Εξοχική Λαμπρή
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1890
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ, Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Καλά το έλεγε ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι τη χρονιά εκείνη, κινδύνευαν να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίτες, την ημέρα του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόβλεψη πλησίασε τόσο κοντά στο να επαληθευτεί, όσο αυτή, γιατί δυο φορές κινδύνευσε να επαληθεύσει, αλλά ευτυχώς, ο Θεός έδωκε καλή φώτιση στους αρμόδιους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του τόπου εκείνου, αξιώθηκαν και αυτοί να ακούσουν τον «καλό λόγο» και να φάνε και αυτοί το κόκκινο αυγό.
Όλα αυτά, γιατί το μεν ταχύπλοο, αυτό το προκομμένο πλοίο, το οποίο εκτελεί δήθεν τη συγκοινωνία, μεταξύ των άτυχων νησιών και της απέναντι αφιλόξενης ακτής, σχεδόν τακτικά, δυο φορές το χρόνο, δηλαδή κατά τις δύο αλλαξοκαιριές, το φθινόπωρο και την άνοιξη, βυθίζεται και συνήθως χάνεται αύτανδρο, που σημαίνει ότι γίνεται νέα δημοπρασία και βρίσκεται κάποιος τολμηρός, φτωχός κυβερνήτης, ο οποίος δεν σωφρονίζεται από το πάθημα του προκατόχου του, αναλαμβάνοντας εκάστοτε το ριψοκίνδυνο έργο και τη φορά αυτή, το ταχύπλοο, τελειώνοντας ο Μάρτης, που μας αποχαιρετά ο χειμώνας, είχε βυθισθεί, ο δε παπα-Βαγγέλης, ο εφημέριος και ηγούμενος συγχρόνως και μοναδικός αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχοντας λόγω εύνοιας του επισκόπου και το αξίωμα του έξαρχου και πνευματικού των απέναντι χωριών, αν και γέροντας πλέον, έπλεε τέσσερις φορές το χρόνο, δηλαδή κάθε τεσσαρακοστή, στις αντίκρυ εκτεινόμενες ακτές, για να εξομολογήσει και να καταρτίσει πνευματικά τους δυστυχείς εκείνους δουλοπάροικους, τους κουκκουβίνους ή κουκκοσκιάχτες, όπως τους ονόμαζαν, σπεύδοντας, κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να επιστρέψει εγκαίρως στη μονή του, για να γιορτάσει το Πάσχα.
Αλλά κατά το έτος εκείνο, το ταχύπλοο είχε βυθισθεί, όπως είπαμε, η συγκοινωνία κόπηκε για λίγες μέρες και έτσι ο παπα-Βαγγέλης, έμεινε χωρίς να το θέλει, αναγκασμένος να γιορτάσει το Πάσχα μακριά από την πολυκύμαντη θάλασσα, που την κτυπούσε ο βοριάς, το δε μικρό ποίμνιό του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, κινδύνευαν να μείνουν αλειτούργητοι.
***
Μερικοί είπαν τη γνώμη, να πάρουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και να κατέβουν στην πολίχνη, για να ακούσουν την Ανάσταση και να λειτουργηθούν, αλλά ο μπάρμπα-Μηλιός, ο οποίος έκανε τον προεστό στα Καλύβια και ήθελε να γιορτάσει το Πάσχα όπως αυτός εννοούσε, ο Φταμηνίτης, που δεν ήθελε να εκθέσει τη γυναίκα του στα μάτια του πλήθους και ο μπαρμπ’ - Αναγνώστης, χωρικός που «τα ήξερε απ’ έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής» αλλά δε μπορούσε να διαβάσει τίποτε «από μέσα» και επιθυμούσε να ψάλει το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε.»
– Οι τρεις αυτοί επέμειναν και πολλοί συμφώνησαν με τη γνώμη τους, ότι έπρεπε με κάθε τρόπο, να πείσουν έναν από τους εφημέριους της πόλης, να ανέβη στα Καλύβια να τους λειτουργήσει.
Ο καταλληλότερος, κατά τη γνώμη όλων ιερέας της πόλης, ήταν ο παπα-Κυριάκος, ο οποίος δεν ήταν «από μεγάλο τζάκι», είχε μάλιστα και συγγένεια με μερικούς ξωμερίτες και τους καταδεχόταν.
Ήταν λίγο «τσάμης» καθώς έλεγαν. Δεν είχε προλήψεις.
Ακουγόταν μάλιστα εδώ κι εκεί, ότι ο ιερέας αυτός είχε και τη συνήθεια, «να αποσώνει τα παιδιά» στους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών του.
Αλλά τούτο το έλεγαν οι αστείοι ή οι φθονεροί και μόνο οι ανόητοι το πίστευαν.
Ο εφημέριος αυτός, όπως οι περισσότεροι του γνήσιου ελληνικού κλήρου, εκτός του ότι μιλούσε μερικές φορές κάπως ασύμβατα με το σχήμα του, ήταν κατά τα άλλα άμεμπτος.
Τούτο ναι, αληθεύει, αλλά οι έγγαμοι ιερείς, φτωχοί, χωρίς οικονομική άνεση, έχοντας επιτακτική ανάγκη να θρέψουν τα παιδιά τους, φαίνονται ως πλεονέκτες και καταντούν να μην εμπνέουν πλέον εμπιστοσύνη, ούτε στους ίδιους τους συλλειτουργούς τους.
Από τούτο έπασχε και ο παπα-Κυριάκος, ο οποίος επιθυμούσε μεν να πάει να κάμει Ανάσταση στους χωρικούς, γιατί ήταν ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρεί και αυτός λίγη Ανάσταση και λίγη άνοιξη, αλλά δυσπιστούσε για τον συνεφημέριό του και έπειτα, δεν ήθελε να αφήσει την ενορία με ένα μόνο ιερέα τέτοια μέρα.
Αλλά αυτός, ο παπα-Θεοδωρής ο Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρακίνησε να πάει, λέγοντάς του, ότι καλό θα ήταν να μη χάσουν και το εισόδημα των Καλυβιών, υπονοώντας ότι τα από τον ενοριακό ναό έσοδα και αυτά της εξοχικής παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα μοιράζονταν.
Τούτο δεν έπεισε τον παπα-Κυριάκο, του ενέπνευσε μάλιστα περισσότερες υποψίες, αλλά όταν ρώτησε τη γνώμη του συλλειτουργού του, ήταν ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να πάει, έπειτα υποχρέωσε το γιο του το Ζάχο, ο οποίος μόρφαζε και μεμψιμοιρούσε, να παραμείνει στον ενοριακό ναό, κατάσκοπος στο ιερό βήμα, να παραλάβει το μερίδιο των προσφορών και συλλειτουργικών και μόνο μετά την απόλυση της λειτουργίας, που θα ανέτελλε ήδη η ημέρα, να ανέβη στα Καλύβια, που θα ήταν κι αυτός.
***
Η πούλια ήταν ήδη ψηλά, «τέσσερες ώρες να φέξει» και ο μπαρμπ’- Αναγνώστης, αφού ξύπνησε τον ιερέα, με ένα πρόχειρο σήμαντρο που είχε κατασκευάσει από ξύλο καρυδιάς και πλήκτρο, γυρνούσε στα Καλύβια, κτυπώντας το δυνατά, για να ξυπνήσουν οι χωρικοί.
Μπήκαν στο μικρό εξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου.
Ένας μετά τον άλλον, προσέρχονταν οι χωρικοί με τις γυναίκες τους και με τα καλά τους ενδύματα.
Ο ιερέας έβαλε ευλογητό.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης άρχισε να τα λέει όλα απ’ έξω, την προκαταρκτική προσευχή και τον Κανόνα, το «Κύματι θαλάσσης...».
Ο παπα-Κυριάκος εμφανίστηκε στη θύρα του Ιερού, ψάλλοντας το «Δεύτε λάβετε φως.»
Άναψαν τις λαμπάδες και βγήκαν όλοι στο ύπαιθρο, να ακούσουν την Ανάσταση.
Γλυκιά και κατανυκτική Ανάσταση, ανάμεσα στα ανθούντα δένδρα, υπό την ελαφριά αύρα των σειόμενων ευωδών θάμνων και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς.
Αφού έψαλαν το «Χριστός Ανέστη,» μπήκαν όλοι στο ναό.
Θα ήταν το πολύ εβδομήντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Ο μπαρμπ’ - Αναγνώστης, άρχισε να ψάλλει τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερέας, συγχρόνως αντέψαλλε, από το Ιερό Βήμα και ετοιμαζόταν “να πάρει καιρόν” και, αφού τελέσει τον ασπασμό, να μπει στη λειτουργία.
Αλλά τη στιγμή εκείνη, μπήκε ή μάλλον εισόρμησε στο ναῒδριο, ακολουθούμενος από δύο άλλους συνομηλίκους του, ένα δώδεκα ετών περίπου παιδί, ψηλό για την ηλικία του, ασθμαίνοντας και βρισκόμενο σε έξαψη.
Ήταν ο Ζάχος, ο γιος του παπα-Κυριάκου.
Μπήκε λαχανιασμένος στο ιερό βήμα και άρχισε να μιλάει προς τον ιερέα.
Η φωνή του ακουγόταν, αλλά οι λέξεις δεν διακρίνονταν.
Να όμως τι έλεγε.
– Παπά, παπά!…
(Τα παπαδόπουλα έλεγαν συνήθως παπά τον πατέρα τους).
– Παπά, παπά!… ο παπα-Σφοντύλας… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άη - Βήμα η πεθερά του… κι η παπαδιά… κουβαλούν… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… τους είδα… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άη - Βήμα… κι η πεθερά του… κι η παπαδιά.
Μόνο ο παπα-Κυριάκος ήταν ικανός να βγάλει νόημα από τα ασυνάρτητα τούτα και ασθματικά λόγια του γιου του και να πως εξήγησε τα λεγόμενα:
«Ο παπα-Θοδωρής ο Σφοντύλας, ο σύντροφός του στην ενορία, έκλεβε τις προσφορές, μεταφέροντάς τες από την εξώθυρα του ιερού βήματος, στα χέρια της συζύγου και της πεθεράς του».
Ίσως το πράγμα δεν θα ήταν τόσο αληθινό, όσο ο Ζάχος ήθελε να το παραστήσει.
Γιατί αυτός, αγαπώντας, όπως όλοι οι νέοι την εξοχή και τη διασκέδαση, με δυσκολία είχε υπακούσει στην πατρική διαταγή, να μείνει στην πόλη και αφορμή θα ζητούσε για να το στρίψει και να πραγματοποιήσει μια νυκτερινή εκδρομή στα Καλύβια, αφού μάλιστα εύκολα εύρισκε συνοδοιπόρους συνομήλικους.
***
Αλλά ο παπα-Κυριάκος δε συλλογίσθηκε τίποτε.
Αγρίεψε αμέσως, αγανάκτησε, δεν κρατήθηκε και αντί να καταφέρει ένα δυνατό ράπισμα στα μάγουλα του γιου του και να εξακολουθήσει ήσυχος το καθήκον του, έβγαλε αμέσως το επιτραχήλιο, έβγαλε το φαιλόνιο και διασχίζοντας το ναό βγήκε, αποφεύγοντας το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, η οποία τον έβλεπε έντρομη. Αλλά ο μπάρμπα-Μηλιός, κάτι υποψιάστηκε απ’ τις κινήσεις αυτές και τον ακολούθησε. Σε πενήντα βήματα απόσταση από το ναό, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, έγινε ο επόμενος διάλογος. Παπά, παπά, πού πας; Θα ΄ρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. Δεν ήξερε τι να πει. Αλλά το βέβαιο είναι, ότι είχε απόφαση να κατεβεί στην πόλη, να ζητήσει λόγο για την κλοπή από το συνεφημέριό του. Στο βάθος δε της συνείδησής του έλεγε, ότι είχε καιρό να επιστρέψει προ της ανατολής του ήλιου και να τελέσει τη λειτουργία. Πού πας; επέμενε ο μπάρμπα-Μηλιός.
– Ας διαβάζει ο μπαρμπ’ - Αναγνώστης τας Πράξεις των Αποστόλων κι έφθασα.
Λησμονούσε ότι ο μπαρμπ’ – Αναγνώστης, δεν μπορούσε να διαβάσει άλλα, εκτός από όσα από στήθους γνώριζε.
– Αφήνω και την παπαδιά μου εδώ βλογημένε, επανέλαβε ο παπα-Κυριάκος, βρισκόμενος σε αμηχανία για το τι να πει.
Σας αφήνω την παπαδιά μου!
Και λέγοντας αυτά, έτρεχε.
Ο μπάρμπα-Μηλιός, επανήλθε κατηφής στο ναό.
– Καλά το έλεγα εγώ, ψιθύρισε.
***
Μεγάλη απορία επικρατούσε στο παρεκκλήσι.
Οι χωρικοί κοίταζαν με απορία ο ένας τον άλλον και ψιθυρισμοί ακουγόντουσαν.
Οι γυναίκες ρωτούσαν την παπαδιά να τους πει τι τρέχει, αλλά αυτή γνώριζε τα λιγότερα απ’ όλους.
Εντούτοις ο ιερέας έτρεχε, έτρεχε.
Ο ψυχρός αέρας δρόσισε λίγο το μέτωπό του.
– Και πως να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγε, οκτώ με συμπάθιο κι η παπαδιά εννιά... κι εγώ δέκα!
Ο ένας να σε κλέβει από ΄δω κι ο άλλος από κει…
Πεντακόσια βήματα από το ναό, ο δρόμος κατηφόριζε και κατέληγε σε μια ωραία κοιλάδα.
Ένας νερόμυλος βρισκόταν στην κατηφοριά εκείνη, δίπλα στο δρόμο.
Ακούγοντας ο ιερέας το γλυκό θόρυβο του ρυακιού και αισθανόμενος στο πρόσωπό του τη δροσιά, λησμόνησε ότι είχε να λειτουργήσει (πώς και πού να λειτουργήσει;) και έσκυψε να πιει νερό.
Αλλά τα χείλια του δεν είχαν βραχεί ακόμη και αμέσως θυμήθηκε.
– Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε και πίνω νερό;…
Και δεν ήπιε.
Τότε άρχισε να αισθάνεται.
– Τι κάνω εγώ, είπε, που πάω;
Και κάνοντας το σημείο του σταυρού.
– Ήμαρτον Κύριε, είπε, ήμαρτον! μη με συνεριστείς.
Επανέλαβε δε.
– Εάν εκείνος έκλεψε, ο Θεός ας τον… συγχωρήσει… κι εκείνον κι εμέ.
Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου...
Αισθάνθηκε ένα δάκρυ να βρέχει το μάγουλό του.
– Ω Κύριε, είπε ολόψυχα, ήμαρτον, ήμαρτον!
Συ παραδόθηκες για τις αμαρτίες μας και εμείς σε σταυρώνουμε κάθε μέρα. Και στράφηκε προς τον ανήφορο, σπεύδοντας να επανέλθει στο παρεκκλήσι, για να λειτουργήσει. Και ήθελα να πιω και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πως να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψη, δεν είμαι άξιος!… Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος! Εγώ άξιος δεν είμαι! Και επέστρεψε στο ναό, με γρήγορο βήμα, σχεδόν τρέχοντας, όπου με αγαλλίαση τον είδαν οι χωρικοί. Τέλεσε την ιερή μυσταγωγία και μετέδωσε στους πιστούς, φροντίζοντας να καταλύσει δια στόματος αυτών, όλο το άγιο ποτήριο. Αυτός δεν κοινώνησε, επιφυλασσόμενος να το πει στον πνευματικό και πρόθυμος να δεχθεί τον κανόνα.
***
Περί το μεσημέρι, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση, οι χωρικοί το έστρωσαν κάτω από τα πλατάνια, κοντά στη δροσερή πηγή.
Σαν τάπητα είχαν τη χλόη και τα χαμολούλουδα, σαν τραπέζι, φτέρες και κλαδιά σκίνων.
Η δροσερή αύρα, κινούσε με θόρυβο τα κλωνάρια των δένδρων και ο Φταμηνίτης με τη λύρα του, αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτη, καθόταν ανάμεσα στη μητέρα της τη Μελάχρω και τη θεια - Κρατήρα, την πεθερά της, φροντίζοντας να έχει εν μέρει τα μάγουλα καλυμμένα με τη μαντήλα και να βλέπει μάλλον προς τον κορμό της γιγαντιαίας πλατάνας, για να μη την κοιτάζουν οι άνδρες και ζηλεύει ο σύζυγός της.
Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπέντε ετών κόρη άγαμη, ωραία και αυτή, καθόλου δεν την πείραζε να λέει.
– Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τ’ άστρα…
Καλύτερα να γινόμουν καλόγρια.
Το βέβαιο ήταν, ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπε ούτε στα κάλλη, ούτε στη σωματική διάπλαση, αλλά αναπλήρωνε τις ελλείψεις αυτές με την ευστροφία σώματος και πνεύματος και με την φαιδρότητα και την ευθυμία.
Ο παπα-Κυριάκος, προέδρευε του συμποσίου, έχοντας απέναντί του την παπαδιά, μικρόσωμη, στρογγυλοπρόσωπη, μελαχρινή, αγαθότατη, η οποία γεννούσε σχεδόν κάθε χρόνο από ένα παπαδόπουλο, χωρίς να τη νοιάζει ούτε για παλληκαροβότανα, ούτε για στριφοβότανα, για τα οποία ενδιαφέρονται οι άλλες γυναίκες.
Δεξιά απ’ τον ιερέα, καθόταν ο μπάρμπα-Μηλιός, που προΐστατο αλλά εξυπηρετούσε την ομήγυρη, ξέροντας να ψήνει, όπως κανείς άλλος το αρνί, λιανίζοντας μεθοδικότατα για όλους και τρώγοντας αλλά και προπίνοντας.
Στις προπόσεις μάλιστα δεν είχε εφάμιλλο.
Μετά τη σύντομη και τυπική πρόποση του ιερέα, σηκώθηκε ο μπάρμπα – Μηλιός, κρατώντας την τσότρα την επταόκαδη, άρχισε να χαιρετίζει τους πάντες και καθέναν χωριστά ως εξής.
– Χριστός Ανέστη! Αληθινός ο Κύριος!
Ζει και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας!
Έπειτα μετά το προοίμιο, μπήκε στην ουσία.
-Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ’ να χαίρεσαι το πετραχήλι σ’! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ’ και τα παιδάκια σ’! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσεις, να τσ’ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ’, όπως έτρεξες με το λάδ’, να τρέξεις και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρα, να χαίρεσαι, μ’ έναν καλό γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού, με μια καλή νύφη, να ζήσεις, να χαρείς!
Εβίβα όλοι! Τε – περ - τε! Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας!
Σ΄μπεθέρα Ξανθή, καλή λευτεριά!
Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό!
Και αναλόγως προς το πρόσωπο, υπήρξε και η πόση.
Αλλά και ο Φταμηνίτης θέλησε να προπιεί, κατ’ άλλο όμως τρόπο, θέλησε να βρει τη γυναίκα του και την ανάγκασε να απαντήσει στην πρόποση.
– Μπρομ!
– Πιε κι δο μ’.
– Με κρασί!
– Καλώς τ’ν αγάπη μ’ τη χρυσή!
Και αφού ήπιε αυτός, έδωσε την τσότρα στην ωραία Ξανθή, η οποία έβρεξε τα χείλη.
Έπειτα άρχισαν τα τραγούδια.
Πρώτα το Χριστός Ανέστη, ύστερα τα δημώδη.
Ο μπάρμπα-Μηλιός, θέλοντας να ψάλει και αυτός το Χριστός Ανέστη, το γύριζε πότε στον αμανέ και πότε στο κλέφτικο.
Αλλά ο πιο ιδιόρρυθμός από όλους τους ψάλτες, ήταν ο μπάρμπα - Κίτσος, γηραιός χωροφύλακας, Χειμαρριώτης, παλιός ταχτικός, λησμονημένος από την βαυαρική εποχή στο νησί.
Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένο στα μητρώα, πότε του έστελναν μισθό, πότε όχι.
Φορούσε χιτώνα με ανοικτά μανίκια, κοντή περισκελίδα μέχρι το γόνατο και τουζλούκια.
Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε, φευ! και δήμαρχος), τον είχε στείλει να κάμει Πάσχα στα Καλύβια, για να φυλάξει δήθεν την τάξη, αν και ουδεμιάς φύλαξης υπήρχε ανάγκη.
Το βέβαιο είναι, ότι τον έστειλε να καλοπεράσει κοντά στους ανοιχτόκαρδους ξωμερίτες, οι οποίοι του άρεσαν του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγαν και “τσουπλακιές” ή «χαλκοδέρες”.
Εάν έμενε στην πόλη, ο δήμαρχος θα ήταν υποχρεωμένος να τον φιλέψει τον μπάρμπα-Κίτσο, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοί του, έλεγε, να τον φιλέψει κουλούρα και αυγά.
Τι έθιμα!…
Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ασπάσθηκε τρεις ή τέσσερις φορές την τσότρα, άρχισε να ψάλλει το Χριστός Ανέστη με ιδιάζοντα τρόπο, ως εξής.
«Κ’στο - μπρε - Κ’στος Ανέστη
εκ νεκρών θανάτων,
θάνατον μπατήσας,
κι έντοις - έντοις μνήμασι,
ζωήν παμμακάριστε!»
Και όμως, με όλη την ιδιορρυθμία αυτή, κανείς ποτέ έψαλε ιερό άσμα με τόσο πολύ χριστιανικό αίσθημα και ενθουσιασμό, αν εξαιρέσουμε ίσως τον γνωστό στην Αθήνα γηραιό και σεβάσμιο Κρητικό, που έψαλλε το «Άλαλα τα χείλη των ασεβών...» με την εξής προσθήκη:
«Άλαλα τα χείλη των ασεβών
των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες!
την εικόνα σου την σεπτήν…»
Αληθινοί ορθόδοξοι Έλληνες...
***
Περί το δειλινό είχε αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (γιατί οι γυναίκες επιφυλάσσονταν για τη Δευτέρα και την Τρίτη, για να χορέψουν το συρτό και την κ α μ ά ρ α), και ο παπα – Κυριάκος, με την παπαδιά και το Ζάχο, που γλύτωσε το ξύλο χάριν της ημέρας (γιατί ο πατέρας του είχε θυμώσει μαζί του, επειδή έγινε αίτιος της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρέτισαν τη συντροφιά και κατέβηκαν στην πολίχνη.
Ο παπά-Κυριάκος, έδωκε πλήρες στον συνεφημέριό του το μερίδιό του από το παρεκκλήσι και ούτε καταδέχθηκε να κάμει λόγο περί της υποτιθέμενης κλοπής.
Εντούτοις, ο παπα-Θοδωρής του είπε, ότι το εκ της ενορίας μερίδιό του βρισκόταν στο σπίτι αυτού, του παπα – Θοδωρή.
Έκρινε καλό, είπε, να μεταφέρει από την εξώθυρα του αγίου βήματος στο σπίτι και τα δύο μερίδια, για να μη βλέπουν μερικοί επιπόλαιοι και φλύαροι, ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά εισοδήματα.
«Ο κόσμος κουτσομπολεύει, είπε, άμα μας δει μια καλή μέρα να πάρουμε τίποτε λειτουργιές και δεν συλλογίζεται πόσες εβδομάδες και μήνες περνάνε άγονοι!»
Από δω προήλθε η παρανόηση του Ζάχου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης