Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Πατέρα στο σπίτι

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1895

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.

— Χωρίς πεντάρα;

— Ναι.

— Και τι έγινε ο πατέρας σου;

— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.

126Ήταν πέντε ετών παιδί, ζωηρό, με λαμπερά μεγάλα μάτια, ρακένδυτο. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητά του χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά τη φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο ώστε οι άνθρωποι που δεν είχαν να κάμουν τίποτε, όπως εγώ, πολλές φορές το καλούσαν και απεύθυναν σ΄αυτό την ίδια ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απάντηση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα.  Κατ' εκείνη την ημέρα συνέβη να είμαι πλούσιος, γιατί είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις και μετά τέσσερις αποπομπές, να λάβω δεκαπέντε δραχμές, απέναντι ογδόντα που μου όφειλαν για αμοιβή φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων.

Κατά τις τέτοιες δε μέρες, ισάριθμες με τις σελήνες του έτους, μου συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να ξοδεύω μονοημερίς τα δύο τρίτα του ποσού που λαμβάνω, φυλάσσοντας φρόνιμα το τρίτον για τις επόμενες τρεις εβδομάδες.

Φώναξα το παιδί και του έδωκα μία πεντάρα.

Εκείνο την πήρε, έβγαλε έξω από τα χείλη τη γλώσσα, με χαμόγελο ευδαιμονίας και κοιτάζοντάς με είπε:

— Δώ μ' κι άλλη, μπάρμπα!

* * *

Δεν ήταν το μόνο παιδί, το οποίο ερχόταν στο μικρό εκείνο παντοπωλείο της οδού Σ..., κατά το δυτικό άκρο της πόλης.

Φτωχές γυναίκες έστελναν συνήθως τα πέντε ετών ή επτά ετών κορίτσια τους για να ψωνίσουν.

Συνέβαινε, κάθε βράδυ να κάθομαι επί μισή ώρα και πλέον, συνομιλώντας με δυο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικό τους στο μικρό μαγαζί, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτό δείπνο μου.

Πολλές φορές τριών ετών νήπια ψελλίζοντας, τα έστελναν οι προκομμένες οι μητέρες τους, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια στα χέρια, για να αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.

Ένα απ΄ αυτά, ζητούσε να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμπρί), άλλο ζητούσε μια πεντάρα πίτα (σπίρτα).

Τη γλώσσα τους μόνο ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήταν ικανός να την καταλαβαίνει.

Ο ίδιος σπλαχνιζόταν ενίοτε και έστελνε προπομπούς τους ίδιους του υπηρέτες ως την πόρτα των μικρών παιδιών, για να φθάσουν αυτά με ασφάλεια στη μητέρα τους.

Συχνά συνέβαινε να ξεχάσει το μικρό κορίτσι, πέντε ετών ή έξι ετών, το είδος το οποίο στάλθηκε να αγοράσει και να πει άλλα αντί άλλων.

Από κει προέκυπταν παράπονα και διαμαρτυρίες εκ μέρους των μητέρων, και ύβρεις κατά του μπακάλη.

Πάντοτε τον μπακάλη έβγαζαν φταίχτη.

Το παιδί ποτέ δεν έφταιγε.

Άλλοτε συνέβαινε, να του πέσει στο δρόμο το μισό το ρύζι ή να φάει τη μισή τη ζάχαρη.

Τότε η μητέρα ή η γιαγιά, κατέβαινε η ίδια και έβριζε το μπακάλη, λέγοντας ότι τέτοιος ήταν, τον ήξερε αυτή, όλο ξίκικα πουλούσε, μ' αυτά ζητούσε να πλουτίσει κι αυτός.

Και μπορώ να πω, ότι ο μπακάλης ήταν, ως εμπορευόμενος και ως άτομο, τίμιος άνθρωπος.

Άλλοτε πάλι, ο μικρός ψωνιστής, το χειρότερο, έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα πήρε από τον παντοπώλη.

Αλλά για τούτο είχε ληφθεί η πρόνοια, να τυλίγονται τα ρέστα σε χαρτί και κάποτε να δένονται κομπόδεμα σε πανί και να βάζονται στην τσέπη του μικρού.

Και όμως, πολλές φορές χάνονταν πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.

Και πάλι ο μπακάλης έφταιγε.

* * * 

Αλλά ας επανέλθω στο παιδί που μιλήσαμε στην αρχή.

Δεν είμαι ποτέ περίεργος, αλλά ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξερε φυσικά, όλα τα μυστικά της γειτονιάς.

Ήταν γενικός θεματοφύλακας των αλλότριων υποθέσεων.

Δεν ξέρω αν το βλέμμα μου του φάνηκε ερωτηματικό, αλλά όταν ευκαίρησε, αυθόρμητα άρχισε να μου διηγείται την ιστορία.

Προ εννέα ετών, ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε παντρευτεί τη Γιαννούλα Πολυκάρπου.

Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν πέντε παιδιά, εκ των οποίων το τρίτο ήταν το παιδί εκείνο.

Ο Μανόλης ήταν ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ για την εργατικότητά του.

Εργαζόταν, οσάκις είχε εργασία, από την Τρίτη έως την Παρασκευή. Το Σάββατο πρωί του πονούσε αίφνης η μέση του, τη Δευτέρα του πονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι μεθούσε και διασκέδαζε από το Σάββατο βράδυ έως τη Δευτέρα πρωί.

Η γυναίκα ήταν εργατική. Είχε ραπτική μηχανή και κατασκεύαζε πουκάμισα. Κέρδιζε έτσι ένα τάλιρο την εβδομάδα, το οποίο, προστιθέμενο στις δεκατρείς ή δεκατέσσαρες δραχμές, όσες κέρδιζε εκείνος και εκ των οποίων τα μισά του χρειάζονταν για το τακτικό μεθύσι της Κυριακής, μόλις αρκούσε για συντήρηση της οικογένειας.

Αλλά η οικογένεια αύξανε σχεδόν κάθε χρόνο.

Ανά ένα κουτσουβέλι, ή κατσιβέλι, γεννιόταν τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνες, με κανονικότητα απελπιστική.

Η οικογένεια αύξανε, αλλά το εισόδημα λιγόστευε.

Η εργασία γινόταν σπανιότερη. Η ραπτική μηχανή παραρίχτηκε σε μια γωνιά και τέθηκε σε αχρηστία. Η Γιαννούλα, δεν πρόφταινε να απογαλακτίσει ένα μωρό και άρχιζε να βυζαίνει αμέσως άλλο, μόλις προλάβαινε για να πλένει κάποια παλιόρουχα, δεν είχε πλέον καιρό να ράβει πουκάμισα.

Ο Μανώλης δεν έπαψε να μεθάει τακτικά από το Σαββατόβραδο έως το ξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερο φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχαν πάντοτε ψωμί. Το τζάκι σπάνια ήταν αναμμένο. Η γυναίκα γόγγυζε.

Ο Μανόλης, όταν ερχόταν, την έτρωγε από τη γρίνια. Τα παιδιά έκλαιγαν.

Το αχυρένιο στρώμα ήταν τρύπιο. Η κουβέρτα δεν αρκούσε να σκεπάσει τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.

Η λάμπα ήταν ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιο. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών και έπιναν από ένα τσαγγλί, οσάκις είχε νερό η βρύση της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθεί η μισή και λίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίσει. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήταν άχρηστο.

Η χύτρα ήταν ραγισμένη και έσβηνε τη φωτιά το νερό που διέρρεε, όταν φωτιά υπήρχε.

Η κατσαρόλα ήταν παλιά, φαγωμένη, αγάνωτη.

Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράσει αντί πενήντα λεπτών ή να τη γανώσει αντί πενήντα με κίνδυνο, είπε, να τρυπήσει και να γίνει άχρηστη.

Η Γιαννούλα προτίμησε να την κρατήσει αγάνωτη.

Η ραπτική μηχανή είχε δοθεί ενέχυρο για δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα χρησίμευαν για τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και για άλλες ανάγκες.

Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν και η μηχανή κρατήθηκε.

* * * 

Σε τέτοια κατάσταση ήταν το σπίτι, όταν έκανε την εμφάνισή του ο κουμπάρος.

Ο κουμπάρος ήταν άγαμος, σαράντα ετών, παχύς, ομορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι.

Ήταν μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις.

Ήταν άνθρωπος με επιρροή.

Κατ' αρχάς ερχόταν μία φορά το μήνα. Έπειτα ήλθε δύο φορές σε μία εβδομάδα, φέροντας κρέας και μερικά μικρά δώρα για τα παιδιά.

Κατόπιν άρχισε να έρχεται μέρα παρά μέρα.

Τέλος ερχόταν κάθε μέρα, φέροντας πάντοτε ψώνια.

Ποιος ξέρει ποιους σκοπούς έτρεφε ο κουμπάρος.

Αλλά η Γιαννούλα ήταν τίμια, όσο και κάθε άλλη.

Η Γιαννούλα ήταν τίμια, αλλά ο Μανώλης ήταν ζηλιάρης.

Και μετά πολλά βραδινά δείπνα τα οποία έφαγε στο σπίτι μαζί με τον κουμπάρο, μετά πολλές δε πρωινές σκηνές τις οποίες έκανε στη γυναίκα του, άρχισε να μην είναι συνεπής σε τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκοιμάται.

Της είχε διηγηθεί πολλές φορές ότι, πριν την πάρει, είχε μία φιλενάδα.

Εκείνη είχε παντρευτεί από τότε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε στην πτωχή συνοικία.

Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει αυτήν την παλαιά γνωριμία και για τούτο έλειπε από το σπίτι βραδιές-βραδιές.

Όσο για τη Γιαννούλα, το μόνο έγκλημά της ήταν ότι, ίσως είχε συμπεριφερθεί με διπλωματία στον κουμπάρο και δεν τον είχε διώξει μία και καλή.

Ο κουμπάρος ήξερε, βλέπετε, από πολιτική και αυτή, ως γυναίκα πού ήταν, ήξερε από ψευτοπολιτική.

Αλλά οι γειτόνισσες δεν ήταν επιεικείς και την κακολόγησαν.

Και ένας απ΄ τους γειτόνους, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήταν της αρχής, ότι έπρεπε ο ενδιαφερόμενος «να ξέρει τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, που ήταν κρυμμένη και σ΄ αυτόν τον ίδιο, ήταν να βρει διασκέδαση αυτός με τις φωνές, με τις κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και με το χώρισμα του ανδρόγυνου.

Αυτό θα πει να σου θέλει κάποιος το καλό σου, να φροντίζει για τα της τιμής σου.

Δηλαδή, να σε βάλει να σκοτωθείς.

* * *

Μετά την τελευταία φοβερή σκηνή, από την οποία η Γιαννούλα βγήκε με μισή πλεξίδα, με ένα μάγουλο ματωμένο και με σχισμένο πουκάμισο - και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφαν την πεποίθηση, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήταν αθώα - ο Μανώλης έγινε άφαντος.

Πήγε να ανταμώσει οριστικά την παλαιά του γνωριμία.

Ο κουμπάρος εντωμεταξύ, είχε πάψει τις συχνές επισκέψεις του.

Είχε αρραβωνιασθεί. Γεροντοπαλίκαρο ακμαίο, καλοκαμωμένος, ομορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, έχοντας κερδίσει χρήματα από τις ενοικιάσεις, επόμενο ήταν να βρει νύφη με προίκα.

Η Γιαννούλα του είχε φερθεί διπλωματικά η πτωχή.

Μόνο τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά πεινούσαν. Αλλά εκείνος βαρέθηκε να περιμένει κι έφυγε με την ώρα του.

Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσερα παιδιά - το πέμπτο είχε πεθάνει, ανακληθέν νωρίς υπό του Πολυεύσπλαχνου και Πανσόφου στον κήπο τον ανθηρό, στο ωραίο περιβολάκι με τα κρίνα και με τους νάρκισσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούν για πάντα και τα άκακα νήπια - έμεινε, λέγω, με τα τέσσερα παιδιά, χωρίς πατέρα και χωρίς κουμπάρο.

Έμεινε χωρίς ψωμί στο ερμάρι και χωρίς φωτιά στην εστία, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνή, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτρα και χωρίς στάμνα και χωρίς ραπτική μηχανή!

Και το τρίτο παιδί, ο Μήτσος, εκείνο το οποίο έβλεπα, ερχόταν στο παντοπωλείο και ζητούσε από το μικρό μπακάλη, ο οποίος ήταν ακριβής στα σταθμά, αλλά δεν εννοούσε από ελεημοσύνη, ερχόταν και ζητούσε να του στάξει «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίο θα ήταν άξιο να στάξει μία σταγόνα νερού σε πολλών πλουσίων χείλη, στον άλλο κόσμο.

Και αιτιολογούσε την αίτησή του λέγοντας:

— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου