόσο δρόμο να βαδίσει, μία ώρα περίπου, επίπεδο και κατήφορο πλαγινό. Ο ήλιος ψήλωνε και έκαιγε τα νώτα του αναβάτη και ήταν ήδη ένδεκα και μισή όταν έφτασε στο κτήμα του.
Βρισκόταν ανάμεσα στο Πυργὶ και στην Κεχριά κι είχε αντίκρυ το μεγάλο δάσος των δρυών, τον Αραδιά, προς νότια και δεξιά τις ακτές και τους βράχους του βορεινού Κάστρου και το θεσπέσιο πέλαγος, το και φρίσσον και αβυσσαλέο και γλαυκό.
Όλο το χωράφι, αγύριστο, περιείχε πάνω από χίλια δένδρα, ελιές, μυγδαλιές, απιδιές και συκιές, ήταν κατήφορος και κρημνός. Για να κατέλθει κάποιος από πάνω, όπου ήταν κτισμένη η μικρή καλά περιποιημένη έπαυλη και όπου ο Κώστας ο Σκαρλάτος έβοσκε τις πέντε ή έξι κατσίκες και τα πρόβατά του με την εντολή να φυλάσσει τις αμυγδαλιές και τα άλλα οπωροφόρα, μέχρι κάτω όπου πλάτανοι και καρυδιές και δρυς κάλυπταν μέσα στο ρέμα την κρυφή πηγή του νερού, έπρεπε να γλιστρήσει τρεις φορές πάνω στα χόρτα, να πέσει, να πιαστεί απὸ σκίνο ή απὸ κορμό δένδρου, να βαρέσει την πλάτη του, να ανασηκωθεί, να ξαναπέσει και τέλος να κυλιστεί έως κάτω στη βαθιά εσχατιά, στο κράσπεδο του κρημνού.
Έπειτα η συντροφιά, ας είχε γλιστρήσει και τρεις και τέσσερις φορές, με γέλια κι ευθυμία, θα στρωνόταν κάτω από τα πλατάνια, σιμά στη βρύση, όπου ο Χρήστος ο Καλογιάννης θα λιάνιζε το κοκορέτσι κι ο Φραγκούλης του Πάνου θα σούβλιζε το μπούτι κι η Κρατήρα η Σκαρλάταινα θα έφερνε ζεστά αχνιστά τα τυροπ᾿τάρια, με χλωρό τυρί και με δωδεκάδα αυγών κατασκευασμένα και ψημένα στο φούρνο του καλυβιού της, αντίκρυ στη ράχη του βουνού.
Αλλά που τώρα σπληνάντερο και κοκορέτσι και που τα τυροπ᾿τάρια;
* * *
Ο καπετὰν Γεωργάκης πέζεψε. Ο αγωγιάτης έβαλε τα πράγματα μέσα στο καλύβι και πήρε να δέσει το ζώο.
Ο Μ. κάθισε κάτω από τη σκιά μεγάλης ελιάς, κάτω από τη μικρή έπαυλη. (Ο πάτερ Ιερεμίας του είχε δώσει ως συνοδεία το γέρο-Πέτρο, λέγοντας: ας έλθει ο αδελφός να σε συντροφεύσει ως κάτω, να σου ειπεί και κανένα λόγον πνευματικόν.)
― Ο Γεωργάκης δεν είχε πάρει μαζί του κάποιον συνοδοιπόρο από το χωριό. Μεταξύ μελαγχολίας και παραξενιάς, είχε πει στη γυναίκα του, ότι θα πάει για λίγες μέρες να αλλάξει τον αέρα στο καλύβι και ότι δε θέλει κανένα μαζί του. Την αποχαιρέτισε, φίλησε τα τέκνα του (το μεγαλύτερο εκ των τριών ήταν δέκα ετών) και αναχώρησε.
Ο Γεωργάκης δε θέλησε να παραβεί το λόγο του πνευματικού και δέχτηκε τον Πέτρο για συντροφιά. Ο γέρο-Πέτρος, μοναχός με φτωχικό ράσο, έλεγε ότι ήταν 98 ετών. Ίσως έπεφτε «όρτσα» καμιά δεκάδα. Ήταν ακμαίος, ηλιοκαής, με σφιχτό κόκκαλο και σκυτοδεμένος.
Ήταν κοντός, με πενιχρό ράσο κι είχε δέκα έως δεκαπέντε τρίχες κάτω από τα χείλη και το πηγούνι. (Είχε υπηρετήσει, όπως διηγιόταν ο ίδιος, στρατιώτης στην Τουρκία, ήταν δε βουλγαρικής καταγωγής.)
Το καλύβι ήταν καλοκτισμένο, περιποιημένο, με πολλά σκεύη κι εργαλεία γεωργικά, με αχυρώνα και στάβλο, μικρή έπαυλη.
Ο Μ. κάθισε κάτω από την ελιά, δέκα βήματα κάτω από το νοτιοδυτικό τοίχο, πάνω σε έναν όχθο του κατηφορικού εδάφους.
Ο γέρο-Πέτρος κάθισε αριστερά του, τρεις σπιθαμές παρακάτω, με τον αριστερό ώμο και την κατατομή του κρανίου να κοιτάζει προς αυτόν.
Ο Πέτρος δοκίμασε να αρχίσει ομιλία.
― Συνηθίζει και λέγει ο γέροντας, καπετάν Γεωργάκη, όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας, «πάσα κεφαλὴ εις πόνον, και πάσα καρδία εις λύπην», ώστε δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμον που να μην πονέσει και να μην πικρανθεί, είτε απ᾿ την καρδιά είτε απ᾿ το κεφάλι.
Κι ο Δαυίδ λέει: «ποτήριον εν χειρὶ Κυρίου οίνου ακράτου… πίονται πάντες οι αμαρτωλοὶ της γης».
Άρα δεν μπορεί να γλυτώσει ο αμαρτωλός να μη πιει απ᾿το κατακάθι του ποτηρίου της οργής του Θεού.
Ο Γεωργάκης άκουγε, αλλά δεν καταλάβαινε καλά και δεν απάντησε.
Ο γέρων μοναχός εξακολούθησε με έξαρση: «Χρεμέτισον την φωνήν σου, η θυγάτηρ Γαλλήμ». «Και συντρίψει Κύριος την ύβριν της υπερηφανίας σου, ότι το στρήνός σου ανέβη εις τους μυκτήράς σου, και το κέρας σου συντριβείη». «Όπου κι αν χρεμετίσει τινὰς την φωνήν του, κι αν ψηλώσει το κέρατό του, το κέρατό του θα συντριφθεί κι η φωνή του θα λουφάξει».
― Αυτό είναι κοντά στο νου, απάντησε τυχαία ο καπετάν Γεωργάκης.
― Κι έπειτα, να σου πω, επανέλαβε με περισσότερο θάρρος ο Πέτρος, δεν βλέπεις τι κακομοιριά, τι απροκοψιά, τι αναχορταγιὰ μας εκυρίεψε όλους, σε αυτοὺς τους έσχατους χρόνους;
Λέει ο προφήτης: «Ἱνατὶ τιμάσθε αργυρίου εν ουκ άρτοις και ο μόχθος υμών ουκ εις πλησμονήν;» Ανίσως δεν στείλει ο Θεός βροχή και χιόνι και πάχνη κι ήλιο και ζέστη και δροσιά, ποια σημασίαν έχουν τα αργύρια; Αφού δεν υπάρχουν καρβέλια, πώς θα αγοράσουμε ψωμιά; Αφού δεν χορταίνομεν απ᾿τον κόπον και τον ιδρώτα του προσώπου μας, πώς θα χορτάσωμε απ᾿ την αδικία και πλεονεξία;
Έως εδώ είχε φθάσει στην αφελή διδαχή του ο γέρο-Πέτρος.
Αίφνης τη στιγμή εκείνη, ο καπετάν Γεωργάκης ανασκίρτησε, ανασηκώθηκε απότομα κι άρπαξε τη χονδρή ράβδο από αγριελιά, του γέροντα μοναχού. Ο Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν και τον κοίταξε έντρομος.
Είχαν εξογκωθεί βλοσυρά τα μάτια του, οι τρίχες της κεφαλής του φρικίασαν και άφησε αλλόκοτη φωνή:
― Τι ήρθες εδώ;
Συγχρόνως εκσφενδόνισε τη ράβδο προς τα κάτω, η οποία στροφοδινήθηκε πήγε τριάντα βήματα μακριά τον κατήφορο και κτύπησε στη ρίζα μιας νεόφυτης ελιάς.
― Τί τρέχει, αδελφέ; είπε ο Πέτρος.
― Νά τος! νά τος! έκραξε έξαλλος ο καπετὰν Γεωργάκης, δείχνοντας αριστερότερα λίγο από το μέρος, που είχε πέσει η ράβδος.
Ο Πέτρος σηκώθηκε κι έκαμε το σταυρό του.
― Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε.
― Είναι ψηλός, λάμπει το μάτι του και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψει, φορεί κοντή φουστανέλα χωρὶς λόξες και κόκκινη χλαίνα κι ολόχρυσο θώρακα. Νά τος! φεύγει… έκανε κατά κει… θά ᾽ρθει πάλι.
Ο Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς και προσπαθούσε να καταπραΰνει τον άνθρωπο.
Μετά λίγα λεπτά της ώρας ο Γεωργάκης καταβλήθηκε, έκλεισε τα μάτια κι έπεσε σχεδόν αναίσθητος υπό τη σκιά του δένδρου.
* * *
Την επομένη το δειλινό, είχε πλεύσει μεγάλη σκαμπαβία με έξι κουπιά κάτω στο γιαλό της Κεχριάς. Οι πέντε κωπηλάτες ανέβηκαν μιας ώρας δρόμο στο κτήμα του Μ., ο έκτος είχε μείνει κάτω στον όρμο, για να φυλάξει τη βάρκα. Άλλοι τόσοι ξωμερίτες και βοσκοί, ο Σκαρλάτος κι οι γείτονες, συγκεντρώθηκαν στη μικρή έπαυλη.
Ο Μ. είχε πεθάνει την προηγούμενη νύκτα. Εκείνος τον οποίον είχε δει το μεσημέρι, ο άγγελος ή ο χάρος, είχε ξαναέλθει περὶ τα μεσάνυκτα, καθώς προείπε ο καπετὰν Γεωργάκης και «τον έκοψε».
Ο γέρο-Πέτρος, άγρυπνος όλη τη νύκτα, του έκλεισε τα μάτια και διάβασε όσους ψαλμούς ήξερε από μνήμης.
Η γριά πεθερά του Σκαρλάτου ήλθε για να σαβανώσει πρόχειρα το νεκρό.
Οι άνδρες κατασκεύασαν πρόχειρο φορείο, με κλάδους και με φύλλα δένδρων. Άπλωσαν πάνω σ΄ αυτό το γίγαντα νεκρό και τον κατέβασαν και τον μετέφεραν (με τέσσερις ή πέντε σταθμούς) - πώς να τον βαστάξουν; - σε τρεις ώρες, τον κατήφορο και την κακοτοπιά, μέχρι το γιαλό κάτω και τον επιβίβασαν.
Η σκαμπαβία απέπλευσε με τη δύναμη των κουπιών.
Η κηδεία τελέσθηκε πανηγυρική το δειλινό στην πολίχνη.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης