Τραγούδια του Θεού
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1908
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Με είχε καλέσει ο καλός φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. στο σπίτι του την ημέρα του Πάσχα, για να συμφάγωμε την ώρα του προγεύματος περί τις δέκα, από συγκατάβαση και ευσπλαχνία, για να κάνω κι εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα… οικιακό, έρημος και ξένος στα ξένα.
Ευχάριστο και θαλπερό ήταν το εσωτερικό του σπιτιού του, όπως επίσης και η πλατιά αυλή, με τη διάπλατη πόρτα και τους στάβλους των αλόγων και την πρασινάδα και τις γλάστρες με τα άνθη, την οποία διέσχισα για να εισέλθω.
Η οικογένειά του, η γριά Μαρία η σύζυγός του, αφελής και αρχαϊκή, ο γιος του, αμόρφωτος και άπλαστος, καλός αμαξηλάτης και ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρο, τραχύς και φιλαλήθης.
Τέλος η κόρη του η Ρηνούλα, τέλεια αντιπρόσωπος της νέας γενιάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα και θεατρίνα.
Αλλά όμως κι αυτή αφελής και απλή στο πρόσωπο και τους τρόπους.
Είχε μία κόρη επτά ετών, τη Μαρία, πάντοτε χαμογελαστή και ανοιχτόκαρδη και ένα χαριτωμένο ξενικό πλάσμα, την Τοτώ, ξανθή, γαλανόμορφη και αγγελοθωρούσα.
Η μικρή Τοτώ, δεν ξέρω ακριβώς πως είχε πέσει στα χέρια της και αποτελούσε μέρος της οικογένειας.
Φαίνεται, ότι κάποια ξένη Γαλλίδα, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα σε πλούσιο σπίτι, είχε πέσει στα δίκτυα κανενός επιτήδειου και είχε συλλάβει το μαγικό τούτο χρυσόψαρο της δεξαμενής, για να πλεύσει στο πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλε ποτέ να πετάξει στον αιθέρα του αχανούς.
Έπειτα, την περιπλανώμενη μητέρα, που δεν είχε κτίσει τη φωλιά της ποτέ, την πήραν άλλοι άνεμοι και τη μετακόμισαν, ποιος ξέρει που, σε άλλα κλίματα.
Βρήκε θέση καλύτερη αλλού και ταξίδεψε και εμπιστεύθηκε το έμψυχο κειμήλιο αυτό, στα χέρια της Ρηνούλας, όπως την είχε εγκαταλείψει κι αυτήν ο πλανευτής, ο οποίος την στεφανώθηκε και ανέθρεψε εκείνη το τέκνο της και έμεινε ζωντοχήρα και δέχθηκε ως έρμαιο το ξένο βρέφος αυτό, ίσως επειδή αισθανόταν μικρό θησαυρό φιλοστοργίας στα στήθη της.
Πόση είναι η δύναμη της επιρροής και αν η Ρηνούλα είχε γοητεία και μάτι επιβάλλον για να ανατρέφει παιδιά, το αισθάνθηκα την ημέρα εκείνη του Πάσχα, όταν η μικρή Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνών περίπου, άρχισε έξαφνα να κλαψουρίζει εκεί που την είχαν βάλει να φάει, για μία μικρή παράλειψη.
Η Ρηνούλα στράφηκε προς τη μικρή και της είπε απλώς με τον τρόπο και με το βλέμμα που αυτή ήξερε:
― Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις.
Κι η μικρή λούφαξε σαν από θαύμα.
Όταν αποφάγαμε και τσουγκρίσαμε τα κόκκινο αυγά και είχαμε αδειάσει τα τρία τέταρτα της «χιλιάρας» ―ήταν ωραίο ρετσινάτο, όλο άρωμα και αφρός― αφού έψαλε ο γέρων Φίλιππος το «Χριστὸς ανέστη» (ο κυρ Στέφανος δεν ήξερε άλλο να ψάλει παρά μόνο το, «Ψήσου γίδα ψήσου και ροδοκοκκινίσου»), θέλησα κι εγώ να πω το «Αναστάσεως ημέρα», το αλέγρο, τον πρώτο δηλαδή ειρμό του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίο το δοξαστικό, το αργό.
Μόλις άνοιξα τὸ στόμα μου και πρόφερα
«Αναστάσεως ημέρα,
Λαμπρυνθώμεν, λαοί.
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα…»
Η μικρή Τοτώ, κοιτάζοντας προσηλωμένα προς εμένα, άφησε ακράτητο επιφώνημα χαράς κι έλαμψε το προσωπάκι της, τα ματάκια της, το στόμα της, τα μάγουλά της, όλα μόρφασαν και χαμογέλασαν, ανείπωτο χαμόγελο αγαλλιάσεως.
Το πράγμα μου προξένησε αίσθηση.
Φαίνεται πράγματι, ότι έχουν ανείπωτο άρωμα και κάλλος μαρτυρούμενο «εκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αυτά τα εμπνευσμένα άσματα της Αγίας Εκκλησίας μας.
Συγχρόνως η Μαρία με παιδική χαρά κι αυτή, είπε.
―Αυτά δεν είναι τροπάρια που ψέλνετε, κύριε.
―Αλλά τι είναι, κορίτσι μου; ρώτησα.
―Αυτά είναι σαν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια.
***
Τούτο μου θύμισε μία άλλη μικρή κορασίδα, την Κούλα (Αγγελική) του φίλου μου του Νικόλα του Μπούκη.
Απλός μανάβης ή οπωροπώλης ήταν ο άνθρωπος, αλλά είχε λάβει εκ Θεού για τη φιλοξενία του, την ευλογία του Αβραάμ.
Το μικρό σπίτι του, ήταν ξενώνας για τους φίλους και τους περαστικούς, για τους εκλεκτούς και τους τυχόντες.
Είχε απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου και την ώρα του αντίδωρου, η γυναίκα του Μπούκη, του φίλου μου, ακολουθούμενη από τη μικρή κόρη της, την Αγγελικούλα, με πλησίασε στο στασίδι, για να μου υπενθυμίσει, ως συνήθως, ότι έπρεπε να πάω στο γεύμα.
Τότε η μικρή παιδούλα (ήταν ως εννέα ετών, ρόδινη και καστανή και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείο, γιατί ήταν άτεκνο το ανδρόγυνο, αλλά αυτή το αγνοούσε), με χαιρέτησε και μου λέει:
―Εσύ, μπαρμπ᾿- Αλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του Θεού.
Τραγούδια του Θεού!!!
Έκτοτε η μικρή με άκουε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», στον πενιχρό νυκτερινό ναΐσκο, όπου σύχναζε τακτικά με τη μητέρα της.
Κοιμόταν μέσα στο στασίδι, στον γυναικωνίτη, την ώρα των αποστίχων, ξύπναγε μετά δύο ώρες στον Πολυέλεον κι έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθεί πλέον.
Ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα.
Εκείνη τη μέρα, ήταν 8η Σεπτεμβρίου, είχα ψάλει το «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ».
Μετά έξι ημέρες με άκουσε η μικρή να ψάλλω το «Αγαλλιάσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα».
Και την ημέρα του Θεολόγου, έψαλα το «Φίλε μυστικέ, Χριστού επιστήθιε».
Και του Αγίου Δημητρίου έψαλα τὸ «Δεύρο Μάρτυς Χριστού προς ημάς».
Και των Εισοδίων έψαλα το «Διανέμοις των χαρισμάτων».
Και του Αγίου Νικολάου έψαλα «Την Ζωοδόχον πηγὴν την αέναον» και «Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος». Και τα Χριστούγεννα έψαλα το «Θεὸς ων εἰρήνης».
Και του Αγίου Βασιλείου το «Δεύτε του Δεσπότου τα ένδοξα Χριστού ονομαστήρια» και το «Σου την φωνὴν έδει παρείναι, Βασίλειε».
Και των Φώτων έψαλα το «Ιησούς ο ζωής αρχηγός».
Και της Υπαπαντής έψαλα το «Χέρσον αβυσσοτόκον».
Και του Ευαγγελισμού το «Ως εμψύχῳ Θεού κιβωτώ».
Και του Αγίου Γεωργίου το «Ανέτειλε το έαρ», και της Αναλήψεως το «Θείω καλυφθείς».
Και της Πεντηκοστής το «Παράδοξα σήμερον». Και των Αγίων Αποστόλων, έψαλα το «Σε την υπερένδοξον νύμφην» και το «Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, συ την πολυέραστον θείαν αγάπησιν».
Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το «Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανὸν εμιμεῖτο».
Και εις την μνήμην της Παναγίας, έψαλα τα θεσπέσια εκείνα κελαδήματα, το «Πεποικιλμένη» και το «Νενίκηνται» και το «Συνέστειλε χορὸς των Αποστόλων, το Θεοδόχον σῶμα σου, εις οὐρανίους θαλάμους προς τον υιὸν εκφοιτῶσα».
Και εις την αποτομὴν τού Προδρόμου, έψαλα το «Φρίττουσι πάθη των βροτῶν» και τόσα άλλα.
Και η μικρή κόρη τα αισθανόταν και τα ποθούσε και τα χαρακτήριζε, με αγγελικό αίσθημα, ως «τραγούδια του Θεού».
***
Έκτοτε απουσίασα από την Αθήνα.
Είχα θυμηθεί τους πτωχούς οικείους στη μικρή πατρίδα μου, μακριά απ΄την οποία είχα ζήσει, εκτός μικρών διαλειμμάτων, πάνω από το μισό της ζωής μου.
Όταν τέλος με είχαν βαρεθεί κι εκεί, τόλμησα μετά τρία χρόνια, να ξαναγυρίσω στην πρωτεύουσα, με την αμυδρή ελπίδα, ότι δε θα γινόμουν και πάλι βαρετός στους φίλους μου.
Αφού κρύφτηκα επί μια εβδομάδα σε κάποιο ταπεινό ξενώνα, πήγα λαθραία ένα πρωί, να ανταμώσω το φίλο μου, το Νικόλα το Μπούκη.
Αλλοίμονο! τι έμαθα;
Η μικρή Κούλα, η οποία διήγε τώρα το ενδέκατο έτος της ηλικίας της, ήταν άρρωστη βαριά.
Είχε δέκα μέρες στο κρεβάτι και ο γιατρός είπε ότι ήταν κακός πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως.
Πήγα κατ᾿ ευθείαν από το οπωροπωλείο, όπως με προέτρεψε ο Νικόλας, για να βοηθήσω με λόγια και να ενθαρρύνω τη μητέρα.
Η πτωχή, που την αγαπούσε σαν να ήταν γέννημα των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερο, χάρηκε άμα με είδε, έπειτα μου έδειξε το κρεβάτι. Η μικρή Κούλα ήταν ισχνή, κάτωχρη, εμπύρετη και ήταν σχεδόν αναίσθητη στο κρεβάτι. Είπα στη μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγοριάς και της ενθάρρυνσης και έμεινα δυο ώρες εκεί. Έπειτα επανήλθα πάλι το δειλινό και τη νύκτα και το άλλο πρωί. Η Κούλα πήγαινε χειρότερα. Έπειτα, την τρίτη μέρα, φάνηκε να είχε βελτιωθεί κάπως και αισθανόταν.
Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της μιλήσω.
― Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου.
―Α! μπάρμπα-Αλέξανδρε, ψέλλισε ασθενικά.
Πότε θα μου πεις πάλι τα θεία… τραγούδια;
―Όποτε θέλεις, Κούλα μου.
Άμα γίνει αγρυπνία στον Άγιο Ελισσαίο να έλθεις, να σου τα πω.
― Να μου τα πεις. Μα θα τ᾿ ακούσω;
―Άμα προσέχεις, θα τ᾿ ακούσεις…
― Ωχ!
Στέναξε, έκλεισε τα μάτια και δε μου μίλησε πλέον.
Φαινόταν ότι είχε πολύ κουραστεί (έφερε με δυσκολία το ισχνό χέρι προς το αυτί ενώ ψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρηκοΐα ένεκα της νόσου).
Της έφεραν χρίσμα, λάδι από την καντήλα.
Αυτή ανέλαβε προς στιγμή τις αισθήσεις της και ψιθύρισε:
― Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία.
Θα πλέψω καλά.
***
Μετά τρεις ημέρες, τη συνοδεύσαμε στον τάφο.
Οι επαγγελματικοί ιερείς και οι ψάλτες, έψαλλαν τα κατά συνθήκη, από την «Άμωμον οδὸν» έως τον «Τελευταίον ασπασμόν».
Μόνο ο παπα-Νικόλας απ’ τον Άι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, φαινόταν ότι έκανε χωριστή ακολουθία, μουρμούριζε μέσα του και τα μάτια του φαίνονταν δακρυσμένα.
― Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα, από πίσω απ’ το στασίδι που είχα ακουμπήσει.
― Λέγω την ακολουθία των Νηπίων μέσα μου, είπε ο παπα-Νικόλας.
Σε αυτό το άκακο αρμόζει η κηδεία των νηπίων.
Πράγματι κι εγώ, με όλο τον πόνο και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθεί εκείνη τη στιγμή την ακολουθία των νηπίων και ακούσια έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεού:
«Των του κόσμου ηδέων αναρπασθὲν άγευστον» και «ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιὰς επουρανίους έσωσας» και «του Αβραάμ, εν κόλποις, εν τόποις ανέσεως, ένθα τὸ ύδωρ εστί το ζων, τάξαι σε Χριστὸς ο δι᾿ ημάς νηπιάσας» και «οις αριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τανύν προς σε».
Και αντί του «Δεῦτε τελευταῖον…»,
«Ω, τις μη θρηνήσει, τέκνον μου. Ότι βρέφος άωρον εκ μητρικῶν αγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας».
Και ακροτελεύτιο, ύστερα από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεού, τα οποία προ τριών ημερών είχε προφητεύσει, ότι δεν θα εδύνατο να τα ακούσει, το «Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν, η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο».
Αλλά τα άκουγε τάχα η αγνή ψυχή, αν ο άγγελός της, της επέτρεπε να περιίπταται εκεί γύρω;
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης