Η Γραία και η θύελλα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Με τους λίγους που είχε έλθει σε συνομιλία, γύρω απ΄ τα δένδρα του εξοχικού καφενείου, η γηραιά κυρία, λίγα πράγματα έλεγε.
Είχε γίνει γνωστό, ότι καταγόταν από τα μέρη της Κωνσταντινούπολης, ότι είχε ξενιτευτεί - και είχε πάρει σύζυγο, όπως αυτή διηγούταν, έναν Αμερικανό στρατηγό - και ότι είχε ζήσει πάνω από 30 χρόνια στην Αμερική, τη Γαλλία και την Αγγλία.
Αίφνης, μία ημέρα, ενώ ο λόγος ήταν περὶ κοινωνικών σχέσεων μεταξὺ ανδρών και γυναικών, αυτή είπε:
―Εγώ έχω ιδεί άνδρες και άνδρες και δεν έχω σε ντροπή μου τίποτε άλλο, από την υποκρισία.
Ήταν ήδη εξήντα ετών, αλλά κρατιότανε καλά.
Ντυνότανε κομψά κι έλεγαν, ότι είχε μεγάλη περιουσία. Αλλά ήταν πολύ «σφιχτή», λυπόταν και την πεντάρα.
Η ἰδια έλεγε, ότι επὶ χρόνια, σχεδόν είχε ξεχάσει τα ρωμέικα, όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και τα ήθη και δεν της άρεσε εν γένει «ο τόπος αυτός».
Τώρα μιλούσε κάπως, αλλά ενίοτε παρενέβαλλε μία γαλλική λέξη και έπειτα ρωτούσε, «πώς το λένε αυτό;».
Έπειτα, είχε ξεχάσει τα ρωμέικα, αλλά όχι και τα πολίτικα.
Τους ιδιωματισμούς τους θυμόταν όλους. Π.χ. να σε πω, τον είπα, τον έδωκα, κτλ. Επίσης, να διείς, να διώ.
Και μία φορά της ξέφυγε, στην ρύμη του λόγου, ένα επιφώνημα:
― Μπρε!…
* * *
Λοιπόν, τη Δευτέρα το δειλινό, στα μέσα του Ιουλίου, ενέσκηψε αίφνης μία θύελλα, τέτοια, που λίγοι άνθρωποι έλεγαν ότι θυμούνταν.
Σφοδρός ανεμοστρόβιλος είχε ξεριζώσει πέντε δένδρα στη δυτική υπώρεια του Λυκαβηττού, είχε ζαλίσει και καταρρίψει, το οποίο ήταν πρωτοφανὲς, σχεδόν εκατοντάδες πουλιά, τα οποία έπεσαν, ημιθανή στο έδαφος. Επὶ τρία τέταρτα, ο κατακλυσμός της βροχής σχημάτισε αναρίθμητους καταρράκτες, που γέμισαν όλους τους δρόμους της πόλης, παρασύροντας κάθε εμπόδιο, κατακλύζοντας τα υπόγεια των μαγαζιών, τις αυλές των σπιτιών και τα κοιλώματα των δρόμων και μεταβάλλοντας σε λίμνες τις πλατείες. Η βοή του φοβερού τυφώνα και τ᾿ ουρανού ο ζόφος και των αστραπών ο σμάραγος, είχαν αφήσει έμπληκτα πολλά αναίσθητα, ασθενή πλάσματα. Για πρώτη φορά, η γηραιά κυρία, η οποία βρέθηκε εκεί να κάθεται, στο ύπαιθρο, συγκατένευσε να μπει στο καφενείο, μόνη γυναίκα μεταξύ πολλών ανδρών.
Η στενότητα του χώρου, έκαμε να μεγαλώσει ο κύκλος της συναναστροφής, στο αυτοσχέδιο «καραβανσεράι» και να συναφθεί συνομιλία μεταξὺ πολλών αγνώστων ή ημιγνώριμων, όπως συμβαίνει στα ατμόπλοιων κατά τα ταξίδια.
― Πω, πω! τρομάρα! Τι καιρός είν᾿ αυτός; Κι έχω αφήσει ανοικτὰ τα παράθυρα του σπιτιού, φαντασθείτε, κύριοι!
Της απάντησαν ότι ήταν «μικρό το κακό» και ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί γι αυτό, αφού χαλνά ο κόσμος.
Έπειτα μετά από λίγο:
― Μα τι τόπος είναι αυτός; Τι γελοίος τόπος; Να βρέχει εις τέτοια σαιζόν, σ᾿ αυτόν τον τόπο!
Φαντασθείτε, κύριοι.
Στη Γαλλία, στην Αμερική, δεν βρέχει τόσο ανόητα!
― Στην Αμερική δεν γίνονται οι κυκλώνες εκείνοι, που γράφουν τόσο συχνά οι εφημερίδες; είπε ένας από τους παραβρισκόμενους.
― Δε διαβάζω ελληνικές εφημερίδες, απάντησε η γηραιά κυρία.
― Μα αυτό δεν το γράφουν μόνο οι ελληνικές εφημερίδες, με συγχωρείτε.
Δεν απάντησε, αλλά μετά λίγα δευτερόλεπτα πάλι:
―Ακόμα εξακολουθεί! Είναι απελπισία, κύριοι. Κι έχω αφήσει τα παράθυρα ανοικτά.
― Μα δεν τα έχετε στερεώσει;
― Νομίζω.
― Ε, λοιπόν;
― Μην το συλλογίζεσθε αυτό, εδώ κινδυνεύουν κι οι άνθρωποι.
― Και δεν έχετε υπηρέτρια στο σπίτι; έλαβε το θάρρος να παρατηρήσει ένας απ΄τους παρακαθήμενους.
― Έχω διώξει τέσσερες υπηρέτριες σε ενάμιση μήνα…
Εδώ δεν είναι να έχει κανεὶς υπηρέτρια.
Μετά μία στιγμή πάλι:
― Δεν είναι τόπος αυτός. Γελοίος τόπος! Να βρέχει έτσι!…
Κι όσο θυμούμαι τα παράθυρα…
Ένας γέροντας με φουστανέλα, από την πιο μεμακρυσμένη γωνία, δεν κρατήθηκε.
― Μωρέ, κοίταξε την κόκα σου! Όλοι γέλασαν αθόρυβα.
Η κυρία, δεν ήταν δυνατόν να παρηγορηθεί για τα ανοικτὰ παράθυρα περισσότερο παρά όσο η Καλυψώ για την αναχώρηση του Οδυσσέα.
―Ο κόσμος χαλνά, είπε ένας.
― Καταστροφή στη σταφίδα, παρατήρησε άλλος.
― Περονόσπορος!
― Όλα τα στοιχεία συνώμοσαν.
― Θεοὶ και δαίμονες κατατρέχουν τον Ελληνισμό.
― Οι Ρουμάνοι σκύλιασαν.
― Οι Βούλγαροι λύσσαξαν.
― Καλέ, βρέχει, βρέχει!… Τι γελοίος τόπος!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης