Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ο κύκλος της ζωής στη Στενή

ΓΕΝΝΗΣΗ
«Σταμάτα σπίτι της και πες στην πεθερά της να φέρει κανα ρούχο γιατί γέννησε η νύφη της». Η νύφη είχε αφήσει το χωράφι για να πάει σπίτι να γεννήσει αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει. Γέννησε σε μια άκρη του δρόμου. Στα χωράφια, πάνω στη δουλειά γένναγαν οι περισσότερες γυναίκες. Ακόμα και σήμερα διηγούνται ιστορίες για παιδιά τα οποία «τσούφ(υ)γαν» την ώρα του οργώματος ή την ώρα που έκαναν άλλες δουλειές στα χωράφια. Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες της γέννας ή και αργότερα λόγω ασθενειών, η παιδική θνησιμότητα ήταν σε πο
λύ υψηλά ποσοστά. Προσπαθώντας να «συμβιβαστούν» οι μάνες με την ιδέα του θανάτου και αδύναμες να κάνουν οτιδήποτε, έλεγαν ότι «ο θεός μου δώσε πολλά παιδιά για να μ΄ πάρει μερικά».

Η προίκα, η διατήρηση του ονόματος, η θέση της γυναίκας γενικότερα, ήταν οι παράγοντες που έκαναν τους γονείς να θέλουν αγόρια. Με το σερνικοβότανο και οι άλλες «συνταγές», ήλπιζαν να τα καταφέρουν. Στην τελετή του γάμου έβαζαν πάντα αγόρια και στην τσέργα που έπαιρνε ο κουμπάρος αλλά και στα καπούλια του ζώου της νύφης. Αν η κοιλιά της γυναίκας ήταν ψηλά και μυτερή τότε θεωρούσαν ότι είναι αγόρι, αν ήταν κάτω και στρογγυλή τότε υπήρχε στενοχώρια στην οικογένεια μιας κι ήταν σίγουροι ότι θα βγει κορίτσι. Η μαμή με ένα χωνί που έβαζε στην κοιλιά της λεχώνας άκουγε το μωρό.

ΜΑΜΕΣ

 Η μαμή του χωριού. Πρόσωπο σεβαστό έχαιρε γενικής εκτίμησης στο χωριό σαν αναγνώριση της προσφοράς της. Αιώνες ολόκληρους  προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Η μαμή ξεγένναγε τη γυναίκα, αφαλόκοβε το νεογέννητο, το αλάτιζε, το σπαργάνιαζε και φρόντιζε τη λεχώνα.

Όταν ερχόταν η ώρα της, φώναζαν τη μαμή. Αν η μαμή διαπίστωνε ότι πράγματι ήταν η ώρα, έβαζε την έγκυο να κρατηθεί από τον μπατζά του τζακιού και κάθε τόσο της σήκωνε τη φούστα για να ζεσταθεί. Κατόπιν έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με τα πόδια ανοιχτά. Συγχρόνως έκαιγαν και λιβάνι για να ξορκήσουν τα κακά δαιμόνια αλλά και για πρακτικούς λόγους. Το λιβάνι ζάλιζε τη γυναίκα και έτσι άντεχε πιο πολύ τους πόνους. Μόλις γεννιόταν το παιδί, του έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Έπαιρνε τα ρούχα, πήγαινε στο ποτάμι και τα έπλενε. Έθαβε τον πλακούντα. Το νερό που είχε πλύνει το μωρό το έχυνε σε απόμερο σημείο. Κατόπιν αλάτιζε το μωρό και το τύλιγε με τα σπάργανα και τις φασκιές. Την τρίτη ημέρα είχαμε τα «κολυμπούδια» ή τα «πλυσίματα». Έπλενε η μαμή το μωρό στη σκάφη, και γινόταν το ασήμωμα. Όσα χρήματα έπεφταν στη σκάφη ήταν η αμοιβή της μαμής.

Κούνια του μωρού ήταν το κουβέλι (παλιά κυψέλη), κομμένο στη μέση.

Μετά τα σαράντα

Ώσπου να σαραντίσει η λεχώνα δεν έβγαινε έξω από το σπίτι ούτε και δεχόταν επισκέψεις. Μετά τη δύση του ηλίου δεν κοίταζε ούτε το παράθυρο γιατί ήταν τόσο γερά το μάτι της που μπορούσε να ξεράνει τα δέντρα.

Μετά τις σαράντα ημέρες και αφού έπαιρναν την ευχή από τον παππά πήγαιναν κανονικά στο χωράφι. Στο χωράφι το παιδί το μετέφεραν με την μελούτη. Η μελούτη είναι ένα δέρμα με δυο ξύλα στην άκρη. Αν δεν είχαν μελούτη, γύριζαν το σαμάρι ανάποδα, βάζανε ένα σεντόνι και εκεί μέσα έβαζαν το μωρό.

Η βάφτιση

Η βάφτιση παραμένει όπως ήταν κάποτε με μερικές μικρές διαφορές, οι οποίες αναφέροντα πάρα κάτω:

«Πάντα ψυχκά». Αυτή ήταν η ευχή που έδιναν στο νουνό μετά την τελετή. Έτσι έβλεπαν τη βάφτιση τα παλιά χρόνια. Η σχέση που αποκτούσε ο νονός και ο βαφτιστίκος ή η βαφτιστίκα είναι πολύ σοβαρή. Ο νουνός γίνεται πνευματικός πατέρας του παιδιού κι αν έχει βαφτίσει και άλλα παιδιά αυτά λέγονται ψυχαδέρφια, θεωρούνται πνευματικά αδέλφια και δεν παντρεύονταν. Παλαιότερα ο νουνός ήταν αυτός που είχε τον πρώτο λόγο στο όνομα των παιδιών και όχι οι γονείς. Κάποιες βαφτίσεις αν δεν ήταν καλά το παιδί, γίνονταν στο σπίτι, ειδικά οι βαφτίσεις που γίνονταν πριν το «σαράντισμα» ή και κάποιες φορές αεροβαπτισμός. Κάποιος αναλάμβανε να σηκώσει τρείς φορές το παιδί λέγονας «Βαπτίζεται ο δούλος του θεού.... Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Αν μια οικογένεια είχε χάσει παλαιότερα παιδί ,προκειμένου τα κακά πνεύματα να χάσουν τα ίχνη του νέου, το άφηναν σε ένα σταυροδρόμι ή και στην εκκλησία μόνο του και αυτός που το έβρισκε ήταν υποχρεωμένος να το βαφτίσει. Το σταυροδρόμι το διάλεγαν για να μπερδευτούν τα κακά πνεύματα.

Ο ΓΑΜΟΣ

«Μία καλή τύχη να έχεις»

Μια ευχή που δίνεται ακόμα και σήμερα.

Έρχονται! Έρχονται! Από μακριά φαινόταν ο πρώτος καβαλάρης. Η φουστανέλα και η φέρμελη ανέμιζαν στον αέρα και το άλογο έτρεχε σαν τον άνεμο Ήταν ο πρώτος πανηγυριώτης που επέστρεφε στο χωριό από το πανηγύρι της Αναστασάς και η είσοδος του στη Βρυσίτσα ήταν εντυπωσιακή όπως και αυτών που ακολουθούσαν. Ο κόσμος στις πεζούλες επευφημούσε τους καβαλάρηδες ανάλογα με την ηλικία .Οι πιο μεγάλοι επευφημούσαν ανάλογα με το στόλισμα του αλόγου, ενώ οι ελεύθερες κοπέλες που ήταν για παντρειά κοίταζαν άλλα πράγματα.

Στη βρύση όταν πήγαιναν για νερό, στην εκκλησία, στο πανηγύρι ιδίως αν ήταν από άλλο χωριό έβλεπαν οι άνδρες τις γυναίκες και έστελναν τα προξενιά. Στα χωριά μας προξενήτρες πολλές δεν υπήρχαν .Το ρόλο αυτό τον έπαιζαν συγγενείς οι οποίοι γνώριζαν κάποιο συγγενή της νύφης η μέσω κάποιου άλλου γνωστού και έστελναν τα προξενιά. Πηγαίνοντας για τα προξενιά έβαζαν ένα ρούχο ανάποδα, και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι κόλλαγαν τη μύξα τους στην είσοδο για να κολλήσει το προξενιό. Ο προξενητής ή και η προξενήτρα συζήταγαν ακόμα και το θέμα της προίκας. Αν τα έβρισκαν όριζαν την ημερομηνία του λόγου ή του αρραβώνα.

gamos kiklos zois

Για το «λόγο» ένα βράδυ πήγαινε κρυφά μαζί με τον ενδιάμεσο ο πατέρας του γαμπρού στο σπίτι για να τα συμφωνήσουν. Εκεί γίνονταν σκληρά παζάρια για την προίκα από τα πιο σοβαρά έως και τα πιο τιποτένια. Ένα χωράφι στο Σκουντέρι, ένα στο Καλορκό, τόσα ρούχα και ένα φόρτωμα στάρι.

Σε πολλές περιπτώσεις το ζευγάρι δεν είχε ειδωθεί ποτέ. Αρκετές επίσης ιστορίες έχουν διασωθεί για γονείς και αδέρφια που ήθελαν να παντρέψουν την αδερφή τους με ωραίο και λεβέντη γαμπρό για να καμαρώνουν και αυτός τους πήρε μεγάλη προίκα αφήνοντάς τους σχεδόν φτωχούς. Πολύ συνηθισμένο ήταν το κλέψιμο της νύφης. Όταν ένα ζευγάρι ήταν ερωτευμένο και κάποιος από τους πατεράδες δεν ήθελε το γάμο, τότε έβαζαν σε ένα ταγάρι φαγητό, έφευγαν κάμποσες ημέρες ώσπου να τους μαζέψει η μια από τις δυο οικογένειες που κάποιες φορές ήξερε από την αρχή για το κλέψιμο. Ο γαμπρός «πείραζε» την νύφη οπότε ο γάμος ήταν φυσικό επακόλουθο. Πολύ γνωστή είναι στους παλιούς η ιστορία για κάποιον που έκλεψε κάποια δεν την «χάλασε», με επακόλουθο όχι μόνον να μην παντρευτεί αλλά και να πάει πολλά χρόνια φυλακή. Κάποιες φορές ο γαμπρός έκλεβε τη νύφη χωρίς τη συγκατάθεση της, Φυσικό επακόλουθο ήταν κι εκεί ο γάμος.

Οι κλεφτόγαμοι γίνονταν πάντα Σάββατο βράδυ στο σπίτι.

Δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις που μεθυσμένος ο πατέρας γύριζε σπίτι και απλώς ανακοίνωνε στην κόρη του ότι την αρραβώνιασε. Όταν η κόρη του έλεγε ότι ούτε καν τον ξέρει, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. Τον ξέρεις δεν τον ξέρεις θα τον πάρεις εγώ έδωσα το λόγο μου.

Ο γαμπρός και η νύφη ποτέ δεν έμεναν μόνοι τους πριν από το γάμο. Ακόμα και στα ψώνια που πήγαιναν τη νύφη τη συνόδευαν ένας η δυο από το σόι της.

Στον αρραβώνα κατέβαζαν μια εικόνα από το εικονοστάσι σταύρωναν τα δαχτυλίδια και τα πέρναγαν ο κουμπάρος η ο πατέρας του γαμπρού.

Στον αρραβώνα είχε πάντα γλέντι και η νύφη μοίραζε δώρα τις χάρες. Πετσέτες και πουκάμισα για τους πιο στενούς συγγενείς που τα έβαζαν στην πλάτη και χόρευαν με αυτά μαντηλάκια για τα μικρά παιδιά. Ο γαμπρός έκανε στη νύφη δώρο ένα ασημένιο σταυρό με κολλημένα ασημένια νομίσματα πάνω. Το κάλεσμα του γάμου ήταν σε ένα στριμμένο χαρτί γαρύφαλλα και αργότερα μαζί τρία η πέντε κουφέτα. Στα σπίτια που είχαν πένθος δεν πήγαιναν κάλεσμα.

Την Πέμπτη η νύφη με τις φίλες της ετοίμαζαν τα προικιά. Πάνω στο σεντούκι έφτιαχναν το γιούκο, τον οποίο ασήμωνα οι συγγενείς και οι φίλοι

Την Παρασκευή χόρευαν τα προικιά, αλλά δεν τα έπαιρναν παρά μόνο μετά το γάμο.

Την ημέρα του γάμου η νύφη φόραγε την επίσημη μαύρη σεγκούνα εκτός κι αν ήταν φτωχή τότε φόραγε την κόκκινη καθημερινή. Συνοδευτικά της μαύρης σεγκούνας ήταν το πουκάμισο, το ζιπούνι, η ποδιά, η τραχηλιά, ,η μαντίλα, το ζωνάρι και οι κάλτσες. Το ντύσιμο συμπλήρωναν τα στολίδια που ήταν τα γιορντάνια, ο μασαλάς, τα κλειδωτήρια και τα σγατζούδια.

Ο γαμπρός φόραγε την φουστανέλα, το πουκάμισο, το μπισλί και το ζωνάρι.

Την ημέρα του γάμου ο γαμπρός ερχόταν πάντα σε ένα κόκκινο άλογο. Μαζί του σε ένα ταγάρι είχε μέσα ένα μπούτι κρέας, κρασί και ένα καρβέλι ψωμί, αυτό το έλεγαν πατίκι. Στο δρόμο τον περίμεναν διάφορες παρέες ή και μεμονωμένοι κάποιες φορές από το σόι της νύφης για να τον οδηγήσουν αυτοί στη νύφη. Οποίος έπιανε πρώτος το χαλινάρι του αλόγου έπαιρνε το πατίκι και οδηγούσε τον γαμπρό στη νύφη. Έριχνε μια τουφεκιά για να ειδοποιηθούν οι άλλοι να σταματήσουν το κυνήγι.

Ο γαμπρός με τα όργανα έπαιρνε πρώτα τον κουμπάρο ο οποίος ήταν συνήθως ο νουνός του , που είχε ετοιμάσει μεζέ για όλους. Κατόπιν πήγαιναν στο σπίτι της νύφης κατέβαινε κάποιος συγγενής της και έπαιρνε την κουλούρα του γάμου από το γαμπρό και γινόταν ο γάμος, Αργότερα που άρχισαν να κάνουν τους γάμους στη εκκλησία η νύφη πήγαινε πρώτη συνοδευόμενη από τα αδέρφια η τον πατέρα στη εκκλησία και από πίσω πήγαινε ο γαμπρός.  

Σε περιπτώσεις που δεν είχαν όργανα μια καλλίφωνη κοπέλα έλεγε πρώτη το τραγούδι και ακολουθούσαν οι άλλοι. Συνήθως μετά το γάμο για να ξεπληρώσουν την υποχρέωση της έκαναν κάποιο δώρο.

Σ' όσους γάμους κι αν επήγα

Τέτοιο αντρόγυνο δεν είδα

Νάχει η νύφη τέτοια χάρη

Κι ο γαμπρός τέτοιο καμάρι

Στου γαμπρού μας τη χαρά

Λαλούν αηδόνια και πουλιά

Και στης νύφης το τσεμπέρι

Κάθεται ένα περιστέρι

Βάλτε μας κρασί να πιούμε

στο γαμπρό να ευχηθούμε

Οι ξαδέρφες είχαν το δικό τους τραγούδι:

Τρία πουλάκια ξάντησαν

απάνω από τη Δέλφη

ήρθαν να στεφανώσουνε

την πρώτη μου ξαδέρφη

Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

κουμπάρος και κουμπάρα

να ζήσουνε, να ζήσουνε

και τέκνα να αποκτήσουνε

Οι θείες:

Τούτη η μέρα σήμερα

Ανάσταση μου εφάνη

Είδα την ανηψούλα μου

Κι εφόρεσε στεφάνι

Ένα τραγούδι θε να πω

Επάνω στο κεράσι

Τα αντρόγυνο που έγινε

Να ζήσει να γεράσει

Να ζήσει χρόνια εκατό

Και μέρες σαν την άμμο

Να ζήσει ο κουμπάρος μας

Πάντα κουμπάρος νάναι.

Πάντα λαμπάδες να κρατά

Και βέρες να αλλάζει

Οι συμπέθεροι τραγούδαγαν:

Εμείς εδώ, δεν ήρθαμε

Να φάμε και να πιούμε

Παρά σας αγαπήσαμε

Και ήρθαμε να σας δούμε

Εμείς τη νύφη θέλουμε

Και το χωριό δικό σας

Οι συμπεθέροι έλεγαν:

Τούτη η μέρα σήμερα

Ανάσταση θα φέρει

Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

Κουμπάρος και κουμπάρα

Ο γάμος γινόταν συνήθως πρωί μετά την εκκλησία παλαιότερα στο σπίτι. Μετά ακολουθούσε το γλέντι στο σπίτι της νύφης με κρέας και μακαρόνια βρασμένα σε καζάνια, και το πέταγμα των προικιών. Τα πέταγαν από τα παράθυρα και από κάτω οι συγγενείς του γαμπρού τα έπιαναν, φόρτωναν τα ζώα και τα πήγαιναν στο σπίτι γαμπρού. Για να πάρει ο γαμπρός ή ο κουμπάρος πιο παλιά την τσέργα και αργότερα τη βελέντζα πλήρωνε το μικρό αγόρι που καθόταν πάνω σε αυτή. 

Εδώ βέβαια προκειμένου να δείξουν, οι συγγενείς της νύφης ότι έχει πολλά προικιά έκαναν διάφορα κόλπα. Γέμιζαν τα μαξιλάρια με άχυρα, τις κασέλες τις μετέφεραν πάντα άδειες κι έτσι μπορεί να έβγαζαν και έξη φορτώματα προικιά. Βέβαια πολλές είναι οι περιπτώσεις που γαμπροί παράτησαν τα προικιά και έφυγαν επειδή δεν πήραν αυτά που τους είχαν υποσχεθεί.

Η νύφη ανεβαίνει στο κόκκινο άλογο του γαμπρού, ενώ στα καπούλια βάζουν ένα αγοράκι. Ο γαμπρός παίρνει άλλο άλογο και ακολουθεί από πίσω.

Την ώρα που φεύγει η νύφη από το σπίτι τα κορίτσια τραγουδούν:

Κράτ' αδερφέ μου τα' άλουγου

Να μην παραπατήσει

Μην είνι τ' αλουγου άγριου

Τη νύφ' μας τα΄ρίξ(ει)

Αν η νύφη φεύγει μακριά από το σπίτι τότε λέει το παραπονιάρικο τραγούδι:

Μάννα μ(ου) τα λουλούδια μου

Συχνά να τα ποτίζεις

Πρωί πρωί με τη δροσιά

Το βράδυ με την Πούλια\

Αφήνω γεια στη γειτονιά

Και όλα τα μπαλκονάκια\

Η το τραγούδι:

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ

Η μάννα με έδιωχνε από τ' αρχοντικό της

Κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα

Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονεμένη.

Βρίσκω ένα δεντρί, ψηλό σαν κυπαρίσσι

Λέγε μου, λέγε μου καλέ δεντρί, ψηλό μου κυπαρίσσι,

Που είναι η ρίζα σου ,να δέσω το άλογό μου

Πούναι οι κλώνοι σου να απλώσω τ΄άρματά μου

Πούναι οι ίσκιοι σου να πέσω να πλαγιάσω

Κι όταν σηκωθώ το νοίκι να πληρώσω

Δυο σταμνιά νερό ,και ένα τσουβάλι χώμα

Άντε μάννα μου έχε γεια.

Η μάννα έλεγε το δικό της τραγούδι για την περίσταση:

Ένα πουλάκι είχα γω

και τόχα χαϊδεμένο

και τώρα μου το παίρνουνε

και δεν το ξαναβλέπω

Μόλις έφταναν στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς του γαμπρού τραγούδαγαν :

Πού στανε νύφημ' κι άργησες

Στην ώρα σου δεν ήρθες

Και απαντάει το σόι της νύφης;

Ήταν οι στράτες αλαργινές

Αμ ΄τα στενά κλεισμένα

Η νύφη μέσα σε ένα ταγάρι είχε την κουλούρα, ρόδια, καρύδια, τα οποία πέταγε σχηματίζοντας το σχήμα του σταυρού. Πρώτα μπροστά προς το σπίτι, μετά πίσω, μετά δεξιά και τέλος αριστερά. Το κομμάτι της κουλούρας που έπιανε ο καθένας το θεωρούσε πολύ τυχερό. Το φύλαγε στο παράκλι το μικρό συρτάρι που είχαν τα μπαούλα, το έπαιρνε μαζί του για γούρι όταν πήγαινε να κλείσει κάποια δύσκολη συμφωνία για δουλειά ή το φόραγε για στολίδι και για γούρι στο άλογο. Η κουλούρα ήταν φτιαγμένη από κανονικό ψωμί, ενώ τα κεντίδια από πάνω ήταν από άζυμο (λειψό) και έβαζαν διάφορα σχέδια. Λουλούδια , ρόδα. σταφύλια .

Μόλις η νύφη κατέβαινε από το άλογο έσερνε πρώτη το χορό ενώ οι δικοί της τραγούδαγαν:

Νύφη μου ξαστερόγυαλη

Και λαμπερό φεγγάρι

Που το βρες, που το διάλεξες

Αυτό το παλικάρι

Κι απαντά η νύφη

Μήτε τα γρόσια έδωσα,

Μήτε και τα φλουριά μου,

Παρά μου τον εχάρισε

Η δόλια η πεθερά μου.

Και απαντούν:

Νύφη μου όταν πρωτομπείς

Μες του γαμπρού το σπίτι

Σαν κυπαρίσσι να σταθείς

Σαν λεμονιά ν'ανθίσεις 

 Όλοι μαζί:

Του μύγδαλου έχει φαί

Η νύφη μας είναι καλή

ή

Καλώς τα μάτια πούρχονται

Ας κάνανε και κόπο

Ήρθαν και νοστιμέψανε

Τον άσχημο τον τόπο

Ξέρω τραγούδια να σου πω

Ένα σακί γεμάτο.

Κι αν αρχίσω να τα πω

Θα πάψω το Σαββάτο.

Αν δεν ζούσε κάποιος από τους γονείς του γαμπρού ή της νύφης, το τραγούδι τέλειωνε ως εξής:

Τούτην η μέρα σήμερα, ανάσταση μου εφάνη

Αν ζούσε κι ο πατέρας(μητέρα) του

Θα είχε άλλη χάρη.

Ο κουμπάρος φόραγε στο ζευγάρι τα στέφανα και με αυτά έμπαιναν στο σπίτι.

Η νύφη μπαίνοντας έκανε το σχήμα του σταυρού με μέλι στη πόρτα. Εκεί πάταγε και κάποιο σιδερένιο αντικείμενο (συνήθως ζντράφτος), για να είναι σιδερένιο το αντρόγυνο και ο γάμος. 

Στο σπίτι του γαμπρού ακολουθούσε και δεύτερο γλέντι . Πέταγαν τα προικιά κάτω και τα ξαναχόρευαν γύρω γύρω, ώσπου το ζευγάρι να αποσυρθεί. Το φαγητό στο σπίτι του γαμπρού ήταν μακαρούνες.

Εάν κάποιος από τους συμπεθέρους ξαναγύριζε αφού είχε φύγει ,τότε οι συγγενείς του γαμπρού τον σαμάρωναν

Τα δώρα που πήγαιναν στο γάμο οι καλεσμένοι ήταν πάντα φτωχικά και πράγματα που παρήγαν μόνοι τους. Μια κουλούρα, ένα οκαδιάρικο κρασί κλπ. Ο Τάσος Παπαποστόλου στο βιβλίο του Μύθοι Θρύλοι Παραδόσεις αναφέρει ότι στους γάμους έβγαζαν το «καράβι» ένα πανέρι στο οποίο οι καλεσμένοι έβαζαν χρήματα τα οποία έπαιρνε το ζευγάρι. Αναφέρει επίσης ότι την τσέργα την έπαιρνε ο κουμπάρος αφού πλήρωνε αυτός για τα προικιά της νύφης. Επίσης ότι η νύφη έδινε τις χάρες την ημέρα του γάμου και όχι όταν χόρευαν τα προικιά. Δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τίποτα από όλα αυτά μιας και από το 1800 και μετά στον πληθυσμό της Στενής προστίθονταν συνεχώς διωγμένοι Έλληνες ειδικά από την Ήπειρο φέρνοντας τα δικά τους ήθη και έθιμα που κάποια αυτά καθιερώνονταν με τον καιρό.

Την άλλη ημέρα αν η νύφη δεν ήταν απείραχτη την έβαζαν επάνω σε ένα μαύρο γάιδαρο (λάιο γαιδούρ(ι) ) και την έστελναν πίσω στο σπίτι της. Τις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθούσε παζάρι και αν ο γαμπρός έπαιρνε ικανοποιητικό πανωπροίκι την έπαιρνε πίσω. Σε κάποιες περιπτώσεις όταν δεν την έπαιρνε πίσω τις έδινε το κατωπροίκι που συνήθως ήταν ένα χωράφι και την ξεφορτωνόταν.

Επίσης ένα άλλο βάρβαρο έθιμο το οποίο δεν συνέβαινε πάντα ήταν όταν μια γυναίκα έχανε τον άντρα της και δεν είχε παιδιά, οι συγγενείς του γαμπρού της τα έπαιρναν όλα. Ακόμα κι από το γαϊδούρι την κατέβαζαν για να της το πάρουν. Τυχερές οι γυναίκες που είχαν παιδιά μιας και που η περιουσία πήγαινε στο παιδί

Ιστορίες για κακοπαθημένες νύφες από πεθερές υπάρχουν πάρα πολλές.

Μια νύφη όταν πήγε στο καινούργιο της σπίτι και ανέλαβε το νοικοκυριό, όλα τα μέλη της οικογένειας, προκειμένου να μην προλάβει να φάει της ζητούσαν συνεχώς διάφορα πράγματα και κυρίως νερό. Μια φορά ,δέκα φορές αγανάκτησε η νύφη και έβαλε από ένα κανάτι νερό πίσω από την πλάτη του καθενός,

Νύφ(η) νιρό

Στου κώλου σας τοχω

Αρκετά υποτιμητικό ήταν να μείνει κάποιος ελεύθερος .Αυτό ίσχυε περισσότερο για τους άνδρες, έτσι σε πολλές περιπτώσεις αυτό γινόταν αντικείμενο πειράγματος από τους άλλους και πολλές φορές σε κάποιους χορούς τους αφιέρωναν και τραγούδια ειδικά τις Απόκριες:

Όλοι οι νιοι παντρεύονται

Κι όλα τα νιάτα χαίρονται

Κι ο Νάσος ο καημένος

είναι παραπονεμένος

ΘΑΝΑΤΟΣ

Τα έθιμα που αφορούν τον θάνατο διαμορφώθηκαν μέσα στην πορεία του χρόνου και από αυτούς που έρχονταν και έμεναν στη Στενή, όπως και με την συναστροφή των τσοπάνηδων στα χειμαδιά με το ντόπιο στοιχείο εκεί που πήγαιναν το χειμώνα. Είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσουμε τα παλιά αυθεντικά Στενιώτικα έθιμα Μόλις ερχόταν ο θάνατος την ευθύνη για την προετοιμασία του νεκρού την αναλάμβανε η γειτονιά και οι συγγενείς. Έπλεναν όπως και σήμερα το νεκρό με κρασί και έκαιγαν το κερί το «μπόι». Τα παλαιότερα χρόνια οι νεκροί θάβονταν με την επίσημη παραδοσιακή φορεσιά τους.

Οι άνδρες με την φουστανέλα και οι γυναίκες με την επίσημη μαύρη σεγγούνα. Οι χήρες στο χωριό μας παλαιότερα δεν φόραγαν μαύρα ρούχα ούτε τη μαύρη μαντίλα. Απλώς φόραγαν για κάποιο διάστημα την κόκκινη σεγκούνα ανάποδα, και την μπόλια σαν σάλι. Το μαύρο χρώμα για το πένθος ήρθε στη Στενή από αυτούς που εγκαταστάθηκαν σταδιακά αλλά και από τη συναστροφή των νομάδων τσοπάνηδων με τα αρβανιτοχώρια όπου ξεχειμώνιαζαν. Στο νεκρό δεν έβαζαν όπως σήμερα λουλούδια, αλλά ρόδια, καρύδια και άλλους καρπούς με καρφωμένα γαρύφαλα. Αυτά ήταν τα δώρα που έστελναν οι συγγενείς στους δικούς τους «στον άλλο κόσμο». Όταν γινόταν η έξοδος «το ξόδι» ο παππάς δεν έπρεπε να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω του όταν σήκωναν το νεκρό για να τον βγάλουν από το σπίτι. Για να καλυφθούν οι ατέλειες από τις σανίδες που έφτιαχναν το φέρετρο κάρφωναν γύρω γύρω άσπρο πανί. Τα υπόλοιπα έθιμα είναι έτσι όπως διατηρούνται και σήμερα. Στα δάχτυλα τηρούν το πανάρχαιο έθιμα και βάζουν κέρματα για να πληρωθεί ο βαρκάρης

Χάροντας για να τους περάσει στον άλλο κόσμο. Κόλλυβα φτιάχνουν την ημέρα της κηδείας που τα μοίραζαν στην έξοδο από το νεκροταφείο μαζί με ένα ποτήρι κρασί. Αυτά τα κόλλυβα δεν έπρεπε να τα πάνε σπίτι τους. Στο νεκρό πήγαιναν πάντα το παγούρι με το κρασί του, και με αυτό το θέμα έχουν γίνει πολλά τραγελαφικά γεγονότα τα οποία διηγούνται ακόμα και σήμερα. Αρκετοί γνωστοί πότες της εποχής εκμεταλλεύονταν το γεγονός έχοντας μπόλικο και τσάμπα κρασί, πράγμα που έκανε πολλούς να αναρωτιούνται για την όρεξη που είχε ο πεθαμένος για κρασί. Σε σαράντα ημέρες γίνονταν τα σαράντα. Αποβραδίς πηγαίνουν τα κόλλυβα στη εκκλησία και μετά τα μοιράζουν σε όλο το χωριό. Για ένα χρόνο από τον γάμο δεν πήγαινα κόλλυβα στους νιόπαντρους.

Τα μοιρολόγια

Ανάλογα με την ηλικία, την προσωπικότητα και τον τρόπο αυτού που πέθαινε ήταν και τα ανάλογα μοιρολόγια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ

 

 

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου