Τα συχαρίκια
«Ένας στρατιώτης έρχεται τον ανήφορο», είπανε τα παιδιά, που παίζανε στη «Βρυσίτσα», εκεί στο έβγα της Κλεισούρας. Σταματήσανε το παιχνίδι τους και περιμένανε να φτάσει, περίεργα να τον δούνε από κοντά. Όταν πλησίασε: «Αυτός δεν είναι στρατιώτης», είπε χαμηλόφωνα ένα παιδί. «Οι στρατιώτες έχουνε κουμπιά. Αυτός φορεί στολή χωρίς κουμπι
Δεν πρόλαβε να πει άλλονε λόγο, γιατί ο στρατιώτης έφτασε εκεί που είχανε μαζευτεί τα παιδιά-στο πλάι στο δρόμο- και τα χαιρέτησε με γλυκό χαμόγελο. Τα πιο μεγάλα δε στάθηκαν ούτε «καλωσόρισες» να του πούνε. Γίναν άφαντα, καπνός τον ανήφορο. Από όπου μπορούσε το καθένα να σκαρφαλώσει πιο γρήγορα, πεταχτήκανε στο σύρραχο κι ισιωμάτισαν αστραπή κατά την «Κρύα Βρύση». Οι φτέρνες τους σηκωνόνταν ως τα αυτιά, ποιο να προσπεράσει. Και μέσα στον κοντανασασμό ξεφωνίζανε, ποιο να ακουστεί. Η Μηλιά η Δήμαινα, που δύσκολα έπαιρνε είδηση τι γίνεται έξω στο δρόμο, γιατί βουίζανε τα αυτιά της από το τάκου-τούκου του αργαλειού, σαν κάτι να άκουσε από φωνές στριγγές πνιγμένες. Τι είναι; Είπε μέσα της, απίθωσε τη σαΐτα απάνω στο υφάδι, κράτησε το ξυλόχτενο κι έβανε αυτί να ακούσει τι τρέχει.
Καμιά αμφιβολία δεν έχει τώρα, πως είναι φωνές κι όσο περνούνε οι στιγμές, τις ακούει πιο δυνατές και πιο κοντά, ώσπου τέλος ξεχωρίζει τι φωνάζουν:
«Θειά Μηλιά! Θειά Μηλιά!»
Κι όσο να πεταχτεί από τον αργαλειό: «Θειά Μηλιά» πολύ δυνατά και πολύ κοντά. «Τα συχαρίκια, έρχεται ο Γιάννης σου!»
Η καημένη η μάννα από τη συγκίνηση δεν πετύχαινε να ανοίξει την πόρτα. Όσο να βγει να δει, να ρωτήσει, ο Γιάννης είχε αγναντέψει στο ίσιωμα.
Στην αυλόπορτα τόνε προλαβαίνει κι αρπάζεται από το λαιμό του. Τόνε τραβάει να χαμηλώσει και τόνε σταυροφιλεί και τόνε βρέχει με τα δάκρυά της. Βρύση τρέχανε τα μάτια της. Που να προλάβει ο Γιάννης να τις φιλήσει το χέρι!
Κρατώντας τον κι από τα δυο χέρια, φτάσαν ως τη σκάλα. Τα παιδιά τα λησμόνησε ολότελα. Δεν τά βλεπε, που την είχανε κυκλώσει ολόγυρα και τήνε παρακολουθούσαν άφωνα.
Όταν ανασήκωσε το πόδι της, να ανέβει το πρώτο σκαλοπάτι, τότε αντιλήφτηκε ,πως ήταν αυτό πέρα-πέρα πιασμένο από παιδιά, που είχανε τις πλάτες γυρισμένες κατά τη σκάλα και κοιτάζανε τη μάνα με το γιό της στο γυρισμό.
«Ανεβείτε παιδιά μου, να σας φιλέψω», τους είπε. Αλλά αυτά μεριάσανε, να περάσει ο Γιάννης. Και στάθηκαν εκεί στην αυλή, ώσπου κατέβηκε η Δήμαινα και τους μοίρασε μια ποδιά καρύδια για τα συχαρίκια.
Αυτό έγινε στη στιγμή. Μπαίνοντας στο σπίτι έριξε η μάνα ένα σκαμνί με ένα προσκέφαλο, να καθήσει ο Γιάννης, και κοίταξε, να φιλέψει τα παιδιά, να μην περιμένουν.
Τώρα πια είναι μοναχοί τους. Η μάνα καθισμένη πλάι του, τον έχει στα δεξιά, στηρίζει το χέρι της στον ώμο του και δε χορταίνει να τον κοιτάζει. «Πως πέρασε τόσος καιρός! Πως μεγάλωσες! Πως μέστωσες!» Κι ύστερα σηκώνεται, να του φέρει το ένα και το άλλο.
«Έλα κάθησε μάνα! Δε θέλω τίποτε. Είμαι ως το λαιμό χορτάτος από τη χαρά μου. Κάθησε να σε ξεπονέσω».
Γιώργου Ντεγιάννη
«Μέσα στους λόγγους»